3. Τυπικόν Θέματα τυπικοῦ (ἐρωταποκρίσεις, ἄρθρα, μελέτες) Δίπτυχα τῆς ἐκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος — ἱστορία 90 ἐτῶν (2013)

 

 

Δίπτυχα τῆς ἐκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος

— ἱστορία ἐνενῆντα ἐτῶν

 

Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου

δρος μουσικολόγου-τυπικολόγου

ἐπιμελητοῦ τῶν Διπτύχων

 

Τὰ γνωστὰ σὲ ὅλους τοὺς κληρικοὺς καὶ ψάλτες Δίπτυχα τῆς ἐκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος συμπληρώνουν ἐφέτος 90 χρόνια συνεχοῦς ἐκδοτικῆς παρουσίας. τὴν ἀρχὴ τῆς παρούσης ἐκδόσεως ἔθεσε τὸ 1924 ὁ ἀείμνηστος ᾿Εμμανουὴλ Φαρλέκας μὲ τὸ «᾿Εγκόλπιον ᾿Εκκλησιαστικὸν ῾Ημερολόγιον» ποὺ ἐξέδιδε ἀνελιπῶς ἐπὶ 30 χρόνια μέχρι τὸ 1953. ἡ ἔκδοσις ξεκίνησε τὸ 1924 λόγῳ τῆς διορθώσεως τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου κατὰ 13 ἡμέρες, πρᾶγμα ποὺ ἐπέφερε καὶ ἀλλαγὲς στὴν λειτουργικὴ τάξι καὶ στὶς συμπτώσεις τῶν κινητῶν καὶ ἀκινήτων ἑορτῶν τῆς ᾿Εκκλησίας.

Στὴν ἀρχὴ ἦταν σὰν ἕνα μικρὸ ἡμερολόγιο τσέπης, ποὺ περιεῖχε τὰ ἀποστολευαγγέλια τῶν Κυριακῶν μὲ βάσι τὸ διωρθωμένο ἡμερολό­γιο. πολὺ σύντομα οἱ νέες περιπτώσεις τυπικοῦ ποὺ δημιουργήθηκαν καὶ τὸ κενὸ ποὺ ὑπῆρχε ὡς πρὸς τὴν κάλυψί τους, ἀφοῦ δὲν προβλέ­πονταν ἀπὸ τὰ μέχρι τότε τυπικά, ὡδήγησαν τὸν ᾿Ε. Φαρλέκα στὸ νὰ μετα­τρέψῃ τὴν ἔκδοσι ἀπὸ ἐτήσιο ἡμερολόγιο σὲ συνοπτικὸ ἐτήσιο τυπικό. ταυτόχρονα περιεῖχε καὶ σύντομα διοικητικὰ στοιχεῖα τῆς ἐκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος ἀλλὰ καὶ τῶν ἐν ῾Ελλάδι ἐπαρχιῶν τοῦ οἰκου­μενικοῦ θρόνου. ἔτσι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας της ἡ συγκεκρι­μένη ἔκδοσις περιεῖχε ἀπαραιτήτως τὰ ἀκόλουθα στοιχεῖα· α) ἐτήσιο ἡμερολόγιο, β) τὸ κυριακοδρόμιον τοῦ ἔτους, γ) ἐτήσιο τυπικό, δ) διοι­κητικὰ στοιχεῖα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας, καὶ ἰδιαιτέρως τὰ ἐν ῾Ελλά­δι. αὐτὰ παραμένουν μέχρι σήμερα τὰ κύρια περιεχόμενα τοῦ βιβλίου.

Τὸ 1954 τὴν ἔκδοσι ἀνέλαβε πλέον ἡ ἐκκλησία τῆς ῾Ελλάδος μὲ τὸν τίτλο «᾿Εκκλησιαστικὸν ῾Ημερολόγιον», συνεχίζοντας τὴν ἔκδοσι Φαρλέκα, ὅπως ῥητῶς δηλωνόταν σὲ συνοδικὰ ἔγγραφα τῆς ἐποχῆς (συνοδικὲς ἐγκύκλιοι 700/1952, 743/1953, 845/1956, 879/1956), γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ ἔτη ἐκδόσεως ἀριθμοῦνταν ὡς συνέχεια τῶν προηγουμένων· δηλαδὴ 1954: ἔτος 31ον, κ.λπ., 1958: ἔτος 35ον. τὸ 1959 ἔγινε ἀναδιάταξις καὶ ἐμπλουτισμὸς τῆς ἐκδόσεως, ἡ ὁποία μετωνομάστηκε σὲ «῾Ημερολόγιον τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος». παραλλήλως τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἀριθμήθηκε ὡς πρῶτο τῆς ἀνανεωμένης ἐκδόσεως, παραθεωρου­μένης τῆς προηγη­θείσης ἐκδοτικῆς τριακονταπενταετίας· δηλαδὴ 1959: ἔτος 1ον (ἀντὶ 36ον), 1963: ἔτος 5ον (ἀντὶ 40όν), 1983: ἔτος 25ον [ἀντὶ 60όν], 1989: ἔτος 31ον [ἀντὶ 66ον]).

Τὸ 1989 τὸ ῾Ημερολόγιον μετονομάζεται σὲ «Δίπτυχα τῆς ᾿Εκκλη­σίας τῆς ῾Ελλάδος», τὸν ὁποῖο τίτλο διατηρεῖ μέχρι σήμερα. τὸ ἑπόμενο ἔτος 1990 ἐπανέρχεται ὁ ὑπολογισμὸς τοῦ ἔτους ἐκδόσεως ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ ᾿Εμ. Φαρλέκα, γι᾿ αὐτὸ καὶ στὸν πρόλογο τοῦ προέδρου τῆς τότε συνοδικῆς ὑποεπιτροπῆς μητροπολίτου Μαντινείας καὶ Κυ­νουρίας κ. ᾿Αλεξάνδρου ἀναφέρεται· «᾿Απὸ τὸ ἔτος λοιπὸν 1990 εἰσέρχεται ἡ ἔκδοσις αὐτὴ στὸ ἑξηκοστὸ ἕβδομο ἔτος τοῦ βίου της». ἐκ παραδρομῆς ὅμως στὴν προμετωπίδα τοῦ βιβλίου ἀνεγράφη «ἔτος ἑξη­κοστὸν ἕκτον», καὶ ἔκτοτε σημειωνόταν ὁ αὔξων ἀριθμὸς κάθε ἔτους ἐλαττωμένος κατὰ μία μονάδα. ἡ διόρθωσις αὐτοῦ τοῦ μικροῦ παρορά­ματος ἔγινε στὰ Δίπτυχα τοῦ ἔτους 2013, καθὼς ἐφέτος συμ­πληρώνεται ὁλόκληρη ἐνενηκονταετία τῆς συγκεκριμένης ἐτησίου ἐκδό­σεως.

᾿Απὸ αὐτὴν τὴν μικρὴ ἱστορικὴ ἀναδρομὴ γίνεται φανερὸ ὅτι τὸ τυ­πικὸ («κανονάριον») εἶναι βασικὸ τμῆμα τῶν Διπτύχων καὶ τρόπον τινὰ ἡ γενεσιουργὸς αἰτία τους. πρῶτος συντάκτης τοῦ ἐτησίου τυπι­κοῦ ἦταν φυσικὰ ὁ ᾿Εμμανουὴλ Φαρλέκας ἐπὶ 30 χρόνια περίπου. ἀπὸ τὸ 1954 μέχρι τὸ 1958 συμμετέχει ἐνεργῶς στὸ τυπικολογικὸ μέρος καὶ ὁ ἀείμνηστος μητροπολίτης Σερβίων καὶ Κοζάνης Διονύσιος (ἀρχικῶς ὡς ἐπίσκοπος ῾Ρωγῶν), ὁ ὁποῖος συνέταξε ἐτήσια κυριακοδρόμια μετὰ τὸν Φαρλέκα, κατήρτισε περιστατικὲς ἀκολουθίες, καὶ διετέλεσε πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ «῾Ημερολογίου». μεταξὺ τῶν μελῶν αὐτῆς τῆς ἐπιτροπῆς ἀναφέρεται κάπου καὶ ὁ οἰκονόμος Σκιάθου Γεώργιος ῾Ρή­γας, ἐπίσης βαθὺς γνώστης τοῦ τυπικοῦ καὶ συντάκτης τυπικολογικῶν μελετῶν καὶ ἑνὸς ὀγκωδεστάτου Τυπικοῦ (βάσει τοῦ παλαιοῦ ἡμερολο­γίου), ποὺ ἐκδόθηκε πολὺ μετὰ τὸν θάνατό του. δὲν ἔχω βρεῖ κάποια ἔνδειξι ἂν ὁ Γ. ῾Ρήγας ἀνέλαβε τὴν ἐξ ὁλοκλήρου σύνταξι τοῦ τυπικοῦ κάποιου ἔτους, διότι γιὰ τὴν περίοδο 1954-1973 συνήθως δὲν ἀναφέ­ρεται ἕνας συγκεκριμένος συντάκτης, ἀλλὰ μόνον τὰ ὀνόματα τῶν με­λῶν τῆς εἰδικῆς ἐπιτροπῆς. προφανῶς σὲ ὡρισμένες περιπτώσεις αὐ­τῶν τῶν ἐτῶν τὸ τυπικὸ ἦταν προϊὸν ὁμαδικῆς ἐργασίας.

Κατὰ τὰ ἔτη 1971 καὶ 1972 πρόεδρος τῆς συνοδικῆς ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ «῾Ημερολογίου» εἶναι ὁ μακαριστὸς μητροπολίτης Νικόδημος Βαλληνδρᾶς, πρῶτα Ζιχνῶν καὶ ἔπειτα Πατρῶν. ἂν καὶ δὲν ἀναγράφεται ὡς συντάκτης, γνωρίζω μετὰ βεβαιότητος ἀπὸ προσωπικὴ μαρτυρία τοῦ ἀειμνήστου ἱεράρχου ὅτι καὶ αὐτὸς συνέταξε τὸ τυπικὸ κάποιων ἐτῶν, πιθανώτατα τῶν δύο προειρημένων (ἴσως καὶ ἄλλων). ἐπίσης συντάκτες τοῦ τυπικολογικοῦ μέρους διετέλεσαν· ὁ θεολόγος Γεώργιος Μπεκατῶρος (1970 ἐν μέρει, 1975 καὶ 1976), ὁ πρωτοψάλτης καὶ μουσικοδιδά­σκαλος ᾿Απόστολος Βαλληνδρᾶς (1974, 1977 ἴσως, 1979-2001, περίπου ἐπὶ μία εἰκοσιπενταετία), ὁ θεολόγος καὶ μουσικοδιδά­σκαλος ᾿Από­στολος Παπαχρῆστος (2002-2006), καὶ ἀπὸ τὸ 2007 ὁ ὑπο­φαινόμενος.

Τὸ ἐτήσιο τυπικὸ τοῦ ῾Ημερολογίου/Διπτύχων ἀποδείχτηκε πολὺ χρήσιμο γιὰ τὴν τάξι τῆς καθ᾿ ἡμέραν λατρείας στοὺς ναούς μας. πολ­λοὶ βέβαια ἔχουν τὴν ἀπορία· «οἱ διατάξεις του πῶς συντάσσονται; εἶναι προϊὸν σκέψεως τοῦ κάθε συντάκτου ἢ ἀποφάσεις τῆς ἱερᾶς συνόδου;» ἡ λύσι τῆς ἀπορίας βρίσκεται στὴν πρὸ τοῦ 1924 ἐποχή. ἡ ἐκκλησία πρὶν ἀπὸ τὴν διόρθωσι τοῦ ἡμερολογίου εἶχε τὸ ἐπίσημο τυπικό της καὶ αὐτὸ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὸ Τυπικὸν τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας (Τ.Μ.Ε.) ποὺ ἀνασυντάχθηκε, συμπληρώθηκε καὶ διωρθώ­θηκε ἀπὸ τὸν πρωτοψάλτη Γεώργιο Βιολάκη μὲ τὴν συνεργασία δύο συνοδικῶν ἐπιτροπῶν καὶ ἐκδόθηκε τὸ 1888 «ἐκ τοῦ πατριαρχικοῦ τυπογραφείου» στὴν Κωνσταντινούπολι.

Δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε ἐδῶ μὲ τὴν πολὺ ἐνδιαφέρουσα ἱστορία τῶν ἐκδόσεων αὐτοῦ τοῦ πατριαρχικοῦ τυπικοῦ, ποὺ καλύπτει σχεδὸν ὅλο τὸν 19ο αἰῶνα καὶ ἀπετέλεσε ἀντικείμενο δύο νεωτέρων διδακτορικῶν διατριβῶν τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν. θὰ σημειώσω μόνον ὅτι καὶ μετὰ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου τὸ Τυπικὸν τοῦ 1888 (Γεωργίου Βιολάκη) παραμένει μέχρι σήμερα τὸ ἐπίσημο τυπικὸ τῶν ἐκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως, ᾿Αλεξανδρείας, ᾿Ιεροσολύμων, Κύ­πρου, ῾Ελλάδος, καὶ ᾿Αλβανίας, ἐν μέρει δὲ καὶ τῶν ἐκκλησιῶν Βουλγα­ρίας καὶ ῾Ρου­μανίας. ὡς ἐκ τούτου τὸ ἐτήσιο τυπικὸ τῶν Διπτύχων βασίζεται πρωτί­στως καὶ κυρίως στὸ Τ.Μ.Ε. τοῦ 1888. ᾿Αλλὰ γιὰ τὴν σχέσι τῶν Διπτύ­χων μὲ τὸ Τ.Μ.Ε. ἀξίζει νὰ γίνῃ λόγος σὲ ἄλλη εὐκαιρία.

 

 

(᾿Εφημέριος, ἔτος 62, τ. 3, ᾿Αθῆναι, μάρτιος 2013)