29 ἰουνίου, ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα
Τὰ καυχήματα τοῦ Παύλου
29 Ἰουν., Πέτρου καὶ Παύλου (Β΄ Κο 11,21 - 12,9)
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως ἔχουμε πεῖ καὶ ἄλλοτε, ἀντιμετώπιζε διαρκῶς σὲ ὅλες τὶς ἀνὰ τὰ ἔθνη περιοδεῖες του τὸ πρόβλημα τῆς συκοφαντίας. Κακότροποι αἱρετικοί, ποὺ ἔκαναν τάχα τὸν κήρυκα, ἀλλ’ ἦταν στὴν πραγματικότητα ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Παύλου, παρακολουθοῦσαν σὲ ποιές πόλεις κήρυττε ὁ ἀπόστολος, καὶ πήγαιναν ἐκεῖ ἐν ἀπουσίᾳ του καὶ τὸν συκοφαντοῦσαν ὅτι τάχα δὲν εἶναι ἀπόστολος, ἀλλ’ εἶναι ἕνας φιλόδοξος γυρολόγος καὶ ἀπατεῶνας, ποὺ κάνει τὸν ἀπόστολο.
Καταλαβαίνετε τὴ λύπη τοῦ ἀποστόλου, ὅταν τὰ μάθαινε ὅλ’ αὐτά. Δὲν στενοχωριόταν τόσο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅσο γιὰ τὸ ὅτι οἱ Χριστιανοὶ κλονίζονταν στὴν πίστη. Ἔτσι ἀναγκαζόταν νὰ γράψει ἐπιστολὲς καὶ νὰ ἐξηγήσει πῶς ἔχει τὸ πρᾶγμα. Μὲ τέτοιες καὶ ἄλλες ἀφορμὲς ἔγραψε καὶ τὶς δυὸ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολές. Ἀπὸ τὴ δεύτερη πρὸς Κορινθίους εἶναι καὶ ἡ περικοπὴ ποὺ ἀκούγεται στὶς 29 Ἰουνίου, ἡμέρα τιμῆς τῶν δύο κορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου.
Ὁ ἀπόστολος, παρ’ ὅλο ποὺ δὲν ἤθελε, ἀναγκάζεται στὴν ἀπολογία του νὰ μιλήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του, τὴν καταγωγή του, τοὺς προγόνους του, τὸ ἐπάγγελμά του, τοὺς κόπους του, τοὺς ἀγῶνες, τοὺς κινδύνους, τοὺς διωγμούς, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα παθήματά του, ποὺ τὰ θεωρεῖ καυχήματά του. Λέει· Γιὰ ὅποιο προσὸν καυχιέται κάποιος ἀπὸ αὐτούς, ποὺ μὲ κατηγοροῦν, μὲ ἀφροσύνη τὸ λέω, καυχιέμαι κι ἐγώ. Ἑβραῖοι εἶναι αὐτοί; Καὶ ἐγώ. Ἰσραηλῖτες εἶναι; Καὶ ἐγώ. Ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ εἶναι; Καὶ ἐγώ. Διάκονοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι; Ἂν εἶναι, μιλάω σὰν ἄμυαλος, ἀλλ’ ἐγὼ εἶμαι παραπάνω ἀπ’ αὐτούς.
Στοὺς κόπους κατέβαλα περισσότερους ἀπ’ αὐτούς, στὰ χτυπήματα δάρθηκα μὲ ὑπερβολή, στὶς φυλακὲς ρίχτηκα περισσότερο, σὲ κίνδυνο θανάτου ἔπεσα πολλὲς φορές, ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πέντε φορὲς δέχτηκα ἀπὸ 39 μαστιγώσεις, τρεῖς φορὲς ξυλοκοπήθηκα, μιὰ φορὰ λιθοβολήθηκα, τρεῖς φορὲς ναυάγησα σὲ θαλάσσια ταξίδια, ἕνα ἡμερονύχτιο εἶχα τὴν αἴσθηση ὅτι βρίσκομαι στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας, συχνὰ ταξίδευα πεζοπορώντας.
Διέτρεξα κινδύνους ἀπὸ ποτάμια, ἀπὸ ληστάς, ἀπὸ ὁμοεθνεῖς, ἀπὸ ψευδαδέλφους, κινδύνευσα στὴν πόλη, στὴν ἐρημιά, στὴ θάλασσα. Ἐργάστηκα μὲ κόπο καὶ μόχθο, συχνὰ ἄγρυπνος χωρὶς νὰ κλείσω μάτι, μὲ πεῖνα καὶ μὲ δίψα, συχνὰ μὲ ἔλλειψη τροφῶν, μὲ ψῦχος καὶ ἔλλειψη ρούχων. Πέρα ἀπὸ τὰ ἄλλα μὲ συνθλίβει ἡ καθημερινὴ δίωξή μου καὶ μὲ βαρύνει ἡ φροντίδα γιὰ ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Ποιός ἀρρωσταίνει καὶ δὲν ἀρρωσταίνω κι ἐγὼ μαζί του; Ποιός σκανδαλίζεται καὶ δὲν μὲ καίει ἡ πτώση του; Ἂν θὰ πρέπει νὰ καυχηθῶ γιὰ κάποια πράγματα, αὐτὰ εἶναι τὰ παθήματά μου. Σᾶς φαίνονται ὑπερβολικά; Ἀλλ’ ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι δοξασμένος στοὺς αἰῶνες, μπροστὰ στὸν ὁποῖο σᾶς μιλῶ μὲ πλήρη εὐθύνη, γνωρίζει ὅτι δὲν λέω ψέματα. Θὰ σᾶς πῶ τώρα ἀμέσως καὶ μία περιπέτεια καθὼς καὶ μία προσωπική μου ἀποκάλυψη.
Μόνο ποὺ τὴν περιπέτεια, ἀγαπητοί μου, δὲν θ’ ἀφήσουμε νὰ μᾶς τὴν περιγράψει ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος, διότι εἶναι πολὺ σύντομος, ἀλλὰ θὰ τὴν περιγράψουμε ἐμεῖς, ἀντλώντας περισσότερες λεπτομέρειες ἀπὸ τὸ μαθητή του Λουκᾶ, συγγραφέα τῶν Πράξεων. Λέει λοιπὸν στὶς Πράξεις ὁ Λουκᾶς ὅτι μετὰ τὸ ὅραμα καὶ τὴν ἐπιστροφή του στὸ Χριστὸ ὁ Παῦλος εὑρισκόμενος στὴ Δαμασκὸ γιὰ ἀρκετὲς μέρες, ἀπὸ διώκτης τῶν Χριστιανῶν βρέθηκε κήρυκας τοῦ Χριστοῦ. Πήγαινε κάθε Σάββατο στὴ συναγωγὴ καὶ μιλοῦσε στοὺς Ἰουδαίους ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅλοι ἀποροῦσαν, καθὼς τὸν ἄκουγαν, καὶ ἔλεγαν· Δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ στὴν ᾿Ιερουσαλὴμ καταδίωκε καὶ συλλάμβανε ὅσους ἐπικαλοῦνταν πίστη στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Δὲν ἦρθε κι ἐδῶ στὴ Δαμασκὸ γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπό, γιὰ νὰ πιάσει τοὺς Χριστιανοὺς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στοὺς ἀρχιερεῖς δεμένους;
Ἡ θαυμαστὴ μεταστροφὴ τοῦ Παύλου καὶ τὸ δυνατὸ κήρυγμά του εἶχε μεγάλη ἀπήχηση στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ ὅμως ἀνησύχησε τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι κατάφεραν νὰ πείσουν τὸ διοικητὴ τῆς πόλεως, ποὺ ἦταν ἐκπρόσωπος τοῦ βασιλιᾶ Ἀρέτα, νὰ βάλει φρουρὰ στὶς πύλες τῆς Δαμασκοῦ, γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν καὶ τὸν θανατώσουν.
Ἀλλ’ ὁ Θεὸς εἶχε ἄλλο πρόγραμμα γιὰ τὸν Παῦλο. Τὸν εἰδοποίησε λοιπόν, ἄγνωστο πῶς, γιὰ τὴν ἐνέδρα, καὶ οἱ Χριστιανοὶ βρῆκαν τρόπο νὰ τὸν φυγαδεύσουν. Τὸν ἔβαλαν μέσα σ’ ἕνα χοντρὸ ψάθινο καλάθι μὲ στέρεη βάση ἀπὸ κάτω, καὶ ἀπὸ ἕνα παράθυρο τοῦ τείχους τὸν κατέβασαν μὲ σχοινιά, κι ἔτσι ξέφυγε ἀπὸ τὰ χέρια τῆς φρουρᾶς.
Καὶ ξαναρχόμαστε στὸν ἀπόστολο. Θὰ μᾶς ἱστορήσει μία πρωτάκουστη καὶ μεγαλειώδη ἀποκάλυψη, τὴν ἁρπαγή του στὸν οὐρανό, ποὺ τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ βιώσει. Ἀλλ’ ἐπειδὴ πρέπει νὰ μιλήσει γιὰ τὸ πρόσωπό του, καὶ αὐτὸ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη του, τὴν ἱστορεῖ μὲ χίλιες προφυλάξεις, σὲ τρίτο πρόσωπο (σὰ νὰ συνέβη σὲ ἄλλον, ἄγνωστό του, κι ὄχι σ’ αὐτόν), μὲ τρόπο ἀπρόσωπο καὶ ταπεινό, γιὰ νὰ μὴν ποῦν ὅτι περιαυτολογεῖ. Λέει λοιπόν.
Ξέρω ἕναν ἄνθρωπο (ἐννοεῖ τὸν ἑαυτό του), ποὺ πρὶν ἀπὸ 14 χρόνια ἁρπάχτηκε στὸν τρίτο οὐρανό. Δὲν ξέρω ἂν ἐκείνη τὴν ὥρα ἦταν μὲ τὸ σῶμα του ἣ ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του, ἐπαναλαμβάνω, δὲν ξέρω, ὁ Θεὸς τὸ ξέρει αὐτό. Ξέρω ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὅπως ἦταν, μέσα ἢ ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του, ἐπαναλαμβάνω, δὲν ξέρω, ὁ Θεὸς τὸ ξέρει, ἁρπάχτηκε στὸν παράδεισο. Καὶ ἄκουσε ἐκεῖ λόγια ποὺ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ πῆ. Γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ποὺ θὰ ἔλεγα ὅτι ἦταν ἕνας ἄλλος Παῦλος, θὰ καυχηθῶ, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μου δὲν θὰ καυχηθῶ, παρὰ μόνο γιὰ τὰ παθήματά μου. Κι ἂν θελήσω βέβαια νὰ καυχηθῶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου, γιὰ τοὺς κόπους μου δηλαδὴ καὶ γιὰ τὸ ἔργο μου, δὲν θὰ μιλήσω ἀνόητα καὶ ἀπερίσκεπτα· διότι θὰ πῶ τὴν ἀλήθεια. Μιλάω ὅμως γι’ αὐτὰ μὲ αὐτοσυγκράτηση καὶ φειδώ, γιὰ νὰ μὴ μὲ φανταστεῖ κανένας παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι βλέπει καὶ ἀκούει νὰ λέω ἐδῶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ μὲ κυριεύσει ἡ ἔπαρση λόγῳ τῶν ὑπερβολικῶν ἀποκαλύψεων ποὺ ἀξιώθηκα νὰ δῶ, μοῦ δόθηκε ἕνας ἄνθρωπος ἀντιρρησίας καὶ ἐπαναστάτης ποὺ ἀντιστρατεύεται συνεχῶς στὸ ἔργο μου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο δὲν μπορῶ ν’ ἀπαλλαγῶ. Τὸν αἰσθάνομαι σὰν ἕνα μυτερὸ ξύλινο ἀγκάθι νὰ τρυπάει τὸ σῶμα μου. Μοῦ δόθηκε κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, γιὰ νὰ μοῦ δίνει ταπεινωτικὲς σβερκιές, ὥστε νὰ μὴν ὑπερηφανεύομαι. Γι’ αὐτὸν τὸν ἀντάρτη ἄνθρωπο, ποὺ μὲ βασανίζει, τρεῖς φορὲς παρακάλεσα τὸν Κύριο ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ κοντά μου, ἀλλ’ ὁ Κύριος μοῦ εἶπε· Σοῦ φτάνει ἡ χάρη μου, Παῦλε. Διότι ἡ δύναμή μου τότε φαίνεται πιὸ τέλεια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύναμος καὶ πετυχαίνει μεγάλα μὲ τὴ δική μου δύναμη. Μὲ μεγάλη μου εὐχαρίστηση θὰ καυχηθῶ λοιπὸν περισσότερο γιὰ τὶς ἀδυναμίες μου, γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, καὶ μέσῳ ἐμοῦ τοῦ ἀδύναμου νὰ δοξάζεται ὁ Χριστός.
Πολλὰ σχόλια θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν, ἀλλὰ τ’ ἀφήνω στὸν καθένα σας, γιὰ νὰ μὴν κάνω κατάχρηση τοῦ χρόνου σας. Ὑπογραμμίζω μόνο ὅτι οἱ ἐκπρόσωποι καὶ κήρυκες τοῦ Χριστοῦ τότε εἶναι ἀληθινοί, ὅταν ἡ ζωή τους ἔχει νὰ ἐπιδείξει ὄχι πλούτη καὶ χλιδὴ καὶ κοσμικὴ ἐξουσία, ἀλλὰ περιπέτειες σὰν αὐτὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἔστω καὶ σὲ πολὺ μικρότερο βαθμό. Καὶ μία παρατήρηση τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου· Βλέπεις, λέει, πουθενὰ δὲν καυχᾶται γιὰ τὰ σημεῖα καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, ἀλλὰ καυχᾶται γιὰ τὶς δοκιμασίες καὶ τὰ παθήματά του.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσις 30/6/2010)