᾿Απόστολος κυριακῆς τελώνου καὶ φαρισαίου (33ης)
Οἱ εὐσεβεῖς δὲν καλοπερνοῦν
ΛΓ΄ Κυρ. Ἐπιστ. (Β΄ Τι 3,10-15), Τελ.-Φαρ.
«Δεσπότης εἶμαι, παιδί μου, καὶ δὲν θὰ περνάω καλά;» ἦταν ἡ ἀπάντηση σημερινοῦ μητροπολίτου σὲ ἐρώτηση Χριστιανοῦ· «Πῶς περνᾶτε, σεβασμιώτατε;» Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη πολλῶν μητροπολιτῶν γιὰ τὴν ἐπισκοπικὴ ζωὴ ἔχει περάσει στὸ περιβάλλον τους, κι ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ καλοζωΐα τῶν δεσποτάδων καὶ ἡ ἀκατάσχετη κινητικότητα πολλῶν ἀρχιμανδριτῶν νὰ γίνουν δεσποτάδες. Ἡ ἐξουσία, τὸ χρῆμα, ἡ χλιδή, ἡ καλοπέραση εἶναι συνήθως τὰ θέλγητρα τῶν γλιχομένων ἀρχιερατικὴν μίτραν. Καμμιὰ ἔννοια θυσίας στοὺς πολλούς. Καμμιὰ διάθεση γιὰ ἀνάλωση.
Ἂς δοῦμε ὅμως ποιά εἶναι ἡ ἀντίληψη τοῦ ἀποστόλου Παύλου πάνω στὸ θέμα αὐτό, ὅπως τὴν ἐκφράζει στὸ μαθητή του Τιμόθεο, ποὺ τὸν εἶχε ἐγκαταστήσει ἐπίσκοπο στὴν Ἔφεσο, τὴ μεγαλύτερη ἐκκλησία ποὺ εἶχε ἱδρύσει.
Ὁ Τιμόθεος αἰσθανόταν τὴ διαποίμανση τῆς ἐκκλησίας σὰν κακοπέραση. Οἱ δυσκολίες ποὺ τὸν ἔθλιβαν προέρχονταν κυρίως ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ποὺ τὸν ζήλευαν καὶ τὸν μισοῦσαν θανασίμως. Τὸ σύστημά τους οἱ αἱρετικοὶ τὸ ἔλεγαν μὲ καύχηση γνῶσιν, ἀλλ’ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸ ἔλεγε ψευδώνυμον γνῶσιν (= ψευτογνώση). Ἦταν ἄπιστοι, διεφθαρμένοι, δαιμονιώδεις, πωρωμένοι, ἀσεβεῖς… φονιάδες… ὁμοφυλόφιλοι, καὶ ὅ,τι αἰσχρότερο φαντάζεται κανείς. Ἀπαγόρευαν κάποιες τροφὲς καὶ ἐμπόδιζαν τὸ γάμο. Ἀσχολοῦνταν μὲ βρόμικα παραμύθια, σὰν αὐτὰ ποὺ λένε οἱ ἀμετανόητες γριές, καθὼς καὶ μὲ μεγαλόστομα μάταια λόγια καὶ μὲ ἀντιλογίες τῆς πλάνης τους. Τρύπωναν στὰ σπίτια καὶ αἰχμαλώτιζαν γυναικάρια γεμάτα ἁμαρτίες, συρόμενα ἀπὸ διάφορες ἐπιθυμίες.
Ὁ Τιμόθεος δεχόταν πιέσεις ἀπ’ αὐτούς, ἀλλὰ δὲν παραπονιόταν οὔτε λύγιζε. Πάλευε μὲ πίστη μὲ σοφία καὶ σύνεση, ποὺ ἀντλοῦσε ἀπὸ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ σώσει τὸ ποίμνιό του ποὺ κινδύνευε νὰ μολυνθεῖ ἀπὸ τὴν αἵρεση. Ὅπλο του ὁ λόγος τῆς ἀλήθειας καὶ ὁ ἅγιος βίος του.
Ὁ πνευματικός του πατέρας ὅμως ἀπόστολος Παῦλος, πληροφορούμενος τὶς δολοπλοκίες καὶ τὸ μῖσος τῶν αἱρετικῶν ἐναντίον του, καὶ προλαμβάνοντας τυχὸν ὀλιγοψυχία του, τοῦ γράφει τὴν ἐπιστολὴ γιὰ συμπαράσταση καὶ στηριγμό, καθὼς ἦταν ἔμπειρος ἀπὸ τέτοιες καταστάσεις. Πολλὲς φορὲς μισήθηκε κι ἐκεῖνος στὴν πολυτάραχη ζωή του καὶ διώχτηκε καὶ κινδύνεψε γιὰ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὴ τὴν ὥρα ποὺ τοῦ γράφει τὴν Ἐπιστολὴ εἶναι κλεισμένος στὶς φυλακές, ὅπου ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα περιμένει τὸν ἀποκεφαλισμό του γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἕνας ἐμπερίστατος λοιπὸν γράφει στὸν ἄλλον ἐμπερίστατο. Σὰν μεγαλύτερος καὶ ἐμπειρότερος ὁ πρῶτος τοῦ θυμίζει τὰ παθήματά του. Πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ ὁ Τιμόθεος τὰ εἶχε δεῖ μὲ τὰ μάτια του. «Παιδί μου Τιμόθεε», τοῦ λέει, «ἔχεις παρακολουθήσει τὴ διδασκαλία μου, τὴ συμπεριφορά μου, τὰ ἐλατήριά μου, τὴν πίστη μου, τὴν ἀγάπη μου, τὴν ὑπομονή μου, τοὺς διωγμούς, τὰ παθήματα ποὺ ὑπέστην στὴν Ἀντιόχεια, στὸ Ἰκόνιο, στὰ Λύστρα. Τί φοβεροὺς διωγμοὺς ὑπέμεινα! Καὶ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ μὲ γλίτωσε ὁ Κύριος».
Μικρὸ παιδὶ τῶν Λύστρων θὰ θυμᾶσαι ὅταν οἱ ἐχθροί μου μὲ κακοποίησαν βαριὰ καὶ μὲ πέταξαν ἐκεῖ ποὺ πετοῦν τὰ ψοφίμια, περνώντας με γιὰ πεθαμένο. Θὰ θυμᾶσαι ἀκόμη ὅτι τὴν ἄλλη μέρα εἶχα συνέλθει καὶ συνέχισα τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου στὴ διπλανὴ Δέρβη, σὰ νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ τίποτε, συγχωρώντας ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἐπιχείρησαν τὸ θάνατό μου. «Καὶ τί νὰ λέω μόνο γιὰ μένα; Ὁ καθένας ποὺ θέλει νὰ ζεῖ τὴν κατὰ Χριστὸν εὐσέβεια», συνεχίζει, «θὰ διωχθεῖ. Ἀντιθέτως οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ ἀπατεῶνες θὰ “προοδεύσουν” στὸ κακό, θὰ συνεχίσουν νὰ πλανοῦν καὶ νὰ πλανῶνται». Αὐτὰ οἱ αἱρετικοί. «Ἐσὺ ὅμως, Τιμόθεε, νὰ μένεις σταθερὸς σ’ αὐτὰ ποὺ ἔμαθες, χωρὶς νὰ ξεχνᾶς ἀπὸ ποιόν τὰ ἔμαθες. Τὰ ἔμαθες ἀπὸ αὐτὸν ποὺ σοῦ γράφει αὐτὴν τὴ στιγμή, ἀπὸ ἐμένα τὸ φυλακισμένο Παῦλο».
«Μὴν ξεχνᾶς ὅτι ἐσὺ ἔχεις καὶ ἕνα μεγάλο προτέρημα. Ὅτι γνωρίζεις τὰ ἱερὰ γράμματα τῶν Ἁγίων Γραφῶν ἀπὸ τὴ βρεφική σου ἡλικία. Σοῦ τὰ δίδαξαν ἡ γιαγιά σου Λωΐδα καὶ ἡ μητέρα σου Εὐνίκη ἀπὸ τὴν τρυφερή σου ἡλικία. Τὰ ἱερὰ γράμματα τῶν Γραφῶν ἔχουν τὴ δύναμη νὰ σοῦ μεταδώσουν τὴ σοφία, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία μέσῳ τῆς πίστεως στὸ Χριστό».
Συμπέρασμα. Οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ κακοί, εἴτε δεσποτάδες εἴτε ἡγούμενοι εἴτε αἱρετικοὶ εἴτε λαϊκοί, περνοῦν καλὰ στὸν κόσμο αὐτόν, γιατί ἔχουν φιλικὲς σχέσεις μὲ τοὺς ἰσχυροὺς τὸ χρῆμα καὶ τὸν κόσμο. Οἱ εὐσεβεῖς ἀντιθέτως διώκονται. Εὐλόγως ἐρωτᾶται· γιατί ὁ Θεὸς τὸ ἀνέχεται αὐτό;
Ὁ Ἰωάννης χρυσόστομος ἀπαντᾶ· Ἂν δὲν τιμωροῦνταν κανένας ἀσεβής, κανένας δὲν θὰ πίστευε ὅτι ὁ Θεὸς παρακολουθεῖ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Ἂν ὅλοι τιμωροῦνταν, κανένας δὲν θὰ περίμενε ἀνάσταση καὶ ἀνταπόδοση, ἀφοῦ ὅλα πληρώνονται ἐδῶ. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς τιμωρεῖ καὶ δὲν τιμωρεῖ. Καὶ οἱ δίκαιοι ἐδῶ θλίβονται, σὰν νὰ εἶναι ξένοι σὲ ξένο μέρος. Ἀλλὰ οἱ δίκαιοι τὰ ὑπομένουν σὰν δοκιμασίες. Λοιπὸν οὔτε οἱ ἀσεβεῖς πρέπει νὰ καυχῶνται οὔτε οἱ εὐσεβεῖς νὰ λιποψυχοῦν. Ὁ Θεὸς στὸν κατάλληλο καιρὸ θ’ ἀπονείμει τὴ δικαιοσύνη.
᾿Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσις 22/1/2010)