᾿Αποστολικὸν ἀνάγνωσμα θεομητορικῶν ἑορτῶν
ΠΡΟΤΥΠΟ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΩΣ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ
8 Σεπτ., 15 Αὐγ. κ.λπ. (Φι 2,5-11)
Τὴν περικοπὴ αὐτὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολὴ τὴν ἀκοῦμε καὶ στὸ Γενέσιο τῆς Θεοτόκου καὶ στὶς 15 Αὐγούστου, ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, καὶ στὴν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς καὶ γενικῶς στὶς θεομητορικὲς ἑορτές. Ἡ κύηση καὶ ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ὡς ἀνθρώπου, ἡ ὑπόθεση αὐτὴ τῆς ἐσχάτης ταπεινώσεώς του, ἔγινε, μὲ τὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν παρθένο Μαρία, ἄσχετα ἂν ἐδῶ δὲν ἀναφέρεται οὔτε τὸ ὄνομά της. Πάντως μέσῳ αὐτῆς πῆρε σάρκα ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ σημεῖο τῆς συγγενείας τῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς μὲ τὴ Θεοτόκο, γι’ αὐτὸ καὶ διαβάζεται κατὰ τὶς ἑορτὲς ποὺ ἀναφέρονται στὸ πρόσωπό της.
Στοὺς 6 στίχους τῆς περικοπῆς ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται στὸ ὕψιστο καὶ ἀξεπέραστο πρότυπο τῆς αὐταπαρνήσεως καὶ ταπεινώσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι δὲ τὰ νοήματα τῶν στίχων αὐτῶν βαθιὰ θεολογικά, διότι ἀναφέρονται στὶς δύο φύσεις του, τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη, καθὼς καὶ στὴ σχέση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Πατέρα. Καὶ ἐπειδὴ στοὺς προηγούμενους 4 στίχους παρακαλεῖ τοὺς Χριστιανοὺς τῶν Φιλίππων νὰ τοῦ κάνουν τὴ χάρη νὰ εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους, ἔχοντας τὸ ἴδιο φρόνημα, τὴν ἴδια ἀγάπη, τὴν ἴδια ψυχή, ἐπιμένει στὴν ταπεινοφροσύνη, ποὺ εἶναι πρῶτος παράγοντας ἑνότητος. Καὶ λέει.
Ἡ ταπεινοφροσύνη σας νὰ ἔχει πρότυπο τὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μέγιστο καὶ ἀξεπέραστο παράδειγμα ταπεινοφροσύνης καὶ αὐταπαρνήσεως. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δηλαδὴ ἐπειδὴ εἶχε τὴν ἴδια οὐσία μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα, τὴν ἰσότητά του μὲ τὸ Θεὸ δὲν τὴ θεώρησε κλεμμένη ἢ ἁρπαγμένη. Ἀλλὰ φυσική. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν φοβᾶται μήπως τὴ χάσει τώρα ποὺ θὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ θὰ φαίνεται πιὸ πολὺ σὰν ἄνθρωπος παρὰ σὰν Θεός. Ὁ Ἰωάννης χρυσόστομος ἐπισημαίνει· ἔχοντας φυσικὸ καὶ μόνιμο τὸ ἀξίωμα τῆς θεότητος ὁ Ἰησοῦς, δὲν φοβήθηκε νὰ κατεβεῖ ἀπὸ ἐκείνο τὸ ἀξίωμα καὶ νὰ γίνει ἄνθρωπος. Ἡ θεότητα ἦταν κοινή, καὶ παρέμεινε κοινὴ μετὰ τὴν σάρκωση τοῦ Λόγου. Ὅσο Θεὸς ἦταν ὁ Πατέρας τόσο Θεὸς ἦταν καὶ ὁ Γιός. Τὸ ἴσος δὲν λέγεται γιὰ ἕνα πρόσωπο. Ὁ ἴσος εἴναι ἴσος μὲ κάποιο ἄλλο πρόσωπο. Ἐδῶ μὲ τὸν Πατέρα. Δύο πρόσωπα, μία θεότητα.
Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἦταν Θεὸς ἴσος μὲ τὸν πατέρα, «ἐκένωσεν ἑαυτόν», κατὰ κάποιο τρόπο ἀπαρνήθηκε τὴ θεότητά του, ἀφήνοντας νὰ φαίνεται, ὅπως ἐλέχθη, περισσότερο σὰν ἄνθρωπος. Ὁ Ἰωάννης χρυσόστομος τονίζει πάλι ὅτι ἀκούγοντας «ἐκένωσε» μὴ νομίσεις ὅτι ἔγινε κάποια μεταβολὴ ἢ μετάπτωση, δηλαδὴ ὅτι γενόμενος ἄνθρωπος ἔπαυσε νὰ εἶναι Θεός. Ὄχι. Ἀλλά, παραμένοντας Θεὸς ποὺ ἦταν, ἔγινε καὶ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἦταν. Φαινόταν μὲν ἄνθρωπος, ἀλλὰ δὲν ἦταν ὅμοιος μὲ τοὺς ἄλλους· οἱ ἄλλοι ἦταν μόνο ἄνθρωποι, ἐνῷ αὐτὸς ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι καὶ Θεός.
Σὰν πῆρε τὴν ἀνθρώπινη ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση, δηλαδὴ ὕψος, πλάτος ἐπιφάνεια, ἀνάστημα, φυσιογνωμία ἀνθρώπου, ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ. Ὑπήκουσε μέχρι θανάτου στὸν Πατέρα ὄχι σὰν ἄνθρωπος, ἀλλὰ σὰν Γιὸς τοῦ Θεοῦ. Διακρίνουμε μία σκάλα ταπεινώσεων. Θεός, ἄνθρωπος, κατάδικος σὲ θάνατο, θάνατο σταυρικό, θάνατο ποὺ ἦταν γιὰ τοὺς ἀνόμους καὶ καταραμένους.
Ἐπειδὴ ἔκανε ὑπακοή, ἀμείφθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ τὸ παραπάνω. Τὴν ὑπακοή, εἴπαμε τὴν ἔκανε σὰν Γιὸς τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀμοιβὴ ὅμως τὴν πῆρε σὰν ἄνθρωπος, ἢ καλύτερα, τὰ ἀγαθὰ ἀποτελέσματα τῆς ὑπακοῆς ὑπῆρξαν εὐεργετικὰ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση του, καὶ κατ’ ἐπέκταση γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ὁ Θεὸς τὸν ὑπερδόξασε σὰν ἄνθρωπο μὲ τὴν ἀνάσταση, τὴν ἀνάληψη, τὴν ἐνθρόνιση στὰ δεξιά του, τὴν κυριαρχία του σὲ ζῶντες καὶ νεκρούς, τὴ βασιλεία του σ’ ὅλους τους αἰῶνες. Σὰν Θεὸς δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι ὑπερδεδοξασμένος. Ὁ Θεὸς ἐπίσης τοῦ χάρισε ὄνομα, τὸ πάνω ἀπ’ ὄλα τὰ ὀνόματα. Τώρα πιὰ δὲν λέγεται μόνο Ἰησοῦς, ἀλλὰ καὶ Χριστὸς καὶ Κύριος καὶ Λυτρωτὴς καὶ Σωτὴρ καὶ Γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγος. Ὅλα μεγάλα καὶ μοναδικὰ ὀνόματα.
Καὶ μόνο τὸ ὄνομά του θὰ γονατίσει ἐν καιρῷ τοὺς πάντες, ἐπουράνια καὶ ἐπίγεια καὶ καταχθόνια, ἀγγέλους στὸν οὐρανό, ἀνθρώπους στὴ γῆ, καὶ δαίμονες στὰ καταχθόνια. Καὶ κάθε γλῶσσα θὰ ὁμολογήσει θέλοντας καὶ μὴ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Κύριος, καὶ ἡ ὁμολογία αὐτὴ θὰ εἶναι γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ Πατρός.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης