3. Τυπικόν Θέματα τυπικοῦ (ἐρωταποκρίσεις, ἄρθρα, μελέτες) Περὶ μεταθέσεως τοῦ Εὐαγγελισμοῦ

 

Περὶ μεταθέσεως τοῦ Εὐαγγελισμοῦ

 

 

Διονυσίου Ἀνατολικιώτου

δρος φιλοσοφικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν,

μουσικολόγου - τυπικολόγου,

πτυχ. κοινωνικῆς θεολογίας

symbole@mail.com

 

 

1. ῾Ο Εὐαγγελισμὸς ἐντὸς τῆς μεγάλης ἑβδομάδος

 

῾Ο Εὐαγγελισμὸς (ἡ 25η μαρτίου δηλαδὴ) εἶναι δυνατὸν νὰ τύχῃ μέσα στὴν Μ. ῾Εβδομάδα ἢ καὶ ἀνήμερα τὸ Πάσχα μόνο κατὰ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο (π.ἡ.). Συγκεκριμένα μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο (ν.ἡ.) ὁ Εὐαγγε­λισμὸς τυχαίνει ἀπὸ τὴν Παρασκευὴ τῆς 1ης ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν μέχρι τὴν Πέμπτη τῆς 6ης ἑβδομάδος (ἀντίστοιχες ἡμερομηνίες Πάσχα ἀπὸ 4 ἀπριλίου ἕως 8 μαΐου), ἐνῷ μὲ τὸ π.ἡ. τυχαίνει ἀπὸ τὴν Πέμπτη τῆς 3ης ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν μέχρι τὴν Τετάρτη διακαινησίμου (Πά­σχα 22 μαρτίου - 25 ἀπριλίου)· ὅποτε δὲ τὸ π.ἡ. δείχνει 25 μαρτίου, μὲ τὸ ν.ἡ. ἔχουμε 7 ἀπριλίου. Ἔτσι κατὰ τὸ π.ἡ. εἶναι δυνατὸν ὁ Εὐαγγε­λισμὸς νὰ τύχῃ ἀκόμη καὶ Μεγάλη Πέμπτη ἢ Μέγα Σάββατον, εἶναι δὲ ἡ μοναδικὴ ἑορτὴ τοῦ ἀκινήτου ἑορτολογίου ποὺ συμψάλλεται μὲ ἡμέρα τῆς μεγάλης ἑβδομάδος ἢ καὶ ἀνήμερα τὸ Πάσχα· διότι δὲν εἶναι ἁπλὴ θεομητορικὴ ἑορτὴ ἀλλὰ καὶ δεσποτική, ἀφοῦ μόνο μία δεσποτικὴ ἑορτὴ θὰ ἐπιτρεπόταν νὰ συμψαλῇ μὲ ἄλλες δεσποτικές (Μ. ῾Εβδομάδα καὶ Πάσχα).

Κατὰ σύμπτωσιν ἐφέτος 2018 μὲ τὸ π.ἡ. ὁ Εὐαγγελισμὸς τυχαίνει τὸ Μ. Σάββατο. Πρόκειται γιὰ σπάνια περίπτωσι, ἡ ὁποία συμβαίνει τὸ πολὺ 2-3 φορὲς μέσα σὲ ἕναν αἰῶνα. Ἴδια περίπτωσι θὰ ξαναέχουμε τὸ 2029 –μὲ τὸ π.ἡ. πάντοτε– καὶ μετὰ θὰ ξανατύχῃ ὕστερα ἀπὸ 73 χρόνια, δηλαδὴ τὸ 2102!

 

2. Τί προβλέπουν τὰ ἐκκλησιαστικὰ τυπικά

 

Τὸ ἰσχῦον Τυπικὸν τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας, ποὺ ἐξεδόθη τὸ 1888, δηλαδὴ εἶναι γραμμένο μὲ τὸ π.ἡ., ὅπως καὶ ὅλα τὰ παλαιὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ μοναστηριακὰ τυπικά, ὁρίζει ὅτι, ἂν ἡ ἑορτὴ τύχῃ ἀπὸ Μ. Δευτέρα μέχρι Μ. Τετάρτη, καταλιμπάνεται ἡ ἀκολουθία τῆς ἡμέρας καὶ ψάλλεται ἡ ἀκολουθία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μὲ λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου. Ἂν τύχῃ τὴν Μ. Πέμπτη, συμψάλλονται οἱ ἀκολουθίες τῆς ἡμέρας καὶ τῆς ἑορτῆς μὲ λειτουργία ἐπίσης τοῦ Χρυσοστόμου. Καὶ ἂν τύχῃ Μ. Παρασκευὴ ἢ Μ. Σάββατο (ὅπως ἐφέτος π.ἡ.), τότε τὸ Τ.Μ.Ε. προβλέπει στὶς ἐκκλησίες τῶν πόλεων καὶ τῶν χωριῶν ἡ γιορτὴ νὰ μετατίθεται καὶ νὰ συμψάλλεται ἀνήμερα τὸ Πάσχα, ἐνῷ στὶς μονὲς νὰ τηροῦν τὰ ἀρχαῖα τυπικά τους.

Τὰ μοναστηριακὰ τυπικὰ τώρα, ἂν ὁ Εὐαγγελισμὸς τύχῃ ἀπὸ Μ. Δευτέρα ἕως Μ. Πέμπτη, ὁμοιάζουν πολὺ στὶς διατάξεις μὲ τὸ Τ.Μ.Ε.· ἂν ὅμως τύχῃ Μ. Παρασκευὴ ἢ Μ. Σάββατο, δὲν μεταθέτουν τὴν ἑορτή, ἀλλὰ ὁρίζουν νὰ συμψάλλεται μὲ τὴν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας (ὅπως γίνε­ται καὶ τὴν Μ. Πέμπτη). ῞Ολα τὰ μοναστηριακὰ τυπικὰ προβλέπουν νὰ τελῆται λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου, ἂν τύχῃ ὁ Εὐαγγελισμὸς τὴν Μ. Παρασκευή· ἐνῷ ἂν τύχῃ Μ. Πέμπτη ἢ Μ. Σάββατο τὰ περισσότερα ὁρί­ζουν πάλι τὴν λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ λίγα μόνον ὁρίζουν τὴν τοῦ Μ. Βασιλείου. Δηλαδὴ ἐφέτος στὶς ἑλληνόφωνες ἐκκλησίες τοῦ π.ἡ. οἱ μὲν ἐνορίες πρέπει νὰ μεταθέσουν τὸν Εὐαγγελισμὸ κατὰ μία ἡμέρα καὶ θὰ τὴν συμψάλουν μὲ τοὺς ὕμνους τοῦ Πάσχα, τὰ δὲ μοναστήρια θὰ τὴν διατηρήσουν ἀμετάθετη καὶ θὰ τὴν συμψάλουν μὲ τὸ Μ. Σάββατο.

Σημειωτέον ὅτι στὸ πατριαρχεῖο ᾿Ιεροσολύμων ἀκολουθεῖται παντοῦ (ἐνορίες καὶ μονὲς) ἡ μετάθεσις ποὺ προβλέπει τὸ Τ.Μ.Ε., ἐνῷ καὶ κατὰ τὴν παλαιὰ τάξι τοῦ Σινὰ ἡ ἑορτὴ ἐπίσης μετατίθεται· τὸ ἴδιο ἀκολου­θοῦν καὶ ἄλλες μονές, ἰδίως ὅταν βρίσκωνται σὲ ἀστικὲς περιοχές. ᾿Ενῷ σύμφωνα μὲ τὸ Τυπικὸν τῆς Λαύρας τοῦ ῾Αγ. Σάββα, τὶς μοναστικὲς ἀδελφότητες τοῦ ῾Αγ. Ὄρους Ἄθω καὶ τὸ Τυπικὸν ῾Ρήγα ἡ ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς ἐφέτος συμψάλλεται ἀμετάθετος μετὰ τοῦ Μεγ. Σαββάτου (π.ἡ.).

 

3. Λόγοι μεταθέσεως τοῦ Εὐαγγελισμοῦ

 

᾿Απὸ πότε ὅμως καὶ γιατί ὡρίστηκε νὰ μετατίθεται ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐ­αγγελισμοῦ; Σύμφωνα μὲ τὰ Τυπικὰ τῶν πρωτοψαλτῶν Κωνσταντίνου Βυζαντίου (α΄ ἔκδοσις 1838, β΄ ἔκδοσις 1851) καὶ Γεωργίου Βιολάκη (1888), ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἀποφάσισε ἐπισήμως τὴν μετάθεσι αὐτὴ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνος καὶ μετὰ (καθὼς βε­βαίωσαν πατριάρχες καὶ παλαιοὶ ἀρχιερεῖς), γιὰ τοὺς ἐν συνεχείᾳ λό­γους.

α) ᾿Επειδὴ τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο «διεπίστωσε τὴν διαφωνία καὶ σύγχυσι, ποὺ συνέβαινε σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῶν πόλεων καὶ τῶν χωριῶν κατὰ τὴν μεγάλη πανήγυρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ». Προφανῶς ἐννοεῖται σύγχυσι ὡς πρὸς τὸ τυπικό, δηλαδὴ ἂν τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς συμψάλλονται τὰ τροπάρια τῆς μεγ. ῾Εβδομάδος ἢ ὄχι καὶ πότε συμ­ψάλλονται ἢ δὲν συμψάλλονται· (σὲ περίπτωσι τώρα ποὺ συμψάλλον­ται) πότε προηγοῦνται οἱ ὕμνοι τῆς ἑορτῆς καὶ πότε τῆς μεγ. ῾Εβδομά­δος, ἢ πότε καὶ ποιοί ὕμνοι παραλείπονται· ἂν στὴν ἀκολουθία τῶν ἁγί­ων παθῶν διαβάζονται 12 ἢ 13 εὐαγγέλια (αὐτὸ σὲ περίπτωσι ποὺ τύ­χαινε 25 μαρτίου καὶ μεγ. Παρασκευή)· ἂν τελεῖται προηγιασμένη τὴν παραμονὴ ἢ ὄχι· ἂν τελεῖται ἀγρυπνία ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς καὶ πῶς· ἂν ἡ λειτουργία τῆς κυριωνύμου ἡμέρας τελεῖται μὲ ὄρθρο ἢ μὲ ἑσπερινό, καὶ ἂν τελεῖται λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου ἢ τοῦ μεγ. Βασιλείου· ἂν γίνεται ἀπόδοσις τῆς ἑορτῆς καὶ πῶς. Αὐτὰ εἶναι τὰ βασικώτερα προ­βλήματα τυπικοῦ (ὑπάρχουν ἐπίσης πλῆθος θέματα λιγώτερο σημαντι­κά), γιὰ τὰ ὁποῖα –ἀκόμη καὶ σήμερα– τὰ διάφορα μοναστηριακὰ τυπι­κὰ δὲν συμφωνοῦν μεταξύ των. Καὶ ἂν ὑπάρχουν τόσες ἀσυμφωνίες στὰ μοναστηριακὰ τυπικά, εὔκολα μπορεῖ νὰ καταλάβῃ κανεὶς πόσο περίπλοκα γίνονταν τὰ πράγματα στὶς ἐνορίες, ὅπου ἀπουσίαζαν οἱ ἔμπειροι τυπικάρηδες, ἐνῷ συχνὰ οὔτε πολλοὶ ἱερεῖς ὑπῆρχαν ἀλλὰ μό­νον ἕνας, οὔτε ἑπομένως μποροῦσε νὰ ἐφαρμοσθῇ ἡ ἀπαιτητικὴ μονα­στικὴ τάξις.

Χαρακτηριστικὸ δεῖγμα τοῦ ἀδιεξόδου, στὸ ὁποῖο ἔφταναν ἐνίοτε οἱ διάφορες ἐνορίες, εἶναι ἡ ἑξῆς λαϊκὴ διήγησι ποὺ ἐπέζησε μέχρι σήμερα. «Κάποια χρονιὰ συνέπεσε τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μὲ τὸ Πάσχα. ῾Ο ἱερεὺς καὶ οἱ ψάλτες δὲν ἤξεραν ποιά τροπάρια ἔπρεπε νὰ ποῦν πρῶτα, τοῦ Πάσχα ἢ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἢ πότε ἔπρεπε νὰ προηγηθοῦν τὰ μὲν καὶ πότε τὰ δέ. ᾿Αφοῦ συνεννοήθηκαν μεταξύ τους καὶ διάλεξαν κάποια σειρά, ξεκίνησαν νὰ ψέλνουν τὴν ἀκολουθία. ῞Ομως ἡ σειρὰ ποὺ ἀκο­λουθοῦσαν δὲν ἦταν σωστή, γι᾿ αὐτὸ ὅσο καὶ νὰ ἔψελναν, δὲν ξημέρωνε. Ἄρχισαν τότε νὰ ἀλλάζουν τὴν σειρὰ τῶν ὕμνων, μπᾶς καὶ βροῦνε τὸ σωστό. Μηδέν. Δὲν ξημέρωνε μὲ τίποτε! Μὲ τὶς πολλὲς προσπάθειες κάποια στιγμὴ κατάλαβαν ποιό εἶναι τὸ σωστό, συνέχισαν ψέλνοντας μὲ τὴν σωστὴ τάξι, ὁπότε πράγματι ἄρχισε νὰ ξημερώνῃ καὶ μπόρεσαν νὰ ὁλοκληρώσουν σωστὰ τὴν ἀκολουθία».

β) «Εἰδικώτερα, γιὰ νὰ παύσῃ ἡ θεωρούμενη ἀνωμαλία, ἰδίως ὅπως φαινόταν στὰ αὐτιὰ τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν κατανοεῖ εἰς βάθος τὰ πνευματικὰ θέματα, διέταξε (τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο), ἐὰν τύχῃ (ὁ Εὐαγγελισμὸς) σ᾿ αὐτὲς τὶς δύο πένθιμες ἡμέρες (δηλαδὴ τὴν μεγ. Παρασκευὴ καὶ τὸ μ. Σάββατο), τὴν μετάθεσι τῆς ἑορτῆς στὴν κυ­ριώνυμο ἡμέρα τοῦ Πάσχα». Δηλαδὴ ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς λειτουργικοὺς λόγους (διαφωνίες τυπικῶν καὶ σύγχυσι στὴν τέλεσι τῆς ἀκολουθίας) ὑπῆρχαν καὶ ποιμαντικοὶ λόγοι, διότι συχνὰ οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι δὲν μποροῦσαν νὰ συνδυάσουν σωστὰ τὴν ἑορτάσιμο χαρὰ τοῦ Εὐαγγελι­σμοῦ μὲ τὸ ἀπαιτούμενο πένθος τῆς μεγ. Παρασκευῆς ἢ τοῦ μεγ. Σαβ­βάτου. Ἔτσι παρουσιάζονταν φαινόμενα ὅπως ὑπερβολικοὶ ἑορτασμοί (ἐνίοτε μὲ μουσικὲς καὶ χορούς), ἰδίως ἂν ὑπῆρχαν ἑορτάζοντες ναοὶ ἢ ἑορτάζοντα πρόσωπα, κατάλυσι τῆς νηστείας πέραν τοῦ μέτρου, συχνὰ μὲ κρεπάλες καὶ «πότους καὶ μέθες», καὶ διάφορα ἄλλα ἄτοπα ποὺ τελικὰ οὔτε τὴν ἑορτὴ τιμοῦσαν οὔτε τὸ κυρίως Πάσχα ἀναδείκνυαν, ἐνίοτε δὲ ἔθεταν καὶ σὲ κινδύνους τὶς κοινότητες τῶν χριστιανῶν.

γ) ῾Ωρίστηκε λοιπὸν μετάθεσι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὥστε «τὰ χαρμό­συνα νὰ συμψάλλωνται καὶ νὰ συμμελῳδοῦνται μὲ τὰ χαρμόσυνα, κατ᾿ οἰκονομίαν ἀποκλείοντας τὴν ἀνάμιξι τῶν ἑορτίων ὕμνων μὲ τοὺς πένθιμους, καὶ γιὰ νὰ μὴ δημιουργῆται φαινομενικὴ ἀσυμφω­νία μεταξὺ τοῦ “Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου” καὶ τοῦ “Σήμερον χαρᾶς εὐαγγέλια”, ἢ μεταξὺ τοῦ “Δακρυρρόους θρήνους ἐπὶ σὲ ἡ ἁγνὴ” καὶ τοῦ «Ὁ Γαβριὴλ τῇ παρθένῳ τὸ εὐαγγέλιον”». ῾Η χαρὰ τῆς ἀναστάσεως συνδυάζεται μὲ τὴν χαρὰ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Τὸ κύριο πάσχα συμπίπτει μὲ τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ Γαβριήλ, τὸ ἕνα πάσχα ἐνισχύει τὸ ἄλλο. Διπλὴ πασχαλιά, διπλὴ γιορτή, διπλὴ χαρά. Σημαντι­κὴ καὶ ἡ δήλωσι ὅτι ὁ ἀποκλεισμὸς τῶν ἑορτίων μὲ τὰ πένθιμα γίνεται στὴν συγκεκριμένη περίπτωσι κατ᾿ οἰκονομίαν. Στὴν ἐκκλησία ὑπάρχει ἡ χαρμολύπη, ὁ σταυρὸς καὶ ἡ ἀνάστασις εἶναι μαζὶ καὶ ἀδιαχώριστα· χρειάζεται ὅμως τάξι καὶ σειρά, ὥστε νὰ μὴ γίνεται σύγχυσι καὶ στὸ τέ­λος κατάλυσι τῶν ἑορτῶν· νὰ μὴν τονίζεται μόνον ὁ σταυρὸς καὶ νὰ ξε­χνᾶμε τὸ Πάσχα, οὔτε νὰ μεταβάλλωνται ὅλα σὲ μία συνεχῆ πασχαλινὴ ἑορτὴ καὶ νὰ ξεχνᾶμε τὸν σταυρό. Πάσχα εἶναι καὶ ἡ μεγ. Πέμπτη καὶ ἡ Μεγ. Παρασκευὴ καὶ τὸ μέγα Σάββατον, ἀλλὰ κάνουμε τὴν κατάλυσι τῆς νηστείας καὶ ψέλνουμε τοὺς ἀναστάσιμους ὕμνους τὴν Κυριακή, καὶ ὄχι τρεῖς ἡμέρες νωρίτερα. Στὴν συγκεκριμένη περίπτωσι λοιπὸν γιὰ παρόμοιους λόγους οἰκονομίας ἀποφασίστηκε ἡ μερικὴ καὶ προσωρινὴ μετάθεσι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.

δ) «Αὐτά, ὡς ἐλέχθη, ἰσχύουν μόνον γιὰ τὶς ἐκκλησίες στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά, ἐνῷ τὰ μοναστηριακὰ Τυπικὰ παραμένουν ἀμετάβλη­τα, ἀνέπαφα καὶ ἀμετακίνητα ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τοὺς ἀρχαίους κτίτορες καὶ πατέρες τῶν μονῶν καὶ λόγῳ τῆς διαφορᾶς τοῦ μονα­χικοῦ πολιτεύματος καὶ τῆς ὑψηλότερης διαγωγῆς». Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ποὺ ὑποδεικνύει ἐδῶ ἡ ἀπόφασι τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου, καὶ ἡ ἀ­κρίβεια φυλάσσεται καὶ οἱ ποιμαντικὲς ἀνάγκες ἄριστα ἐξυπηρετοῦν­ται. Δὲν ἀλλάζει ἡ κυριώνυμος ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ· παραμένει ἡ 25η μαρτίου. Γι᾿ αὐτὸ στὶς μονές, ὅπου ὑπάρχουν σωστὲς πνευματικὲς καὶ λειτουργικὲς προϋποθέσεις, ὁ Εὐαγγελισμὸς παραμένει ἀμετάθετος· στὶς ἐνορίες ὅμως γίνεται ἡ προαναφερθεῖσα οἰκονομία καὶ μετατίθεται προσωρινῶς ἡ ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς.

ε) Αὐτὰ τὰ βεβαίωσαν ἐπίσης μὲ τὴν μαρτυρία τους καὶ τὰ ἐπι­κύρωσαν «μὲ τὴν σύμφωνη γνώμη τους καὶ οἱ οἰκουμ. πατριάρχες Κωνστάντιος Α΄ἀπὸ Σιναίου καὶ Γρηγόριος F΄ἀπὸ Σερρῶν». ῾Ο πατριάρχης Κωνστάντιος Α΄ γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολι τὸ 1770, ἔγινε ἀρχιεπίσκοπος Σινὰ τὸ 1805, οἰκουμενικὸς πατριάρχης τὸ 1830 μέχρι τὸ 1834, καὶ κοιμήθηκε τὸ 1859. ῾Ο πατριάρχης Γρηγόριος F΄ γεννήθηκε τὸ 1798, χειροτονήθηκε τὸ 1825 μητροπολίτης Πελαγωνείας, τὸ 1833 κατεστάθη μητροπολίτης Σερρῶν, οἰκουμενικὸς πατριάρχης α΄ φορὰ 1835-1840 καὶ β΄ 1867-1871, κοιμήθηκε δὲ τὸ 1881. Καὶ οἱ δύο λοιπὸν βρίσκονταν ἐν ζωῇ τόσο στὴν 1η ἔκδοσι τοῦ πατριαρχικοῦ Τυπι­κοῦ ποὺ ἐξέδωσε ὁ Κωνσταντῖνος Βυζάντιος τὸ 1838 ὅσο καὶ στὴν 2α ἔκδοσι αὐτοῦ τὸ 1851. Καὶ ἐνῷ καὶ στὶς δύο συγκεκριμένες χρονιὲς (1838, 1851) ἀμφότεροι βρίσκονταν ἐκτὸς πατριαρχικοῦ θρόνου, ἐντού­τοις διαπιστώνουμε ὅτι ἡ γνώμη τους καὶ ἡ μαρτυρία τους ἦταν σεβα­στὴ καὶ εἶχε κῦρος.

Ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα ὡς πρὸς τὸ πότε καὶ πῶς καὶ γιὰ ποιούς λόγους ἡ ᾿Εκκλησία ἔχει ὁρίσει νὰ μετατίθεται ἡ ἀκολουθία τοῦ Εὐαγ­γελισμοῦ, ἂν συμπέσῃ τὴν μεγ. Παρασκευὴ ἢ τὸ μέγα Σάββατο (κατὰ τὸ π.ἡ.). Καὶ ἂς μὴν πῇ κανεὶς ὅτι αὐτὸ εἶναι μόνον γιὰ τὸ Οἰκ. Πατρι­αρχεῖον, διότι τὸ Τ.Μ.Ε. εἶναι ταυτοχρόνως τὸ ἐπίσημο τυπικὸ καὶ τῶν ᾿Εκκλησιῶν ᾿Αλεξανδρείας, ᾿Ιεροσολύμων, ῾Ελλάδος, Κύπρου, Σινά, ἐν μέρει δὲ καὶ τῶν ᾿Εκκλησιῶν ᾿Αντιοχείας, Βουλγαρίας, ῾Ρουμανίας, καὶ ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων τῶν Βαλκανίων. Τὸ Τ.Μ.Ε. εἶναι τυ­πικὸν πανορθοδόξου κύρους.

 

 

4. ᾿Αβάσιμες ἀντιρρήσεις

 

᾿Αναγκάστηκα παραπάνω ὄχι ἁπλῶς νὰ παραθέσω τὶς σχετικὲς δι­ευκρινίσεις τοῦ Τ.Μ.Ε., ἀλλὰ καὶ νὰ τὶς μεταφράσω πρῶτα στὴν δημοτι­κή, καὶ κατόπιν νὰ τὶς σχολιάσω· διότι σήμερα ἔχουμε φτάσει στὸ τρα­γικὸ σημεῖο νὰ χρειάζεται νὰ μεταφράζουμε τὰ νέα ἑλληνικὰ σὲ νέα ἑλ­ληνικά! (διότι καὶ ἡ καθαρεύουσα τοῦ 1888 νεοελληνικὴ γλῶσσα εἶναι, δὲν εἶναι ἀρχαῖα ἑλληνικά), καὶ νὰ ἐξηγοῦμε ἀναλυτικῶς ἀκόμη καὶ τὰ αὐτονόητα! Ἔχουμε φτάσει σήμερα σὲ ἔσχατο σημεῖο ἀδυναμίας νὰ σκεφτώμαστε καὶ νὰ κατανοοῦμε! ᾿Αδυνατοῦμε νὰ καταλάβουμε ἕνα κείμενο, σὲ βαθμὸ ποὺ σὲ λίγο θὰ ζητοῦμε νὰ μᾶς «ἑρμηνεύσουν» ἀκόμη καὶ τὰ ἄρθρα, τοὺς συνδέσμους καὶ τὶς προθέσεις!

Πρὸ ἡμερῶν ἐνημερώθηκα γιὰ ἕνα κείμενο, στὸ ὁποῖο διατυπώνον­ται ἔντονες ἀντιρρήσεις γιὰ τὴν μετάθεσι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Οἱ ἀντιρ­ρήσεις ὅμως αὐτὲς εἶναι γραμμένες σὲ ὕφος ἐντελῶς ἀνοίκειο καὶ ἐξω­εκκλησιαστικό, οἱ θέσεις τοῦ πατριαρχικοῦ τυπικοῦ διαστρεβλώνονται καὶ παρερμηνεύονται σὲ βαθμὸ ἀπίστευτο, ὅλο δὲ τὸ ἀντιρρητικὸ κεί­μενο κινεῖται σὲ μία σφαῖρα ἐκτὸς πραγματικότητος καὶ ἐκτὸς πάσης λογικῆς, ὅπως θὰ δείξω στὴν συνέχεια. Διευκρινίζω ὅτι ἀγνοῶ παντε­λῶς τὸν συντάκτη, διότι τὸ ἐν λόγῳ κείμενο μοῦ κοινοποιήθηκε ἀνωνύ­μως. Προφανῶς ὅμως ὅσοι ἔχουν ἢ υἱοθετοῦν αὐτὲς τὶς ἀπόψεις δὲν γνωρίζουν οὐσιαστικὰ τὸ βάθος τῆς ὀρθοδόξου λειτουργικῆς παραδόσε­ως.

Παραθέτω τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου συνοδευόμενες ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα σχόλια καὶ παρατηρήσεις, διότι δυστυχῶς δὲν εἶναι ἀσυνή­θιστο στὴν ἐποχή μας κάποιοι μὲ ἐπιπολαιότητα νὰ ἐκφέρουν λόγο καὶ ἀπόψεις γιὰ τὰ πάντα, ἐπιπλέον δὲ νὰ κρίνουν καὶ νὰ καταδικάζουν κείμενα καὶ θέσεις ποὺ δὲν κατανοοῦν οὔτε στὸ ἐλάχιστο. Τώρα γιὰ ποιόν λόγο ἀσχολοῦνται, καὶ μάλιστα μὲ τόση σφοδρότητα ποὺ ἐνίοτε ἐγγίζει τὰ ὅρια τῆς ἐμπαθείας καὶ τῆς ἀσεβείας, μὲ ζητήματα ποὺ ὑπερβαίνουν τὶς δυνατότητές των, αὐτὸ εἶναι ἴσως ἕνα ἐνδιαφέρον θέ­μα, τοῦ ὁποίου ὅμως ἡ διερεύνησις ξεφεύγει τῆς δικῆς μου ἁρμοδιό­τητος.

 

α) Γράφει τὸ ἀντιρρητικὸ κείμενο· «Σχετικὰ μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἐπειδὴ φέτος συμπίπτει μὲ τὸ μέγα Σάββατο, ὑπάρχει γενικῶς ἡ ἄποψι ὅτι στὴν περίπτωσι αὐτὴ ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μετατίθεται».

᾿Εξήγησα καὶ πιὸ πρὶν ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ κάποια ἄποψι, γενικὴ καὶ ἀόριστη, ποὺ πλανᾶται ἔτσι ἀορίστως, ἀλλὰ γιὰ διάταξι τοῦ Τυπικοῦ τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας. ῞Οσοι δὲν συμφωνοῦν ἐπιχει­ροῦν συνεχῶς νὰ ὑποβαθμίσουν τὸ ἐπίσημο Τυπικὸ τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ νὰ παρουσιάσουν τὸ θέμα σὰν κάποια προσωπικὴ ἄποψι ἑνὸς τυχαίου ἀνθρώπου, καὶ μάλιστα ἄποψι ἐσφαλμένη.

Τὰ θέματα τοῦ τυπικοῦ, ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, δὲν κατανοοῦνται οὔτε ἐπιλύονται μὲ προσωπικοὺς στο­χασμούς, ποὺ μπορεῖ ἐλεύθερα νὰ κάμῃ ὁ καθένας μας στηριζόμενος στὴν ἀμάθειά του ἢ στὴν ἡμιμάθειά του ἢ στὶς ὅποιες πολλὲς ἢ λίγες ἀλλὰ πάντως περιωρισμένες γνώσεις του ἢ στὴν σκέψι του, καὶ ἀντικα­θιστῶντας ἔτσι τὸν θεσμὸ τῆς ἐκκλησίας μὲ τὸ ἄτομό του. Αὐτὸ εἶναι καθαρὰ μὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀντίληψι.

Σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ σὲ ὅλους τοὺς τόπους ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ νομίζουν ὅτι ἡ προσωπική τους διανοητικὴ ἀδυναμία εἶναι τὸ ὕψιστο κριτήριο ὀρθοδοξίας καὶ ἐκκλησιαστικότητος. Καὶ αὐτὸ εἶναι τόσο τραγικὸ καὶ κωμικὸ καὶ ἀντιφατικὸ ταυτόχρονα.

 

β) Συνεχίζει τὸ ἀντιρρητικὸ κείμενο· «Τὴν πληροφορία γιὰ τὴν με­τάθεσι τῆς ἑορτῆς τὴν βρήκαμε στὸ Τυπικὸ τοῦ Κωνσταντίνου (5η ἐπανέκδοσις, 1881, Ἀθῆναι,) ὡς ἑξῆς· ...[ἀντιγράφει τὸ κείμενο τοῦ Τυπικοῦ στὴν καθαρεύουσα, τὸ ὁποῖο ἤδη ἔχω παραθέσει πιὸ πάνω μεταφρασμένο καὶ σχολιασμένο, ὁπότε ἐδῶ τὸ παραλείπω γιὰ οἰκονομία χώρου]... Πιστεύετε ὅτι οἱ δικαιολογίες τοῦ Κωνσταντίνου εὐσταθοῦν;»

Μὲ λεκτικὰ σχήματα ἐπιχειρεῖται νὰ ὑποβαθμιστῇ τὸ ἐπίσημο τυπικό, γίνεται λόγος γιὰ μία «πληροφορία» (ὄχι γιὰ διάταξι τυπικοῦ) γιὰ τὴν μετάθεσι τῆς ἑορτῆς, γιὰ τὴν ὁποία κακῶς (–καὶ ἐλπίζω– ὄχι ἐσκεμμένως) παραπέμπουν σὲ μία νεώτερη ἐπανέκδοσι τοῦ τυπικοῦ, ἐνῷ ἡ α΄ ἔκδοσί του ἔγινε τὸ 1838, καὶ ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ ἐν λόγῳ διάταξι. ᾿Επίσης παρουσιάζεται τὸ κείμενο τοῦ τυπικοῦ σὰν «δικαιολογίες τοῦ Κωνσταντίνου», ὥστε νὰ θεωρηθῇ μειωμένου κύρους διάταξι. Διατυ­πώνεται ῥητορικῶς τὸ ἐρώτημα ἂν εὐσταθοῦν οἱ «δικαιολογίες τοῦ Κωνσταντίνου» καὶ ὑπονοεῖται ὡς ἀπάντησι ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν βέβαια νὰ εὐσταθοῦν!

Τὸ ὅτι ὁ Εὐαγγελισμὸς μετατίθεται ὑπὸ προϋποθέσεις, καὶ μάλιστα αὐστηρὰ προσδιωρισμένες, καὶ μετατίθεται ὄχι μονίμως ἀλλὰ προσωρι­νῶς γιὰ συγκεκριμένους ἐκκλησιαστικοὺς καὶ ποιμαντικοὺς λόγους, δὲν εἶναι ἄποψι ἑνὸς Κωνσταντίνου ἢ ἑνὸς Γεωργίου, ἀλλὰ εἶναι πρακτικὴ τῆς ᾿Εκκλησίας, ποὺ ἐφαρμόζεται ἐδῶ καὶ αἰῶνες· καὶ ὡς προϋπάρ­χουσα πρακτικὴ τὴν κατέγραψε ἁπλῶς, δὲν τὴν καθιέρωσε καινοτο­μῶντας, ὄχι κάποιος τυχαῖος, ἀλλὰ ὁ πρωτοψάλτης τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου Κωνσταντῖνος Βυζάντιος, τὴν κατέγραψε δὲ κατ᾿ ἐκκλησι­αστικὴν ἀνάθεσιν στὸ 1ο πατριαρχικὸ τυπικὸ ποὺ ἐξέδωσε τὸ 1838, καὶ ὅπου ῥητῶς ἀναφέρει ὅτι αὐτὴ ἡ πρακτικὴ εἶχε ἐγκριθῆ συνοδικῶς περισσότερο ἀπὸ ἕναν αἰῶνα πρὸ αὐτοῦ, ἄρα γύρω στὸ 1700 ἢ λίγο μετά, δηλαδὴ στὴν πιὸ σκοτεινὴ καὶ τραγικὴ περίοδο τοῦ γένους μεσού­σης τῆς τουρκοκρατίας. ᾿Αλλὰ οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, ποὺ νομίζουν ὅτι τὰ ξέρουν ὅλα καὶ μποροῦν νὰ τὰ κρίνουν ὅλα μὲ βάσι τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν ἄνεσι τοῦ σπιτιοῦ τους στὸν 21ο αἰῶνα, οὔτε ποὺ μποροῦν κἂν νὰ διανοηθοῦν τί πέρασε καὶ τί τράβηξε ἡ ᾿Εκκλησία ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, προκειμένου νὰ διασώσῃ τὴν πίστι της καὶ τὴν λατρεία της καὶ τὴν Βίβλο της καὶ τὴν διδασκαλία της.

Δὲν πρόκειται γιὰ προσωπικὲς σκέψεις καὶ «φτηνὲς δικαιολογίες» τοῦ Κωνσταντίνου ἀλλὰ γιὰ συνοδικὴ ἀπόφασι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πα­τριαρχείου (μὲ ἔξοχο θεολογικὸ καὶ ποιμαντικὸ σκεπτικό), ἡ ὁποία μετὰ τὸ 1838 ἐπαναλαμβάνεται σταθερὰ καὶ στὰ ἑπόμενα πατριαρχικὰ Τυπικὰ τοῦ 1851 καὶ τοῦ 1888· τὸ τελευταῖο εἶναι καὶ τὸ ἰσχῦον μέχρι σήμερα. ῾Επομένως ἐπισήμως ἡ ᾿Εκκλησία ἔχει ἀποφασίσει περὶ αὐ­τοῦ τοῦ θέματος, καὶ ἡ θέσι της ἀναγράφεται στὸ ἐπίσημο λειτουρ­γικὸ Τυπικὸν τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας. ῞Ολα τὰ ὑπόλοιπα ὀφείλονται εἴτε σὲ παρερμηνεῖες πατερικῶν λόγων καὶ κειμένων εἴτε σὲ ἀστεῖες δι­αστρεβλώσεις τῶν λειτουργικῶν τύπων καὶ συμβόλων.

 

γ) Συνεχίζει τὸ ἀντιρρητικὸ κείμενο· «Ἂν εἶναι ἀνάρμοστο νὰ συμ­ψάλλωνται ἀναστάσιμα καὶ σταυρώσιμα τροπάρια, τότε πρέπει νὰ ἀφαιρέσωμε ἀπὸ τὸν ἀναστάσιμο ὕμνο “Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμε­νοι” τὰ λόγια “Τὸν σταυρόν σου Χριστὲ προσκυνοῦμεν” καὶ νὰ “διορ­θώσουμε” αὐτὸ ποὺ λέγει, “Ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ” σὲ “Ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ θλῖψις ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ”. Ἀκόμη πρέπει νὰ καταργήσωμε ὅλους τοὺς σταυροα­ναστασίμους κανόνες καὶ τὰ σταυρώσιμα θεοτοκία ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου».

Πρόκειται γιὰ παραποίησι καὶ διαστρέβλωσι τῆς τυπικῆς διατάξεως! Πουθενὰ δὲν λέγει τὸ Τ.Μ.Ε. ὅτι «εἶναι ἀνάρμοστο νὰ συμψάλλωνται ἀναστάσιμα καὶ σταυρώσιμα τροπάρια»! Αὐτὸ εἶναι στὴν σκέψι τῶν μὴ κατανοούντων τὸ τυπικὸ ἀντιρρησιῶν, ποὺ παρουσιάζουν τὸ ἐπίσημο ἐκκλησιαστικὸ τυπικὸ νὰ λέῃ πράγματα ἐσφαλμένα καὶ ἀνόητα. Πρό­κειται γιὰ παραχάραξι τοῦ νοήματος, ἡ ὁποία ἐν τέλει χαρακτηρίζει τοὺς ἴδιους τοὺς παρερμηνευτές. Τὸ Τ.Μ.Ε. ἐξηγεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία «διετάξατο τὴν τῆς ἑορτῆς [τοῦ Εὐαγγελισμοῦ] μετάθεσιν, ἐὰν τύχῃ ἐν ταῖς δυσὶν ἡμέραις ταῖς πενθίμοις ταύταις [Μ. Παρασκευῇ καὶ Μ. Σαββάτῳ]», «οἰκονομικῶς ἀποκλείουσα τὴν ἀνάμιξιν τῶν φαιδρῶν με­τὰ τῶν πενθίμων», «καὶ δὴ πρὸς παῦσιν τῆς δοκούσης ἀνωμαλίας, μά­λιστα ἐν ταῖς τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ ἀκοαῖς τοῦ μὴ κατὰ βάθος τὰ τοῦ Πνεύματος ἐννοοῦντος». (βλέπε τὴν ἑρμηνεία τοῦ κειμένου στὴν πιὸ πάνω ἑνότητα «Λόγοι μεταθέσεως τοῦ Εὐαγγελισμοῦ».)

Αὐτὴ ἡ φράσι «οἰκονομικῶς ἀποκλείουσα» σημαίνει ὅτι τὸ Τ.Μ.Ε. ἀναγνωρίζει ὅτι κατ᾿ ἀκρίβειαν ἀκόμη καὶ αὐτοὶ οἱ ὕμνοι συμψάλλονται! (γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε ἐπιτρέπει τὴν συμψαλμωδησί τους στὶς μονές). Αὐτὸ ποὺ ὁρίζει ἐδῶ τὸ Τ.Μ.Ε. εἶναι λοιπὸν κατ᾿ οἰκονομίαν πρᾶξι, ποὺ ἀφο­ρᾷ μόνον τοὺς ὕμνους τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὴν Μ. Παρασκευὴ ἢ στὸ Μ. Σάββατο. Δὲν μιλάει γενικῶς γιὰ ὅλους τοὺς ἀναστάσιμους καὶ σταυ­ρώσιμους καὶ σταυροαναστάσιμους ὕμνους!

Καλὸ θὰ εἶναι, ὅταν θέλουμε νὰ ἐξετάσουμε ἕνα κείμενο, νὰ μένου­με προσεκτικὰ στὸ ἴδιο τὸ κείμενο καὶ νὰ μὴν προσθέτουμε νοήματα τὰ ὁποῖα φανταζόμαστε, κάνοντας ὑποθετικὲς ἐννοιολογικὲς προεκτάσεις. Εἰδάλλως ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νὰ μιμηθοῦμε (ἀκόμη καὶ ἀσυνείδητα) τὸν πρῶτο καὶ ἀρχαιότερο ἀντιρρησία καὶ διαστρεβλωτὴ στὴν παγκό­σμιο ἱστορία, τὸν ὁποῖο ἀναφέρει τὸ ἀρχαιότερο βιβλίο τοῦ κόσμου. Μέσα στὸν παράδεισο, ὅπως εἶναι γνωστό, «ἐνετείλατο Κύριος Θεὸς τῷ ᾿Αδὰμ λέγων· ᾿Απὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν οὐ φάγε­σθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανά­τῳ ἀποθανεῖ­σθε» (Γεν 2:16-17). ᾿Αλλὰ κάποιον καιρὸ ἀργότερα «εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· Τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός, οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδείσου;» (Γεν 3:1). Αὐτὴ εἶναι μέχρι καὶ σήμερα ἡ τακτικὴ τοῦ πρώτου ἀντιρρησίου καὶ διαστροφέως· διαστρεβλώνει ἐλαφρῶς λόγους καὶ κείμενα καὶ τὰ παρουσιάζει ὅτι ἔχουν δῆθεν ἀντίθετο νόημα ἀπὸ τὸ πραγματικό.

 

5. ῾Η ἀκολουθία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὸ μηναῖον

 

Στὴν συνέχεια τὸ ἀντιρρητικὸ κείμενο μεταβαίνει σὲ θέμα ἐλαφρῶς ἄσχετο μὲ τὸ ἐξεταζόμενο θέμα τοῦ τυπικοῦ καὶ λέει· «Τέτοιες διορθώ­σεις ἔκανε στὴν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ περίπου τὴν ἴδια χρονικὴ περίοδο μὲ τὸν Κωνσταντῖνο ὁ Βαρθολομαῖος ὁ Κουτλου­μουσιανός, ποὺ διέλυσε τὴν τάξι ποὺ τοῦ παρέδωσαν οἱ πατέρες του. Καὶ ἀφοῦ διέλυσε τὴν ἱερὰ ἀκολουθία, τὴν ἐπανασυνέθεσε, ἀλλὰ τοῦ περίσσευσε τὸ δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τῶν αἴνων τοῦ θείου Δαμα­σκηνοῦ Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί».

῾Ο συντάκτης ἐδῶ προφανῶς δὲν καταλαβαίνει καθόλου τί λέει καὶ νομίζει ὅτι ἔχουν γίνει πράγματα ποὺ οὐδέποτε συνέβησαν. Συνέκρινα τὴν ἀκολουθία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ὅπως τὴν διώρθωσε τὸ 1843 ὁ ἱερομόναχος Βαρθολομαῖος Κουτλουμουσιανός (δηλ. ὅπως ὑπάρ­χει καὶ στὸ σημερινὸ μηναῖο Μαρτίου) μὲ ἕνα μηναῖο ἐκδόσεως Βενετί­ας τοῦ ἔτους 1586, δηλαδὴ 257 χρόνια πρὶν ἀπὸ τὶς διορθώσεις τοῦ Βαρθολομαίου, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον δὲν διέλυσε τὴν ἀκολουθία καὶ δὲν ἀφῄρεσε ὕμνους, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως προσέθεσε. Συγκεκριμένα συνέκρινα τὶς τρεῖς ἡμέρες 24-26 μαρτίου καὶ διεπίστωσα ὅτι ὁ Βαρθολομαῖος διετήρησε τὴν ἀκολουθία καὶ τοὺς ὕμνους της μὲ τὴν σειρὰ ποὺ εἶχαν ἐξ ἀρχῆς στὸ μηναῖο, προέβη δὲ μόνον στὶς ἀκόλουθες ἀπαραί­τητες διορθώσεις καὶ βελτιώσεις·

α) Στὶς 24 μαρτίου μετέθεσε τὸ προεόρτιο κοντάκιο μετὰ τὴν 6η ᾠδή, ὅπου εἶναι ἡ κανονική του θέσι (στὸ μηναῖο τοῦ 1586 τὸ κοντάκιο βρισκόταν μετὰ τὸ μεσῴδιον κάθισμα τῆς 3ης ᾠδῆς, σὰν νὰ ἦταν δεύτε­ρο μεσῴδιο κάθισμα, ἐνῷ στὴν 6η ᾠδὴ δὲν ὑπῆρχε τίποτε).

β) Πρὶν ἀπὸ τὶς 25 μαρτίου προσέθεσε τὶς παραγράφους τοῦ μόλις πρὸ πενταετίας ἐκδοθέντος πατριαρχικοῦ τυπικοῦ γιὰ τὴν διάταξι τῆς ἑορτῆς. Αὐτὸ φυσικὰ δὲν ἀλλοιώνει τὴν τάξι τῆς ἀκολουθίας, διότι σὲ ὅσες ἐκκλησίες (κυρίως μονὲς) ἔχουν δικά τους τυπικά ἁπλῶς δὲν λαμ­βάνουν ὑπόψι τους αὐτὲς τὶς σελίδες.

γ) Μετὰ τὸν ὄρθρο τῆς 25ης μαρτίου προσέθεσε τὰ ἀντίφωνα τῆς ἑορτῆς, ποὺ δὲν ὑπῆρχαν μέχρι τότε στὰ μηναῖα. Καὶ γενικῶς παρέθε­σε τὰ σχετικὰ τῆς λειτουργίας μὲ πληρότητα καὶ αὐτονομία. ᾿Ενῷ στὰ παλαιότερα τοῦ Βαρθολομαίου μηναῖα ἡ λειτουργία ἦταν ἐλλιπής, μὲ διάταξι ποὺ ἀπαιτοῦσε νὰ προηγηθῇ ἑσπερινός! Κάτι ποὺ φυσικὰ δὲν προβλέπεται πλέον οὔτε ἀπὸ τὰ μοναστηριακὰ τυπικά. Δηλαδὴ καὶ ἐδῶ ὁ Βαρθολομαῖος δὲν ἀφαίρεσε κάτι, ἁπλῶς προσέθεσε.

δ) Στὸν ἑσπερινὸ τῆς 26ης μαρτίου ὁ Βαρθολομαῖος Κ. προσέθεσε προσόμοια ἀποστίχων, ποὺ ἐπίσης μέχρι τότε δὲν ὑπῆρχαν στὰ μηναῖα, ἐνῷ ἦσαν πλέον ἀπαραίτητα.

ε) Τέλος τὸ ἀντιρρητικὸ κείμενο δίνει τὴν ἐντύπωσι ὅτι ὁ Βαρθολο­μαῖος παρέλειψε ἕναν ὕμνο, «τὸ δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τῶν αἴνων». Καταλαβαίνει ἄραγε τί λέει καὶ γιατί διαμαρτύρεται; Πολὺ ἀμφιβάλλω. Γιὰ ποιά ἀπόστιχα αἴνων γκρινιάζει; ᾿Αφοῦ στὸν ὄρ­θρο ψάλλουμε μεγάλη δοξολογία! ῞Ολα πλέον τὰ τυπικὰ τῶν τελευ­ταίων αἰώνων, μοναστηριακὰ καὶ ἐνοριακά, ὁρίζουν μεγάλη δοξολογία στὸν ὄρθρο! Τὰ παλαιὰ μηναῖα εἶχαν διατάξεις ποὺ μπορεῖ νὰ τηροῦν­ταν τὸν 12ο καὶ 13ο αἰῶνα, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ 1500 καὶ μετὰ δὲν ἴσχυαν. Καὶ ἐν τέλει ὁ Βαρθολομαῖος δὲν ἀφῄρεσε ἀπὸ τὸ μηναῖο τὸ ἐν λό­γῳ δοξαστικὸ «Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί», ἀλλὰ τὸ διετήρησε μετὰ τὴν λειτουργία μὲ τὴν εἴδησι· «᾿Ιδιόμελον ψαλλόμενον, ὅταν τυπι­κὴ διάταξις ἀπαιτήσῃ αὐτό»! ῾Απλῶς τὸ μετακίνησε ἀπὸ τὸν ὄρθρο, διότι –ξαναλέω– δὲν χρειάζεται πλέον ἐκεῖ, ἀφοῦ ψέλνουμε δοξολογία μεγάλη καὶ ὄχι τὰ ἀπόστιχα τῶν αἴνων ἐκ τοῦ Τριῳδίου!

Οἱ παραπάνω συμπληρώσεις καὶ διορθώσεις τοῦ Βαρθολομαίου σὲ καμμία περίπτωσι δὲν συνιστοῦν ἀλλοίωσι τῆς ἀκολουθίας. ᾿Εὰν π.χ. κάποιος θελήσῃ νὰ τελέσῃ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἀκολουθῶντας κάποιο τυπικὸ τοῦ 12ου ἢ 14ου αἰῶνος, δὲν θὰ συναντήσῃ κανένα πρό­βλημα ἀπὸ τὸ σημερινὸ μηναῖο· ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι ὕμνοι ὑπάρχουν στὴν θέσι τους. Οὔτε φυσικὰ μπορεῖ κάποιος λογικὸς ἄνθρωπος νὰ κατη­γορήσῃ τὸν Βαρθολομαῖο γιὰ ἀλλοίωσι τοῦ μηναίου. Διότι οἱ ἀκολου­θίες ἐξελίσσονται καὶ τὰ μηναῖα προσαρμόζονται. ᾿Αλλιῶς θὰ πρέπει νὰ κατηγορήσουμε αὐτοὺς ποὺ τὸν 16ο αἰῶνα προσέθεσαν τὴν ἀκολου­θία τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στὸ Πεντηκοστάριο (δὲν ὑπῆρχε πρῶτα), ὅ­σους γύρω στὸ 1750 προσέθεσαν τὴν ἑορτάσιμο ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους (πρῶτα ἦταν μὴ ἑορτάσιμος), καὶ ἐκείνους ποὺ προσέθε­σαν στὰ νεώτερα χρόνια τὴν ἀκολουθία τῆς τιμίας Σκέπης στὸ μηναῖο ᾿Οκτωβρίου, γιὰ νὰ δώσω ἐλάχιστα μόνο παραδείγματα.

῾Επομένως τὰ ὅσα λέει τὸ ἀντιρρητικὸ κείμενο γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Βαρ­θολομαίου Κουτλουμουσιανοῦ βρίσκονται πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν πραγματικότητα. Τολμοῦν νὰ κατηγορήσουν κάποιον ἄλλον γιὰ ἀλλοίωσι τοῦ μηναίου ἐκεῖνοι ποὺ –συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα– ἀλλοιώ­νουν καὶ παρερμηνεύουν ἐπίσημες ἐκκλησιαστικὲς ἀποφάσεις;!

 

6. Παρερμηνειῶν συνέχεια

 

Μετὰ τὴν παρέκβασι περὶ Βαρθολομαίου Κοτυτλουμουσιανοῦ συνεχίζει τὸ ἀντιρρητικὸ κείμενο· «Ἔσφαλε ἡ Ἐκκλησία καὶ ἔπρεπε νὰ διορθώσῃ ὁ Κωνσταντῖνος τὰ ἡμαρτημένα; Στὶς ἱερὲς μονές, λέγει, νὰ ἀκολουθῆται ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξι καὶ στὶς πόλεις καὶ κῶμες νὰ γίνεται μετάθεσι τῆς ἑορτῆς· δηλαδὴ νὰ ἑορτάζεται τὸ κεφάλαιον τῆς σωτηρίας σὲ ἄλλον καιρὸ στὰ μοναστήρια καὶ σὲ ἄλλον καιρὸ στὶς πόλεις».

Παραχαράξεων καὶ παρερμηνειῶν συνέχεια! ᾿Αφοῦ μίλησε παρα­πάνω ὑποτιμητικὰ γιὰ τὶς σωστὲς καὶ ἀναγκαῖες διορθώσεις τοῦ Βαρ­θολομαίου, στὴν συνέχεια ἀλλάσσει ξαφνικὰ τὸ ὑποκείμενο τοῦ λόγου καὶ ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο καὶ διορθωτὴ Βαρθολομαῖο μεταβαίνει ἀπροει­δοποίητα στὸν πρωτοψάλτη Κωνσταντῖνο καὶ συνεχίζει νὰ μιλᾷ σὰν νὰ ἦταν ὁ Κωνσταντῖνος αὐτὸς ποὺ ὑποθετικὰ μετέβαλε τὰ κείμενα.

᾿Εκτὸς πραγματικότητος καὶ ἡ ῥητορική του ἐρώτησι! «Ἔσφαλε ἡ Ἐκκλησία καὶ ἔπρεπε νὰ διορθώσῃ ὁ Κωνσταντῖνος τὰ ἡμαρτημένα;» Δείχνει τὸν Κωνσταντῖνο δῆθεν ἀντιτιθέμενο στὴν ᾿Εκκλησία καὶ τὸν συντάκτη τοῦ ἀντιρρητικοῦ κειμένου ὡς ὑπερασπιστὴ τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐνῷ συμβαίνει μᾶλλον τὸ ἀντίθετο! Δὲν διώρθωσε μηναῖα ὁ πρωτοψάλ­της Κωνσταντῖνος ἀλλὰ ὁ ἱερομόναχος Βαρθολομαῖος. Καὶ αὐτὸ ποὺ γράφει στὸ Τυπικὸ ὁ Κωνσταντῖνος γιὰ μερικὴ μετάθεσι τοῦ Εὐαγγελι­σμοῦ δὲν εἶναι δική του ἰδέα οὔτε δική του ἀπόφασι, εἶναι ἀπόφασι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. ῾Ο Κων­σταντῖνος ἁπλῶς τὴν κατα­γράφει, ὅπως εἶχε ὑποχρέωσι.

Καὶ δὲν λέει πουθενὰ ἡ ἀπόφασι τοῦ Πατριαρχείου ὅτι διορθώνουν κάποιο λάθος, ἀλλὰ ὅτι κατ᾿ οἰκονομίαν προβαίνουν σὲ μία διευθέτησι λειτουργικὴ πρὸς διευκόλυνσι κυρίως τῶν ἐνοριακῶν ἐκκλησιῶν. ᾿Αλλὰ τὸ ἀντιρρητικὸ κείμενο παραπλανητικῶς παρουσιάζει τὴν ἀπόφασι τῆς ἐκκλησίας σὰν ἀτομικὴ γνώμη ἑνὸς μόνον προσώπου, χωρὶς κῦρος. ᾿Αλ­λοιώνει τὴν πραγματικότητα!

 

7. ῾Η θέσι τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ᾿Αθωνίτου.

 

῾Υποστηρίζει τὸ ἀντιρρητικὸ κείμενο ὅτι «ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ Νικόδημο δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μετατεθῇ, ὅπως γράφει στὸ Ἑορτοδρόμιον, σελ. 208, στὸ τέλος τῆς σημειώσεως τῶν Προλεγομένων τοῦ κανόνος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ». Ἂς δουμε λοιπὸν τί ἀκριβῶς λέει ὁ ἅγιος στὴν σημείωσί του αὐτή, ἡ ὁποία ὑπάρχει καὶ στὸν γνωστὸ Συναξαριστή του στὶς 25 Μαρτίου.

«Καὶ τοῦτο δὲ προσσημειοῦμεν, ὅτι ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ οὐδέποτε μετατίθεται εἰς ἄλλην ἡμέραν· ἀλλὰ εἰς ὁποίαν ἡμέραν τύχῃ, εἰς ἐκείνην καὶ ἑορτάζεται, καθὼς ἅπαντα τὰ Τυπικὰ συμφώνως περὶ τούτου διορίζουσι, καὶ ὁ ἀνωτέρω κανὼν τοῦ Νικηφόρου, καὶ οἱ λόγοι τῶν διδασκάλων παλαιῶν τε καὶ νεωτέρων, οἱ εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην πε­πονημένοι, καὶ μάλιστα τοῦ Βρυεννίου Ἰωσήφ. Ἐὰν γὰρ αὐτὴ ἡ ἀρχὴ οὖσα καὶ κεφαλὴ τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν μετατεθῇ, εἶναι ἀνάγκη νὰ συμμετατεθοῦν καὶ ὅλαι αἱ ἄλλαι δεσποτικαὶ ἑορταί, καὶ οὕτω νὰ γίνῃ μία μεγάλη σύγχυσις εἰς ὅλον τὸν κύκλον τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν».

Παρατηροῦμε ἐν πρώτοις ὅτι δὲν λέει ὁ ὅσιος πουθενὰ ὅτι «δὲν ἐ­πιτρέπεται νὰ μετατεθῇ ὁ Εὐαγγελισμός, ἀλλὰ ὅτι «οὐδέποτε μετατίθε­ται». Δηλαδὴ δὲν ἀποφαίνεται νὰ μὴ γίνεται μετάθεσι, ἀλλ᾿ ἁπλῶς διαπιστώνει ὅτι δὲν προβλέπεται κάτι τέτοιο. Γιατί τὸ γράφει αὐτό; ὄχι γιὰ νὰ ἀντιταχθῇ στὴν ἀπόφασι τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀλλὰ ἐπειδὴ γράφει τὸ 1805 καὶ στηρίζεται στὰ μοναστηριακὰ τυπικὰ τῆς ἐποχῆς του, τὰ ὁποῖα πράγματι τότε δὲν προέβλεπαν μετάθεσι τῆς ἑορτῆς. Διότι τὸ Τυπικὸν τοῦ Κωνσταντίνου ἐκδόθηκε τὸ 1838, δηλαδὴ 33 χρόνια μετὰ τὴν σημείωσι τοῦ Νικοδήμου καὶ 29 χρόνια μετὰ τὸν θάνατό του.

Καὶ ἄλλα πολλὰ θὰ μποροῦσα νὰ σχολιάσω γιὰ τὸ πλῆρες κείμενο αὐτῆς τῆς ἐνδιαφέρουσας σημειώσεως τοῦ Νικοδήμου, τὰ ὁποῖα ὅμως παραλείπω ἑστιάζοντας στὰ βασικώτερα.

᾿Ακόμη καὶ ἂν δεχθοῦμε ὑποθετικῶς ὅτι ὁ ἅγιος δὲν συμφωνοῦσε μὲ τὴν ἀπόφασι τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου, πάλι δὲν σημαίνει ὅτι ἡ γνώμη του εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ μία συνοδικὴ ἀπόφασι. Παράδοσι τῆς ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἡ διδασκαλία ἑνὸς ἀνθρώπου ἢ ἐπισκόπου ἢ ἱερομονάχου, ὅσο ἅγιος κι ἂν εἶναι, ἀλλὰ ἡ λεγόμενη «συμφωνία πατέρων», δηλαδὴ ὄχι ἡ διδασκαλία ἑνὸς μόνον πατρὸς ἢ καὶ δύο καὶ τριῶν, ἀλλὰ ἡ σύμφωνη γνώμη ὅλων ἢ τῶν περισσοτέρων πατέρων. Καὶ ἐπίσης πρέπει νὰ προ­έρχεται αὐτὴ ἡ διδασκαλία ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ τελευταῖα 500 ἢ ἀκόμη καὶ 1000 χρόνια! Δὲν εἶναι ἱερὰ καὶ ἁγία παρά­δοσις τῆς ἐκκλησίας κάποια διδασκαλία ποὺ δὲν προέρχεται (ἄμεσα ἢ ἔμμεσα) ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων.

῾Επομένως ἡ σημείωσι τοῦ Νικοδήμου μπορεῖ νὰ εἶναι σημαντικὴ ἀπὸ ἄποψι ἱστορική, μπορεῖ νὰ φανερώνῃ κάποια λειτουργικὴ ἐξέλιξι ἢ ἄλλο ἐνδιαφέρον στοιχεῖο, ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι αὐτοδικαίως εἶναι καὶ νόμος ἀπαράβατος τῆς ἐκκλησίας, οὔτε ἡ γνώμη του ἔχει τὸ κῦρος τῆς ῾Αγίας Γραφῆς ἢ τῶν ἀποφάσεων τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων. Πρέπει νὰ συντρέχουν καὶ ἄλλες προϋποθέσεις.

᾿Αλλὰ ὅπως θὰ δοῦμε καὶ ἀμέσως παρακάτω, ἡ σημείωσι αὐτὴ τοῦ Νικοδήμου ὑποδηλώνει ἀντίθεσι ὄχι στὴν ἀπόφασι τοῦ Πατριαρχείου ἀλλὰ σὲ διάφορες συγκεχυμένες ὑπερβολικὲς καὶ ἐσφαλμένες θέσεις περὶ μεταθέσεως τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ποὺ εἶχαν ἐμφανιστῆ ἐκείνη τὴν ἐποχή. Σ᾿ αὐτὲς τὶς θέσεις ἀντιδρᾷ ὁ Νικόδημος καὶ ὄχι στὸ τυπικὸν τοῦ Πατριαρχείου, τὸ ὁποῖο θὰ ἀργοῦσε ἀκόμη 30 χρόνια γιὰ νὰ δῇ τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ παρανόησι τοῦ κειμένου τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος, ἂν εἶχε ἐκδοθῆ στὴν ἐποχή του τὸ πατριαρχικὸ τυ­πικό, ἀσφαλῶς θὰ σεβόταν τὶς διατάξεις του.

 

8. ῾Η σημείωσι ἑνὸς ἁγιορειτικοῦ τυπικοῦ

 

Τὸ ἐξεταζόμενο ἀντιρρητικὸ κείμενο κάνει ἐπίσης ἀναφορὰ καὶ σὲ μία ἐνδιαφέρουσα σημείωσι ποὺ ἀνευρίσκεται σὲ ἕνα χειρόγραφο τυπι­κὸ τῆς μονῆς Φιλοθέου ῾Αγίου Ὄρους καὶ παρατίθεται στὴν ἔκδοσι τοῦ ῾Ρώσου ἐρευνητοῦ ᾿Αλεξίου Δημητριεύσκη «Περιγραφὴ λειτουργικῶν χειρογράφων» (Πετρούπολις 1917, τόμος 3ος, σελ. 552). Σύμφωνα μὲ τὸν συντάκτη τοῦ ἀντιρρητικοῦ κειμένου ἡ σημείωσι τοῦ χειρογράφου ἔχει τὴν ἑξῆς ἔναρξι· «Εὗρον εἰς ἕνα νεότυπον Τυπικόν (Τυπικόν, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1888, σελ. 242), διαγορεῦον περὶ τῆς θείας ἑορτῆς τοῦ θείου Εὐαγγελισμοῦ αὐτολεξεὶ οὕτως·...»

Ἂς προσέξουμε ἐδῶ τὴν μεγάλη παραποίησι τοῦ κειμένου. Τὸ χειρόγραφον τυπικὸν τῆς Φιλοθέου δὲν παραπέμπει στὸ πατριαρχικὸ Τυπικὸ τοῦ 1888! Αὐτὸ εἶναι αὐθαίρετη προσθήκη καὶ παραποίησι τοῦ σημερινοῦ συντάκτου! Δηλαδὴ τὸ ἀρχικὸ κείμενο τοῦ χειρογράφου εἶναι τὸ ἑξῆς· «Εὗρον εἰς ἕνα νεότυπον Τυπικόν, διαγορεῦον περὶ τῆς θείας ἑορτῆς τοῦ θείου Εὐαγγελισμοῦ αὐτολεξεὶ οὕτως·...»

Καὶ γιατί δὲν παραπέμπει στὴν ἔκδοσι τοῦ 1888; Διότι τὸ συγκε­κριμένο φιλοθεΐτικο τυπικὸ συντάχτηκε ἀπὸ τὸν πρώην ἡγούμενο τῆς μονῆς ᾿Ιγνάτιο τὸ 1813 (Δημητριεύσκη 3,539-540), ἐνῷ κάποιες πρόσθε­τες σημειώσεις στὰ περιθώρια τοῦ χειρογράφου ἔγιναν ἀπὸ τὸν ἴδιο γραφέα τὸ 1817 (ἔνθ᾿ ἀνωτέρω 551). Δὲν εἶναι λοιπὸν δυνατὸν τὸ χει­ρόγραφο νὰ παραπέμπῃ σὲ ἔκδοσι ποὺ πραγματοποιήθηκε 75 χρόνια μετά! Τὸ Τυπικὸν Βιολάκη, στὸ ὁποῖο πολὺ ἀπρόσεκτα καὶ ἐπιπόλαια παραπέμπει ὁ σημερινὸς συντάκτης, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβανεται ὅτι ἔτσι παραποιεῖ τὰ παλαιὰ κείμενα, ἐκδόθηκε τὸ 1888!

᾿Επίσης τὸ φιλοθεΐτικο χειρόγραφο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ παραπέμψῃ οὔτε κὰν στὸ τυπικὸ τοῦ Κωνσταντίνου, τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε τὸ 1838, ἄρα εἶναι κι αὐτὸ μεταγενέστερο τοῦ χειρογράφου κατὰ 25 χρόνια! ῾Επομένως τὸ «νεότυπον τυπικὸν» ποὺ εἶχε ὑπόψει του ὁ προηγούμενος ᾿Ιγνάτιος σὲ καμμία περίπτωσι δὲν εἶναι τὸ πατριαρχικὸ τυπικό! Ἦταν κάτι ἄλλο, τὸ ὁποῖο ἐπίσης διαστρέβλωνε καὶ παραποιοῦσε τὴν λειτουρ­γικὴ τάξι τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας. Συγκεκριμένα ἡ πλήρης σημείωσι τοῦ ᾿Ιγνατίου ἀναφέρει ὅτι αὐτὸ τὸ παράτυπο Τυπικὸ ἔγραφε τὰ ἑξῆς·

«Εὗρον εἰς ἕνα νεότυπον Τυπικόν, διαγορεῦον περὶ τῆς θείας ἑορτῆς τοῦ θείου Εὐαγγελισμοῦ αὐτολεξεὶ οὕτως· Ἐὰν τύχῃ ὁ Εὐαγγελισμὸς τῇ μεγάλῃ παρασκευῇ ἢ τῷ μεγάλῳ σαββάτῳ, νὰ μετατίθεται ἡ ἑορτὴ τῇ τρίτῃ τῆς Διακαινησίμου, ὅτι ἐν ταύταις ταῖς δύο ἡμέραις οὐκ εὐάρμο­στα τὰ χαρμόσυνα καὶ λυπηρὰ ὁμοῦ τροπάρια· τίς γὰρ συμφωνία· “Σή­μερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου” καὶ “Σήμερον χαρᾶς εὐαγγέλια”, ἢ τίς κοινωνία· “Φρίξον ἥλιε, στέναξον γῆ” καὶ “Εὐαγγελίζου γῆ χαρὰν με­γάλην”. Διὰ τοῦτο πρέπον μετατίθεται οὕτως, ἵνα τὰ χαροποιὰ τῆς ἑορτῆς μὲ τὰ χαροποιὰ τῆς ἀναστάσεως τροπάρια μελῳδήσωμεν. Κατὰ τοῦτον γοῦν τὸν τύπον ὀφείλει γίνεσθαι ἐν πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις, ἐπακολουθούσαις τοῖς ἴχνεσι τῆς μητρὸς μεγάλης ἐκκλησίας».

Πρόκειται σαφῶς γιὰ κάποιο τυπικὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (ἄγνωστο σ᾿ ἐμᾶς σήμερα) μὲ διατάξεις ἐν πολλοῖς ἀντίθετες πρὸς τὴν ἀπόφασι τοῦ Πατριαρχείου, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ ἑξῆς σημεῖα.

α) Κατ᾿ ἀρχὰς μιλάει γιὰ μετάθεσι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ὄχι στὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα ἀλλὰ στὴν Τρίτη τῆς διακαινησίμου, δηλαδὴ μετά­θεσι 5 ἡμερῶν!

β) Δεύτερον, ὑπονοεῖ αὐτὴ ἡ διατύπωσι ὅτι ὁ Εὐαγγελισμὸς δὲν θὰ πρέπει νὰ συμψάλλεται οὔτε ἂν τύχῃ ἀνήμερα τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα ἢ τὴν Δευτέρα τῆς διακαινησίμου! Δηλαδὴ στὴν πραγματικότητα ὁρίζει περισσότερες καὶ συχνότερες περιπτώσεις μεταθέσεων. Ἄλλο πρᾶγμα ὅμως νὰ ἐπιτρέπεται γιὰ εἰδικοὺς λόγους μετάθεσι σπανίως μία φορὰ στὰ 30-40 χρόνια καὶ ἄλλο κάθε 5 χρόνια.

γ) Τρίτον, σημειώνει τὸ νεότυπον τυπικὸν ὅτι «ἐν ταύταις ταῖς δύο ἡμέραις οὐκ εὐάρμοστα τὰ χαρμόσυνα καὶ λυπηρὰ ὁμοῦ τροπάρια»· ἐνῷ ἀντιθέτως τὸ πατριαρχικὸ τυπικὸ δὲν λέει ὅτι δὲν ταιριάζουν, ἀλλὰ ὅτι ἡ ἀσυμφωνία τῶν τροπαρίων εἶναι φαινομενική, διότι ὁ ἁπλὸς λαὸς δὲν κατανοεῖ τὰ πνευματικά. Γι᾿ αὐτὸ ἡ μετάθεσι ἀπὸ τὸ πατριαρχεῖο γίνεται «οἰκονομικῶς», ὄχι συχνά, καὶ μὲ αὐστηροὺς περιορισμούς.

δ) Τέταρτον, ἀναφέρει τὸ νεότυπον τυπικὸν ὅτι ἡ μετάθεσι «ὀφεί­λει γίνεσθαι ἐν πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις», δηλαδὴ καὶ στὶς ἐνορίες καὶ στὰ μοναστήρια, ἄρα δὲν σέβεται τὰ ἀρχαῖα τυπικὰ καὶ ἀλλοιώνει τὴν λειτουργικὴ παράδοσι! ᾿Ενῷ τὸ πατριαρχικὸ τυπικὸ μὲ σαφήνεια καὶ αὐστηρότητα τονίζει ὅτι τὰ μοναστηριακὰ τυπικὰ παραμένουν ἀμετά­βλητα καὶ ἀμετακίνητα καὶ περιβάλλονται μὲ σεβασμὸ καὶ κῦρος. Τὸ πατριαρχικὸ τυπικὸ καὶ διασῴζει τὴν ἀκρίβεια τῆς τάξεως καὶ διατηρεῖ τὰ μοναστηριακὰ τυπικὰ καὶ μεταχειρίζεται τὴν οἰκονομία γιὰ τὶς ἐνο­ρίες μὲ τρόπο ποιμαντικὸ λογικὸ σοφὸ καὶ κυρίως θέτοντας ὅρια καὶ περιορισμοὺς στὴν «κατ᾿ οἰκονομίαν» πρᾶξιν.

Τόσο μεγάλες καὶ σημαντικὲς εἶναι οἱ διαφορὲς τοῦ ἄγνωστου ἐκεί­νου τυπικοῦ ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τοῦ Πατριαρχείου. Καὶ μόνον ἕνας ἀδαὴς περὶ τὰ λειτουργικὰ ζητήματα θὰ ἔκανε τὸ λάθος νὰ ταυτίσῃ τὶς διατάξεις τοῦ «τυπικοῦ» ἐκείνου μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς Μεγάλης ᾿Εκ­κλησίας.

῾Ο ᾿Ιγνάτιος στὴν ἐν λόγῳ σημείωσί του σχολιάζει γιὰ τὶς ἀνωτέρω παράτυπες διατάξεις· «Μὴ στοχαζόμενος τοῦ ἐν τῇ ἑορτῇ κεκρυμμένου μυστηρίου, λέγει ἀνωτέρω νὰ μετατίθεται ἡ ἑορτὴ τῇ γ΄ τῆς διακαινησί­μου· ἐπειδὴ ἡ αὐτὴ ἑορτὴ ἂν μετατεθῇ, ἐλατοῦται ὁ ἀριθμὸς τῶν ἡμε­ρῶν ὁποὺ ἐστάθη ὁ Κύριός μας εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Θεοτόκου, ὅθεν εἶναι μεγάλη παρανομία ἢ καὶ νὰ εἰπῶ αἵρεσις, διὰ τοῦτο μὴ σὲ καταπείσῃ τινὰς νὰ μεταθέσῃς τὴν ἑορτὴν ταύτην καὶ οἵᾳ ἡμέρᾳ τύχῃ, ἑόρτασον αὐτὴν κατὰ τὴν ἑρμηνείαν ἐν κεφαλαίῳ ξγ΄ καὶ ξδ΄».

Τὸ Τυπικὸν τῆς Φιλοθέου ἔχει δίκιο νὰ παίρνῃ ἀρνητικὴ καὶ ἀμυν­τικὴ στάσι ἀπέναντι στὶς ὑπερβολικὲς καὶ ἀντιπαραδοσιακὲς προβλέ­ψεις ποὺ διαδίδονταν ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἂν καὶ βέβαια καὶ αὐτὴ ἡ ἀντίδρασί του ἔχει ἐπίσης ὑπερβολὲς καὶ ἀκρότητες, ὅπως συνήθως συμβαίνει σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἀντιπαραθέσεως διαφορετικῶν ἀπό­ψεων. Αὐτὲς τὶς ὑπερβολὲς ὅμως δὲν θὰ πρέπει νὰ τὶς λαμβάνουμε κα­τὰ γράμμα σὰν νὰ εἶναι δογματικὲς ἀποφάσεις οἰκουμενικῆς συνόδου. ῾Η οὐσία εἶναι ὅτι μὲ τὴν σοφὴ ἐπέμβασι καὶ ποιμαντικὴ μέριμνα τοῦ Πατριαρχείου τὸ ὅλο θέμα βρῆκε τὴν σωστὴ λύσι του, βρέθηκε ἡ χρυσὴ τομή, χωρὶς νὰ ἐπικρατήσουν οἱ ἀκρότητες καμμιᾶς πλευρᾶς.

 

᾿Απὸ τὰ παραπάνω φαίνεται ὅτι κάποιοι εἶχαν παρεξηγήσει τὴν ἀπὸ τοῦ 18ου αἰῶνος τάξι τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας περὶ οἰκονομικῆς μετα­θέσεως τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, καὶ κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενον «ἔγιναν βασι­λικώτεροι τοῦ βασιλέως» μὲ ὑπερβολικὲς καὶ συχνὲς μεταθέσεις τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ δημιουργῶντας μία ἀντιπαραδοσιακὴ «φιλοσοφία» τυπικοῦ. Αὐτὰ τὰ παράτυπα «τυπικὰ» εἶχαν ἀσφαλῶς ὑπόψει των ὁ ὅσιος Νικόδημος καὶ ὁ σχεδὸν σύγχρονός του συντάκτης τοῦ τυπικοῦ τοῦ 1813· σ᾿ αὐτὰ ἀναφέρονται καὶ σ᾿ αὐτὰ ἀντιδροῦν καὶ ὄχι στὸ Τυπι­κὸν τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας, τὸ ὁποῖο στὴν ἐποχή τους δὲν εἶχε κὰν ἐκ­δοθῆ. ῾Επομένως ὅσα λέγουν καὶ γράφουν οἱ δύο ᾿Αθωνῖτες συγγραφεῖς στὴν ἀρχὴ τοῦ 19ου αἰῶνος καλῶς τὰ λέγουν καὶ τὰ γράφουν, διότι ὑπερασπίζονται τὴν μακραίωνα μοναστικὴ καὶ ἁγιορειτικὴ τάξι, τὴν ὁ­ποία τότε κάποιοι (συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα) ἐπιχειροῦσαν νὰ διασαλεύ­σουν καὶ νὰ ἀλλοιώσουν. Κακῶς ὅμως σήμερα ὡρισμένοι νομίζουν ὅτι οἱ ἀντιδράσεις αὐτὲς στρέφονται κατὰ τῆς προβλέψεως τοῦ Τ.Μ.Ε. περὶ μερικῆς καὶ σπανίας καὶ προσωρινῆς καὶ κατ᾿ οἰκονομίαν μεταθέσεως τῆς ἀκολουθίας ὑπὸ αὐστηρὰ προσδιωρισμένες προϋποθέσεις. ῞Οσοι τὸ νομίζουν αὐτὸ ἁπλῶς ἀγνοοῦν τὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ πα­ρερμηνεύουν τὰ κείμενα.

᾿Αλλὰ καὶ ἂν τυχὸν κανεὶς παραμένῃ ἀμετάπειστος καὶ θεωρεῖ ὅτι τὸ χειρόγραφον τυπικὸν τοῦ 1813 ἀντιτίθεται στὴν πατριαρχικὴ ἀπόφα­σι, ἂς συλλογιστῇ πάλι· τί εἶναι πιὸ ἔγκυρο; ἡ συνοδικὴ ἀπόφασι τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου, ποὺ μεριμνοῦσε γιὰ τὴν τάξι τῆς λατρείας ἑκατομ­μυρίων ὀρθοδόξων χριστιανῶν (τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπὸ τὴν διοίκησι τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας βρίσκονταν ὄχι μόνον ὅλη ἡ ῾Ελλὰς καὶ ἡ Μικρὰ ᾿Ασία, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ Βαλκάνια καὶ ὅλοι γενικῶς οἱ ὀρθόδοξοι ἀπὸ τὸν Πόντο καὶ τὴν ᾿Ανατολία μέχρι τὴν Οὐκρανία καὶ τὴν κεντρικὴ Εὐ­ρώπη), ἢ ἕνα μοναστηριακὸ τυπικὸ ποὺ ἐξυπηρετοῦσε μόνον τοὺς μοναχούς του καὶ τὸ ὁποῖο στὶς ἀμέσως διπλανὲς μονὲς δὲν εἶχε καμμία ἀπολύτως ἰσχύ;

Αὐτά, γιὰ νὰ μὴ νομίζουν ὡρισμένοι ὅτι τὰ μοναστικὰ τυπικὰ εἶναι σὰν ἀποφάσεις οἰκουμενικῆς συνόδου. Ἄλλη εἶναι ἡ ἀξία τους καὶ ἡ σημασία τους. Βεβαίως καὶ πρέπει νὰ εἶναι σεβαστά, ἀλλὰ μέσα στὰ πλαίσια ποὺ ἔχει θέσει ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξις. ῞Οσο γιὰ τὸ συγκεκρι­μένο φιλοθεΐτικο τυπικὸ τοῦ 1813 ἂς προσέξουν οἱ ἐνδιαφερόμενοι ὅτι ὁμιλεῖ μὲ ἀρνητικὸ τρόπο γιὰ τοὺς «κολλυβᾶδες» πατέρες (ὅτι ἔχουν «πεῖσμα σατανικόν»!), ὅτι ὑποστηρίζει πὼς ἐπιτρέπονται νὰ γίνωνται μνημόσυνα ἀκόμη καὶ τὶς Κυριακές, πὼς τὰ κτητορικὰ μνημόσυνα τε­λοῦνται ἀκόμη καὶ τὴν μεγ. ἑβδομάδα καὶ τὴν διακαινήσιμο, καὶ ἄλλα τινά (Δημητριεύσκη 3, 554-555).

᾿Επίσης τὸ ἴδιο τυπικὸ γράφει τὰ ἑξῆς ἐνδιαφέροντα γιὰ τὴν τάξι τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ· «᾿Ιστέον ὅτι κατὰ τὴν ἑρμηνείαν [= διά­ταξιν] τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὁποὺ ἐσημειώσαμεν ἐνταῦθα, μόνον ἡμεῖς οὕτως ἀκολουθοῦμεν, τὰ δὲ λοιπὰ μοναστήρια ἀκολουθοῦν κατὰ τὸν παλαιόν τύπον· ὅθεν ὄντος [sic] τοῦ μοναστηρίου μας ἑορτή, πρέπει νὰ πανηγυρίζωμεν λαμπροτέρως τὴν τοιαύτην ἑορτὴν ἀπὸ τοὺς λοιπούς· ὅθεν μὴ ξενίζεσαι, ἀδελφέ, βλέποντας τὴν ἀλλαγὴν τῆς ἀκολουθίας τοῦ θείου Εὐαγγελισμοῦ οὐδὲ νὰ μᾶς κατηγορήσῃς»!

Δηλαδὴ ἕνα μοναστῆρι ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἀλλάξῃ τὸ ἀρχαῖο τυ­πικὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ νὰ εἶναι ἀκατηγόρητο γι᾿ αὐτὴν τὴν ἀλλαγή (λὲς καὶ τόσους αἰῶνες πρὶν δὲν ὑπῆρχαν μοναστήρια τοῦ Εὐαγγελι­σμοῦ, ποὺ ὅμως σεβάστηκαν τὸ τυπικὸ καὶ δὲν ἐθεώρησαν πρέπον νὰ ἐπιφέρουν καμμία ἀλλαγὴ στὰ πατροπαράδοτα), ἀλλὰ ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία δὲν ἔχει τὸ ἴδιο δικαίωμα; δὲν μπορεῖ νὰ τακτοποιή­σῃ τὰ τῆς λατρείας πρὸς ποιμαντικὴ ἐξυπηρέτησι ἑκατομμυρίων πιστῶν; Καὶ θὰ ἔρθουν κάποιοι σύγχρονοι, ποὺ δὲν ἔχουν ἰδέα ἀπὸ ὅσα ἀνα­φέρθηκαν ἐδῶ, νὰ ἐλέγξουν ὡς καινοτομία μία ἱστορικὴ ἀπόφασι τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου παρουσιάζοντας ὡς κατηγορητήριο τὸ τυπικὸν τῆς Φιλοθέου, ποὺ ἐπίσης καινοτομεῖ καὶ παρεκκλίνει σὲ ἄλλα σημεῖα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη λατρευτικὴ παράδοσι; Εἰλικρινὰ κάτι τέτοιο εἶναι τὸ ἄκρον ἄωτον τοῦ παραλογισμοῦ!

῾Ο ἅγιος Φώτιος ὁ μέγας λέει σὲ κάποια ἐπιστολή του ὅτι σεβόμα­στε τοὺς ἁγίους τῆς ἐκκλησίας, καὶ ἂν τυχὸν κάποιος ἀστόχησε σὲ κάτι (διότι καὶ οἱ ἅγιοι ἦσαν ἄνθρωποι καὶ μπορεῖ σὲ κάτι νὰ λάθεψαν), ἁπλῶς τὸ ἀποσιωποῦμε καὶ διασῴζουμε ἔτσι τὴν τιμὴ πρὸς τὸν ἅγιο. Σήμερα ὅμως μὲ τὴν μανία πολλῶν χριστιανῶν νὰ πιάνωνται ἀπὸ μία φράσι, ποὺ συμφωνεῖ (πραγματικὰ ἢ κατὰ φαντασίαν, δὲν ἔχει τό­σο σημασία) μὲ κάποια προσωπική τους ἄποψι, νὰ τὴν ἀπομονώνουν ἀπὸ τὴν συνάφειά της, νὰ τὴν τονίζουν καὶ νὰ τὴν διατυμπανίζουν, εἶναι δύσκολο νὰ ἀποσιωπήσῃς κάποια ἀσάφεια ἢ ἄλλη ἀτέλεια ἁγίου τινός. ᾿Αναγκάζεσαι νὰ μιλήσῃς καὶ γι᾿ αὐτὰ ποὺ θὰ ἔπρεπε ἁπλῶς νὰ τὰ προσπερνᾶμε.

 

9. ῾Η γνήσια ὀρθόδοξη λειτουργικὴ παράδοσι

 

Τὸ νὰ ἰσχυριστῇ κανεὶς ὅτι δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα ἡ σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ ῥυθμίζῃ θέματα τῆς λατρείας εἶναι ἀστεῖο καὶ ἀντιεκκλησιαστικό. ῾Ο ἐπίσκοπος ἔχει κεντρικὴ θέσι καὶ εὐ­θύνη ὄχι μόνον σὲ θέματα δογματικά, διοικητικὰ καὶ ποιμαντικά, ἀλλὰ καὶ λατρευτικά. ῾Η δὲ σύνοδος τῶν ἐπισκόπων εἶναι τὸ καθ᾿ ὕλην ἁρμό­διο ἐκκλησιαστικὸ ὄργανο γιὰ τὴν ἐπίλυσι καὶ τέτοιων ζητημάτων, σύμ­φωνα βέβαια μὲ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ λειτουργικὴ παράδοσι· ὅπως ἀκριβῶς ἡ α΄ οἰκουμενικὴ σύνοδος καθώρισε τὰ τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ πάσχα.

Τὸ νὰ ἰσχυριστῇ ἐπίσης κανεὶς ὅτι δὲν πρέπει νὰ μετατίθεται οὔτε κατ᾿ ἐξαίρεσιν ὁ Εὐαγγελισμός, διότι τότε δὲν θὰ εἶναι ἀκριβῶς 9 μῆνες τὸ διάστημα ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμὸ μέχρι τὰ Χριστούγεννα, εἶναι ὄχι μόνον ἀστεῖο ἀλλὰ δείχνει καὶ παχυλὴ ἄγνοια τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ἐξελίξεως τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, καθὼς καὶ πῶς διαμορφώθηκε τὸ σημερινὸ ἑορτολόγιό της. ᾿Εδῶ δὲν ἔχει σταθερὴ ἡμερομηνία ἡ μεγα­λείτερη ἀρχαιότερη καὶ κυριώτερη γιορτὴ τῶν Χριστιανῶν, τὸ ἅγιον πάσχα, ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν διαμαρτυρήθηκε οὔτε σκέφτηκε νὰ πῇ ὅτι μέσα σὲ 3-4 μῆνες ἀπὸ τὰ χριστούγεννα γιορ­τάζουμε κιόλας τὴν σταύρωσι καὶ τὴν ἀνάστασι! Οὔτε ὅτι ἀπὸ πάσχα σὲ πάσχα ἄλλοτε ἔχουμε 400 μέρες καὶ ἄλλοτε περίπου 300!

᾿Εδῶ ἔχουν μετατεθῆ σὲ ἄλλες ἡμέρες ἀπὸ τὶς ἀρχικές, καὶ μονί­μως μάλιστα, καὶ τὰ Χριστούγεννα, καὶ τὰ Θεοφάνεια, καὶ ἡ Μετα­μόρφωσις, ἡ δὲ τελευταία μάλιστα μετετράπη ἀπὸ κινητὴ ἑορτὴ ποὺ ἦταν πρῶτα σὲ ἀκίνητη!

῞Οσο γιὰ τὸν Εὐαγγελισμό, οἱ μεταθέσεις ποὺ ἔχει δεχτῆ εἶναι πάρα πολλές. ᾿Αρχικὰ (μέσα στὸν 4ο αἰῶνα) γιορταζόταν στὶς 5 ἰανου­αρίου μαζὶ μὲ τὰ τότε Χριστούγεννα (5-6-7 ἰανουαρίου), μετὰ στὶς 26 δεκεμβρίου (ἀπὸ τὸν 5ο αἰῶνα, ποὺ μεταφέρθηκαν τὰ Χριστούγεννα στὶς 25 δεκεμβρίου), ὕστερα πῆγε λίγες ἡμέρες πρὸ τῶν Χριστουγέννων (σημερινὴ Κυριακὴ τῶν προπατόρων ἢ τῶν πατέρων), καὶ ἀργότερα μετατέθηκε στὶς 25 μαρτίου. ᾿Αλλὰ καὶ τότε, ἂν τύχαινε ἡ ἑορτὴ ἀπὸ δευτέρας μέχρι παρασκευῆς τῶν νηστειῶν, δὲν γινόταν λειτουργία, ἀλλὰ ΜΕΤΑΘΕΣΙ τῆς ἑορτῆς στὸ ἑπόμενο σάββατο. Ἔτσι καθιερώ­θηκε τὸ σάββατον τῆς ᾿Ακαθίστου ὑμνῳδίας, ποὺ ἦταν ἀρχικὰ μετάθεσι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ κατόπιν ἔμεινε σὰν δευτέρωσις τῆς ἑορτῆς. Καὶ σὲ ἑπόμενο χρόνο (μετὰ τὸν 6ο αἰῶνα) καθιερώθηκε νὰ γίνεται προηγι­ασμένη σὲ ὅποια ἡμέρα τύχαινε ὁ Εὐαγγελισμός, καὶ πολὺ ἀργότερα τελικὰ καθιερώθηκε νὰ γίνεται τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τελεία λειτουργία ὁποιαδήποτε ἡμέρα τῆς Τεσσαρακοστῆς καὶ ἂν τύχῃ.

Καὶ ἀπὸ τὸν 9ο μέχρι τὸν 12ο αἰῶνα ἔχουμε μεγάλη ποικιλία τυπι­κῶν γιὰ τὸν Εὐαγγελισμό, ἐκ τῶν ὁποίων ἄλλα μιλοῦν γιὰ προηγια­σμένη, ἄλλα γιὰ τελεία λειτουργία, ἄλλα νὰ προψάλλεται ἢ νὰ μετατί­θεται ἡ ἑορτή, ἄλλα γιὰ προηγιασμένη τὴν μεγ. Παρασκευή, ἄλλα γιὰ λειτουργία τοῦ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ τὴν μεγ. Παρασκευή, μέχρι καὶ κάποια μεμονωμένα τυπικὰ ποὺ λένε ὅτι πρέπει νὰ μετατίθεται γιὰ νὰ μὴ συμψάλλεται οὔτε μὲ τὸ πάσχα! τὰ ὁποῖα φυσικὰ καὶ δὲν ἐπικράτησαν. ῞Ολα αὐτὰ τὰ τυπικὰ ὁ ὅσιος Νικόδημος καὶ ἄλλοι πατέρες τῆς ἐποχῆς του δὲν τὰ γνώριζαν, διότι ἀνακαλύφθηκαν σὲ χειρόγραφα καὶ ἐκδόθηκαν 100 χρόνια μετὰ τὴν κοίμησί τους. Οἱ ἅγιοι εἶναι ἅγιοι, ὄχι θεοὶ ἀλάθητοι· τοὐλάχιστον ἔτσι ὑποτίθεται ὅτι πιστεύουμε στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία. Στὶς ἄλλες θρησκεῖες δὲν ξέρω τί γίνεται.

Καὶ σήμερα ἀκόμη ἂν τύχῃ Καθαρὰ Δευτέρα στὶς 2 φεβρουαρίου (πάσχα 22 μαρτίου π.ἡ.), ἐμεῖς γιορτάζουμε τὴν ὑπαπαντὴ ἀμετάθετη καὶ ἀρχίζουμε τὴν νηστεία μία ἡμέρα ἀργότερα, ἐνῷ οἱ Σλαυικὲς ἐκκλη­σίες (῾Ρῶσοι κ.λπ.) μεταθέτουν τὴν ὑπαπαντὴ μία ἡμέρα πρίν (στὴν Κυ­ριακὴ τῆς τυρινῆς) καὶ κανεὶς δὲν σκέφτηκε νὰ τοὺς κατηγορήσῃ καὶ νὰ τοὺς ἀφορίσῃ, ἐπειδὴ γιορτάζουν τὸν σαραντισμὸ τοῦ Χριστοῦ στὶς 39 ἡμέρες! Τί ἄλλο θ᾿ ἀκούσουμε στὴν τρελὴ ἐποχή μας!

᾿Εν τέλει οἱ σύγχρονοι ὄψιμοι αὐτόκλητοι καὶ ὑπερευαίσθητοι ὑπερ­ασπιστὲς τοῦ ἀμεταθέτου τῆς ἀκολουθίας δείχνουν παρόμοια εὐαισθη­σία καὶ γιὰ κάποια ἄλλα λειτουργικὰ ζητήματα τῆς ἐποχῆς μας, τὰ ὁποῖα πράγματι χρειάζονται διόρθωσι; ᾿Ενοχλοῦνται καθόλου ἀπὸ τὴν μετάθεσι τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς προηγιασμένης σὲ πρωινὲς ὧρες (ἢ καὶ μέσα στὴν προηγούμενη νύχτα καμμιὰ φορά); ᾿Ενοχλοῦνται καθόλου ἀπὸ τὴν μετάθεσι τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς γονυκλισίας τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς ἀμέσως μετὰ τὴν λειτουργία τῆς πεντηκοστῆς καὶ ἀπὸ τὴν συνακόλουθη τέλεσι γονυκλισίας σὲ ὥρα ποὺ κανονικῶς ἀκόμη ἀπαγορεύεται, σύμφωνα καὶ μὲ τὸ Πηδάλιον τοῦ ὁσίου Νικοδήμου; ᾿Ενοχλοῦνται ἀπὸ τὴν μετάθεσι τῆς λειτουργίας ἐντὸς τῆς νυκτὸς στὶς νεωτεριστικὲς ἀγρυπνίες τῆς ἐποχῆς μας, ἐνῷ κανονικὰ κατὰ τὴν ἀρχαίαν τάξιν πρέ­πει νὰ γίνεται διακοπὴ μετὰ τὸν ὄρθρο (καὶ τὴν α΄ ὥρα) καὶ νὰ τελῆται ἡ λειτουργία λίγο ἀργότερα, ὥστε νὰ ὁλοκληρώνεται «ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου»;

 

Συμπληρώνω ἐφέτος 23 χρόνια ἐνασχολήσεως μὲ τὸ τυπικὸ καὶ συνεχοῦς μελέτης του. ᾿Απὸ αὐτά, τὰ τελευταῖα 15 δὲν ἔχω πάψει νὰ ἀρθρογραφῶ, νὰ μιλῶ δημοσίως, νὰ ἐκδίδω εἰδικὲς μελέτες καὶ τυπικά, νὰ ἐξηγῶ καὶ νὰ δίνω στοιχεῖα γιὰ τὴν πραγματική μας λειτουργικὴ παράδοσι. ᾿Αλλὰ δυστυχῶς νιώθω σὰν νὰ μιλῶ σὲ τοῖχο, σὰν νὰ ἀπευ­θύνωμαι σὲ κουφοὺς καὶ τυφλούς, ἢ ἀκόμη χειρότερα σὲ παράλογους ἀνθρώπους. ᾿Εὰν κανεὶς δὲν παρακολουθήσῃ τὰ ὅσα ἔχω δημοσιεύσει γιὰ τὰ θέματα αὐτά, δὲν μπορεῖ εὔκολα νὰ καταλάβῃ καὶ νὰ ἑρμηνεύσῃ τὶς τυπικὲς διατάξεις.

Γιὰ τὴν καθιέρωσι τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν·

῾Η πραγματικὴ ἡμερομηνία τῆς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως 

Καὶ πάλι γιὰ τὴν πραγματικὴ ἡμερομηνία τῆς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως

Μεταθέσεις ἀκολουθιῶν·

Μεταθέσεις καὶ παραλείψεις ἀκολουθιῶν [2017]

Μεταθέσεις καὶ παραλείψεις ἀκολουθιῶν τοῦ ἔτους 2018

Γιὰ τὸν Εὐαγγελισμό·

11. Γιὰ τὸ μάθημα «Σὲ προκατήγγειλε»

 

 

Τυπικὸν ἀμφοτέρων τῶν περιπτώσεων·

  1. ῾Ο Εὐαγγελισμὸς τῷ Μεγ. Σαββάτῳ,  μοναστικὴ ὑποτύπωσις [2018]
  2. ῾Ο Εὐαγγελισμὸς τῇ Κυριακῇ τοῦ Πάσχα, σύμφωνα μὲ τὸ Τ.Μ.Ε. [2018]

 

᾿Επίσης ἔχω ἠχογραφήσει καὶ δύο ἐκπομπές, μία γιὰ τὸ τυπικὸν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μὲ εἰδικὴ ἀναφορὰ στὴν ἐφετινὴ περίπτωσι, καὶ μία γιὰ τοὺς ὕμνους τῆς ἴδιας ἑορτῆς· ἀλλὰ δυστυχῶς γιὰ τεχνικοὺς λόγους δὲν μπορῶ νὰ τὶς ἀναρτήσω ἐδῶ.

 

 

 

 

Πρώτη δημοσίευσι· www.symbole.gr, 27/3/2018 (ν.ἡ), 14/3/2018 (π.ἡ.).