3. Τυπικόν Θέματα τυπικοῦ (ἐρωταποκρίσεις, ἄρθρα, μελέτες) Σχετικὰ μὲ τὸ εὐαγγέλιο τῆς ὑψώσεως τοῦ τ. σταυροῦ [2012]

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

 

ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

 

τοῦ Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου,

δρος φιλοσοφικῆς σχολῆς ᾿Αθηνῶν

πτυχιούχου κοινωνικῆς θεολογίας

(symbole@mail.com)

 

῾Η εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀναγινώσκεται στὴν λειτουργία τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ (14 Σε­πτεμ­βρίου) «Συμ­βού­λιον ἐποίησαν οἱ ἀρχιερεῖς» (᾿Ιω 19: 6-11, 13-20, 25-28, 30-35) εἶναι ἀρχαιότατη, εἶναι εἰδικὴ γιὰ τὴν ἑορτή, καὶ ἀνευρίσκεται στὰ διάφορα λειτουργικὰ χειρόγραφα καὶ ἔντυπα, Εὐαγγελιάρια, τυπικά, εὐχολόγια, καὶ ἄλλα. ὅπως ἀσφαλῶς θὰ ἔχουν παρατηρήσει πολλοὶ λειτουργοί, στὶς ἐκκλησιαστικὲς δέλτους ὑπάρχει μία διαφωνία σχετικὰ μὲ τὸ ποῦ ὁλοκληρώνεται ἡ περικοπή· ἄλλες διατάξεις ὁρίζουν νὰ ἀναγινώσκεται μέχρι τὸν στίχο Ἰω 19:35 «καὶ ἀλη­θινή ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ», καὶ ἄλλες ὁρίζουν νὰ σταματᾷ ἡ ἀνάγνωσι στὸν στίχο Ἰω 19:30 «...κλί­νας τὴν κεφαλὴν παρέ­δωκε τὸ πνεῦμα». ἡ σύντμησι τῆς περικοπῆς μέχρι τὸν στίχο 30 εἶναι πολὺ νεώτερη, καταγράφεται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Κωνσταντινούπολι τὸ 1851 κατὰ τὴν δεύτερη ἔκδοσι τοῦ πατριαρχικοῦ τυπικοῦ ἀπὸ τὸν πρωτοψάλτη Κωνσταντῖνο, καὶ ἐπαναλαμβάνεται τὸ 1888 στὴν ἔκδοσι τοῦ ἴδιου τυπικοῦ ἀπὸ τὸν Γεώργιο Βιολάκη. ἡ ἔκδοσι τοῦ 1888 εἶναι τὸ καὶ σήμερα ἰσχῦον Τυπικὸν τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας (Τ.Μ.Ε.). οἱ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους τὰ πατριαρχικὰ τυπικὰ ὁρίζουν αὐτὴν τὴν σύντμησι δὲν μᾶς εἶναι γνωστοὶ σήμερα. στὴν πραγματικότητα ὅμως οἱ διαφωνίες γιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς συγκεκριμένης εὐαγγελικῆς περικοπῆς εἶναι παλαιότερες.

Οἱ πρῶτες φράσεις τοῦ ἀναγνώσματος («συμ­βού­λιον ἐποίησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὅπως αὐτόν ἀπολέσωσι. καὶ παρεγένοντο πρὸς Πιλᾶτον λέγοντες») δὲν ὑπάρχουν αὐτούσιες σὲ κανένα εὐαγγέλιο, ἀλλὰ εἶναι ἐλεύθερη διασκευὴ καὶ σύνθεσι ἀπὸ διάφορες περικοπὲς ὡς ἑξῆς.

συμ­βού­λιον ἐποίησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι· Μρ 15:1, Μθ 27:1.

κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ· Μθ 27:1.

ὅπως αὐτόν ἀπολέσωσι· Μθ 27:20, Μρ 11:18.

καὶ παρεγένοντο πρὸς Πιλᾶτον λέγοντες· Λκ 23:1, Μθ 27:2 [Λκ 22:52].

ἡ παράθεσι ἀπὸ τὸ κατὰ ᾿Ιωάννην εὐαγγέλιο ἀρχίζει οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὴν φράσι «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν».

Στὰ διάφορα λειτουργικὰ χειρόγραφα (κυρίως ἐκλογάδια), ἀπὸ τὸν 9ο τοὐλάχιστον αἰῶνα μέχρι τὸν 16ο, τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ εἶναι τὸ ἀνωτέρω ἀναφερθὲν ἐκ τοῦ κατὰ ᾿Ιωάννην, μὲ ἀρχὴ «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ συμ­βού­λιον ἐποίησαν οἱ ἀρχιερεῖς» καὶ τέλος «καὶ ἀλη­θινή ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ» (᾿Ιω. 19: 6-11, 13-20, 25-28, 30-35). μία μικρὴ μόνο διαφοροποίησι συναντοῦμε σὲ ἀρκετὰ χειρόγραφα, τὰ ὁποῖα μετὰ τὸν στίχο 6 παραλείπουν τοὺς στίχους 7 καὶ 8, συνεχίζουν δὲ τὸ ὑπόλοιπο κείμενο ἀπὸ τὸν στίχο 9 καὶ ἑξῆς. ἴσως ἡ παράλειψι αὐτὴ νὰ ὀφείλεται σὲ λάθος κάποιου ἀρχαίου ἀντιγραφέως, τὸ ὁποῖο κληρονομήθηκε σὲ μεταγενέστερα χειρόγραφα. αὐτὸ καθόλου δὲν ἐπηρεάζει τὴν μαρτυρία τῶν χειρογράφων ὅτι τὸ εὐαγγέλιο τῆς 14ης σεπτεμβρίου ἀνεγινώσκετο μέχρι τὸν στίχο 35.

Τὸ ἀρχαιότερο σῳζόμενο χειρόγραφο τυπικό, τὸ τῆς ῾Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 9ου αἰῶνος, ὁρίζει μὲ πολλὴ σαφήνεια καὶ ἀκρίβεια ὅτι ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ὁλοκληρώνεται στὸν στίχο 35 «καὶ ἀλη­θινή ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ». τὸ ἴδιο ἐπίσης ἀναφέρουν καὶ ἄλλα χειρόγραφα, ὅπως ἕνα Κανονάριον τῆς σιναϊτικῆς βιβλιοθήκης τοῦ 10ου αἰῶνος, καθὼς καὶ τὸ χειρόγραφον Χάρλεϋ 5561 = εὐχολόγιον τοῦ 13ου αἰῶνος.

᾿Απὸ τὸν 16ο αἰῶνα τὰ χειρόγραφα παραδίδουν τὴν σκυτάλη στὶς ἔντυπες λειτουργικὲς ἐκδόσεις, κυρίως τῆς Βενετίας καὶ ἀργότερα τῶν ᾿Αθηνῶν. Στὰ εὐαγγελιάρια τῆς ἐποχῆς (βλέπε Εὐαγγέλιον ἐκδόσεων Βενετίας τῶν ἐτῶν 1606, 1671, 1728, 1754, 1780, κ.λπ., ἀλλὰ καὶ ᾿Αθηνῶν τῶν ἐτῶν 1884, 1895, 1899, κ.ἄ.) συνεχίζεται ἡ παράδοσι τῶν προηγουμένων αἰώνων καὶ σημειώνεται ἡ συγκεκριμένη περικοπὴ μέχρι τὸν στίχο 35 «καὶ ἀλη­θινή ἐστιν μαρτυρία αὐτοῦ» ὅπως καὶ στὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα. στὰ ἔντυπα εὐχολόγια ὅμως τῆς ἴδιας περιόδου τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι τελείως διαφορετικό, καὶ ὁρίζεται ἀρχὴ ἡ φράσι «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ συμ­βού­λιον ἔλαβον πάντες οἱ ἀρχιερεῖς» καὶ τέλος «καὶ ἄλλη Μαρία καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου». τὸ ἀνάγνωσμα αὐτὸ δὲν εἶναι πλέον ἀπὸ τὸ κατὰ ᾿Ιωάννην εὐαγγέλιον, ἀλλὰ μία σύνθεσι περικοπῶν ὡς ἑξῆς· Μθ 27: 1-38, Λκ 23: 39-43, Μθ 27: 39-54, ᾿Ιω 19: 31-37, Μθ 27: 55-61· πρόκειται γιὰ τὸ εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζεται τὴν μεγ. παρασκευὴ στὸν ἑσπερινὸ τῆς ἀποκαθηλώσεως· εἶναι κυρίως ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγελίου, ἀλλὰ περιέχει καὶ δύο μικρὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ εὐαγγέλια τοῦ Λουκᾶ καὶ τοῦ ᾿Ιωάννου. τὸ γεγονὸς ὅτι στὰ παλαιότερα ἔντυπα εὐχολόγια παραμένει γιὰ τὴν λειτουργία τῆς 14ης σεπτεμβρίου ἡ ἐπιγραφὴ «᾿Εκ τοῦ κατὰ ᾿Ιωάννην», ἐνῷ παρατίθεται εὐαγγέλιον ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον, ὑποδηλώνει ὅτι ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἀναγνώσματος ὀφείλεται πιθανὸν σὲ σφάλμα κάποιου ἐκδότου ἢ ἀντιγραφέως.

Ἂν συγκρίνουμε τὰ δύο εὐαγγέλια, τὸ εἰδικὸ τῆς 14ης σεπτεμβρίου καὶ τὸ τῆς ἀποκαθηλώσεως διαπιστώνουμε τὰ ἑξῆς.

1) Καὶ τὰ δύο ὁμοιάζουν στὴν ἀρχή τους· τὸ μὲν εἰδικὸ ἔχει «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ συμ­βού­λιον ἐποίησαν οἱ ἀρχιερεῖς», τὸ δὲ ἄλλο «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ συμ­βού­λιον ἔλαβον πάντες οἱ ἀρχιερεῖς». αὐτὴ ἡ ὁμοιότης προφανῶς ἐπέτεινε τὴν σύγχυσι, ἂν δὲν τὴν δημιούργησε κιόλας.

2) Οἱ δύο περικοπὲς ἔχουν καὶ ἄλλες παρόμοιες φράσεις ὅπως· ἡ μὲν εἰδικὴ περικοπή· «εἰδὼς ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα», ἡ δὲ ἄλλη· «ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα».

3) Καὶ στὰ δύο ἀναγνώσματα ὑπάρχει ἡ φράσι τοῦ ᾿Ιωάννου «καὶ ἀλη­θινή ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ».

4) Σημαντικὴ διαφορὰ ὅτι τὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἀποκαθηλώσεως εἶναι πολὺ ἐκτενέστερο, ὑπερδιπλάσιο, ἀπὸ τὸ εἰδικὸ τῆς ἑορτῆς.

Ἔτσι γιὰ μία μεγάλη χρονικὴ περίοδο περίπου τριῶν αἰώνων στὰ λειτουργικὰ βιβλία ὑπῆρχαν ἀντιφατικὲς διατάξεις καὶ πληροφορίες γιὰ τὸ ποιό εἶναι τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἑορτῆς τῆς ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ. αὐτὸ προφανῶς θὰ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργηθῇ σύγχυσι, καὶ σὲ κάποιους ναοὺς νὰ ἀκούγεται διαφορετικὸ εὐαγγέλιο ἀπὸ ὅ,τι στοὺς ὑπόλοιπους. εἶναι ἐνδεικτικὸ ὅτι ἀκόμη καὶ τὸ οἰκουμενικὸ πατριαρχεῖο σὲ κάποια ἔκδοσί του τὸ 1803 σημείωνε στὶς 14 σεπτεμβρίου ὄχι τὸ εἰδικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς, ἀλλὰ τὸ τῆς ἀποκαθηλώσεως. μέχρι τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος τὰ ἔντυπα εὐχολόγια διαιώνιζαν αὐτὸ τὸ λάθος, καὶ μόλις ἀπὸ τὸ 1850 ἄρχισαν οἱ ἐκδόται νὰ τὸ διορθώνουν, ὥστε σήμερα στὸ Μέγα Εὐχολόγιον νὰ παρατίθεται τὸ σωστὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς.

Ἔχω τὴν γνώμη ὅτι, ὅταν ὁ πρωτοψάλτης Κωνσταντῖνος σημείωνε στὸ Τυπικὸν τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας τὸ 1851 τὴν φράσι «Εὐαγγέλιον· Συμβούλιον ἐποίησαν οἱ ἀρχιερεῖς, μέχρι τοῦ· Κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα· καὶ τέλος», εἶχε πέσει θῦμα μιᾶς ἀκόμη συγχύσεως. προφανῶς στὸ πατριαρχεῖο ὅταν ἀντιλήφθηκαν ὅτι σὲ προγενέστερη δική τους ἔκδοσι ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες παρόμοιες εἶχε τεθῆ λάθος εὐαγγελικὴ περικοπὴ γιὰ τὴν λειτουργία τῆς ἑορτῆς, πολὺ ἐκτενέστερη ἀπὸ τὴν κανονική, καὶ μὲ δεδομένο ὅτι πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς λειτουργίας προηγεῖται καὶ ἡ τελετὴ τοῦ σταυροῦ, ὁπότε δημιουργεῖται μεγάλη ἐπιμήκυνσι τῆς ἀκολουθίας, δόθηκε ἡ ὁδηγία νὰ περικοπῇ τὸ εὐαγγέλιο κατὰ τὸ ¼ περίπου τῆς ἐκτάσεώς του καὶ νὰ περατοῦται ἡ ἀνάγνωσί του στὴν φράσι «κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα». ἡ ὁδηγία ὅμως αὐτὴ ἀφωροῦσε τὸ ἐκτενέστατο εὐαγγέλιο τῆς ἀποκαθηλώσεως ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον καὶ ὄχι τὸ εἰδικὸ γιὰ τὴν ἑορτὴ καὶ κατὰ πολὺ συντομώτερο εὐαγγέλιο τῆς ὑψώσεως ἐκ τοῦ κατὰ ᾿Ιωάννην. οἱ ὁμοιότητες τῶν δύο περικοπῶν δημιούργησαν ἐκ νέου σύγχυσι.

Δυστυχῶς 37 χρόνια ἀργότερα ὁ Γεώργιος Βιολάκης καὶ οἱ συνεργάτες του ἀντέγραψαν καὶ στὸ τυπικὸν τοῦ ἔτους 1888 τὴν προγενέστερη ὁδηγία τοῦ Κωνσταντίνου, διότι ἀγνοοῦσαν ὅτι ἀφωροῦσε κάποια ἄλλη περικοπὴ παλαιοτέρων ἐκδόσεων εὐχολογίου καὶ ὅτι στὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα ἡ εἰδικὴ περικοπὴ τῆς ἑορτῆς ἀνέκαθεν ὡλοκληρωνόταν στὸν στίχο 35 «καὶ ἀληθινή ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ». εἶναι σημαντικὸ ὅμως ὅτι τὸ οἰκουμενικὸν πατριαρχεῖον λίγα χρόνια ἀργότερα διώρθωσε μὲ τὸν πιὸ ἐπίσημο τρόπο τὴν ἐσφαλμένη ἐκείνη ὁδηγία καὶ ὥρισε δύο φορὲς νὰ ἀναγινώσκεται τὸ εὐαγγελικὸν ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς πλῆρες μέχρι τὸν στίχο 35. τοῦτο ἔγινε τὸ 1904 καὶ τὸ 1912, ὅταν ἐξέδωσε ἐντύπως τὸ γνήσιο καὶ αὐθεντικὸ κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης τὸ φυλασσόμενο ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία. στὸ τέλος τῶν δύο ἐκείνων ἐκδόσεων ἐπισυνάπτεται Πίναξ τῶν κατὰ κυριακὰς καὶ ἑορτασίμους ἡμέρας ἀνα­γινωσκομένων περικοπῶν, καὶ ὁρίζεται τὸ εὐαγγέλιον τῆς 14ης σεπτεμβρίου μέχρι τὸν στίχο 35. σχεδὸν ταυτόχρονα (1903) καὶ ὁ ὅσιος μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος Κεφαλᾶς σημειώνει στὴν «Εὐαγγελικὴ Ἱστορία» (σ. 567) τὸ ἴδιο εὐαγγέλιο μέχρι τὸν στίχο 35.

Σχεδὸν 100 χρόνια μετὰ τὴν ἔκδοσι τοῦ Τυπικοῦ τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας ἀπὸ τὸν Γ. Βιολάκη καὶ 60 περίπου χρόνια μετὰ τὴν πατριαρχικὴ ἔκδοσι τῆς Καινῆς Διαθήκης κάποιος σπουδαῖος κατὰ τὰ ἄλλα μελετητὴς τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως καὶ γνώστης τοῦ τυπικοῦ, ἀπὸ ὑπερβολικὴ προσκόλλησι στὸ γράμμα τῆς ἐσφαλμένης τυπικῆς διατάξεως καὶ ἀπὸ ἄγνοια τῆς ἱστορίας καὶ τῶν λεπτομερειῶν ποὺ ἐκθέτω ἐδῶ, ἀπέκοψε, ὡς μὴ ὤφελε, ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο τῆς ῾Υψώσεως τοὺς τελευταίους 5 στίχους του καὶ τὸ ἄφησε λειψό, κάτι ποὺ δὲν ὑπῆρχε σὲ κανένα χειρόγραφο ἢ ἕντυπο ἐκλογάδιο μέχρι τότε καὶ ἔγινε κατὰ παράβασι κάθε κανόνος καὶ ἐπιστημονικῆς δεοντολογίας τῆς φιλολογίας, τῆς θεολογίας, τῆς λειτουργικῆς, καὶ τῆς κριτικῆς κειμένου. βασίστηκε μόνο στὸν ὑπερβολικὸ σεβασμό του στὸ τυπικὸ καὶ σὲ μία νεωτεριστικὴ διάταξι, ποὺ προέκυψε ἀπὸ μία σειρὰ παρεξηγήσεων καὶ σφαλμάτων. δὲν ἐλήφθη ὑπόψιν ὅτι ἡ Βίβλος ὑπέρκειται παντὸς τυπικοῦ, πάσης συνόδου, παντὸς κανόνος, καὶ πάσης μεταγενεστέρας «παραδόσεως καὶ ἐπινοίας». καὶ ἀκόμη δὲν ἐλήφθη ὑπόψιν ὅτι ἡ Βίβλος (μαζὶ μὲ τὸν ἐπισυναπτόμενο Πίνακα τῶν κατὰ κυριακὰς καὶ ἑορτασίμους ἡμέρας ἀνα­γινωσκομένων περικοπῶν) εἶναι τὸ ἀρχαιότερο, ἐπισημότερο καὶ ἀνώτερο τυπικό, εὐχολόγιο, ὑμνολόγιο, ἁγιολόγιο, συναξάριο καὶ κανονάριο τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας.

Ἔτσι σήμερα ὑπάρχουν εὐαγγελιάρια ποὺ ἔχουν κουτσουρεμένο τὸ εὐαγγέλιο τῆς 14ης σεπτεμβρίου στοὺς 5 τελευταίους στίχους του, παρὰ τὸ ὅτι ἡ λειτουργική μας παράδοσι βοᾷ περὶ τοῦ ἀντιθέτου καὶ παρὰ τὸ ὅτι πρέπει ἡ συγκεκριμένη περικοπὴ νὰ ὁλοκληρώνεται στὸν στίχο 35, διότι μαζὶ μὲ τὸν σταυρὸ τιμᾶται καὶ ἡ λόγχη ἡ «κεντήσασα» τὴν ἄχραντο πλευρὰ τοῦ Κυ­ρίου. ἑπομένως ἡ παράλειψη τῶν τελευταίων στίχων εἶναι ἀδι­καιο­λόγητη, καὶ πρέπει ἡ εἰδικὴ αὐτὴ περικοπὴ νὰ διαβάζεται ὁλό­κληρη μέχρι τὸν στίχο 35, ὅπως εἶχαν ἐπισημάνει καὶ παλαιότερα ὁ οἰκονόμος Γε­ώργιος ῾Ρήγας («Ζητήματα Τυπικοῦ», β΄ ἔκδοση, σ. 86) καὶ ὁ κα­θη­γητὴς ᾿Ιω. Φουντούλης («᾿Α­παν­τήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπο­ρίας», τ. 5, ἀριθμ. 505, σ. 15-17).

Ἂν τὸ Εὐαγγελιάριον τοῦ ναοῦ εἶναι νεωτέρας ἐκδόσεως καὶ ἔχῃ τὸ ἀνά­γνωσμα τῆς ἑορτῆς συντετμημένο, ὅσοι θέλουν νὰ τὸ διαβάσουν ὁλόκληρο μποροῦν νὰ βροῦν τὴν περικοπὴ πλήρη στὸ Μέγα Εὐχολόγιον (στὸ παράρτημα τῶν ἀπο­στο­λευ­αγγελίων τοῦ ὅλου ἐνιαυτοῦ)· ἢ μετὰ τὴν ἀνά­γνωσι τῆς συντετμημένης περικοπῆς μποροῦν νὰ μεταβοῦν στὸ θ΄ εὐαγ­γέ­λιον τῶν ἁγίων παθῶν ἢ στὸ εὐαγγέλιον τῆς θ΄ ὥρας τῆς μεγ. παρασκευῆς καὶ νὰ ἀναγνώσουν τὸ ἐλλεῖπον τμῆμα (ἀπὸ «Οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι» μέχρι «καὶ ἀλη­θινή ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ»).

 

 

῾Η πρώτη σύντομη δημοσίευσί μου γιὰ τὸ πρόβλημα αὐτὸ καὶ γιὰ τὴν ἀντιμετώπισί του ἔγινε στὸ Κανονάριον (= τυπικὸν τοῦ μηνολογίου) τοῦ ἔτους 2007, στὴν ὑποσημείωσι 229 («Δίπτυχα τῆς ἐκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος 2007», ᾿Αθῆναι, νοέμβριος 2006).

῾Η παροῦσα δημοσίευσι (13/9/2012) εἶναι οὐσιαστικὰ ἐκείνη ἡ ὑποσημείωσί μου ἐμπλουτισμένη τώρα μὲ τὴν ἔρευνά μου γιὰ τὴν ἐξήγησι τῆς ἐσφαλμένης τυπικῆς διατάξεως καὶ μὲ λίγα ἀκόμη στοιχεῖα.