ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν ᾿Απόστολος 19ης κυριακῆς ἐπιστολῶν

PostHeaderIcon ᾿Απόστολος 19ης κυριακῆς ἐπιστολῶν

 

Ὁ Παῦλος στὸν παράδεισο

 

Κυρ. ΙΘ΄ Ἐπιστολῶν (Β΄ Κο 11,31-33· 12,1-9)

 

    Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως ἔχουμε πεῖ καὶ ἄλλοτε, ἀντιμετώπιζε διαρ­κῶς σ’ ὅλες τὶς ἀνὰ τὰ ἔθνη περιοδεῖες του τὸ πρόβλημα τῆς συκοφαντίας. Κα­κότροποι αἱρετικοί, ποὺ ἔκαναν τάχα τὸν κήρυκα, ἀλλὰ στὴν πραγμα­τι­κότητα ἦταν ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ, κινούμενοι ἀπὸ ἀδυσώπητο φθόνο, παρα­κολουθοῦσαν σὲ ποιές πόλεις κήρυττε ὁ ἀπόστολος καὶ πήγαιναν ἐκεῖ, ὄ­ταν πιὰ ἐκεῖνος ἔφευγε ἀπ᾿ αὐτές, καὶ τὸν συκοφαντοῦσαν. Ἔλεγαν ὅτι δὲν εἶναι ἀπόστολος, ἀλλ’ ἕνας φιλόδοξος κι ἀπατεῶνας γυρολόγος, ποὺ προσ­ποι­εῖται τὸν ἀπόστολο.

    Καταλαβαίνετε τὴ λύπη τοῦ ἀποστόλου, ὅταν ἔφταναν τὰ λόγια αὐτὰ στ’ αὐτιά του. Στενοχωριόταν ὄχι τόσο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅσο γιὰ τὸ ὅτι οἱ Χριστιανοὶ κλονίζονταν στὴν πίστη. Ἔτσι ἀναγκαζόταν νὰ γράψει Ἐπι­στο­λὲς καὶ νὰ ἐξηγήσει πῶς ἔχει τὸ πρᾶγμα. Μὲ τέτοιες καὶ ἄλλες ἀφορ­μὲς ἔγραψε καὶ τὶς δύο πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολές.

    Ἕνα κομμάτι τῆς ἀπολογίας του εἶναι καὶ ἡ εὐρύτερη ἑνότητα, στὴν ὀ­ποία ὑπάγεται ἡ ἀποστολική μας περικοπή. Σ’ αὐτήν, παρ’ ὅλο ὅτι δὲν τὸ θέλει, ἀναγκάζεται νὰ μιλήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του, τὴν καταγωγή του, τοὺς προγόνους του, τὸ ἐπάγγελμά του, τοὺς κόπους του, τοὺς ἀγῶνες του, τοὺς κινδύνους του, τοὺς διωγμούς του καὶ ὅλα τ’ ἄλλα παθήματά του.

    Στὴν ἀποστολική μας περικοπὴ μιλάει γιὰ μία συγκεκριμένη περι­πέ­τεια ποὺ πέρασε, καθὼς καὶ κάποιες ἀποκαλύψεις. Γιὰ μία ἀπ’ αὐτὲς τὶς ἀπο­κα­λύψεις δὲν εἶχε μιλήσει ποτὲ καὶ σὲ κανέναν 14 ὁλόκληρα χρόνια. Κι οὔτε εἶχε σκοπὸ νὰ μιλήσει. Ἀλλὰ τώρα ἀναγκάζεται νὰ τὶς φανερώσει, γιὰ ν’ ἀποδείξει ὅτι δὲν εἶναι, ὅπως λένε οἱ συκοφάντες του, ἕνας γυρο­λό­γος, ἀλλ’ ἕνας κανονικὸς ἀπόστολος, ὅσο καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι· ἕνας ἀ­πό­στολος ποὺ ἔχει ἄμεση ἐπικοινωνία μὲ τὸν Κύριο, στὸν ὁποῖο ὀφείλονται ὅλα ὅσα ἔχει πετύχει.

    Ἀρχίζει λοιπὸν μὲ μία διαβεβαίωση· «Ὁ Θεὸς καὶ πατέρας τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, λέει, ποὺ ζεῖ μέσα στὴ δόξα αἰωνίως, γνωρίζει ὅτι δὲν λέω ψέματα». Ἔχει δηλαδὴ ὁ ἀπόστολος πλήρη συναίσθηση τῆς πα­ρου­σίας τοῦ Θεοῦ τὴν ὥρα ποὺ γράφει τὴν Ἐπιστολή. Καὶ δίνει τὴ διαβε­βαί­ωση, γιὰ νὰ διασκορπίσει κάθε ἀμφιβολία ποὺ ὑπέβοσκε στὶς σκέψεις τῶν ἀνα­γνωστῶν του.

    Στὴ Δαμασκό, τὴν πρωτεύουσα τῆς Συρίας, ὅπου εἶχε πάει σὰ διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ξαφνικά, πρὸς κατάπληξη ὅλων, βρέθηκε κήρυκας τοῦ Χρι­στοῦ. Πήγαινε κάθε Σάββατο στὴ συναγωγὴ καὶ μιλοῦσε στοὺς Ἰου­δαί­ους ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ. Κι ὅλοι ἀποροῦσαν καὶ ἔλεγαν· δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ στὴν ᾿Ιερουσαλὴμ καταδίωκε καὶ συλλάμβανε ὅσους ἐπικαλοῦνταν πίστη στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Κι ἐδῶ στὴ Δαμασκὸ δὲν ἦρ­θε γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό, νὰ πιάσει τοὺς Χριστιανοὺς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στοὺς ἀρχιερεῖς δεμένους;  Πῶς ἐμεῖς τὸν βλέπουμε τώρα νὰ κηρύττει Χρι­στό;  Εἶναι ἀληθινὴ ἡ μεταστροφή του; Καὶ πότε καὶ πῶς ἔγινε αὐτή; Καὶ μάθαιναν ὅλοι ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο τὸ ὅραμα τῆς μεταστροφῆς του.

    Στὸ μεταξὺ ἡ θαυμαστὴ μεταστροφὴ τοῦ Παύλου καὶ τὸ δυνατὸ κή­ρυγ­μά του εἶχαν μεγάλη ἀπήχηση στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, πρᾶγμα ποὺ ἀν­η­σύχησε τοὺς ἐχθρούς του. Κατέφυγαν λοιπὸν τότε αὐτοὶ στὸ διοικητὴ τῆς πόλεως, ποὺ ἦταν ἀντιπρόσωπος τοῦ βασιλιᾶ Ἀρέτα, καὶ κατάφεραν νὰ τὸν πείσουν νὰ βάλει φρουρὰ στὶς πύλες τῆς Δαμασκοῦ, γιὰ νὰ τὸν συλ­λά­βουν καὶ νὰ τὸν θανατώσουν. Προφανῶς τὸν παρουσίασαν ὡς ἐπικίνδυνο γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν τάξη τῆς Δαμασκοῦ.

    Ἀλλ’ ὁ Θεὸς εἶχε ἄλλο πρόγραμμα γιὰ τὸν Παῦλο. Τὸν εἰδοποίησε λοι­πόν, ἄγνωστο πῶς, γιὰ τὴν ἐνέδρα, καὶ οἱ Χριστιανοὶ ποὺ τὸν προστά­τευ­αν, βρῆκαν τρόπο νὰ τὸν φυγαδεύσουν. Τὸν ἔβαλαν μέσα σ’ ἕνα χοντρὸ ψά­θινο καλάθι μὲ στέρεη βάση ἀπὸ κάτω, σὲ μιὰ σαργάνη, ὅπως τὸ ἔλε­γαν, καὶ ἀπὸ ἕνα παράθυρο τοῦ τείχους τὸν κατέβασαν μὲ σχοινιά, κι ἔτσι ξέφυγε ἀπὸ τὰ χέρια τους. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι τὶς περισσότερες λεπτομέ­ρει­ες γι’ αὐτὴν τὴν πρώτη δοκιμασία τὶς μαθαίνουμε ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων, διότι ὁ ἀπόστολος ἐδῶ λέει πολὺ λίγα.

    Στὴν συνέχεια ὁ Ἀπόστολος ἀνακοινώνει μία ἀποκάλυψη, ἕνα ὅραμά του, ποὺ εἶναι μία πρωτάκουστη καὶ μεγαλειώδης ἱστορία, ποὺ τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ βιώσει. Ἐπειδὴ ὅμως πρέπει νὰ μιλήσει γιὰ τὸ πρόσωπό του καὶ αὐτὸ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη του, τὴν ἐξιστορεῖ μὲ χί­λιες προφυλάξεις καὶ σὲ τρίτο πρόσωπο, σὰ νὰ συνέβη δηλαδὴ σὲ ἄλλον, κι ὄχι σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιο.  Ὁ καθένας ποὺ τὴ διαβάζει ὅμως καταλαβαίνει περὶ τίνος πρόκειται. Τὴν ἐξιστορεῖ ὅσο γινόταν πιὸ ἀπρόσωπα καὶ ταπεινά, γιὰ νὰ μὴν ποῦν οἱ ἄσπονδοι «φίλοι» του, αὐτοὶ ποὺ ζητοῦσαν ἀφορμές, ὅτι περιαυτολογεῖ.

    Ξέρω, λέει, ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ πρὶν ἀπὸ 14 χρόνια ἁρπάχτηκε στὸν τρίτο οὐρανό. Δὲν ξέρω ἐκείνη τὴν ὥρα ἂν ἦταν μὲ τὸ σῶμα ἢ ἐκτὸς τοῦ σώματός του· αὐτὸ τὸ ξέρει ὁ Θεός. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὅπως ἦταν, μέ­σα ἢ ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του, δὲν τὸ ξέρω, ὁ Θεὸς τὸ ξέρει, ξέρω ὅτι ἁρπά­χθηκε στὸν παράδεισο. Καὶ ἄκουσε ἐκεῖ λόγια, ποὺ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ πεῖ. Γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο καυχῶμαι, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μου δὲν καυχῶμαι, παρὰ μόνο γιὰ τὶς ἀδυναμίες μου. Κι ἂν θελήσω βέβαια νὰ καυχηθῶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου, γιὰ τοὺς κόπους μου δηλαδὴ καὶ τὸ ἔργο μου, δὲν θὰ μιλήσω ἀνόητα φανταστικὰ καὶ ἀπερίσκεπτα, ἀλλὰ θὰ πῶ τὴν ἀλή­θεια. Μιλάω ὅμως γι’ αὐτά, μὲ αὐτοσυγκράτηση καὶ φειδώ, γιὰ νὰ μὴ φαν­τα­στεῖ κανένας γιὰ μένα παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι βλέπει ἢ ἀκούει.

    Καὶ γιὰ νὰ μὴ μὲ κυριεύσει ἡ ἔπαρση λόγῳ τῶν ὑπερβολικῶν ἀποκα­λύ­ψεων ποὺ ἀξιώθηκα νὰ δῶ, μοῦ δόθηκε κατὰ παραχώρηση Θεοῦ ἕνας ἄν­θρω­πος ἀντιρρησίας καὶ ἐπαναστάτης, ποὺ ἀντιστρατεύεται συνεχῶς στὸ ἔργο μου. Ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, τὸ σκόλοπα, ὅπως τὸν λέω, δὲν μπορῶ ν’ ἀπαλλαγῶ. Αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο δηλαδὴ τὸν αἰσθάνομαι σὰν ἕνα σκληρὸ μυτερὸ ξύλο, σουβλί, νὰ μοῦ τρυπάει τὸ σῶμα μου. Μοῦ δόθηκε, γιὰ νὰ μοῦ δίνει ταπεινωτικὲς σβερκιές, ὥστε νὰ μὴν ὑπερηφανεύομαι.

    Γι’ αὐτὸν τὸν ἀντάρτη ἄνθρωπο ποὺ μὲ βασανίζει, τρεῖς φορὲς παρα­κά­λεσα τὸν Κύριο ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ κοντά μου, ἀλλ’ ὁ Κύριος μοῦ εἶ­πε· Σοῦ φτάνει ἡ χάρη μου. Διότι ἡ δύναμή μου τότε φαίνεται πιὸ τέλεια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος, ἐνῷ εἶναι ἀδύναμος, πετυχαίνει μεγάλα μὲ τὴ δική μου δύνα­μη. Μὲ μεγάλη μου εὐχαρίστηση θὰ καυχηθῶ λοιπὸν περισσότερο γιὰ τὶς ἀδυναμίες μου, γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, καὶ μέσῳ ἐμοῦ τοῦ ἀδύναμου νὰ δοξάζεται ὁ Χριστός.

    Πολλὰ σχόλια θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν, ἀλλά, γιὰ νὰ μὴ μακρύνουμε τὸ λόγο, τ’ ἀφήνουμε στὸν ἀναγνώστη. Ὑπογραμμίζουμε μόνο ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ταπεινόφρονα Παῦλο τὸν ὕψωσε μέχρι τοὺς οὐρανούς. Ἔτσι ἐπιβε­βαι­ώ­νεται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ὅτι ὁ Θεὸς στοὺς ὑπερήφανους πάει κόντρα, ἐνῷ στοὺς ταπεινοὺς δίνει τὴ χάρη του.

 

     Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 


Ο Παύλος στον παράδεισο

 

Κυρ. ΙΘ΄ Επιστολών (Β΄ Κο 11,31-33· 12,1-9)

 

    Ο απόστολος Παύλος, όπως έχουμε πει και άλλοτε, αντιμετώπιζε διαρ­κώς σ’ όλες τις ανά τα έθνη περιοδείες του το πρόβλημα της συκοφαντίας. Κα­κότροποι αιρετικοί, που έκαναν τάχα τον κήρυκα, αλλά στην πραγμα­τι­κότητα ήταν εχθροί του Χριστού, κινούμενοι από αδυσώπητο φθόνο παρα­κολουθούσαν σε ποιες πόλεις κήρυττε ο Απόστολος και πήγαιναν εκεί, ό­ταν πια εκείνος έφευγε απ᾿ αυτές, και τον συκοφαντούσαν. Έλεγαν ότι δεν είναι απόστολος, αλλ’ ένας φιλόδοξος κι απατεώνας γυρολόγος, που προσ­ποι­είται τον απόστολο.

    Καταλαβαίνετε τη λύπη του Αποστόλου, όταν έφταναν τα λόγια αυτά στ’ αυτιά του. Στενοχωριόταν όχι τόσο για τον εαυτό του, όσο για το ότι οι Χριστιανοί κλονίζονταν στην πίστη. Έτσι αναγκαζόταν να γράψει Επι­στο­λές και να εξηγήσει πώς έχει το πράγμα. Με τέτοιες και άλλες αφορ­μές έγραψε και τις δύο προς Κορινθίους Επιστολές.

    Ένα κομμάτι της απολογίας του είναι και η ευρύτερη ενότητα, στην ο­ποία υπάγεται η αποστολική μας περικοπή. Σ’ αυτήν, παρ’ όλο ότι δεν το θέλει, αναγκάζεται να μιλήσει για τον εαυτό του, την καταγωγή του, τους προγόνους του, το επάγγελμά του, τους κόπους του, τους αγώνες του, τους κινδύνους του, τους διωγμούς του και όλα τ’ άλλα παθήματά του.

    Στην αποστολική μας περικοπή μιλάει για μια συγκεκριμένη περι­πέ­τεια, που πέρασε, καθώς και κάποιες αποκαλύψεις. Για μία απ’ αυτές τις αποκαλύψεις δεν είχε μιλήσει ποτέ και σε κανέναν 14 ολόκληρα χρόνια. Κι ούτε είχε σκοπό να μιλήσει. Αλλά τώρα αναγκάζεται να τις φανερώσει, για να ν’ αποδείξει ότι δεν είναι όπως λένε οι συκοφάντες του ένας γυρο­λό­γος, αλλ’ ένας κανονικός απόστολος, όσο και οι άλλοι απόστολοι· ένας α­πό­στολος που έχει άμεση επικοινωνία με τον Κύριο, στον οποίο οφείλονται όλα όσα έχει πετύχει.

    Αρχίζει λοιπόν με μια διαβεβαίωση· «Ο Θεός και πατέρας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, λέει, που ζει μέσα στη δόξα αιωνίως, γνωρίζει ότι δεν λέω ψέματα». Έχει δηλαδή ο Απόστολος πλήρη συναίσθηση της παρουσίας του Θεού την ώρα που γράφει την Επιστολή. Και δίνει τη διαβεβαίωση, για να διασκορπίσει κάθε αμφιβολία που υπέβοσκε στις σκέψεις των ανα­γνωστών του.

    Στη Δαμασκό, την πρωτεύουσα της Συρίας, όπου είχε πάει σα διώκτης των Χριστιανών, ξαφνικά, προς κατάπληξη όλων, βρέθηκε κήρυκας του Χρι­στού. Πήγαινε κάθε Σάββατο στη συναγωγή και μιλούσε στους Ιου­δαί­ους, ότι ο Ιησούς είναι ο Γιος του Θεού. Κι όλοι απορούσαν και έλεγαν· δεν είναι αυτός που στην Ιερουσαλήμ καταδίωκε και συλλάμβανε όσους επικαλούνταν πίστη στο όνομα του Χριστού; Κι εδώ στη Δαμασκό δεν ήρ­θε για τον ίδιο σκοπό, να πιάσει τους Χριστιανούς και να τους οδηγήσει στους αρχιερείς δεμένους;  Πώς εμείς τον βλέπουμε τώρα να κηρύττει Χριστό;  Είναι αληθινή η μεταστροφή του; Και πότε και πώς έγινε αυτή; Και μάθαιναν όλοι ο ένας με τον άλλο το όραμα της μεταστροφής του.

    Στο μεταξύ η θαυμαστή μεταστροφή του Παύλου και το δυνατό κή­ρυγ­μά του είχαν μεγάλη απήχηση στις ψυχές των ανθρώπων, πράγμα που αν­η­σύχησε τους εχθρούς του. Κατέφυγαν λοιπόν τότε αυτοί στο διοικητή της πόλεως, που ήταν αντιπρόσωπος του βασιλιά Αρέτα, και κατάφεραν να τον πείσουν να βάλει φρουρά στις πύλες της Δαμασκού, για να τον συλ­λά­βουν και να τον θανατώσουν. Προφανώς τον παρουσίασαν ως επικίνδυνο για την ειρήνη και την τάξη της Δαμασκού.

    Αλλ’ ο Θεός είχε άλλο πρόγραμμα για τον Παύλο. Τον ειδοποίησε λοι­πόν, άγνωστο πώς, για την ενέδρα, και οι Χριστιανοί που τον προστά­τευ­αν, βρήκαν τρόπο να τον φυγαδεύσουν. Τον έβαλαν μέσα σ’ ένα χοντρό ψά­θινο καλάθι με στέρεη βάση από κάτω, σε μια σαργάνη, όπως το έλε­γαν, και από ένα παράθυρο του τείχους τον κατέβασαν με σχοινιά, κι έτσι ξέφυγε από τα χέρια τους. Ας σημειωθεί ότι τις περισσότερες λεπτομέ­ρει­ες γι’ αυτήν την πρώτη δοκιμασία τις μαθαίνουμε από τις Πράξεις των Α­πο­στόλων, διότι ο απόστολος εδώ λέει πολύ λίγα.

    Στην συνέχεια ο Απόστολος ανακοινώνει μια αποκάλυψη, ένα όραμά του, που είναι μια πρωτάκουστη και μεγαλειώδης ιστορία, που τον αξίωσε ο Θεός να βιώσει. Επειδή όμως πρέπει να μιλήσει για το πρόσωπό του και αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ταπεινοφροσύνη του, την εξιστορεί με χί­λιες προφυλάξεις και σε τρίτο πρόσωπο, σα να συνέβη δηλαδή σε άλλον, κι όχι σ’ αυτόν τον ίδιο.  Ο καθένας που τη διαβάζει όμως καταλαβαίνει περί τίνος πρόκειται. Την εξιστορεί όσο γινόταν πιο απρόσωπα και ταπεινά, για να μην πουν οι άσπονδοι «φίλοι» του, αυτοί που ζητούσαν αφορμές, ότι περιαυτολογεί.

    Ξέρω, λέει, έναν άνθρωπο, που πριν από 14 χρόνια αρπάχτηκε στον τρίτο ουρανό. Δεν ξέρω εκείνη την ώρα αν ήταν με το σώμα ή εκτός του σώματός του· αυτό το ξέρει ο Θεός. Και ο άνθρωπος αυτός, όπως ήταν, μέ­σα ή έξω από το σώμα του, δεν το ξέρω, ο Θεός το ξέρει, ξέρω ότι αρπά­χθηκε στον παράδεισο. Και άκουσε εκεί λόγια, που άνθρωπος δεν μπορεί να τα πει. Γι’ αυτόν τον άνθρωπο καυχώμαι, αλλά για τον εαυτό μου δεν καυχώμαι, παρά μόνο για τις αδυναμίες μου. Κι αν θελήσω βέβαια να καυχηθώ για τον εαυτό μου, για τους κόπους μου δηλαδή και το έργο μου, δεν θα μιλήσω ανόητα φανταστικά και απερίσκεπτα, αλλά θα πω την αλή­θεια. Μιλάω όμως γι’ αυτά, με αυτοσυγκράτηση και φειδώ, για να μη φαν­τα­στεί κανένας για μένα παραπάνω από ό,τι βλέπει ή ακούει.

    Και για να μη με κυριεύσει η έπαρση, λόγω των υπερβολικών αποκα­λύψεων που αξιώθηκα να δω, μου δόθηκε κατά παραχώρηση Θεού ένας άνθρωπος αντιρρησίας και επαναστάτης, που αντιστρατεύεται συνεχώς στο έργο μου. Απ’ αυτόν τον άνθρωπο, το σκόλοπα, όπως τον λέω, δεν μπορώ ν’ απαλλαγώ. Αυτόν τον άνθρωπο δηλαδή τον αισθάνομαι σαν ένα σκληρό μυτερό ξύλο, σουβλί, να με τρυπάει το σώμα μου. Μου δόθηκε, για να μου δίνει ταπεινωτικές σβερκιές, ώστε να μην υπερηφανεύομαι.

    Γι’ αυτόν τον αντάρτη άνθρωπο, που με βασανίζει, τρεις φορές παρα­κά­λεσα τον Κύριο ν’ απομακρυνθεί από κοντά μου, αλλ’ ο Κύριος μου εί­πε· Σου φτάνει η χάρη μου. Διότι η δύναμή μου τότε φαίνεται πιο τέλεια, όταν ο άνθρωπος, ενώ είναι αδύναμος, πετυχαίνει μεγάλα με τη δική μου δύναμη. Με μεγάλη μου ευχαρίστηση θα καυχηθώ λοιπόν περισσότερο για τις αδυναμίες μου, για να εγκατασταθεί μέσα μου η δύναμη του Χριστού, και μέσω εμού του αδύναμου να δοξάζεται ο Χριστός.

    Πολλά σχόλια θα μπορούσαν να γίνουν, αλλά, για να μη μακρύνουμε το λόγο, τ’ αφήνουμε στον αναγνώστη. Υπογραμμίζουμε μόνο ότι ο Θεός τον ταπεινόφρονα Παύλο τον ύψωσε μέχρι τους ουρανούς. Έτσι επιβε­βαι­ώ­νεται ο λόγος του Κυρίου ότι ο Θεός στους υπερήφανους πάει κόντρα, ενώ στους ταπεινούς δίνει τη χάρη του.

 

Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης, αρχιμανδρίτης