ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν ᾿Απόστολος κυριακῆς πρὸ Χριστοῦ γεννήσεως

PostHeaderIcon ᾿Απόστολος κυριακῆς πρὸ Χριστοῦ γεννήσεως

Ο ΘΕΟΣ ΠΑΡΑΧΩΡΕΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΟΥ


Κυρ. πρὸ Χριστοῦ Γεννήσεως (῾Εβ 11,9-10· 32-40)

 

    Ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς πρὸ τῶν Χριστουγέννων κυριακῆς κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος της εἶναι ἴδια μὲ ἐκείνην τῆς κυριακῆς τῶν ἁγίων Πάντων. Ἐμεῖς ἐδῶ θ’ ἀσχοληθοῦμε μὲ ὅσα λέγονται στοὺς δύο ἐπιπλέον στίχους (9-10) ποὺ δὲν περιλαμβάνονται ἐκεῖ.

    Ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους στίχους θυμίζουμε μόνο ὅτι ὁ Ἀπόστολος μὲ τὰ παραδείγματα πίστεως ποὺ ἀναφέρει στὴν περικοπὴ θέλει νὰ πεῖ στοὺς ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανούς, ποὺ εἶχαν ἐκδιωχθεῖ ἀπὸ τὸν τόπο τους καὶ περ­νοῦσαν δύσκολες μέρες σὰν πρόσφυγες σὲ ξένες πόλεις καὶ χῶρες, νὰ μὴ χάσουν τὴν πίστη τους, ἀλλὰ νὰ παραμείνουν σταθεροί, διότι ὁ Θεὸς παι­δεύει αὐτοὺς ποὺ ἀγαπάει. Δὲν πρέπει νὰ λυποῦνται, καὶ διότι ἐδῶ κάτω εἶναι τὰ πρόσκαιρα, ἐνῷ πάνω εἶναι τὰ μόνιμα. Δὲν ἔχουμε, τοὺς λέει, ἐδῶ μόνιμη πατρίδα, ἀλλὰ νοσταλγοῦμε τὴ μόνιμη καὶ αἰώνια.

    Καὶ πρῶτα ἀρχίζει ὁ Ἀπόστολος ἀπὸ τὴ δοκιμασία τοῦ πιστοῦ καὶ δι­καίου γενάρχου Ἀβραάμ, τοῦ πιὸ σεβαστοῦ προσώπου τῶν Ἰουδαίων, ποὺ καὶ αὐτὸν ὅμως ὁ Θεὸς τὸν δοκίμασε βγάζοντάς τον ἀπὸ τὴ γενέτειρά του, τὴ συγγένειά του, καὶ τὰ πλούτη του, χωρὶς νὰ τοῦ πεῖ ποῦ θὰ τὸν ἐγκα­τα­στήσει. Λέει λοιπὸν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι «ὁ Ἀβραὰμ τελικὰ χάρη στὴν πίστη του ἐγκαταστάθηκε σὰν ξένος στὴ χώρα ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Καὶ δὲν ἔκτισε σπίτι σ’ αὐτήν, ἀλλὰ ζοῦσε σὰν προσωρινὸς κάτοικός της μέσα σὲ σκηνὲς μαζὶ μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, ποὺ ἦταν συγ­κλη­ρονόμοι τῆς ἴδιας ὑποσχέσεως. Καὶ τοῦτο, διότι περίμενε νοσταλγικὰ νὰ κα­τοικήσει μόνιμα καὶ παντοτινὰ στὴν ἐπουράνια πόλη ποὺ ἔχει ἀδιά­σει­στα θεμέλια, ποὺ τεχνίτης της καὶ δημιουργὸς εἶναι ὁ Θεός». Ἂς δοῦμε κάποιες λεπτομέρειες ἀπὸ τὴν ἱστορία αὐτή, γιὰ νὰ καταλάβουμε τὸ πνεῦμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

    Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἡ Γένεση ἐξιστορεῖ τὴ δημιουργία τοῦ φυσικοῦ κόσμου καὶ τῆς ἀνθρωπότητος. Στὴ συνέχεια ἐξιστορεῖ τὴ γένεση τοῦ ἔθνους τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ πρῶτα λεγόταν Ἄβραμ. Ὅταν, λέει, πέθανε ὁ Θάρα, ἔνατος ἀπόγονος τοῦ Σήμ, στὴ Χαρρὰν τῆς Μεσο­πο­τα­μίας, ὁ Θεὸς μίλησε στὸν Ἄβραμ, γιὸ τοῦ Θάρα, καὶ τοῦ εἶπε· «Βγὲς ἀπὸ τὴ χώρα σου καὶ ἀποχωρίσου ἀπὸ τὴν πατρική σου οἰκογένεια κι ἔλα στὴ χώρα ποὺ θὰ σοῦ δείξω. Θὰ σὲ κάνω ἔθνος μεγάλο καὶ θὰ σ’ εὐ­λο­γήσω καὶ θὰ εἶσαι εὐλογημένος. Μὲ τὸ πρόσωπό σου κριτήριο θὰ κρίνω ὅλο τὸν κόσμο. Ὅποιος σ’ εὐλογεῖ καὶ σ’ εὐνοεῖ, θὰ τὸν εὐλογῶ καὶ θὰ τὸν εὐνοῶ. Ὅποιος σὲ καταριέται θὰ τὸν καταραστῶ. Μὲ σένα θὰ εὐλογηθοῦν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς» (Γε 12).

    Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ στὸν Ἄβραμ. Αὐτὴ ἡ ὑπόσχεση σὰ σπέρμα περιέχει ὅλη τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅλο τὸ νόμο τοῦ Μωϋσέως καὶ ὅλους τους προφῆτες. Καὶ ὁλόκληρη ἡ Καινὴ Διαθήκη εἶναι ἡ ἐκπλή­ρωση αὐτῆς τῆς ὑποσχέσεως. Στὴν Καινὴ Διαθήκη δίνεται ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας σ’ ὅλους τους ἀνθρώπους, ἂν πιστέψουν στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ σὰν ἄνθρωπος εἶναι ἀπόγονος τοῦ Ἄβραμ. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς ὑποσχέσεως.

    Ὁ Ἀβραὰμ στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ δὲν εἶπε ὄχι. Σηκώθηκε ἀπὸ τὴν ἡσυ­χία καὶ μπῆκε στὴν περιπέτεια. Πῆρε τὴ γυναῖκα του καὶ ὅλα τὰ κινητά του ὑπάρχοντα καὶ τράβηξε βορειοδυτικὰ πρὸς τὴ γῆ Χαναάν, τὴ σημερινὴ Παλαιστίνη. Ἦταν τότε 75 ἐτῶν. Τὴ Χαναάν τὰ χρόνια ἐκεῖνα κατοικοῦσαν οἱ Χαναναῖοι, ἀπόγονοι τοῦ Χαναάν, γιοῦ τοῦ Χάμ, ποὺ ἀπὸ τὴ ρίζα του ἦ­ταν καταραμένος γιὰ τὴν ἀσέβεια ποὺ ἔδειξε στὸν πατέρα του Νῶε. Με­γά­λη ταλαιπωρία καὶ δοκιμασία γιὰ τὸν Ἀβραὰμ ἡ πορεία στὸ ἄγνωστο. Ἔδειξε ὅμως τὴν ἀδίστακτη ἀφοσίωσή του στὸ Θεό.

    Καὶ δὲν ἦταν μόνο ἡ δοκιμασία αὐτή· ἦταν καὶ ἄλλες πολλές· καὶ ἡ μία πίσω ἀπὸ τὴν ἄλλη. Σὰν ἔφτασε στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, δὲν αἰσθανόταν γιὰ μόνιμος κάτοικος, ἀλλ’ ἔνιωθε σὰν πάροικος καὶ παρεπίδημος, δηλαδὴ προσωρινός. Σὰ νὰ περίμενε καὶ νέα ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ ἀναχώρηση. Καὶ δὲν ἔκτισε σπίτι μόνιμο, ἀλλ’ ἔστηνε τὴ σκηνή του πότ’ ἐδῶ καὶ πότ’ ἐκεῖ. Ἦταν συνεχῶς σὲ ἑτοιμότητα γιὰ ἀναχώρηση. Μεγάλη καὶ αὐτὴ ἡ δοκι­μασία.

    Ἄλλη τώρα μεγάλη δοκιμασία· τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς ὅτι θὰ τοῦ δώ­σει ἀπογόνους πολλοὺς σὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ σὰν τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης, κι ὅμως ἡ γυναῖκα του Σάρρα ἦταν στεῖρα καὶ μεγάλης ἡλικίας. Ὁ Ἀβραὰμ ὅμως τὸ πίστεψε. Ἀφοῦ τὸ εἶπε ὁ Θεός, θὰ τὸ κάνει, ἔλεγε μέσα του. Τοῦ ὑποσχέθηκε μία, τοῦ ὑποσχέθηκε δύο, τοῦ ὑποσχέθηκε πολλὲς φορές. Καὶ κάθε φορὰ ὁ Ἀβραὰμ τὸ πίστευε, ὥσπου μία μέρα τὸν εἰδοποίησε ὁ Θεὸς ὅτι τοῦ χρόνου τέτοιον καιρὸ ἡ γυναῖκα του θὰ τοῦ δώσει παιδί.

    Στὸ διάστημα ὅμως ποὺ ἔλεγε ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραὰμ ὅτι θὰ τοῦ δώσει παιδί, τὸν ἔβαλε σὲ νέα δοκιμασία. Ἡ ξηρασία καὶ ἡ πεῖνα ποὺ εἶχε πέσει στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας βρῆκε τὸν Ἀβραὰμ στὴν Αἴγυπτο. Ἐκεῖ οἱ Αἰγύπτιοι τοῦ ἅρπαξαν τὴ γυναῖκα του Σάρρα, ποὺ ἦταν πολὺ ὄμορφη, καὶ τὴν ἔδω­σαν γιὰ γυναῖκα στὸ φαραώ. Ἔτσι τώρα ὄχι μόνο παιδὶ καὶ ἀπογόνους δὲν εἶχε, ἀλλ’ οὔτε καὶ γυναῖκα. Κι ὅμως ὁ Ἀβραὰμ δὲν γόγγυσε. Δὲν ἔ­παυ­σε νὰ πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τοῦ δώσει ἀπογόνους. Ἐννοεῖται ὅτι ὁ Θεός, πρὶν νὰ τὴν κάνει γυναῖκα του ὁ φαραώ, μὲ διάφορα χτυπήματα τὸν ἀνάγκασε νὰ τὴν ἐπιστρέψει στὸν Ἀβραάμ, καὶ μάλιστα μὲ πολλὰ δῶρα, λέγοντάς του· «Πάρ’ την πίσω, ἄνθρωπέ μου, παραλίγο νὰ τὴν κάνω γυ­ναῖκα μου. Γιατί δὲν μοῦ εἶπες ὅτι εἶναι γυναῖκα σου;» Πάλι κερ­δι­σμένος ἀπὸ τὴν ὑπομονή του καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸ Θεὸ ὁ Ἀβραάμ.

    Ἡ πιὸ μεγάλη ὅμως δοκιμασία ἦταν ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ ζήτησε νὰ θυσιά­σει τὸ γιό του Ἰσαάκ. Ἕνα τὸν εἶχε, μὲ τόσους κόπους τὸν ἀπέκτησε, τὸν μεγάλωσε, καὶ τώρα ὁ Θεὸς τοῦ λέει νὰ τὸν θυσιάσει μὲ τὸ χέρι του. Με­γά­λη δοκιμασία! Καὶ σ’ αὐτὴν τὴ σκληρὴ ὥρα δὲν ὀλιγοπίστησε. Πῆρε τὸ παιδί, τὸ ἀνέβασε στὸ βουνό, ἔστησε τὸ θυσιαστήριο, καὶ σήκωσε τὸ μα­χαῖ­ρι, ὅταν ὁ Θεὸς τὸν σταμάτησε, καὶ τοῦ εἶπε· «Τώρα, Ἀβραάμ, πείστηκα ὅτι εἶσαι πιστός μου δοῦλος. Πάνω καὶ ἀπὸ τὸ παιδί σου ἔχεις ἐμένα».

    Ἀπὸ ποῦ ἀντλοῦσε τόση δύναμη ὁ Ἀβραάμ; Μᾶς ἐξηγεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος· «Περίμενε νοσταλγικὰ νὰ κατοικήσει μόνιμα καὶ παντοτινὰ στὴν ἐπουράνια πόλη, ποὺ ἔχει ἀδιάσειστα θεμέλια, ποὺ τεχνίτης καὶ δημι­ουρ­γός της εἶναι ὁ Θεός». Δηλαδὴ ἡ καρδιά του εἶχε ξεκολλήσει ἀπὸ τὰ γήινα. Ὁ νοῦς του ἦταν στὸν οὐρανό, κοντὰ στὸ Θεό, τὴν ἄνω ᾿Ιερουσαλήμ, τὴν αἰώνια πόλη, τὴν κτισμένη πάνω σὲ γερὰ θεμέλια, τὴν τεχνουργημένη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Δημιουργό. Νά ἀπὸ ποῦ ἀντλοῦσε τὸ κουράγιο τὴν πίστη καὶ τὴν ἀφοσίωση ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ.

    Μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀβραὰμ ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρηγόρησε τοὺς ἐξ Ἑβραίων Χριστιανούς, γιὰ νὰ μὴ δειλιάσουν, ἀλλὰ παρ’ ὅλες τὶς δοκι­μα­σίες νὰ μείνουν σταθεροὶ στὴν πίστη. Καὶ ὄχι μόνο ἐκείνους. Παρηγορεῖ καὶ τὸν κάθε Χριστιανὸ κάθε ἐποχῆς, ποὺ δοκιμάζεται.

 

    ᾿Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

(δημοσίευσις 16/12/2009) 

 


Ο ΘΕΟΣ ΠΑΡΑΧΩΡΕΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΟΥ
 

 

Κυρ. προ Χριστού Γεννήσεως (Εβ 11,9-10· 32-40)

 

    Η αποστολική περικοπή της προ των Χριστουγέννων κυριακής κατά το μεγαλύτερο μέρος της είναι ίδια με εκείνην της κυριακής των αγίων Πάντων. Εμείς εδώ θ’ ασχοληθούμε με όσα λέγονται στους δύο επιπλέον στίχους (9-10) που δεν περιλαμβάνονται εκεί.

    Από τους υπόλοιπους στίχους θυμίζουμε μόνο ότι ο Απόστολος με τα παραδείγματα πίστεως που αναφέρει στην περικοπή θέλει να πει στους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς που είχαν εκδιωχθεί από τον τόπο τους και περ­νούσαν δύσκολες μέρες σαν πρόσφυγες σε ξένες πόλεις και χώρες, να μη χάσουν την πίστη τους, αλλά να παραμείνουν σταθεροί, διότι ο Θεός παιδεύει αυτούς που αγαπάει. Δεν πρέπει να λυπούνται, και διότι εδώ κάτω είναι τα πρόσκαιρα, ενώ πάνω είναι τα μόνιμα. Δεν έχουμε, τους λέει, εδώ μόνιμη πατρίδα, αλλά νοσταλγούμε τη μόνιμη και αιώνια.

    Και πρώτα αρχίζει ο Απόστολος από τη δοκιμασία του πιστού και δι­καίου γενάρχου Αβραάμ, του πιο σεβαστού προσώπου των Ιουδαίων, που και αυτόν όμως ο Θεός τον δοκίμασε βγάζοντάς τον από τη γενέτειρά του, τη συγγένειά του, και τα πλούτη του, χωρίς να του πει πού θα τον εγκα­ταστήσει. Λέει λοιπόν ο απόστολος Παύλος ότι «ο Αβραάμ τελικά χάρη στην πίστη του εγκαταστάθηκε σαν ξένος στη χώρα που του υποσχέθηκε ο Θεός. Και δεν έκτισε σπίτι σ’ αυτήν, αλλά ζούσε σαν προσωρινός κάτοικός της μέσα σε σκηνές μαζί με τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, που ήταν συγκλη­ρονόμοι της ίδιας υποσχέσεως. Και τούτο, διότι περίμενε νοσταλγικά να κατοικήσει μόνιμα και παντοτινά στην επουράνια πόλη που έχει αδιά­σει­στα θεμέλια, που τεχνίτης της και δημιουργός είναι ο Θεός». Ας δούμε κά­ποιες λεπτομέρειες από την ιστορία αυτή, για να καταλάβουμε το πνεύμα του αποστόλου Παύλου.

    Από την αρχή η Γένεση εξιστορεί τη δημιουργία του φυσικού κόσμου και της ανθρωπότητος. Στη συνέχεια εξιστορεί τη γένεση του έθνους του Ισραήλ, που αρχίζει με τον Αβραάμ, που πρώτα λεγόταν Άβραμ. Όταν, λέει, πέθανε ο Θάρα, ένατος απόγονος του Σημ, στη Χαρράν της Μεσο­πο­τα­μίας, ο Θεός μίλησε στον Άβραμ, γιο του Θάρα, και του είπε· «Βγες από τη χώρα σου και αποχωρίσου από την πατρική σου οικογένεια κι έλα στη χώρα που θα σου δείξω. Θα σε κάνω έθνος μεγάλο και θα σ’ ευλογήσω και θα είσαι ευλογημένος. Με το πρόσωπό σου κριτήριο θα κρίνω όλο τον κόσμο. Όποιος σ’ ευλογεί και σ’ ευνοεί, θα τον ευλογώ και θα τον ευνοώ. Όποιος σε καταριέται θα τον καταραστώ. Με σένα θα ευλογηθούν όλες οι φυλές της γης» (Γε 12).

    Αυτή είναι η πρώτη υπόσχεση του Θεού στον Άβραμ. Αυτή η υπόσχεση σα σπέρμα περιέχει όλη την Παλαιά Διαθήκη, όλο το νόμο του Μωϋσέως και όλους τους προφήτες. Και ολόκληρη η Καινή Διαθήκη είναι η εκπλή­ρωση αυτής της υποσχέσεως. Στην Καινή Διαθήκη δίνεται η δυνατότητα της σωτηρίας σ’ όλους τους ανθρώπους, αν πιστέψουν στον Κύριο Ιησού Χρι­στό, που σαν άνθρωπος είναι απόγονος του Άβραμ. Αυτό είναι το νόημα της υποσχέσεως.

    Ο Αβραάμ στην εντολή του Θεού δεν είπε όχι. Σηκώθηκε από την ησυχία και μπήκε στην περιπέτεια. Πήρε τη γυναίκα του και όλα τα κινητά του υπάρχοντα και τράβηξε βορειοδυτικά προς τη γη Χαναάν, τη σημερινή Παλαιστίνη. Ήταν τότε 75 ετών. Τη Χαναάν τα χρόνια εκείνα κατοικούσαν οι Χαναναίοι, απόγονοι του Χαναάν, γιού του Χαμ, που από τη ρίζα του ήταν καταραμένος για την ασέβεια που έδειξε στον πατέρα του Νώε. Μεγάλη ταλαιπωρία και δοκιμασία για τον Αβραάμ η πορεία στο άγνω­στο. Έδειξε όμως την αδίστακτη αφοσίωσή του στο Θεό.

    Και δεν ήταν μόνο η δοκιμασία αυτή. Ήταν και άλλες πολλές. Και η μία πίσω από την άλλη. Σαν έφτασε στη γη της επαγγελίας, δεν αισθα­νόταν για μόνιμος κάτοικος, αλλ’ ένιωθε σαν πάροικος και παρεπίδημος, δηλαδή προσωρινός. Σα να περίμενε και νέα εντολή του Θεού για ανα­χώρηση. Και δεν έκτισε σπίτι μόνιμο, αλλ’ έστηνε τη σκηνή του πότ’ εδώ και πότ’ εκεί. Ήταν συνεχώς σε ετοιμότητα για αναχώρηση. Μεγάλη και αυτή η δοκιμασία.

    Άλλη τώρα μεγάλη δοκιμασία· του υποσχέθηκε ο Θεός ότι θα του δώσει απογόνους πολλούς σαν τα άστρα του ουρανού και σαν τη άμμο της θαλάσσης, κι όμως η γυναίκα του Σάρρα ήταν στείρα και μεγάλης ηλικίας. Ο Αβραάμ όμως το πίστεψε. Αφού το είπε ο Θεός, θα το κάνει, έλεγε μέσα του. Του υποσχέθηκε μια, του υποσχέθηκε δυο, του υποσχέθηκε πολλές φορές. Και κάθε φορά ο Αβραάμ το πίστευε, ώσπου μια μέρα τον ειδοποίησε ο Θεός ότι του χρόνου τέτοιον καιρό η γυναίκα του θα του δώσει παιδί.

    Στο διάστημα όμως που έλεγε ο Θεός στον Αβραάμ ότι θα του δώσει παιδί, τον έβαλε σε νέα δοκιμασία. Η ξηρασία και η πείνα που είχε πέσει στη γη της επαγγελίας βρήκε τον Αβραάμ στην Αίγυπτο. Εκεί οι Αιγύπτιοι του άρπαξαν τη γυναίκα του Σάρρα, που ήταν πολύ όμορφη, και την έδω­σαν για γυναίκα στο Φαραώ. Έτσι τώρα όχι μόνο παιδί και απογόνους δεν είχε, αλλ’ ούτε και γυναίκα. Κι όμως ο Αβραάμ δεν γόγγυσε. Δεν έπαυσε να πιστεύει ότι ο Θεός θα του δώσει απογόνους. Εννοείται ότι ο Θεός, πριν να την κάνει γυναίκα του ο Φαραώ, με διάφορα χτυπήματα τον ανάγ­κασε να την επιστρέψει στον Αβραάμ, και μάλιστα με πολλά δώρα, λέγον­τάς του· «Πάρ’ την πίσω, άνθρωπέ μου, παραλίγο να την κάνω γυ­ναί­κα μου. Γιατί δεν μού είπες ότι είναι γυναίκα σου;» Πάλι κερ­δισμένος από την υπομονή του και την εμπιστοσύνη του στο Θεό ο Αβραάμ.

    Η πιο μεγάλη όμως δοκιμασία ήταν όταν ο Θεός του ζήτησε να θυ­σιά­σει το γιό του Ισαάκ. Ένα τον είχε, με τόσους κόπους τον απέκτησε, τον με­γά­λωσε, και τώρα ο Θεός του λέει να τον θυσιάσει με το χέρι του. Μεγάλη δοκιμασία! Και σ’ αυτήν τη σκληρή ώρα δεν ολιγοπίστησε. Πήρε το παιδί, το ανέβασε στο βουνό, έστησε το θυσιαστήριο, και σήκωσε το μαχαίρι, όταν ο Θεός τον σταμάτησε, και του είπε· «Τώρα, Αβραάμ, πείστηκα ότι είσαι πιστός μου δούλος. Πάνω και από το παιδί σου έχεις εμένα».

    Από πού αντλούσε τόση δύναμη ο Αβραάμ; Μας εξηγεί ο απόστολος Παύλος· «Περίμενε νοσταλγικά να κατοικήσει μόνιμα και παντοτινά στην επουράνια πόλη, που έχει αδιάσειστα θεμέλια, που τεχνίτης και δημι­ουρ­γός της είναι ο Θεός». Δηλαδή η καρδιά του είχε ξεκολλήσει από τα γήινα. Ο νους του ήταν στον ουρανό, κοντά στο Θεό, την άνω Ιερουσαλήμ, την αιώνια πόλη, την κτισμένη πάνω σε γερά θεμέλια, την τεχνουργημένη από τον ίδιο το Δημιουργό. Να από πού αντλούσε το κουράγιο την πίστη και την αφοσίωση ο πιστός δούλος του Θεού.

    Με το παράδειγμα του Αβραάμ ο απόστολος Παύλος παρηγόρησε τους εξ Εβραίων Χριστιανούς, για να μη δειλιάσουν, αλλά παρ’ όλες τις δοκι­μα­σίες να μείνουν σταθεροί στην πίστη. Και όχι μόνο εκείνους. Παρηγορεί και τον κάθε Χριστιανό κάθε εποχής, που δοκιμάζεται.

 

    Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης, αρχιμανδρίτης

 

(δημοσίευσις 16/12/2009)