3. Τυπικόν Θέματα τυπικοῦ (ἐρωταποκρίσεις, ἄρθρα, μελέτες) ΟΙ ΑΡΧΙΚΟΙ ΠΥΡΗΝΕΣ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΤΥΠΙΚΟΥ

PostHeaderIcon ΟΙ ΑΡΧΙΚΟΙ ΠΥΡΗΝΕΣ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΤΥΠΙΚΟΥ

 

τοῦ Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου

μουσικολόγου - τυπικολόγου,

πτυχ. κοινωνικῆς θεολογίας

(symbole@mail.com)

 

 

Μιλῶ γιὰ ἐκκλησιαστικὸ τυπικὸ καὶ ὄχι γιὰ ἐνοριακό, διότι ἀπὸ τὸν 15ο αἰῶνα περίπου (ἀλλὰ καὶ νωρίτερα) τὸ τυπικὸ καὶ στὶς ἐνορίες καὶ στὰ μοναστήρια εἶναι τὸ ἴδιο· καὶ εἶναι τὸ ἴδιο στὴν δομή του, ὄχι ὅμως καὶ στὶς λεπτομέρειες. μέχρι τὸν 12ο αἰῶνα περίπου ὑπῆρχαν στὴν ἐκκλησία δύο τυπικὰ ἀκολουθιῶν, τὸ ἐνοριακὸ ἢ ᾀσμα­τικὸ καὶ τὸ μοναστηριακό. μεταξύ τους εἶχαν πολλὲς καὶ σημαντικὲς διαφορές, διότι τὸ ἐνοριακὸ τυπικὸ ἦταν φτιαγμένο γιὰ τὸν ναὸ τῆς ἐνορίας καὶ ἀπαιτοῦσε νὰ ὑπάρχῃ ὁπωσδήποτε πρεσβύτερος γιὰ τὴν τέλεσι τῶν ἀκολουθιῶν, ἐνῷ τὸ μοναστηριακὸ τυπικὸ ἦταν φτιαγμένο γιὰ τὶς μονα­στι­κὲς κοινότητες, θεωροῦσε δεδομένο ὅτι οἱ μοναχοὶ ἔχουν κύριο ἔργο τους τὴν προσευχὴ καὶ τὴν λατρεία, καὶ οἱ ἀκο­λουθίες του μποροῦσαν νὰ τελεστοῦν καὶ ἀπὸ ἁπλὸ μοναχὸ χωρὶς ἱερωσύνη. δηλαδὴ ὁ ἐνοριακὸς ὄρθρος δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τελεσθῇ χωρὶς ἱερέα, ἐνῷ ὁ μοναστικὸς ὄρθρος δὲν χρει­α­ζόταν ἱερέα. οἱ ἐνοριακὲς ἀκολουθίες ἦσαν ἁπλούστερες καὶ συντο­μώτερες, ἐνῷ οἱ μοναστικὲς συνθετώτερες καὶ μεγα­λειτέρας διάρ­κειας. τὸ ἐνοριακὸ τυπικὸ ἦταν τὸ ἀρχαιότερο, ἀλλὰ τὸ μοναστικὸ τυπικὸ εἶχε μεγαλειτέρα καὶ πλουσιωτέρα ἐξέλιξι, γι᾿ αὐτὸ ἐν τέλει ἐπι­κράτησε καὶ ἀπορρόφησε τὸ ἐνοριακό. τὰ δύο αὐτὰ τυπικὰ εἶχαν ἀλληλεπιδράσεις μεταξύ τους, μέχρι ποὺ ἐπικράτησε μὲν τὸ μοναστικὸ τυπικὸ καὶ στὶς ἐνορίες, ἀλλὰ μόνον ὡς πρὸς τὴν δομὴ τῶν ἀκολουθιῶν, ποὺ ἦσαν πλέον κοινὲς καὶ στὶς ἐνορίες καὶ στὶς μονές. κατ᾿ οὐσίαν δημιουργήθηκε ἕνα τυπικὸ ποὺ περιέχει στοιχεῖα καὶ ἀπὸ τὰ δύο παλαιὰ τυπικά, γι᾿ αὐτὸ σήμερα εἶναι μᾶλλον ὀρθότερο νὰ μιλοῦμε γιὰ ἐκκλησιαστικὸ τυπικό.

Στὸ σημερινὸ τυπικὸ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε πολλὰ στοι­χεῖα εἴτε μοναστηριακὰ εἴτε ἀρχαῖα ἐνοριακά. μοναστικῆς προελεύσεως εἶναι τὰ στοι­χεῖα καὶ ἡ δομὴ τῶν τα­κτικῶν ἀκολου­θιῶν ἑσπερινοῦ, ἀποδείπνου, μεσονυκτικοῦ, ὄρθρου, καὶ ὡρῶν, κα­θὼς καὶ ὡρισμένων ἐκτάκτων ἀκολουθιῶν (νεκρωσίμου, παρα­κλή­σεων, μικροῦ ἁγιασμοῦ, τοῦ πρώ­του μέρους τοῦ εὐχελαίου, τῶν τυπικῶν, τῆς ἀκολουθίας τῆς τρα­πέζης, καὶ ἄλλων), ἐνῷ ἡ δομὴ καὶ τὰ στοι­χεῖα τῶν ἱερῶν μυστη­ρίων κυρίως (βάπτισμα, γάμος, λειτουρ­γία, ἀλλὰ καὶ μέ­γας ἁγια­σμός, ἀναγνώσματα ἑορτῶν καὶ λοιπὰ) προέρχονται ἀπὸ τὸ παλαιὸ ἐνο­ριακὸ τυπικό. πρέπει ὅμως νὰ τονίσω ὅτι σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς ἀκολουθίες τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀφοροῦν τὸν κλῆρο (ἐπί­σκοπο, πρεσβύ­τερο, διάκονο), δηλαδὴ ἐπισκοπικὲς ἢ ἱερατικὲς εὐ­χές, διακονικὲς αἰτήσεις, εὐλο­γήσεις καὶ λοιπά, εἴτε προέρ­χονται αὐτούσια ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἐνοριακὸ τυπικὸ εἴτε ἀπὸ ἐκεῖ κατά­γεται ὁ ἀρχι­κὸς πυρῆνάς τους. γιὰ παράδειγμα στὸν σημερινὸ ἑσπερινὸ ὁ προοιμιακὸς ψαλμός, τὰ ἀνοιξαντάρια, τὰ στιχηρὰ τοῦ «Κύριε, ἐκέ­κρα­ξα», τὰ ἀπόστιχα, τὰ δοξαστικὰ καὶ τὰ θεοτοκία ἔχουν μοναστηριακὴ κατα­γωγή, ἐνῷ οἱ λεγόμενες «εὐχὲς τοῦ λυχνικοῦ» (ἱερατικές), οἱ ψαλμοὶ τοῦ «Κύριε, ἐκέκραξα», ἡ ἐπιλύχνιος εὐχαριστία «Φῶς ἱλαρόν», τὰ προ­κεί­μενα, τὸ «Καταξίωσον, Κύριε», τὸ «Νῦν ἀπολύεις» καὶ τὰ ἀπολυτίκια προέρ­χονται ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐνοριακὴ τάξι. ἔτσι μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἀρχικὸς πυρῆνας τοῦ λειτουργικοῦ βιβλίου «εὐχολόγιον τὸ μέγα» ἦταν ἡ ἐνοριακὴ πρᾶξι, ἐνῷ τὸ μοναστῆρι εἶναι ὁ χῶρος στὸν ὁποῖο γεννήθηκε τὸ «ὡρολόγιον τὸ μέγα». γιὰ μερικὰ στοιχεῖα ἀκολουθιῶν πάντως δὲν εἶναι εὔκολο νὰ διευκρι­νι­σθῇ ἂν ἔχουν μονα­στη­ριακὴ ἢ ἐνοριακὴ προ­έλευσι (λιτανεῖες-λιτές, κοντάκια-χαι­ρετι­σμοί, ἐπιμνη­μό­συ­νες ἀκο­λουθίες καὶ ἄλλα).

Σήμερα στὴ συνήθη λειτουργικὴ πρᾶξι τῆς ἐκκλησίας παρα­τη­ρεῖται τὸ ἑξῆς παράδοξο· πολλὲς φορὲς μέσα στὸ μοναστικὸ τυπικὸ καὶ στὴν μοναστηριακὴ συνήθεια διασῴζονται καὶ ἐπιβιώνουν στοιχεῖα τοῦ ἀρχαίου ἐνοριακοῦ τυπι­κοῦ, ἐνῷ στὴν ἐνοριακὴ πρᾶξι ἔχουν ἐπι­κρα­τήσει ὡς ἀπαραίτητα στοιχεῖα ποὺ μᾶλλον προσιδιάζουν περισσότερο στὶς μονές. ἔτσι ἀπὸ τὴν ἀρχαία λειτουργικὴ πρᾶξι τῆς ἐκκλησίας διασῴ­ζονται σήμερα στὰ μονα­στήρια ἡ ἀνά­γνωσι τοῦ ψαλτηρίου, τὰ ἀρχαῖα ἀντίφωνα τῆς λειτουργίας, ἡ στιχολογία τῶν ἐν­νέα ᾠδῶν τοῦ ὄρθρου, τὰ διπλᾶ ἀναγνώσματα τῆς λειτουργίας, πιθανὸν οἱ λιτὲς τῶν πανη­γυρικῶν ἑσπερινῶν, πάνδημες λιτανεῖες μεταξὺ ὄρθρου καὶ λειτουργίας, ἡ ὕπαρξι δύο χορῶν ψαλ­τῶν, ἡ ἁπλότης καὶ ἡ συντομότης τοῦ μέλους στὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες. ἀπὸ τὴν ἄλλη στὶς ἐνορίες ἔχει ἐπικρατήσει ἡ ἀντίληψι ὅτι πλήρης ἀκολουθία εἶναι ἡ ἑορ­τάσιμος ᾀσματικὴ ἀκολουθία (ποι­ητικὸ λει­τουρ­γικὸ κείμενο καθαρῶς μονα­στη­ριακῆς προελεύσεως), ὑπάρχει μία τάσι γιὰ αὔξησι τῶν ψαλλο­μένων τροπαρίων καὶ περιορισμὸ τῶν ἐλαχίστων ἐναπο­μεινάντων ἀνα­γνω­σμάτων, θεω­ρεῖ­ται πιστότης στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοσι ἡ σιωπηρὰ «ἀ­νά­γνω­σι» τῶν ἱε­ρατικῶν εὐχῶν (πρακτικὴ ἐπίσης μο­να­στηριακῆς καταγωγῆς) —δὲν ἀναφέρομαι ἐδῶ στὸ δίλημμα τῶν νεωτέρων χρόνων ἂν οἱ εὐχὲς λέγονται «μυστικῶς» ἢ «εἰς ἐπή­κο­ον»—, γίνεται (στὶς ἐνο­ρίες) ἄκριτη καὶ ἐνίοτε παράτυπη ἐπαύξησι τῶν ἑορ­ταζομένων ἁγίων, σὲ πολλὲς ἐνορίες ἔχει καθιερωθῆ ἡ καθημερινὴ τέλεσι λειτουργίας, ἡ συχνὴ τέλεσι ἀγρυ­πνίας (καὶ μάλιστα δῆθεν «ἁγιορειτικοῦ τύπου»), ἐνῷ ἐνίοτε στὶς ἐνοριακὲς ἀκολουθίες ἀκού­ονται μέλη ἰδιαζόντως ἀργὰ καὶ περί­τεχνα. ἔτσι στὴν ἀκολουθία τοῦ μεγά­λου ἀποδείπνου, μία κατ᾿ ἐξο­χὴν μονα­στηριακὴ ἀκολουθία, συναντοῦμε ψαλλό­μενα κατ᾿ ἀρχαῖο ἀντιφω­νικὸ τρόπο βιβλικὰ κείμενα καὶ πα­λαι­οχριστιανικὰ μέλη («Μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός», «Ἡ ἀσώματος φύσις τὰ χερουβίμ», «Παναγία δέσποινα θεοτόκε», «Κύριε τῶν δυνά­μεων»), τὰ ὁποῖα εἶναι βέβαιο ὅτι προέρχονται ἀπὸ ἐνοριακὴ χρῆσι ἀρχαιοτάτων χρόνων.

Βεβαίως τὸ ἐκκλησιαστικὸ τυπικὸ τῶν ἐνοριῶν διαφο­ρο­ποι­εῖται σὲ ἐπὶ μέρους στοιχεῖα ἀπὸ τὸ μοναστικό, ἀλλὰ ὄχι στὴν δομή, στὸν σκελετὸ τῶν ἀκολουθιῶν. δυστυχῶς ὑπάρχει μεγάλη σύγ­χυσι στὸ σημεῖο αὐτό, καὶ ἐνίοτε ἐπικρατοῦν αὐθαίρετες σκέψεις καὶ πρακτικὲς στὴν τέλεσι τῶν ἀκολουθιῶν στοὺς ἐνοριακοὺς ναούς. τὸ ἰσχῦον τυπικὸ τῆς μεγάλης ἐκκλησίας, ποὺ συνέταξε καὶ ἐξέδωκε τὸ 1888 ὁ πρωτοψάλτης Γεώργιος Βιολάκης, ὅταν αὐτὸ τηρῆται μὲ σεβασμὸ καὶ πιστότητα τὸ κατὰ δύναμιν, ἀλλὰ χωρὶς ἀκρότητες, ἀσφαλῶς προφυλάσσει ἀπὸ διάφορες αὐθαιρεσίες καὶ ἐκτροπὲς ποὺ συναντοῦμε συχνὰ στὴν νεώτερη λειτουργικὴ πρᾶξι.

 

 

«᾿Εκκλησιολόγος» Πατρῶν, φύλλο 249, 4/5/2012