«Σὰν ὑποτακτικὸς δὲν εἶχα στόμα. Μόνο αὐτιά. Μοῦ ἔλεγε ὁ Γέροντας κάτι καὶ ἀμέσως ἔτρεχα νὰ κάνω τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντα. Ἔκτοτε πῆρα πολλὴ χάρη. Ὅταν ἄρχισα νὰ μὴν ἀντιλέγω στὸν Γέροντα καὶ στοὺς ἀδελφοὺς ἀκόμη, μὲ ἐπισκεπτόταν ἡ χάρις συχνά. Πλημμύρισα ἀπὸ χάρη κάνοντας ὑπακοή»
(π. Χαράλαμπος Διονυσιάτης (+2001)).