Δευτέρας ἁγ. Πνεύματος (εὐαγγέλιον)
Τέσσερα θέματα
Δευτέρα Ἁγίου Πνεύματος (Μθ 18,10-20)
Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ παρουσιάζει τὸν Κύριο νὰ μιλάει γιὰ τέσσερα θέματα, συγγενικὰ μεταξύ τους· α΄ γιὰ τὴν καταφρόνηση τῶν μικρῶν (10-11), β΄ γιὰ τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο (11-14), γ΄ γιὰ τὸν σκανδαλοποιό (15-17), καὶ δ΄ γιὰ τὴν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν. Ἂς τὰ παρακολουθήσουμε.
Προσέχετε, λέει ὁ Κύριος, νὰ μὴν καταφρονήσετε κανέναν ἀπὸ τοὺς μικροὺς καὶ ἀσήμαντους αὐτοὺς ἀνθρώπους. Διότι σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι οἱ ἄγγελοί τους στοὺς οὐρανοὺς βλέπουν ἀσταμάτητα τὸ πρόσωπο τοῦ οὐρανίου πατέρα μου γιὰ λογαριασμό τους. Ὁ Κύριος ζητεῖ νὰ μὴν περιφρονοῦμε τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ κατ᾿ ἐπέκταση τοὺς ἁπλοὺς κι ἀθῴους ἀνθρώπους, διότι ἔχουν στοὺς οὐρανοὺς συμπαραστάτες. Ἔχουν τοὺς ἀγγέλους τους. Καὶ οἱ ἄγγελοί τους ἔχουν προσωπικὴ καὶ ἄμεση ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό, τοῦ ὁποίου βλέπουν ἀδιαλείπτως τὸ πρόσωπο καὶ τὸν ἱκετεύουν γι᾿ αὐτοὺς μέρα καὶ νύχτα.
Αὐτοὺς τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἄσημους ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἔχουν χάσει τὸν προσανατολισμό τους καὶ πλανῶνται πέρα-δῶθε σὰν χαμένα πρόβατα, τοὺς τιμᾶ ὁ Θεός, ὄχι μόνο μὲ τὴν ἀγγελικὴ φρουρά, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸ Γιό του, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο κι ἔγινε ἄνθρωπος γι᾿ αὐτούς, γιὰ νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ λύκου-διαβόλου, ἀσφαλίζοντάς τους στὴ στάνη τῆς ἐκκλησίας, ποὺ ἵδρυσε ὁ ἴδιος μὲ τὸ αἷμα του.
Τί γνώμη ἔχετε; ρωτάει ὁ Κύριος. Ἂν κάποιος ἔχει ἑκατὸ πρόβατα, καὶ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ χαθεῖ, τί θὰ κάνει; Δὲν θ’ ἀφήσει τὰ ἐνενήντα ἐννέα στὰ βουνά, γιὰ νὰ πάει ν’ ἀναζητήσει τὸ πλανεμένο; Πράγματι δὲν θ’ ἀδιαφορήσει, οὔτε θ’ ἀμελήσει, ἀλλ’ εἶναι σίγουρο ὅτι θὰ σπεύσει νὰ τὸ ἀναζητήσει καὶ νὰ τὸ ξαναφέρει στὸ κοπάδι. Κι ἂν συμβεῖ νὰ τὸ βρεῖ, ἀλήθεια σᾶς λέω, ὅτι χαίρεται περισσότερο γι’ αὐτὸ παρὰ γιὰ τὰ ἄλλα 99 ποὺ δὲν χάθηκαν. Περιγραφικότερος εἶναι ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς· Ὅταν τὸ βρεῖ, λέει, τὸ βάζει στοὺς ὤμους του καὶ καλεῖ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γείτονες νὰ τὸν συγχαροῦν γιὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ χαμένου προβάτου.
Τόσο μεγάλο εἶναι τὸ προσωπικὸ ἐνδιαφέρον τοῦ οὐρανίου Πατέρα μας. Θέλει νὰ μὴ χαθεῖ οὔτε ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ θεωροῦνται μικροὶ καὶ ἀσήμαντοι. Ἀλήθεια, ἀδελφοί. Καὶ ποιός δὲν ἔνιωσε αὐτὴ τὴ ζεστασιὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ; Τὸ στοργικὸ χέρι του ἔφτασε στὸ γκρεμὸ τῆς ἀσωτίας ἢ στὴν ὁμίχλη τῆς οἰνοφλυγίας ἢ στὸ λάκκο τῆς ἡδονοθηρίας ἢ στὸ ναρκοπέδιο τῶν ναρκωτικῶν ἢ στὸ μαχαῖρι τῆς ἐκδικήσεως ἢ στὰ σίδερα τῆς φυλακῆς, ὅπου πλανιόμασταν, καὶ μᾶς ἔσωσε τὴν τελευταία στιγμή. Καὶ μᾶς ἔκανε παιδιά του ἀγαπημένα.
Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δείχνει τὴν ἀξία τοῦ κάθε ἀνθρώπου, καὶ τοῦ πιὸ τιποτένιου, καθὼς καὶ τὴν ἔκδηλη κι ἀνυστερόβουλη ἀγάπη του γι’ αὐτόν. Ὁ Ἰωάννης χρυσόστομος δικαίως συμπεραίνει· Μὴν πεῖς λοιπὸν ὅτι ὁ τάδε εἶναι χαλκουργὸς ἢ ὑποδηματοποιὸς ἢ γεωργὸς ἢ ἀνόητος καὶ τὸν περιφρονήσεις... Ἂν ὁ Θεὸς ἔτσι χαίρεται μ’ ἕναν μικρὸ καὶ ἀσήμαντο, πῶς ἐσὺ περιφρονεῖς αὐτοὺς ποῦ ὁ Θεὸς θεωρεῖ περισπούδαστους; Ἐξ ἄλλου ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲν εἴμαστε ἄγγελοι· ὅλοι ἔχουμε τὶς κακίες μας, ποὺ σὰν ἀγκάθια ἀγκυλώνουν τοὺς κοντινούς μας. Ποιά εἶναι ἡ θέση μας, ὅταν κάποιος μᾶς ἀγκυλώσει; Μᾶς διαφωτίζει πάλι ὁ Κύριος.
Ἂν ὁ ἀδερφός σου, λέει, διαπράξει εἰς βάρος σου κάποιο σφάλμα, μὴ γκρινιάζεις καὶ μὴ τὸν κατακρίνεις· πήγαινε στὸν ἴδιο, καί, καθὼς θὰ εἶστε ἐσὺ καὶ αὐτὸς μόνοι σας, πές του μὲ φιλάδελφη καὶ καλοπροαίρετη διάθεση τὸ σφάλμα του. Ὄχι μπροστὰ σὲ ἄλλους, γιὰ νὰ μὴ θιγεῖ ὁ ἐγωϊσμός του καὶ προκληθοῦν ἀντίθετα ἀποτελέσματα. Ἂν σ’ ἀκούσει καὶ σοῦ ζητήσει συγγνώμη, κέρδησες τὸν ἀδελφό σου, τὴ σωτηρία του. Ἂν ὅμως δὲν σ’ ἀκούσει, κάνε μία δεύτερη κίνηση· πᾶρε μαζί σου καὶ ἕναν ἢ δύο, ὥστε μὲ τὴν προσωπικὴ μαρτυρία δύο ἢ τριῶν μαρτύρων νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ κάθε τὶ ποὺ τοῦ λὲς καὶ κάνεις γιὰ τὴ μετάνοιά του. Κι ἂν δὲν ἀκούσει κι αὐτούς, κάνε τρίτη κίνηση· πὲς τὸ σφάλμα του στοὺς προϊσταμένους τῆς τοπικῆς κοινωνίας. Ἂν δὲν ἀκούσει καὶ αὐτούς, ἔχε τον ὅπως ἔχεις τὸν ἄπιστο εἰδωλολάτρη καὶ τὸν σκληρὸ καὶ ἄδικο τελώνη, δηλαδὴ μὴν ἔχεις μαζί του καμμία σχέση.
Ὡς ἐκκλησία ὁ Κύριος ἐννοεῖ γιὰ τότε τὴν ἰουδαϊκὴ δημογεροντία καὶ γι’ ἀργότερα τὴ χριστιανικὴ ἐκκλησία, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ ὅσα λέει εὐθὺς πιὸ κάτω γιὰ τὴν ἐξουσία τῶν ἐκκλησιαστικῶν προϊσταμένων νὰ λύνουν καὶ νὰ δένουν τ’ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων, ἀνάλογα μὲ τὴ μετάνοια ἢ τὴν ἀμετανοησία τους. Γιὰ τὴν ἐπίλυση τῶν προσωπικῶν διαφορῶν μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν μιλάει στὸ ἴδιο πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, συνιστώντας ν’ ἀποφεύγονται τὰ κοσμικὰ δικαστήρια, γιὰ νὰ μὴ γίνονται περίγελως τῶν ἀπίστων.
Δύο διευκρινίσεις ἀπὸ τὸν Ἰωάννη χρυσόστομο. 1) Στὸ ἐρώτημα, γιατί ἐδῶ ὁ Κύριος συνιστᾶ τὸν ἔλεγχο τοῦ ἁμαρτήσαντος ἀδελφοῦ, καὶ ἀλλοῦ λέει, ὅταν σὲ ραπίσει κάποιος στὴ δεξιά, γύρισέ του καὶ τὴν ἄλλη; Διότι, λέει, τὸ «στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην» τὸ συνιστᾶ ὁ Κύριος, ὅταν ἡ ἀδικία ποὺ ὑφίσταται ὁ Χριστιανὸς προέρχεται ἀπὸ ἀνθρώπους ἐκτὸς ἐκκλησίας, ἀπὸ εἰδωλολάτρες ἢ ἀπίστους. 2) Γιατί ἀλλοῦ ὁ Κύριος συνιστᾶ νὰ συγχωροῦμε τὸν ἄδικο ἑβδομήντα φορὲς τὸ ἑπτά, δηλαδὴ ἄπειρες φορές; Διότι, λέει στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ὁ φταίχτης κάθε φορᾶ ποὺ ἀδικεῖ, ζητάει συγγνώμη. Διότι πῶς θὰ μποροῦσε νὰ συγχωρήσει κάποιος ἐκεῖνον ποὺ οὔτε κὰν παραδέχεται ὅτι ἁμάρτησε καὶ οὔτε κὰν μετανοεῖ;
Καὶ τελειώνει ἡ περικοπὴ μὲ ὅσα λέει ὁ Κύριος γιὰ τὴν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν. Ἀλήθεια σᾶς λέω, λέει, ὅσα ἁμαρτήματα ἀνθρώπων, ποὺ γίνονται ἐδῶ στὴ γῆ, τὰ δέσετε, δηλαδὴ τὰ θεωρήσετε ἀσυγχώρητα, θὰ εἶναι ἀσυγχώρητα καὶ στὸν οὐρανό, καὶ ὅσα συγχωρέσετε, θὰ εἶναι συγχωρεμένα καὶ στὸν οὐρανό. Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ λέει ὁ Κύριος στοὺς μαθητάς του, δηλαδὴ στὴν ἐν σπέρματι ἐκκλησία. Ἰσχύουν δηλαδὴ γιὰ τοὺς προϊσταμένους τῆς ἐκκλησίας. Ἐδῶ φαίνεται ἡ τεράστια πνευματικὴ ἐξουσία ποὺ δέχεται ἡ ἐκκλησία ἀπὸ τὸν Κύριο, νὰ συγχωρεῖ ἢ νὰ μὴ συγχωρεῖ, καὶ ἡ ἀπόφασή της νὰ ἔχει ἰσχὺ ὄχι μόνο στὴ γῆ ἀλλὰ καὶ στὸν οὐρανό, ἀφοῦ ἔτσι ἢ ἀλλιῶς τὴν ἐγκρίνει ὁ Θεός. Ἂς τὸ ἀκούσουν οἱ ἀμετανόητοι καὶ οἱ μικρόμυαλοι αἱρετικοί, ποὺ θέτουν τὸν ἑαυτό τους ἐκτὸς ἐκκλησίας.
Πάλι σᾶς διαβεβαιώνω, λέει ὁ Κύριος, μὲ κάθε ἀλήθεια, ὅτι, ἂν δύο ἀπὸ σᾶς ἐδῶ στὴ γῆ συμφωνήσουν γιὰ ὁποιοδήποτε πρᾶγμα καὶ τὸ ζητήσουν στὴν προσευχή τους, θὰ τὸ λάβουν ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα μου. Διότι ὅπου εἶναι δύο ἢ τρεῖς μαζεμένοι στὸ ὄνομά μου, ἐκεῖ ἀνάμεσά τους εἶμαι καὶ ἐγὼ παρών. Κι ἀφοῦ εἶμαι καὶ ἐγὼ παρών, σίγουρα τὸ αἴτημα θὰ εἶναι πνευματικὸ καὶ σίγουρα ὁ Πατέρας δὲν θὰ μοῦ τὸ ἀρνηθεῖ. Ἐννοεῖται ὅτι δὲν εἰσακούονται οἱ Χριστιανοί, ὅταν ἢ δὲν συναθροίζονται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἢ δὲν ξέρουν τί ζητοῦν ἢ εἶναι ἀνάξιοι καὶ χωρὶς χάρη. Ἂν λόγου χάρη ἁμαρτάνουν καὶ δὲν μετανοοῦν, κι ἐνῷ δὲν μετανοοῦν, ζητοῦν τὸ ἔλεος, δὲν εἰσακούονται. Κι ἄλλοι πολλοὶ ἂν προσεύχονται καὶ παρακαλοῦν γι᾿ αὐτούς, δὲν εἰσακούονται.
Εἶναι σημαντικὸ ὅτι ὁ σύνδεσμος ἀνάμεσα στοὺς Χριστιανούς, τοὺς δύο ἢ τοὺς τρεῖς ἢ τοὺς περισσότερους, πρέπει νὰ εἶναι ὁ Χριστός, γιὰ νὰ εἶναι ἀληθινός. Ἂς μὴ μᾶς συνδέουν λοιπὸν ὑλικὰ ἢ ἁμαρτωλὰ πράγματα, ἀλλ’ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, γιὰ νὰ εἶναι ἡ ἕνωσή μας ἀρραγὴς καὶ ἀληθινὴ καὶ καρποφόρος.
᾿Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσις 12/7/2011)