᾿Απόστολος 10ης κυριακῆς ἐπιστολῶν
Γνωρίσματα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς
Κυρ Ι΄ Ἐπιστολῶν (Α΄ Κο 4,9-16)
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή, μιλώντας γιὰ τὸ θέμα τῆς διασπάσεως, στὴν ὁποία ὁδήγησαν τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου οἱ ψευτοδιδάσκαλοι, καταβάλλει προσπάθεια ἐδῶ νὰ πείσει τοὺς Χριστιανοὺς τῆς πόλεως αὐτῆς ὅτι ὁ χριστιανισμὸς ποὺ τοὺς κήρυξαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι νόθος καὶ αἱρετικός. Διότι, πλὴν τῶν ἄλλων, ἔχει τὰ στοιχεῖα τῆς καλοπέρασης καὶ τοῦ βολεύματος, ἀκόμη καὶ τῆς ἐγκαυχήσεως γιὰ τὶς κοσμικὲς κτήσεις καὶ τὴν κοινωνικὴ ὑπόληψη. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τοὺς ἐμφύσησαν τὴν ψεύτικη ἀντίληψη καὶ τοὺς νόθευσαν τὸ φρόνημα ὅτι καὶ Χριστιανοὶ μποροῦν νὰ εἶναι καὶ τίποτε ἀπὸ τὰ κοσμικὰ νὰ μὴν τοὺς λείπει, οὔτε ἡ ὑπόληψη οὔτε ἡ προβολὴ οὔτε ἡ ἀναγνώριση οὔτε ἡ κοινωνικὴ δύναμη οὔτε ὁ πλοῦτος καὶ τὰ πρὸς τὸ ζῆν. Ὅλα νὰ τὰ ἔχουν, βασιλιάδες νὰ εἶναι!
Ἐνῷ, τονίζει ὁ ἀπόστολος, ὁ ἀληθινὸς χριστιανισμός, τὸν ὁποῖο τοὺς δίδαξε ὁ ἴδιος, ὅταν ἦταν κοντά τους, καὶ τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος συνεχίζει νὰ ζεῖ καὶ τώρα μακριά τους, εἶναι κακοπέραση καὶ διαπόμπευση καὶ τρέλα καὶ ἀδυναμία καὶ ἀβεβαιότητα καὶ διωγμὸς καὶ πεῖνα καὶ γύμνια καὶ συγχώρηση καὶ εὐλογία τῶν διωκτῶν. Ἔτσι ἦταν ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καὶ ἡ δική του, ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ ζωὴ τοῦ κάθε ἀληθινοῦ χριστιανοῦ.
Ἀναλυτικότερα τοὺς λέει. Ὁ Θεὸς ἐμᾶς τοὺς ἀποστόλους μᾶς ἔκανε νὰ εἴμαστε τελευταῖοι στὰ μάτια ὅλων, σὰ νὰ εἴμαστε κατάδικοι ποὺ πρόκειται νὰ ἐκτελεστοῦν. Σ’ ὅλο τὸν κόσμο, στοὺς ἀνθρώπους καὶ στοὺς ἀγγέλους, ἐμεῖς οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ γίναμε τὸ θέαμα, τὸ «τσίρκο». Οἱ καλοὶ ἄνθρωποι καὶ οἱ ἄγγελοι μᾶς θαυμάζουν καὶ μᾶς ἐνισχύουν μὲ τὴν προσευχή τους, οἱ πονηροὶ ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι μᾶς εἰρωνεύονται καὶ μᾶς περιφρονοῦν. Εἶστε καὶ σεῖς, ῥωτάει, ὅπως ἐμεῖς οἱ ἀπόστολοι; Ἂς δοῦμε.
Ἐμεῖς οἱ ἀπόστολοι γιὰ τὸ Χριστό, ἐπειδὴ δηλαδὴ πιστεύουμε στὸ Χριστό, ἔχουμε γίνει ἀνόητοι, ἐνῷ ἐσεῖς γιὰ τὸ Χριστό, δηλαδὴ μολονότι καὶ πιστεύετε στὸ Χριστό, θεωρεῖσθε φρόνιμοι καὶ συνετοί. Ἐμεῖς γιὰ τὸ Χριστὸ εἴμαστε ἀδύνατοι κοινωνικῶς καὶ καταδιωκόμενοι ἀπὸ τοὺς κοσμικούς, ἐνῷ ἐσεῖς εἶστε ἀποδεκτοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἔχετε καὶ τὴν ὑποστήριξή τους. Σεῖς εἶστε οἱ ἐπαινούμενοι καὶ δοξαζόμενοι, ἐνῷ ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ἀνυπόληπτοι καὶ οἱ ἀνέντιμοι.
Μέχρι αὐτὴ τὴν ὥρα ποὺ σᾶς γράφω καὶ πεινᾶμε καὶ διψᾶμε στὶς ὁδοιπορίες μας, καὶ εἴμαστε σχεδὸν γυμνοὶ καὶ παγώνουμε ἀπὸ τὸ κρύο, ὅταν στὴ μέση μιᾶς περιοδείας μᾶς πιάνει ἀπότομα ἡ κακοκαιρία ἢ ὁ χειμώνας, καὶ δεχόμαστε μπάτσες καὶ σβερκιὲς καὶ κακομεταχειρίσεις καὶ δὲν μποροῦμε νὰ σταθοῦμε καὶ νὰ μείνουμε πουθενά, ἀλλὰ μᾶς ὑποχρεώνουν νὰ εἴμαστε ἄστατοι, περιφερόμενοι ἀπὸ τόπο σὲ τόπο. Κοντὰ σ᾿ ὅλα αὐτὰ καὶ κοπιάζουμε ἐργαζόμενοι μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια, κατασκευάζοντας, ὅπως ξέρετε, σκηνές, γιὰ νὰ βγάζουμε τὸ ψωμί μας, τὰ εἰσιτήρια καὶ τὰ ἄλλα ἀναγκαῖα γιὰ τὸ ἔργο μας. «Τὰ χέρια μου αὐτὰ τὰ ροζιασμένα ἀπὸ τὴ δουλειὰ ἔχουν ὑπηρετήσει τὶς ἀνάγκες μου καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν μαθητῶν μου, ποὺ εἶναι μαζί μου στὶς περιοδεῖες», ἔχω πεῖ καὶ ἄλλοτε.
Ὅταν μᾶς βρίζουν καὶ μᾶς περιπαίζουν, ἐμεῖς τοὺς εὐλογοῦμε, σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελία τοῦ Κυρίου «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοὺς μισοῦντας ὑμᾶς, καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων (= κακοποιούντων) καὶ διωκόντων ὑμᾶς». Ὅταν δεχόμαστε συκοφαντίες, ἐμεῖς παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία αὐτῶν ποὺ μᾶς δυσφημοῦν. Ἔχουμε γίνει στὰ μάτια τους σκουπίδια ποὺ μαζεύει ἡ σκούπα. Γιὰ ὅλους ἔχουμε καταντήσει ἄχρηστα καὶ περιττὰ τρίμματα ποὺ βγάζει ἡ σπάτουλα.
῞Ολ᾿ αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω οἱ κοσμικοὶ θὰ τὰ θεωροῦσαν ντροπή. Ἀλλὰ γιὰ μένα εἶναι τιμή, καὶ τὰ γράφω μὲ πατρικὴ λαχτάρα καὶ στοργὴ σ’ ἐσᾶς τ’ ἀγαπητά μου πνευματικὰ παιδιά, γιὰ νὰ σᾶς συμβουλεύσω. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐὰν ἔχετε πάρα πολλοὺς παιδαγωγοὺς ἐν Χριστῷ, πάντως δὲν ἔχετε πολλοὺς πατέρες. Ἕναν πατέρα πνευματικὸ ἔχετε, ποὺ σᾶς γέννησε ἐν Χριστῷ μὲ τὸ κήρυγμά του· ἐμένα. Κι ἀφοῦ εἶμαι πνευματικὸς πατέρας σας, στὸν ὁποῖο ὀφείλετε τὴν πίστη σας στὸ Χριστό, σᾶς παρακαλῶ νὰ γίνετε μιμηταί μου. Ὅπως πιστεύω ἐγώ, ἔτσι νὰ πιστεύετε κι ἐσεῖς. Ὅπως φρονῶ, νὰ φρονεῖτε. Ὅποια ἀντίληψη ἔχω γιὰ τὴν πίστη, αὐτὴ νὰ ἔχετε κι ἐσεῖς, κι ὄχι τὴν ἀντίληψη ποὺ ἔχουν ἄλλοι ἀνεύθυνοι καὶ ἐκμεταλλευταὶ καταστάσεων καὶ προσώπων. Μὴν ξεχνᾶτε ὅτι κι ἐγὼ εἶμαι μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσις ἐν ἔτει σωτηρίῳ 2010)