ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν ᾿Απόστολος 3ης κυριακῆς νηστειῶν [2016]

PostHeaderIcon ᾿Απόστολος 3ης κυριακῆς νηστειῶν [2016]

 

Ὁ αἰώνιος ἀρχιερεύς

 

Κυρ. Γ΄ Νηστειῶν (Ἑβ 4,14-16· 5,1-6)

 

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἐκτὸς ἀπὸ διδάσκαλος καὶ βασιλεὺς εἶ­ναι καὶ ἀρχιερεύς, ὄχι ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἀλλὰ ὁ μοναδικὸς ὁ ἀπόλυ­τος ὁ αἰώνιος. Σὰν διδάσκαλος ἀποκάλυψε τὴν ἀλήθεια στὸν κόσμο. Σὰν βασιλεὺς βασιλεύει στὴ βασιλεία του τὴ στρατευομένη καὶ τὴ θριαμβεύου­σα. Καὶ σὰν ἀρχιερεὺς πρόσφερε τὴν ἱλαστήρια θυσία του ἐπάνω στὸ σταυρὸ μιὰ γιὰ πάντα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ θέλουν ζωὴ αἰώνια.

Καθὼς διανύουμε ἐκκλησιαστικὴ περίοδο ἑορταζομένων γεγονότων ποὺ θὰ κορυφωθοῦν στὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, κατὰ τὴν ὁποία θύτης (= ἀρχιερεὺς) καὶ θῦμα (= ἀμνὸς ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου) θὰ εἶναι ὁ ἴδιος, τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούστηκε τὸ πρωῒ σήμερα Γ΄ Κυριακὴ τῶν νηστειῶν, ἔχοντας ὡς θέμα τὴν τέλεια ἀρχιε­ρωσύνη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ προβάλλεται σὲ σύγκρισι μὲ τὴν ἀρχιερωσύνη τῆς θρησκείας τῶν Ἰουδαίων, ἔρχεται καὶ «δένει» θαυμάσια στὸ ὅλο ἑορ­ταστικὸ καὶ λατρευτικὸ κλῖμα τῆς μεγάλης τεσσαρακοστῆς. Μὲ μία λέξι ἀναδεικνύει τὸν μεγάλο ἀρχιερέα.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς μέ­χρι τὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα ἔχει ἀποδείξει ἤδη τὴν ἀνωτερότητα τοῦ Ἰη­σοῦ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους (1,4-14) καὶ ἀπὸ τὸν προφήτη Μωϋσῆ (3,1-6), λέ­γοντας ὅτι ὁ μὲν Ἰησοῦς εἶναι ὁ προαιώνιος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ οἱ ἄγγελοι εἶναι λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα, καὶ ὅτι ὁ μὲν Ἰησοῦς εἶναι ὁ κατασκευαστὴς τοῦ οἴκου Ἰσραήλ, δηλαδὴ τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὁ δὲ Μωϋσῆς ἁπλῶς ἕνας πιστὸς θεράπων, ἕνας ὑπηρέτης, ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς Ἰσραηλῖτες, ποὺ κλήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ὑπηρετήσῃ τὸ λαό του σὲ μιὰ δύσκολη περίοδο τῆς ἱστορίας του. Ἡ ὑπεροχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἔναντι τῶν ἀγγέλων καὶ τοῦ Μωϋσέως εἶναι ἀσύγκριτη. Ἐδῶ, στὸ ἀνά­γνωσμά μας, θ᾿ ἀποδείξῃ ὁ Παῦλος ὅτι εἶναι ὁ μεγάλος καὶ μοναδικὸς ἀρ­χιερεύς. Ἂς δοῦμε.

Σᾶς διαβεβαιώνω, λέει ὁ Παῦλος, ὅτι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ἔχουμε μεγά­λο ἀρχιερέα, τὸν Ἰησοῦ, τὸ Γιὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀρχιερεύς μας μετὰ τὴν ἀνά­στασι καὶ τὴν ἀνάληψί του, ἀνεβαίνοντας πρὸς τὰ πάνω, ἔχει περάσει τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔχει μπῆ στὴν αἰωνία κατάπαυσι, ὅπου μᾶς περιμένει. Ἂς τὸν ὁμολογοῦμε λοιπὸν μὲ θάρρος καὶ σταθερότητα ὡς σωτῆρα μας πάν­τοτε, ἰδιαιτέρως δὲ τώρα στὶς δύσκολες ἡμέρες τῆς ζωῆς μας, λόγῳ τοῦ δι­ωγμοῦ ποὺ ἔχει ξεσπάσει ἐναντίον μας. Διότι δὲν ἔχουμε ἀρχιερέα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ δείξῃ συμπάθεια στὶς ἀδυναμίες μας, ἀλλὰ ἔχουμε ἀρχιερέα ποὺ ὡς ἄνθρωπος ἔχει δοκιμάσει πειρασμοὺς περίπου σὲ ὅλα, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχῃ ἁμαρτήσει (14-15).

Μὲ λίγα λόγια ὁ Παῦλος λέει πολλά. Ποιός ποτὲ ἀρχιερεὺς ἔχει ἀνα­στηθῆ καὶ ποιός ἔχει περάσει τοὺς οὐρανούς; Κανένας καὶ ποτέ. Οὔτε ἀνα­στήθηκε κανεὶς οὔτε πέρασε τοὺς οὐρανούς. Αὐτὸ συνέβη μόνο μὲ τὸν ἀνα­στημένο Ἰησοῦ Χριστό. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ὑπῆρξαν θνητοὶ καὶ περιμένουν τὴν κοινὴ ἀνάστασι, γιὰ νὰ κριθοῦν καὶ αὐτοὶ ὡς ἁπλοῖ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ Χρι­στό. Ἄρα ὁ δικός μας ἀρχιερεὺς δὲν εἶναι ἁπλῶς μεγάλος, ἀλλὰ ὁ μοναδι­κός, ὁ παντοδύναμος, ὁ κατασκευαστὴς τῶν οὐρανῶν καὶ τῆς μετὰ τοὺς οὐρανοὺς θείας καταστάσεως. Εἶναι ὁ αἰώνιος Γιὸς τοῦ Θεοῦ.

Ἡ μοναδικότητά του σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ ὅτι μᾶς περιμένει στὴν αἰω­νία κατάπαυσι, λέει ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος, δείχνει μεγαλύτερη φροντίδα γιὰ ἐμᾶς, θεωρώντας μας οἰκείους του καὶ μὴ θέλοντας νὰ χάσουμε τὰ ἀγαθὰ τῆς αἰωνίου καταπαύσεως (Ἑρμηνεία στὴν Πρὸς Ἑβρ. 7,2 PG 63,63). Αὐτὰ ὁ Χρυσόστομος.

Ἐξ ἄλλου ἐρωτᾶται· Ποιόν ποτὲ ἀρχιερέα καλούμαστε νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ ὁμολογοῦμε; Κανέναν καὶ ποτέ, διότι ὅλοι ὑπῆρξαν ἁμαρτωλοὶ ὡς κοινοὶ θνητοί, ποὺ ἀσκοῦσαν τὸ ἀξίωμα κατ᾿ ἀνάθεσι γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ καὶ τὶς δικές τους. Μόνο ὁ Ἰησοῦς ὡς ἀρχιερεὺς ὑπῆρξε ἀναμάρτητος καὶ πρόσφερε θυσία τὸν ἑαυτό του μιὰ γιὰ πάντα μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ αἰῶνος, ὑπὲρ τοῦ λαοῦ, νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ αὐτὸν καλούμαστε ἀπὸ τὸν Παῦλο νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ ὁμολογοῦμε.

Τί σημαίνει νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ ὁμολογοῦμε, ἢ μᾶλλον, ὅπως τὸ λέει, «νὰ κρατοῦμε τὴν ὁμολογία»; ῥωτάει πάλι ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος, καὶ ἀπαντᾷ (Ἑρμηνεία στὴν Πρὸς Ἑβρ. 7,2 PG 63,63)· Σημαίνει νὰ ὁμολογοῦμε ὅτι ὑπάρχει ἀνάστασι νεκρῶν, ἀνταπόδοσι τῶν πράξεών μας. Σημαίνει ἀκόμη νὰ πιστεύουμε ὅτι μᾶς περιμένουν μύρια ἀγαθά, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός, ὅτι ἡ πίστι μας εἶναι ὀρθή, αὐτὰ ἂς ὁμολογοῦμε, αὐτὰ ἂς κατέχουμε.

Βέβαια συχνὰ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὶς μικροψυχίες, τὴν ὀλιγοπιστία τὰ διλήμματα καὶ τὰ προσωπικά τους, ποὺ τοὺς καθιστοῦν διστακτικοὺς καὶ ἐνόχους ἀπέναντι στὸ μεγάλο ἀρχιερέα Ἰησοῦ. Νομίζουν ἴσως ὅτι, ὄντας ἐκεῖνος στοὺς οὐρανούς, εἶναι ἀπόμακρος καὶ δὲν ἀσχολεῖται μαζί τους, δηλαδὴ δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὶς ἑκούσιες καὶ ἀκούσιες ἁμαρτίες τους, καθὼς καὶ μὲ τὰ ἄλλα πάθη τους. Ὄχι, θὰ μᾶς πῇ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Εἶναι λάθος ἡ ἀντίληψι αὐτή. Δὲν πρέπει νὰ μᾶς περνάῃ τέτοιος λογισμός, ὅτι θὰ μᾶς ἀντιπαθήσῃ καὶ θ᾿ ἀδιαφορήσῃ γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά μας· διότι ὁ ἀρχιε­ρεύς μας, ἐπεξηγεῖ ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος, δὲν εἶναι ὅπως κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς, ποὺ δὲν γνωρίζουν αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται σὲ θλίψεις καὶ δοκιμασίες, οὔτε ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ οὔτε κἂν γνώρισαν ποτὲ στὴ ζωή τους ὅτι ὑπάρχουν θλίψεις. Διότι δὲν ἔπαθαν γιὰ νὰ μάθουν.

(Παρένθεσι· ῾Ρώτησε κάποιος γνωστό του μητροπολίτη· Πῶς περνᾶτε, σεβασμιώτατε; Ἀπάντησι: Δεσπότης εἶμαι, παιδί μου, νὰ μὴν περνάω καλά;).

Ἐπανέρχομαι στὸ Χρυσόστομο· Ὁ ἀρχιερεύς, λέει, ποὺ δὲν ἔχει πεῖρα ἀπὸ θλίψεις καὶ δοκιμασίες, δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβῃ αὐτὸν ποὺ βρίσκεται σὲ θλίψεις καὶ δοκιμασίες. Ἀλλὰ ὁ δικός μας ἀρχιερεὺς ὑπέστη τὰ πάνδει­να. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πρῶτα ἔπαθε καὶ ὕστερα ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ μᾶς βλέπῃ μὲ συμπάθεια (Ἑρμηνεία στὴν Πρὸς Ἑβρ. 7,2 PG 63,63). Ὁ δικός μας ἀρχιερεὺς δὲν εἶναι κανένας μικρόψυχος, σὰν κι ἐμᾶς, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συμπαθήσῃ τὶς ἀδυναμίες μας. Ἀντιθέτως, μᾶς πληροφορεῖ ὁ Παῦλος·

Σὰν ἄνθρωπος κι αὐτός, ὁ Ἰησοῦς, ὅμοιος μ᾿ ἐμᾶς σὲ ὅλα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἔχοντας ὑποστῆ ὅλων τῶν εἰδῶν τοὺς πειρασμούς, μᾶς συμ­παθεῖ. Κι ἀφοῦ συμπαθεῖ τὶς ἀδυναμίες μας, ἂς μὴ διστάζουμε λοιπόν. Ἂς πλησιάζουμε μὲ θάρρος τὸ θρόνο του, ποὺ εἶναι θρόνος χάριτος, γιὰ νὰ λάβουμε ἔλεος καὶ νὰ βροῦμε χάρι, δῶρα μεγάλα καὶ μοναδικά, ποὺ θὰ μᾶς στηρίξουν καταλλήλως στὴ δύσκολη ὥρα τοῦ πειρασμοῦ (15-16).

Ἀλήθεια, ποιούς πειρασμοὺς πέρασε ὁ Χριστός, ὥστε νὰ τὸν ὀνομάζῃ ὁ Παῦλος πεπειρασμένον; Πέρασε πολλοὺς πειρασμοὺς ὁ Χριστὸς τόσο ἀπὸ τὸ διάβολο, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του. Πέρασε πειρασμοὺς καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς μαθητάς του. Ἀναφέρω μερικούς.

Πειράστηκε ἀπὸ τὸν πειράζοντα στὴν ἔρημο, ὅταν τοῦ ζήτησε πρῶτον νὰ κάνῃ τὶς πέτρες ψωμιά, δεύτερον νὰ ῥίξῃ τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ πτερυγίου, καὶ τρίτον νὰ πέσῃ νὰ τὸν προσκυνήσῃ. Ἀλλὰ καὶ στὶς τρεῖς προκλήσεις ὁ Κύ­ριος ἀντέταξε ἀπαντήσεις ἀποστομωτικές, ὡς ἄνθρωπος, ὄχι σὰν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἀπαντήσεις ποὺ τὶς ἄντλησε μέσα ἀπὸ τὸν παντοδύναμο λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸν ἀπομάκρυνε (Μθ 4,1-11).

Οἱ τρέφοντες ἐχθρικὲς διαθέσεις ἐναντίον του ἀρχιερεῖς γραμματεῖς φαρισαῖοι Σαδδουκαῖοι, τοῦ ἀντέλεγαν συνεχῶς, τὸν περιφρονοῦσαν, τὸν εἰρωνεύονταν, τὸν ἀμφισβητοῦσαν, τὸν κατασκόπευαν, τὸν συκοφάντησαν, τὸν ἐξύβρισαν, ἀποφάσιζαν τὸ θάνατό του, τὸν μίσησαν, τὸν ῥάπισαν, τὸν περιέπαιξαν, τὸν σταύρωσαν. Οἱ συγχωριανοί του Ναζωραῖοι τὸν καταδίω­ξαν καὶ θέλησαν νὰ τὸν ῥίξουν στὸ γκρεμὸ τῆς λίμνης (Λκ 4,29-30).

Πειράστηκε ἐπίσης ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὅταν ἄλλα τοὺς ἔλεγε καὶ ἄλλα καταλάβαιναν. Τὸ μυαλό τους συχνὰ ἦταν στὰ γήινα καί, μὴ μπορών­τας νὰ τὸν παρακολουθήσουν σὲ ὅλα, τοῦ προξενοῦσαν λύπη. Τοὺς εἶπε λ.χ. νὰ προσέχουν ἀπὸ τὴ ζύμη τῶν φαρισαίων, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ μίασμα τῶν φαρισαίων, ἀλλὰ τὸ μυαλό τους πῆγε στὰ ψωμιά, ὅτι δὲν ἀγόρασαν ψωμιὰ γιὰ τὴν ὁδοιπορία τους (Μθ 16,11-12). Τοὺς προειδοποιοῦσε ὅτι πρόκειται νὰ σταυρωθῇ, καὶ ὁ Πέτρος τὸν «συμβούλευε»· Μὴ τυχὸν καὶ θελήσῃς νὰ σοῦ συμβῇ τέτοιο πρᾶγμα (Μθ 16,23). Καὶ ὁ Χριστὸς τὸν ὠνόμασε σατανᾶ (= ἀντιρρησία) καὶ τοῦ εἶπε ὅτι δὲν φρονεῖ τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀν­θρώπων. Σήμερα τὸ ἀκούσαμε αὐτὸ τὸ πρωῒ στὴ λειτουργία. Οἱ ἀδελφοὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης, δύο ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἀγαπημένους μαθητάς του, μαζὶ μὲ τὴ μητέρα τους, ἐνῷ ὁ Χριστὸς κατάπικρος καὶ ἐναγώνιος βάδιζε πρὸς τὸ σταυρό, τοῦ ζητοῦσαν τιμητικὲς διακρίσεις καὶ ἀξιώματα· κι ἐκεῖ­νος τοὺς εἶπε· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε (Μθ 20,20-23). Τοὺς μίλησε σαφέ­στατα γιὰ τοὺς φαρισαίους ὅτι εἶναι τυφλοὶ ὁδηγοὶ καὶ θὰ πέσουν στὸ λάκκο καὶ οἱ ἴδιοι καὶ οἱ ὁδηγούμενοι ἀπ᾿ αὐτούς, ἀλλὰ οἱ μαθηταί του δὲν κατάλαβαν τί ἐννοοῦσε, καὶ ὁ Πέτρος τοῦ ζητοῦσε ἐξήγησι. Ὁ Κύριος τότε ὠνόμασε τοὺς μαθητάς του ἀσύνετους (Μθ 15,16). Τοὺς εἶπε ὅτι, ὅταν θὰ τὸν πιάσουν, θὰ τὸν ἐγκαταλείψουν ὅλοι, καὶ ὁ Πέτρος, ἐνῷ καυχόταν ὅτι δὲν θὰ τὸν ἐγκαταλείψῃ, κι ἂν ἀκόμη χρειαστῇ νὰ πεθάνῃ γι᾿ αὐτόν, τελικὰ τὸν ἀρνήθηκε, ὅπως τὸν προειδοποίησε ὁ Χριστός, καὶ οἱ ἄλλοι διασκορπί­στηκαν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα (Μρ 14,26-31). Τοὺς εἶπε στὴ Γεθσημανῆ ν᾿ ἀγρυπνοῦν καὶ νὰ προσεύχωνται γιὰ νὰ μὴν μποῦν σὲ πειρα­σμό, καὶ αὐτοὶ δὲν μπόρεσαν νὰ νικήσουν τὴ νάρκη τοῦ ὕπνου, καὶ κοι­μοῦνταν, ἐνῷ ὁ ἱδρώτας τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὴν ἀγωνία ἔπηζε καὶ γινόταν ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος (Μθ 26,36-46· Λκ 22,44). Τοὺς εἶπε ὅτι μετὰ τρεῖς ἡμέ­ρες θ᾿ ἀναστηθῇ, καὶ δὲν τὸν πίστεψαν, οὔτε πῆγαν στὴ Γαλιλαία ὅπου τοὺς ὥρισε συνάντησι στὸ ὄρος (Μρ 16,7). Ἰδοὺ οἱ πειρασμοὶ τοῦ Χριστοῦ!

Καὶ λέει ὁ Παῦλος· Ἐπειδὴ ἔχει ὑποστῆ τέτοιους πειρασμούς, γνωρίζει ἀπὸ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, γι᾿ αὐτὸ μᾶς συμπαθεῖ καὶ μᾶς βλέπει μὲ ἐπι­είκεια. Καὶ νωρίτερα εἶπε· Ἐπειδὴ αὐτὸς πειράστηκε καὶ ἔπαθε, γι᾿ αὐτὸ μπορεῖ νὰ βοηθήσῃ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται σὲ πειρασμούς (2,18). Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἄλλοτε διαβεβαίωσε ὅτι, ἀκόμη καὶ ὅταν θὰ κρίνῃ τὸν κόσμο θὰ εἶναι ἐπιεικής, ὅτι υἱὸς ἀνθρώπου ἐστί (Ἰω 5,27).

Ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος, ὅπως εἶπε προηγουμένως ὁ Παῦλος, ἤξερε ἀπὸ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, διότι καὶ ὁ ἴδιος εἶχε σῶμα παρόμοιο. Παρό­μοιο, «παραπλήσιο», ὄχι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο. Γιατί; Διότι τὸ σῶμα του ἦταν ὅμοιο μὲ τὸ σῶμα τῶν ἀνθρώπων ὡς πρὸς τὴ φύσι, ἀλλ᾿ ὡς πρὸς τὴν ἁμαρ­τία δὲν ἦταν ἴδιο, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἁμαρτίες. Τὸ σῶμα του τὸ ἔλαβε, ὄχι ἀπὸ ἄνδρα, ὅπως τὸ λαμβάνουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ «ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου», ὅπως ἱστορεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς (1,35) καὶ ὅπως ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως (ἄρθρο 3). Ὁ Αὐγουστῖνος Ἱππῶνος εἶπε γιὰ τὸ Χριστό· non posse peccare = δὲν μπορεῖ νὰ ἁμαρτήσῃ, λόγῳ τῆς θεότητος (Ἀνδρούτσου Χ. Δογματική, Ἀθῆναι 1907, σελ. 185).

Ὁ Χριστὸς εἶχε μόνο ἀδιάβλητα καὶ ἀκατηγόρητα πάθη, ὅπως τὰ ὠνό­μασαν ἀρχαῖοι σχολιασταί. Πεινοῦσε, διψοῦσε, κουραζόταν, κοιμόταν, ἔ­κλαιγε, καὶ ἤξερε ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τέτοιες ἀδυναμίες, ἀλλὰ καὶ ἄλλες πιὸ μεγάλες ἀδυναμίες, κληρονομημένες ἀπὸ τοὺς προπάτορες Ἀ­δὰμ καὶ Εὔα, καθὼς καὶ ἐπίκτητες καὶ ἑκούσιες λόγῳ τῆς ῥοπῆς τους πρὸς τὸ κακὸ καὶ τῆς διεφθαρμένης φύσεώς τους. Καὶ γιὰ ὅλες αὐτές, λέει ὁ Παῦλος, ὁ ἀρχιερεύς μας ἦταν συμπαθὴς πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ὄχι ὅτι ὡς παντογνώστης Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν ἤξερε τὶς ἀδυναμίες τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τονίζει ὅτι τὶς ἤξερε ὡς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἔχουμε πειστήριο ἐμεῖς οἱ ἄν­θρωποι, ὅτι θὰ εἶναι ἐπιεικής.

Νὰ μὴ διστάζουμε λοιπὸν οὔτε ν᾿ ἀμφιβάλλουμε οὔτε νὰ τὸν βλέπουμε ὡς ἀπόμακρο, ἀλλὰ νὰ τὸν θεωροῦμε δικό μας, φίλο μας, συμπαραστάτη μας, δίπλα μας, καὶ νὰ προστρέχουμε μὲ θάρρος καὶ βεβαιότητα στὸ θρόνο του.

Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὡς ἀρχιερεὺς καὶ βασιλεὺς ἔχει θρόνο, ὄχι αὐθαίρετης ἐξουσίας καὶ τιμωρίας, ἀλλὰ χάριτος. Ποιός εἶναι ὁ θρόνος αὐτός; Εἶναι ὁ βασιλικός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Πατέρας τοῦ εἶπε· Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου (Ψα 109,1). Ἀλλὰ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Ἂν ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοί, αὐτὸς δὲ ἀναμάρτη­τος, πῶς μποροῦμε νὰ προσερχώμεθα μὲ θάρρος; Μποροῦμε, διότι εἶναι θρόνος χάριτος καὶ ἐλέους, καὶ ὄχι θρόνος κρίσεως τώρα. Ὁ θρόνος τῆς κρίσεως θὰ εἶναι διαφορετικὸς ἀργότερα.

Ὁ ἀκένωτος Χρυσόστομος, ὁ ὀξυδερκέστερος ἑρμηνευτὴς τῶν Γραφῶν, κάνει μιὰ ἀναγκαία διάκρισι. Ἂν προσέλθῃς τώρα, θὰ λάβῃς καὶ χάρι καὶ ἔλεος, διότι προσέρχεσαι ἐγκαίρως. Ἂν προσέλθῃς τότε, δὲν θὰ λάβῃς. Διότι θὰ εἶσαι ἐκπρόθεσμος. Τότε δὲν θὰ ὑπάρχῃ θρόνος χάριτος. Θρόνος χάριτος ὑπάρχει τώρα, ὅσο ὁ βασιλεὺς καὶ ἀρχιερεὺς Χριστὸς κάθεται στὸ θρόνο τῆς χάριτος. Ὅταν ὅμως ἔρθῃ ἡ συντέλεια, τότε σηκώνεται ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς χάριτος καὶ κάθεται στὸ θρόνο τῆς κρίσεως. Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν (Ψα 81,8), θὰ τοῦ πῇ ὁ Πατέρας (Ἑρμ. Εἰς τὴν πρὸς Ἑβρ., 7,2 PG 63,64).

Ὁ πρόεδρος τῆς δημοκρατίας κάποια ἡμέρα τοῦ ἔτους μπορεῖ νὰ κάνῃ χάρι σὲ καταδίκους φυλακισμένους, ἀλλ᾿ ὁ Χριστὸς κάνει χάρι πάντοτε, σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ θὰ προσέλθουν νὰ τοῦ τὴ ζητήσουν. Καὶ τί χάρι; Μᾶς συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες, μᾶς λούζει μὲ τὸ ἔλεός του, μᾶς πλουτίζει μὲ τὴ χάρι του. Μὲ τὴ βάπτισι, τὴ μετάνοια καὶ τὸ αἷμα του μᾶς καθαρίζει ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας (Α΄ Ἰω 2,1-2). Δίνει δὲ τὴ χάρι του περισσότερη ἢ λιγώτε­ρη ἀνάλογα μὲ τὴ δεκτικότητά μας ὡς πλοῦτο πνευματικό, ποὺ θὰ κατερ­γαστῇ, ὄχι μόνο τὸν ἁγιασμό μας, ἀλλὰ καὶ τὴ δόξα τοῦ ἁγίου ὀνόματός του.

Στὴ ζωή μας δὲν ὑπάρχει στιγμὴ ποὺ νὰ μὴν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ Κυρίου. Οὔτε περνάει καμμιὰ ἡμέρα ποὺ νὰ μὴν αἰσθανθοῦμε τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἐλέους του καὶ τῆς χάριτός του. Ἐξ ἄλλου δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ ζητήσῃ στὴν προσευχή του καὶ νὰ μὴ λάβῃ. Πρὸς ὅλους παρέχει ὁ Κύριος ἄμεση τὴ βοήθειά του, ἀρκεῖ ὡς προσευχόμενοι νὰ ξέ­ρουν τί ζητοῦν. Διότι ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ξέρουν τί ζητοῦν, καὶ ἄλλοι ποὺ δὲν τοῦ ζητοῦν ποτὲ τίποτε εἴτε ἀπὸ ἀμέλεια εἴτε ἀπὸ ὀλιγοπι­στία εἴτε ἀπὸ ἐμπλοκή τους στὴν ὕλη καὶ στὶς ἄνομες ἡδονές.

Ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ θρόνος ἐλέους καὶ χάριτος, δικαίως θὰ παραπονού­μασταν γιὰ τὴν καταδίκη μας. Ὅταν ὅμως ὑπάρχῃ θρόνος; ὅταν λυτρωτὴς συμπαθὴς στὶς ἁμαρτίες μας κάθεται σ᾿ αὐτὸν καὶ περιμένῃ; ὅταν μεσιτεύῃ ἀκατάπαυστα στὸν Πατέρα γιὰ μᾶς; πῶς θὰ δικαιολογήσουμε τυχὸν ἀμέλειά μας; Γιατί νὰ ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ἄνθρωποι ποὺ κα­ταδικάζουν οἱ ἴδιοι τὸν ἑαυτό τους, ἐπειδὴ δὲν προσέρχονται ἐγκαίρως στὸ θρόνο τοῦ μεγάλου ἀρχιερέως, ποὺ μπορεῖ καὶ θέλει νὰ σῴζῃ πέρα γιὰ πέ­ρα τοὺς προσερχομένους στὸ Θεό, καὶ ζῇ γιὰ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ μεσι­τεύῃ γι᾿ αὐτούς (7,25);

Πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ γράφει ὁ Παῦλος, γιὰ νὰ παρη­γορήσῃ τοὺς συμπατριῶτες του Ἑβραίους Χριστιανούς, ποὺ ἔγιναν θύματα ἑνὸς ἀγρίου διωγμοῦ ποὺ ξέσπασε στὰ Ἰεροσόλυμα μετὰ τὸ λιθοβολισμὸ τοῦ Στεφάνου ἐναντίον τους, καὶ γιὰ νὰ γλιτώσουν τὴ ζωή τους, ἐγκατέλει­ψαν τὰ σπίτια τους, τὶς δουλειές τους, τὶς περιουσίες τους καὶ ἔφυγαν ἆρον ἆρον σὰν πρόσφυγες στὶς γύρω πόλεις στερούμενοι τῶν πάντων.

Μέσα στὴ βαθιὰ αὐτὴ θλῖψι τους κάποιοι ἀπὸ αὐτούς, ὅπως πληροφο­ρήθηκε ὁ Παῦλος, λύγισαν, καὶ σκέφτονταν ν᾿ ἀρνηθοῦν τὴν πίστι στὸ Χρι­στὸ καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὸν ἰουδαϊσμό. Τότε ὁ Παῦλος, γιὰ νὰ προλάβῃ μιὰ τέτοια ὀλέθρια παλινδρόμησι, τοὺς γράφει τὴν πρὸς αὐτοὺς Ἐπιστολὴ καὶ τοὺς παρηγορεῖ, τονίζοντας τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ ἔναντι τοῦ ἰου­δαϊσμοῦ, ἔναντι τοῦ Νόμου, τοῦ Μωϋσέως, τοῦ ἱερατείου, τῶν θυσιῶν, ποὺ ἦταν τύποι. Ὁ Χριστός, λέει μὲ τὸ στόμα τοῦ Χρυσοστόμου, τοὺς ἀποζημι­ώνει γιὰ ὅλα τὰ παθήματα καὶ τὶς κακουχίες καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ στὴν ἄλλη προπαντός. Μένοντας στὸ Χριστό, δὲν ἔχουν ἕναν προφήτη ἢ ἄγγελο, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸ Θεό· δὲν ἔχουν χοντροειδῆ θρησκεία, ἀλλὰ πίστι· δὲν ἔχουν τὴ λατρεία τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου, ἀλλὰ λογικὴ λατρεία· δὲν ἔχουν διαθήκη παλιά, ἀλλὰ καινούργια· δὲν ἔχουν ἱερωσύνη λευϊτική, ἀλλὰ ἱερωσύνη ἐν Χριστῷ· δὲν ἔχουν ἱλασμὸ σκιώδη, ἀλλὰ ἀληθινό.

Μὲ ὅλα αὐτὰ ὁ Παῦλος ἀποδεικνύει καὶ πείθει. Παράλληλα διενεργεῖ ἐράνους καὶ τοὺς στέλνει βοήθεια. Παρεμπιπτόντως ἀναφέρω ἐδῶ ὅτι οἱ προθυμότερες καὶ οὐσιωδέστερες συνεισφορὲς στοὺς ἐράνους ἦταν ἐκεῖνες τῶν Μακεδόνων Χριστιανῶν (Φιλιππησίων, Θεσσαλονικέων, Βεροιέων, καὶ ἄλλων). Οἱ Μακεδόνες τὸν παρακαλοῦσαν νὰ δεχτῇ καὶ τὴ δική τους συν­εισφορὰ στὸν ἔρανο, παρ᾿ ὅλο ὅτι ἦταν φτωχοί. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Παῦλος τοὺς προβάλλει ὡς παράδειγμα φιλανθρωπίας (Β΄ Κο 8,1-5).

Μὲ τὰ ἐπιχειρήματα αὐτὰ καὶ τὶς ἀνάλογες φιλανθρωπικὲς ἐνέργειές του ὁ Παῦλος πρόλαβε καὶ ἀνέκοψε τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἑβραίων Χριστια­νῶν στὸν ἰουδαϊσμό. Παράλληλα ἔμεινε καὶ σ᾿ ἐμᾶς ἡ Πρὸς Ἑβραίους Ἐπι­στολή του σὰν μιὰ δυνατὴ παρακαταθήκη, ποὺ δὲν διδάσκει ἁπλῶς οὔτε μόνο παρηγορεῖ, ἀλλά, ὅπως τονίστηκε πιὸ πάνω, ἀποδεικνύει καὶ πείθει γιὰ τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτὸν σὲ ὅσους μένουν σταθεροὶ στὴν πίστι τους. Ἡ πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴ εἶναι ἕνα παύλειο ἀποδεικτικὸ διαμάντι.

Αὐτὰ τὰ ἀνεκτίμητα προσφέρει ὁ μεγάλος ἀρχιερεὺς Ἰησοῦς. Ἂς δοῦ­με τώρα τί λέει ὁ Παῦλος στὸ β΄ μέρος τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος γιὰ τοὺς κοινοὺς ἀρχιερεῖς τοῦ ἰουδαϊσμοῦ.

Κάθε τέτοιος ἐπίγειος ἀρχιερεύς, λέει, ἐπιλέγεται ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοῦ ἀνατίθενται οἱ τελετὲς τῆς λατρείας γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι προσφέρει δῶρα καὶ θυσίες, προκειμένου νὰ συγχωρη­θοῦν οἱ ἁμαρτίες. Ὁ κάθε τέτοιος ἀρχιερεύς, ποὺ καὶ αὐτὸς σὰν κοινὸς ἄν­θρωπος ἔχει ἀδυναμίες, ἀντιμετωπίζει μὲ μετριοπάθεια ὅσους σφάλλουν ἀπὸ ἄγνοια ἢ ἀπὸ πλάνη. Κι ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει κι αὐτὸς ἀδυναμίες, προσφέρει δῶρα καὶ θυσίες στὸ Θεὸ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὸ λαό, γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες (5,1-3).

Κάθε ἀρχιερεὺς καὶ ἱερεὺς στὸν Ἰσραὴλ λαμβανόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευΐ, γιὰ τὴν ὁποία εἶπε ὁ Θεὸς στὸ Μωϋσῆ· Λάβε τοὺς Λευΐτες ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλῖτες καὶ ἅγνισέ τους (Ἀρ 8,6). Ἀπὸ τὸν Καάθ, ἕναν ἀπὸ τοὺς τρεῖς γιοὺς τοῦ Λευΐ, προῆλθε ἡ ἀρχιερατικὴ καὶ ἱερατικὴ τάξι στὸν Ἰσραὴλ καὶ ἐπέζησε μέχρι τὸ 70 μ.Χ., ὅταν ἐξωντώθηκε καὶ διαλύθηκε τὸ ἱερατεῖο καὶ ὅλο τὸ ἔθνος ἀπὸ τὸν ῾Ρωμαῖο αὐτοκράτορα Βεσπασιανὸ καὶ τὸ γιό του στρατηγὸ Τίτο. Σήμερα οἱ Ἑβραῖοι δὲν ἔχουν ἱερατεῖο. Οὔτε ξέ­ρουν σὲ ποιά φυλὴ ἀπὸ τὶς δεκατρεῖς ἀνήκουν. Οἱ παρουσιαζόμενοι ὡς ῥαββῖνοι τους δὲν ἔχουν τὴ λευϊτικὴ ἱερωσύνη, οὔτε κἂν ἱερωσύνη ἔχουν.

Νά μερικὰ ὀνόματα μεγάλων ἀρχιερέων στὸν Ἰσραήλ· Ἀαρών, ἀδελφὸς τοῦ Μωϋσέως, Ἐλεάζαρ, γιὸς τοῦ Ἀαρών, Φινεές, γιὸς τοῦ Ἐλεάζαρ, Ἠλί, Ἀβιάθαρ, ἀρχιερεὺς τοῦ Δαυΐδ, Σαδδώκ, ἀρχιερεὺς τοῦ Σολομῶντος ἀπὸ τὴν οἰκογένεια Φινεές. Οἱ Σαδδουκαῖοι ἀρχιερεῖς, ἀπὸ τὸν Σαδδώκ, ἀρχιε­ράτευσαν μέχρι τὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ ἐκφυλισμένοι καὶ ἀγνώριστοι. Οἱ περισσότεροι ἦταν ἄπιστοι καὶ ὑλισταὶ καὶ δὲν πίστευαν στὴ μετὰ θάνατον ζωή. Οἱ ἀρχιερεῖς λ.χ. Ἄννας καὶ Καϊάφας, πεθερὸς καὶ γαμβρός, ποὺ θα­νάτωσαν τὸ Χριστὸ καὶ τὸ Στέφανο, καὶ οἱ γιοί τους καὶ ἔγγονοί τους, ποὺ παραλίγο νὰ θανατώσουν καὶ τὸν Παῦλο μὲ τρεῖς δολοφονικὲς ἀπόπειρες, ἦταν Σαδδουκαῖοι. Ἔμπαιναν μόνοι αὐτοὶ στὰ ἅγια τῶν ἁγίων μία φορὰ τὸ χρόνο γιὰ μιὰ στιγμή.

Ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ὑπῆρχαν δύο τάξεις. Οἱ ἀμέσως μετὰ τὸν ἀρχιερέα, διακρινόμενοι σὲ 24 ἐφημερίες, καὶ οἱ λοιποὶ ἱερεῖς. Οἱ ἱερεῖς τῆς πρώτης τάξεως ἔμπαιναν στὰ ἅγια καὶ οἱ ἱεροπραξίες τους ἦταν πρωῒ καὶ βράδυ νὰ θυμιοῦν, ν᾿ ἀνάβουν τὸ βράδυ καὶ νὰ σβήνουν τὸ πρωῒ τὴν ἑπτάφωτη λυχνία, καὶ ν᾿ ἀλλάζουν κάθε ἑβδομάδα τοὺς 5 ἄρτους τῆς προθέσεως. Τέ­τοιος ἱερεὺς ἦταν καὶ ὁ Ζαχαρίας, ὁ πατέρας τοῦ Ἰωάννου βαπτιστοῦ (Λκ 1,5).

Οἱ λοιποὶ ἱερεῖς ἦταν θῦτες. Θυσίαζαν, ἔσφαζαν, ἔγδερναν, ἔπλυναν τὰ ἱερὰ σφάγια, τὰ τεμάχιζαν, τὰ μοίραζαν, τ᾿ ἀνέβαζαν στὸ θυσιαστήριο σὲ ὕψος ὀρόφου, τὰ ἔκαιγαν, τὰ ἔψηναν, τὰ τηγάνιζαν, τὰ μαγείρευαν, πετοῦ­σαν τοὺς πεπτικοὺς σωλῆνες, τὰ νύχια, καθὼς καὶ τὴ στάχτη τῶν ὁλοκαυ­τωμάτων, φύλαγαν τὰ δέρματα, τὰ κέρατα, καὶ τὰ ξύγγια γιὰ ἀξιοποίησι. Μεγάλες ἐγκαταστάσεις μεταφορᾶς, λουτρῶν, νιπτήρων, καὶ ἀποχετεύσεων μὲ σκάρες καὶ ὑπονόμους καὶ μὲ τεράστιες δεξαμενὲς νεροῦ καὶ μὲ βρύσες ὑπῆρχαν στὴν αὐλὴ τοῦ ναοῦ. Ὑπῆρξε περίπτωσι ποὺ θυσιάστηκαν 22.000 μοσχάρια καὶ περισσότερες χιλιάδες γιδοπρόβατα. Σκληρὴ ἡ δουλειὰ τῶν ἁρμοδίων θυτῶν (Σιαμάκης Κ., Μελέτες, 6,72-75).

Αὐτὲς τὶς θυσίες τῶν ζῴων, λέει ὁ Παῦλος, καὶ τοὺς καρποὺς τῶν ἀγρῶν καὶ τῶν δέντρων, τὶς ἀναίμακτες θυσίες, ὅπως τὶς ἔλεγαν, τὶς πρόσ­φερναν οἱ Ἰουδαῖοι, μέσῳ τῶν ἀρχιερέων, δηλαδὴ τῶν ἀνδρῶν τῆς ἱερα­τικῆς λευϊτικῆς τάξεως, γιὰ τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν, τῶν δικῶν τους καὶ τῶν τοῦ λαοῦ.

Καθὼς ὁ Παῦλος κάνει λόγο γιὰ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τὸ ἔργο τους, μᾶς πληροφορεῖ καὶ σχετικὰ μὲ τὴν ἀνάδειξί τους στὸ ἀξίωμα αὐτό. Λέει·

Τὴν τιμὴ τοῦ ἀρχιερατικοῦ ἀξιώματος δὲν τὴν παίρνει κανεὶς μόνος του, ἀλλὰ καλεῖται ἀπὸ τὸ Θεό, ὅπως καὶ ὁ Ἀαρών. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστός. Μὲ τὸ ὅτι ἔγινε ἀρχιερεὺς δὲν δόξασε αὐτὸς τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ὁ Πατέ­ρας ποὺ τοῦ εἶπε· Εἶσαι ὁ Υἱός μου. Ἐγὼ σήμερα σὲ γέννησα. Καθὼς καὶ ἀλλοῦ τῆς Γραφῆς λέει· Σὺ εἶσαι ἱερεὺς αἰώνιος ὅπως ὁ Μελχισεδέκ (4-6).

Ὁ Θεὸς ἔχρισε ἕναν ἀρχιερέα γιὰ τὸν Ἰσραήλ, τὸν Ἀαρών. Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Ἐλεάζαρ καὶ ὁ Ἰθάμαρ, παιδιὰ τοὺ Ἀαρών, διαδέχτηκαν τὸν πατέρα τους στὸ ἀξίωμα, οἱ ἀρχιερεῖς ἦταν δύο καὶ οἱ οἰκογένειές τους συγγενικές. Στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀρχιερεὺς δὲν ἦταν πιὰ ἰσόβιος οὔτε ἀπόγονος τοῦ Ἀαρών, ὅπως ἀπαιτοῦσε ὁ Νόμος. Οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς, ἄλλοτε ὁ ῾Ρωμαῖ­ος Καῖσαρ καὶ ἄλλοτε ὁ ντόπιος βασιλιᾶς, κατέβαζαν καὶ ἀνέβαζαν τοὺς ἀρχιερεῖς ὅπως ἤθελαν καἰ κάθε λίγο, ἀνάλογα μὲ τὸ τί εἰσέπρατταν. Ἔτσι ὑπῆρχαν πολλοὶ τέως ἀρχιερεῖς. Πολλὲς φορὲς αὐτοὶ οἱ τέως ἦταν συγγενεῖς ἢ ἀδέρφια, κι ἔτσι ἦταν ὅλοι μαζὶ ἕνα κόμμα, ἕνα λόμπυ. Ὅταν σταυρώθηκε ὁ Χριστός, ἀπὸ λίγα χρόνια πρίν, ἦταν ἀρχιερεὺς ὁ Ἄννας. Οἱ ῾Ρωμαῖοι πρὶν λίγα χρόνια κατέβασαν τὸν Ἄννα κι ἔβαλαν μὲ τὴ σειρὰ τοὺς γιούς του, τοὺς ὁποίους κατέβασαν ἐπίσης, καὶ στὸ τέλος ἀνέβασαν τὸν Καϊάφα, γαμβρὸ τοῦ Ἄννα. Γι᾿ αὐτὸ κι ὅταν ἔπιασαν τὸ Χριστό, πρῶτα τὸν πῆγαν στὸν Ἄννα, γιὰ νὰ βγάλῃ τὴν οὐσιαστικὴ ἀπόφασι, κι ἔπειτα, γιὰ τὸν τύπο, τὸν πῆγαν καὶ στὸν Καϊάφα, ποὺ καθόταν στὸ ἴδιο μέγαρο (Σιαμάκης Κ., Ἑρμηνεία στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο (πολυγραφημένα μαθή­ματα κύκλων), κεφ. 26, σελ. 104).

Παλιὰ ἀρρώστια, ἀγαπητοί μου, ν᾿ ἀναδεικνύεται κανεὶς στὸ ἀρχιερα­τικὸ ἀξίωμα δωροδοκώντας τοὺς πολιτικοὺς ἢ ἐκκλησιαστικοὺς παράγον­τες, γινόμενος ἐπιβάτης καὶ παρείσακτος. Καὶ σήμερα ἀρκετοὶ ἀρχιερεῖς ἐξωνοῦνται τὴν ἀρχιερωσύνη μὲ σιμωνιακὸ τρόπο. Ἀκούγεται ὅτι ἡ ταρίφα κυμαίνεται μεταξὺ 350 - 450 χιλιάδων εὐρώ, καὶ μόλις μετρηθοῦν, ἔρχεται ἡ ἐκλογή. Ἂς ὄψονται ὅσοι ἐκλέγονται αὐτόκλητοι, θέτοντας ὡς αὐτοσκο­πὸ τὴν ἀνάδειξί τους σὲ ἐπίσκοπο, πληρώνοντας.

Σημειώνει κάπου ὁ Π. Τρεμπέλας· «Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ κάθε τιμῆς, καὶ ἰδιαιτέρως κάθε πνευματικῆς τιμῆς. Καὶ εἶναι μὲν δυνατὸν νὰ εἰσπηδή­σῃ κάποιος ἄνευ κλήσεως εἰς τὸ ἀξίωμα τοῦτο, ἀλλ᾿ αὐτὸς πλέον δὲν ἠμ­πορεῖ νὰ ὑπολογίζῃ εἰς τὴν συμπαράστασιν καὶ βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, καὶ συνεπῶς εἶναι ἀδύνατον αὐτὸς νὰ μὴ ἀποτύχῃ, ἐπισωρεύοντας εἰς τὸν ἑαυ­τόν του τὴν καταδίκην. Καὶ εἰσακούει μὲν καὶ αὐτὸν ὁ Θεὸς κατὰ τὴν τέλεσιν τῶν ἱερατικῶν του ἔργων, ὄχι ὅμως δι᾿ αὐτόν, ἀλλὰ διὰ τὸν διακο­νούμενον λαόν, ἐπάνω εἰς τὴν ῥάχιν τοῦ ὁποίου αὐτὸς ἔχει ἐπικαθήσει αὐ­τόκλητος ἄρχων» (Ὑπόμνημα εἰς τὴν Πρὸς Ἑβραίους, σελ. 76-77).

Ὁ Ἀαρὼν ποὺ ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Παῦλος εἶναι, ὅπως προεῖπα, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Μωϋσέως. Ἰδοὺ ἡ ἀπὸ Θεοῦ ἐκλογή του. Ὁ Θεὸς εἶπε στὸ Μωϋσῆ· Κά­λεσε μπροστά σου τὸν Ἀαρὼν τὸν ἀδελφόν σου καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ, γιὰ νὰ εἶναι οἱ ἱερεῖς μου. Καὶ ποιήσῃς στολὴν ἁγίαν Ἀαρὼν τῷ ἀδελφῷ σου εἰς τιμὴν καὶ δόξαν… Καὶ λαβὼν τὰς στολὰς ἐνδύσῃς Ἀαρὼν τὸν ἀδελφόν σου καὶ τὸν χιτῶνα τὸν ποδήρη καὶ τὴν ἐπωμίδα καὶ τὸ λογεῖον (Γε 28,1-2· 29,4-5). Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἀαρὼν ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Μωϋσῆ, ὁ λαὸς γόγγυζε. Τότε εἶπε ὁ Θεὸς σὲ κάθε φυλὴ νὰ παραδώσῃ μία ῥάβδο. Τὶς ῥάβδους αὐτὲς τὶς τοποθέτησε ὁ Μωϋσῆς στὸ ἱερό. Τὴν ἄλλη ἡμέρα βλάστησε ἡ ῥάβδος τοῦ Ἀαρών. Ἔδωσε δηλαδὴ ὁ Θεὸς δημοσίως σημάδι ὅτι ἐκλέγει γιὰ τὸ ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης τὸν Ἀαρών. Δὲν τὸν ἐξέλεξε λοιπὸν ὁ ἀδερφός του, ἀλλὰ ὁ Θεός (Ἀρ 17,16-28).

Ὁ Θεὸς καταπαύει τὴ μεμψιμοιρία τοῦ λαοῦ, καὶ καταργεῖ τὴν οἰκογε­νειοκρατία καὶ τὸ νεποτισμό, νὰ τοποθετοῦνται δηλαδὴ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐξουσία συγγενικὰ ἢ φιλικά τους πρόσωπα σὲ ἀνώτερες θέσεις καὶ ὑψηλότερα ἀξιώματα, ὅπως γίνεται σήμερα σὲ εὐρύτατη κλίμακα σὲ κρα­τικὲς βαρύμισθες θέσεις. Ὄχι λιγώτερο συμβαίνει αὐτὸ καὶ στὸν ἐκκλησι­αστικὸ χῶρο μὲ ὑποδείξεις γιὰ διαδοχή, ὥστε ἡ κακοδαιμονία νὰ συνεχίζε­ται καὶ ὁ κλοιὸς ἀπὸ τὸν τράχηλο τοῦ λαοῦ, ἀντὶ νὰ χαλαρώνῃ, νὰ συσφίγ­γεται ἀκόμη περισσότερο, καὶ νὰ μετατρέπεται ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ σὲ φέουδο τῶν ὀλίγων.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστός, λέει ὁ Παῦλος, δὲν εἰσπήδησε στὸ ὑψηλὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιερέως, δὲν ἀνέλαβε τὸ ἔργο τῆς ἀρχιερωσύνης χωρὶς νὰ κληθῇ ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν ἦταν κυνηγὸς τῆς δόξης τῆς προβολῆς καὶ τοῦ πλούτου, ἀλλὰ ταπεινὸς καὶ πρᾷος. Τὸν κάλεσε σ᾿ αὐτὸ ὁ Πατέρας του λέγοντας· Εἶσαι ὁ Υἱός μου. Ἐγὼ σὲ γέννησα σήμερα.

Ἐδῶ πρέπει νὰ διευκρινίσουμε ὅτι καὶ γιὰ τὸ Σολομῶντα εἶπε ὁ Θεὸς «Αὐτὸς θὰ εἶναι παιδί μου, κι ἐγὼ θὰ εἶμαι πατέρας του» (Α΄ Πα 22,10· Β΄ Βα 7,14). Καὶ τὸν Ἰσραὴλ τὸν ὠνόμασε ὁ Θεὸς πολλὲς φορὲς υἱό του (Ἐξ 4,22· Δε 14,1· Ἠσ 1,2· Ἰε 38,9). Οὔτε ὅμως στὸν ἕνα οὔτε στὸν ἄλλον εἶπε τὸ χαρακτηριστικώτατο· Ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε, μὲ τὸ ὁποῖο δη­λώνεται ἡ πραγματικὴ υἱότητα. Ὁ ἐνεστὼς εἶ, (Υἱός μου εἶ σύ) κατὰ τοὺς ἀρχαίους ἑρμηνευτάς, ἀναφέρεται στὴν προαιώνια γέννησι τοῦ Υἱοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ὁ παρακείμενος γεγέννηκά σε δηλώνει τὴν ἐν χρόνῳ σάρκωσι (Καλλίνικος Κ., Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἱερὸν Ψαλτῆρα, Ἀλεξάνδρεια 1929, τ. Α΄ , σελ. 15). Μὲ τὴ φράσι Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε ὁ Θεὸς πανηγυρικῶς ἐκφράζει τὴ στοργή του πρὸς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἀνάδειξί του σὲ ἀρχιερέα καὶ μεσίτη.

Καὶ ἐπειδὴ ὁ Παῦλος, ὅταν μιλάῃ γιὰ τὸ Χριστό, σὲ ὅλες τὶς Ἐπιστολές του, ἀλλὰ κυρίως στὴν πρὸς Ἑβραίους, εἶναι πληθωρικὸς σὲ ὕμνησι τοῦ Χριστοῦ, φέρνει καὶ ἐδῶ δεύτερη μαρτυρία, ὅτι ὁ Θεὸς Πατὴρ ἔχρισε ἀρχι­ερέα τὸ Χριστὸ λέγοντας· Σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχι­σεδέκ. Νά ποιός διορίζει καὶ ἐκλέγῃ τοὺς ἀρχιερεῖς. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἔτσι, ὅπου ἔχει ἐφαρμοστῆ σιμωνιακὸς τρόπος ἐκλογῆς, ἐπισύρεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τοῦ ὑφαρπάζουν τὸ δικαίωμά του νὰ ἐκλέγῃ τοὺς ἀρ­χιερεῖς του. Τὸ Σήμερον γεγεννηκά σε ὁ Παῦλος τὸ δανείστηκε ἀπὸ τὸν δεύτερο Ψαλμό (2,7), ἐνῷ τὸ Σὺ εἶ ἱερεὺς ἀπὸ τὸν ἑκατοστὸ ἔνατο (109,4).

Μελχισεδὲκ σημαίνει βασιλεὺς δικαιοσύνης καὶ ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου. Γιὰ τὸν Μελχισεδὲκ γίνεται λόγος μιὰ φορὰ στὴ Γένεσι ἱστο­ρικῶς (14,18-20), μιὰ φορὰ στοὺς Ψαλμοὺς (109,4) προφητικῶς, διότι προ­λέγεται ὅτι ὁ Μεσσίας θὰ εἶναι ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελ­χισεδέκ, καὶ τρεῖς φορὲς στὴν Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολή, μία ἐδῶ στὸ ἀνάγνωσμά μας (5,6), δεύτερη στὸ (7,10) καὶ τρίτη στὸ (17,21) ἑρμηνευ­τικῶς.

Ὁ Μελχισεδὲκ ἦταν πρόσωπο ποὺ πῆγε καὶ εὐλόγησε τὸν Ἀβραάμ, ὅταν ἐκεῖνος γύριζε νικητὴς τοῦ Χοδολλογόμορ καὶ τῶν συμμάχων του, καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ὡς δῶρο τὸ ἕνα δέκατο ἀπὸ ὅλα τὰ λάφυρα ποὺ συνέλεξε ἐκεῖνος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του.

Πιὸ κάτω ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἑρμηνεύει ἐκτενῶς τὴν προσωπικότητα τοῦ Μελχισεδέκ, ὅτι προτυπώνει τὴν ἱερωσύνη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὰ ἑξῆς σημεῖα· 1) καὶ ὁ Μελχισεδὲκ καὶ ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἱερεῖς· 2) ὁ Μελχισε­δὲκ ἦταν ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, διότι τὸν εὐλόγησε· καὶ 3) Ὁ Μελχι­σεδὲκ ἦταν ἀγενεαλόγητος, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἀναφορὰ στὴν Ἁγία Γραφὴ οὔτε ποιοί ἦταν οἱ πρόγονοί του, οὔτε κατονομάζεται στὸ γενεαλογικὸ πί­νακα τῆς λευϊτικῆς ἱερατικῆς τάξεως τοῦ Ἀαρών, οὔτε ἂν πέθανε ἀναφέρε­ται.

Ὁ αἰώνιος βασιλεὺς Χριστὸς προχειρίζεται συγχρόνως ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀρχιερεὺς αἰώνιος ὡς ἄνθρωπος. Ἔτσι ἀναδεικνύεται ὁ Χριστὸς μεσί­της αἰώνιος μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, δηλαδὴ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων.

Στὸν Ἰουδαϊσμὸ κανένα πρόσωπο δὲν ἔφερε καὶ τὶς δύο ἐξουσίες, ὅπου ἡ βασιλικὴ ἐξουσία ἦταν χωρισμένη παντελῶς ἀπὸ τὴν ἀρχιερατική. Οὔτε ὁ Δαυῒδ οὔτε ὁ Σολομών. Καὶ μολονότι εὐλογοῦν αὐτοὶ οἱ δύο τὸ λαό, ποὺ φαίνεται σὰν ἀρχιερατικὴ εὐλογία, δὲν εἶχαν ποτὲ τὴ συνείδησι ὅτι ἦταν καὶ ἀρχιερεῖς. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἦταν βασι­λεὺς καὶ ἀρχιερεὺς ὑπερέχει τῆς ἀαρωνικῆς καὶ λευϊτικῆς, διότι α) ἔγινε μὲ ὁρκωμοσία, ὡς ἀνώτερη καὶ ὑψηλότερη, β) στηρίζεται στὸ Χριστὸ ποὺ μέ­νει στὸν αἰῶνα καὶ σῴζει παντελῶς, καὶ γ) εἶναι ἱερωσύνη σὰν τοῦ Μελχι­σεδέκ, πρὸς τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ γενάρχης τῶν Ἑβραίων πρόσφερε δεκάτες, ἀναγνωρίζοντας τὴν ὑπεροχὴ καὶ τὴν παγκόσμια διάστασί της (Καλλίνικος Κ., Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἱερὸν Ψαλτῆρα, τ. Β΄, Ψα 109,4, σελ. 237).

Δὲν πρέπει νὰ παραλείψουμε, μιὰ καὶ τὸ ἔφερε ὁ λόγος, ὅτι τὶς δύο ἐξουσίες μαζί, τὴν κοσμικὴ καὶ τὴν ἐκκλησιαστική, τὴν ἄσκησε καὶ τὴν ἀσκεῖ μόνο ὁ καὶ κατὰ τοῦτο διεστραμμένος παπισμός. Στὸ μεσαίωνα ὁ παπισμὸς εἶχε πανικοβάλει ὅλους τοὺς αὐτοκράτορες τῆς Εὐρώπης μὲ τὴν πανίσχυρη κοσμικὴ ἐξουσία καὶ τὶς αὐθαιρεσίες του καὶ τοὺς ταπείνωνε βάζοντάς τους στὴν εἰδικὴ τελετή, τὴν τελετὴ τῆς λεγομένης περιβολῆς, νὰ τὸν προσκυνοῦν καὶ νὰ δηλώνουν ὑποταγή (Στεφανίδης Β., Ἐκκλ. ἱστ., σελ. 484-493· 568). Ἀργότερα οἱ αὐτοκράτορες τῶν κρατῶν τῆς Εὐρώπης ἀπέβαλαν τὸ φόβο τοῦ πάπα, τοῦ ἀφῄρεσαν τὴν ἐξουσία, καὶ γιὰ τὴν τιμὴ τῶν ὅπλων τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ ἐξουσιάζῃ στὸ ἀστικὸ τετράγωνο τοῦ Βατικανοῦ.

Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ αἰώνιος ἀρχιερεὺς τῆς ἐκκλησίας μὲ τὴν ἔννοια ὅτι καὶ τώρα καὶ πάντοτε διατηρεῖ τὸ ἀναστημένο σῶμα, τὸ ὁποῖο πρόσφερε ὑπὲρ ἡμῶν στὸ σταυρό, καὶ τώρα συνεχίζει νὰ προσεύχεται ἀλαλήτως καὶ νὰ μεσιτεύῃ ἀκαταπαύστως στὸν Πατέρα ὑπὲρ ἡμῶν, παρέχοντάς μας με­γάλη παρηγορία καὶ ἀσφάλεια γιὰ τὴ λύτρωσί μας.

Μήνυμα·

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι ἐλεύθερα μποροῦμε νὰ προσερχόμαστε στὸ Χριστὸ ποὺ κάθεται στὸ θρόνο του, γιὰ νὰ παίρνουμε χάρι καὶ ἔλεος. Ὅποια μέρα καὶ ὥρα, σ᾿ ὅποια κατάστασι κι ἂν βρισκόμα­στε, περιμένει μὲ μεγάλο πόθο. Μᾶς περιμένει, γιὰ νὰ μᾶς δώσῃ τὰ μεγάλα δωρήματα, ποὺ ὅλοι τὰ ἔχουμε ἀνάγκη.

Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· πῶς γίνεται ἡ προσέλευσι στὸ θρόνο του; Ὄχι βέβαια μὲ προσωπικὴ ἐμφάνισι μπροστά του, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστι, μὲ τὴν προσευχή, μὲ τὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι, μὲ τὴ μετάληψι τοῦ σώματος καὶ αἵματός του, μὲ τὸ λόγο του. Μεγάλη διευκόλυνσι μᾶς κάνει. Καὶ χω­ρὶς νὰ κινήσῃς τὰ χείλη σου, μπορεῖς νὰ συνομιλῇς μαζί του. Ἔχει ἀδιά­σπαστη τὴν προσοχή του σ᾿ ἐμᾶς. Ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιά του. Μὲ τρυ­φερότητα καὶ συμπόνια καὶ ἀγάπη καὶ κατανόησι μᾶς περιμένει. Δὲν θὰ τὴν ἔχουμε πάντοτε αὐτὴ τὴν εὐκαιρία, ἀγαπητοί μου. Ἂς σπεύσουμε σὲ εἰλικρινέστερη σχέσι μαζί του.

 

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

 

Ἐκφωνήθηκε στὶς 3.4.2016 στὸν ναὸ τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης, Γ΄ Κυριακὴ Νηστειῶν, στὸν κατανυκτικὸ ἑσπερινό.