5. «Συμβολή» (ἐπιθεώρησις τυπικοῦ) Τεύχη

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ

 

(1)

 

Οἱ Χριστιανοὶ ξέρουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ στὰ χέρια του οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα, ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι καὶ τὸ ἄλογο σύμπαν ὁλόκληρο, εἴμαστε πιόνια, παρ᾿ ὅλο ποὺ στὰ λογικὰ πλάσματά του ἔδωσε ἐλευθερία ἐπιλογῶν, καὶ γι᾿ αὐτὸ ὑπάρχουν ἀγαθοὶ καὶ πονηροὶ ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι. ἐπειδὴ ὁ θεὸς εἶναι καὶ παντογνώστης καὶ παντοδύναμος καὶ πανάγαθος, μπορεῖ, χωρὶς νὰ κα­ταργῇ τὸ αὐτεξούσιο τῶν λογικῶν πλασμάτων του, νὰ τὰ χειρίζεται ὅλα σὰν πιόνια στὴ σκακιέρα του. καὶ τὸ μεγάλο παιχνίδι ποὺ ἔπαιξε καὶ παίζει εἶναι ἡ θεία οἰκονομία, τὸ σχέδιο δηλαδὴ καὶ ἡ ἐπιχείρησι τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. στὸ παιχνίδι αὐτό, ὅπου νικητὴς εἶναι ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἀγαθοί, χαμένοι δὲ καὶ ἡττη­μένοι οἱ πονηροί, ὁ διάβολος δηλαδὴ μὲ τοὺς πονηροὺς ἀγγέλους του κι ἀνθρώ­πους του, ὅλοι μας εἴμαστε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ πιόνια. ἀνάμεσα στὰ πιόνια του εἶναι μερικὰ ποὺ εἶναι πρῶτα, βασιλιᾶδες ῥηγᾶδες καὶ ἄσσοι, ὅπως λέγονται στὴ γλῶσσα τῶν ἀνθρωπίνων παιχνιδιῶν. τέτοια λόγου χάρι πιόνια εἶναι ὁ ᾿Αβραάμ, ὁ ᾿Ισραὴλ ἢ ᾿Ιακώβ, ὁ Μωϋσῆς, ὁ Δαυΐδ, ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου Μαρία, ὁ ᾿Ιωάννης βαπτιστής, ὁ ἀπόστολος Παῦλος.

Καὶ νομίζω ὅτι ἀπὸ μὲν τὶς γυναῖκες τὸ μέγιστο πιόνι εἶναι ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου, ποὺ τὸν γέννησε, ἀπὸ δὲ τοὺς ἄντρες εἶναι ὁ θεμελιωτὴς καὶ ὀνομα­το­δότης τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ οὐσιαστικὸς συντάκτης τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπόστολος Παῦλος. γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ μὲν ἀρχαῖοι μαθηταὶ τοῦ ᾿Ιωάννου Χρυσοστόμου ἔλεγαν Στόμα Χριστοῦ Παῦλος, οἱ δὲ σημερινοὶ βιβλικοὶ λένε τὸν Παῦλο «῾Ο πρῶτος μετὰ τὸν ῞Ενα», οἱ δὲ ἐχθροὶ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, θέλοντας νὰ μειώσουν τὸ θεῖο πρόσωπο τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἰσχυρίζονται μὲ κακεντρέχεια ὅτι ἱδρυ­τὴς τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ὁ Παῦλος. αὐτὸ δείχνει ἀσφαλῶς τὸ πανθο­μολο­γού­μενο μέγεθος τοῦ Παύλου, ἀλλὰ τόσο ὁ Παῦλος εἶχε τὴ συνείδησι ὅτι εἶναι μόνο δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, σωσμένος ἀπὸ τὴ θανατικὴ καταδίκη χαριστικὰ καὶ ὑπό­λο­γος σ᾿ ἐκεῖνον καὶ πιόνι καὶ ἐνεργούμενο ἐκείνου, ποὺ γιὰ μερικὰ μάλιστα πράγ­ματα παρακαλοῦσε τὸν Κύριο καὶ τὸν ἐκλιπαροῦσε σὰ ζητιάνος, χωρὶς ποτὲ νὰ πάρῃ αὐτὰ ποὺ ζητοῦσε, ἀλλ᾿ ἄκουσε μόνο τὸν Κύριό του ᾿Ιησοῦ Χριστὸ νὰ τοῦ λέῃ ᾿Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου (Β΄ Κο 12,9), ὅσο καὶ ὅλοι οἱ σώφρονες Χριστιανοί, ποὺ μελετοῦμε τὶς ῞Αγιες Γραφές, ξέρουμε ὅτι δοῦλος καὶ μόνο δοῦλος τοῦ Χρι­στοῦ καὶ πιόνι στὰ χέρια του ὑπῆρξε ὁ Παῦλος. ἄλλο ἡ εἰδεχθὴς κακεντρέχεια τῶν ἐχθρῶν τῆς Χριστιανικῆς πίστεως καὶ ἄλλο ἡ ἐπίγνωσι τῶν Χριστιανῶν.

῾Ο ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἄσσος αὐτὸς τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ στὴν ἐπι­χείρησι τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε γιὰ τὴν ὑπόθεσι αὐτὴ ἑφτὰ κυρίως πράγματα, τ᾿ ἀκόλουθα.

1. Κήρυξε τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὴ Χριστιανικὴ πίστι, οὐ κατὰ ἄνθρωπον (Γα 3,11). τί θὰ πῇ αὐτὸ τὸ ἐξηγῶ ἀμέσως. ἡ ἐνανθρώπησι τοῦ Κυ­ρίου ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάστασί του καὶ τὸ κήρυγμά του τὸ τεκμηριωμένο μὲ τὰ σημεῖα του εἶναι ἕνα ἱστορικὸ γεγονός, ποὺ συνέβη σὲ συγκεκριμένο χρόνο καὶ τόπο, καὶ ὁ Κύριος θέλησε νὰ κρατηθοῦν τὰ πρακτικὰ τοῦ γεγονότος αὐτοῦ πρῶ­τα κατὰ ἄνθρωπον καὶ νὰ ἱστορηθοῦν σὲ ἱστορία κατὰ ἄνθρωπον, σὲ ἱστορία δηλαδὴ ποὺ τεκμηριώνεται μὲ τεκμήρια ἀνθρωπίνως προσβάσιμα σὲ βαθμὸ ἀπό­λυτο. ἔτσι στὰ ἱστορικὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως ἄλλωστε καὶ στὰ τῆς Παλαιᾶς, Εὐαγγέλια καὶ Πράξεις, ὅ,τι λέγεται, ἀπορρέει ἀποκλειστικῶς ἀπὸ πληροφορία ἀνθρώπινη, καὶ τίποτε ἀπολύτως δὲν ἀπορρέει ἀπὸ ὅραμα ἢ ἄλλη ἀπο­κάλυψι. ἔτσι γράφεται στὴν ῾Αγία Γραφὴ κάθε ἱστορικὸ βιβλίο. ἕνα γεγονὸς ἐνδέχεται νὰ εἶναι στὸ δράστη τῆς ἱστορίας ἀποκάλυψι ἀλλ᾿ ὁ συντάκτης τῆς ἱστο­ρίας τὸ εἶδε ἢ τὸ ἄκουσε ὡς ἕνας κοινὸς θεατὴς ἢ ἀκροατὴς ὡς ἐξιστόρησι ἀπὸ τὸ δράστη τῆς ἱστορίας καὶ ὡς τέτοια ἀνθρωπίνως καὶ φυσικῶς προσβάσιμη ἐξιστόρησι τὸ καταγράφει. οἱ πειρασμοὶ λόγου χάρι τοῦ Κυρίου καὶ οἱ κατ᾿ αὐ­τοὺς ἐπίδειξι ὅλων τῶν βασιλειῶν τῆς γῆς ἀπὸ τὸ διάβολο στὸν Κύριο (Μθ 4,1-11· Λκ 4,1-13) συνέβησαν βέβαια σὲ σφαῖρα ἀποκαλυπτική, ἀλλ᾿ οἱ εὐαγγελισταὶ Ματ­θαῖος καὶ Λουκᾶς τοὺς καταγράφουν σὰν ἐξιστόρησι ποὺ ἄκουσαν ἀπὸ τὸν Κύριο ἀνθρωπίνως, ὅπως θὰ μποροῦσαν νὰ τοὺς ἀκούσουν κι ὁ Καϊάφας κι ὁ Πιλᾶτος. συγκεκριμένα τοὺς ἄκουσαν ὁ Ματθαῖος ἀπὸ τὸν Κύριο ἄμεσα καὶ ὁ Λουκᾶς ἔμμεσα ἀπὸ κάποιον αὐτόπτην καὶ αὐτήκοον μάρτυρα τοῦ Κυρίου (Λκ 1,2). ἡ κόρη τοῦ ᾿Ιαΐρου ἀναστήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο ὄχι κατὰ τοὺς νόμους τῆς φύσεως, ἀλλ᾿ οἱ τρεῖς μαθηταὶ καὶ οἱ γονεῖς της εἶδαν ἁπλῶς τὴν κοπέλλα πρῶτα νεκρὴ κι ἔπειτα ζωντανή, καὶ αὐτὸ ποὺ εἶδαν, αὐτὸ ἱστοροῦν. ἐπιβεβαίωσαν δὲ τὸ θάνατό της καὶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι τῆς νεκρώσιμης μουσικῆς μπάντας, ὅταν γιου­χάι­ζαν τὸ Χριστὸ ποὺ τοὺς προκάλεσε λέγοντας δῆθεν ἀνοήτως ὅτι ἡ κοπέλλα δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται. σὲ ἱστορικὸ βιβλίο τῆς Βίβλου οὐδέποτε ἱστορεῖται κάτι ποὺ νὰ προέρχεται ὡς πληροφορία ἀπὸ ὅραμα ἢ ἄλλη ἀποκάλυψι, ὅπως λόγου χάρι ὁ «Βίος» τῶν σήμερα λεγομένων «ἁγίων ῾Ραφαὴλ Νικολάου καὶ Εἰρήνης» προέρχεται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ ὅνειρο μιᾶς γυναικὸς ποὺ κατέγραψε ὁ Κόντογλου, ὁ πρῶτος ἐν ῾Ελλάδι ζωγράφος εἰκόνων ποὺ ζωγράφησε τοιχογραφίες μὲ ὁλό­γυ­μνες θεὲς τῆς εἰδωλολατρικῆς μυθολογίας στὸ δημαρχεῖο ᾿Αθηνῶν. ἀντίθετα τὰ προφητικὰ καὶ διδακτικὰ βιβλία τῆς Βίβλου (προφητεῖες, ἐπιστολές, ψαλμοί, ποι­ήματα, ἀποκαλύψεις) ἀπαρτίζονται ἀπὸ πληροφορίες προερχόμενες κυρίως ἀπὸ ὁρά­σεις ὁράματα καὶ χρηματισμοὺς (= ἀποκαλύψεις ἀκουστικὲς μόνο). στὴ Βίβλο τὰ δυὸ κανάλια καὶ οἱ ἐκπομπές των πρῶτον εἶναι σαφῶς διακεκριμένα καὶ δεύτερον ἀκολουθοῦν μιὰ συνέπεια ἀπαρέκκλιτη. ὁ Κύριος εἰδικὰ γιὰ τὸ εὐαγγέλιό του, τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεώς του, θέλησε νὰ προέρχεται καὶ ἀπὸ τὰ δύο κανάλια, ποὺ νὰ μὴ συμπληρώνουν ἀλλὰ νὰ ἐπαναλαμβάνουν τὸ μὲν τὸ δέ. θέλησε νὰ προέρχεται καὶ ἀπὸ ἀνθρωπίνως προσβάσιμη πληροφορία καὶ ἀπὸ ὑπερφυσικὴ ἀποκάλυψι. ἔτσι στοὺς μὲν ἄλλους ἀποστόλους του τὸ παρέδωσε κατὰ ἄνθρωπον, δηλαδὴ ἀνθρωπίνως, καθὼς τρία περίπου χρόνια τὸν ἀκο­λου­θοῦσαν ὡς μαθηταὶ καὶ ἀκροαταί του καὶ θεαταὶ τῶν σημείων του καὶ τοῦ θανάτου του καὶ τῆς ἀναστάσεώς του, τοῦ ἀναστημένου δηλαδὴ διδασκάλου των. καὶ ὅταν ἐπέλεξαν μὲ ἐκλογὴ καὶ κλήρωσι μαζὶ τὸν ἀναπληρωτὴ τοῦ ἐκπεσόντος μαθητοῦ, τὸ Ματθία, τὸν ἐπέλεξαν μὲ κριτήριο τὸ νὰ εἶναι κι αὐτὸς ἐξ ἴσου μ᾿ ἐκείνους ἐπαρκῶς καὶ συνεχῶς αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος παρακολουθητὴς τῆς δράσεως καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου (Πρξ 1, 21-22). διότι οἱ δώδεκα ἀπό­στολοι, ποὺ ὑπῆρξαν καὶ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου, αὐτὸ τὸ ρόλο ἔπαιξαν κυρίως· ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ βεβαίωσαν, καὶ ἐπὶ μία γενεὰ ἀνθρώπων βεβαίωναν συνεχῶς καὶ ἀνὰ πᾶσα στιγμή, μὲ κόστος βεβαιώσεως τὸ κεφάλι τους, ὅτι εἶδαν καὶ ἄ­κουσαν αὐτοπροσώπως ὅσα κηρύττονται. μόνο τέσσερες αἰῶνες ἀργότερα ἄν­θρωποι μικρονοϊκοὶ καὶ θρησκόληπτοι διανοήθηκαν νὰ μοιράσουν στοὺς δώδεκα μαθητὰς τόπους δράσεως σὰν τὴν ᾿Ινδία καὶ τὴν Αἰθιοπία, ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν νὰ τοὺς φαντάζωνται ἀνέργους· αὐτὸ ἦταν τῆς μικρονοίας των· τῆς δὲ ἰδιοτελοῦς θρησκοληψίας των ἦταν ὅτι τοὺς χρειάζονταν καὶ ὡς πολιούχους ἀποστολικοῦ με­γέθους, γιὰ νὰ ἔχουν δικαιώματα πατριαρχείου. βεβαίωναν λοιπὸν ὅσα κηρύσ­σονται γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ ἀποτελοῦν τὸ ἱστορικὸ τεκμήριο τῆς Χριστιανικῆς πί­στεως καὶ τὴν αἰώνια διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας. ἂν καὶ μερικοί, ὅπως ὁ Πέτρος καὶ ὁ ᾿Ιωάννης, ὑπῆρξαν καὶ δραστηριώτεροι κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου σὲ διά­φορες χῶρες, κυρίως δὲ στὴν ἐκ περιτομῆς ᾿Εκκλησία, δηλαδὴ στὴν ἐξ ᾿Ιουδαίων, ποὺ κατοικοῦσε στὴν Παλαιστίνη καὶ στὸ Δέλτα τοῦ Νείλου, ἤτοι στὴν ᾿Αλε­ξάνδρεια καὶ στὴ Βαβυλῶνα (= Μέμφιδα ἢ Κάιρο, Α΄ Πε 5, 13). στὸν ἀπόστολο Παῦλο ὅμως ὁ Κύριος παρέδωσε τὸ εὐαγγέλιό του οὐ κατὰ ἄνθρωπον (Γα 1, 11). διότι θέλησε νὰ τὸ παραδώσῃ στὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ κανάλι, τὸ τῆς ἀποκαλύψεως, γιὰ νὰ εἶναι καὶ ἱστορικὸ γεγονὸς ἀνθρωπίνως προσβάσιμο στὴν ἱστορία καὶ στοὺς ἱστορικοὺς καὶ στοὺς ἀναγνῶστες τῆς ἱστορίας καὶ ἀποκάλυψι μὲ τὴ θεοπνευστία της ἀδιαφιλονείκητη καὶ ἀποκλειστικὴ ἔναντι ὁποιασδήποτε ἐγκοσμίου θεολογίας ἢ μυθολογίας. καὶ σὰν ἐκπομπέα τῆς οὐ κατὰ ἄνθρωπον κηρύξεως τοῦ εὐαγγελίου του ἐπέλεξε τὸν ἀπόστολο Παῦλο. καὶ κυρίως μ᾿ αὐτὸν ἐκπλήρωσε τὴν ὑπόσχεσί του στοὺς μαθητάς του, ὅτι ῞Οταν ἔλθῃ ὁ παράκλητος ἐκεῖνος, τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν (᾿Ιω 16,13). τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ θεμελιώθηκε μὲ τὴν ἱστορία τῶν ἄλλων ἀπο­στόλων καὶ ὡλοκληρώθηκε μὲ τὴν ἀποκάλυψι στὸν Παῦλο. πόσο δὲ ταυτίζονταν τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἱστορίας μὲ τὴν κήρυξί του τὴν ἐξ ἀποκαλύψεως, τὸ λένε οἱ δύο κορυφαῖοι ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος, ὅταν ὁ μὲν Παῦλος γράφῃ πώς, ὅταν μετὰ δεκατέσσερα χρόνια κηρύξεως τοῦ ἐξ ἀποκαλύψεως εὐαγγελίου του συναν­τήθηκε μὲ τοὺς ἀποστόλους Πέτρο καὶ ᾿Ιωάννη καὶ ᾿Ιάκωβο, τοὺς δοκοῦντας στύλους εἶναι (Γα 2, 9), καὶ τοὺς ἐξέθεσε γιὰ πρώτη φορὰ τί κηρύττει ὁ ἴδιος, ἐκεῖνοι, λέει, Δεξιὰς ἔδωκαν ἐμοὶ καὶ Βαρνάβᾳ κοινωνίας (Γα 2, 9), βεβαι­ώνον­τας τὴν ἀπόλυτη ταύτισι τῶν δύο κηρυγμάτων τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ· ὁ δὲ Πέτρος τὸ λέει, ὅταν γράφῃ πρὸς τοὺς μαθητὰς τοῦ Παύλου, τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας (Α΄ Πε 1,1· Β΄ Πε 1,1), Καθὼς καὶ ὁ ἀγαπη­τὸς ἡμῶν ἀδελφὸς Παῦλος κατὰ τὴν δοθεῖσαν αὐτῷ σοφίαν (αὐτὴ εἶναι ἡ καθο­δήγησι τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν) ἔγραψεν ὑμῖν, ὡς καὶ ἐν πάσαις ταῖς ᾿Επιστολαῖς, λαλῶν ἐν αὐταῖς περὶ τούτων, ἐν οἷς ἐστι δυσ­νό­η­τά τινα, ἃ οἱ ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν, ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφάς, πρὸς τὴν ἰδίαν ἀπώλειαν (Β΄ Πε 3,15-16). αὐτοὶ ἀκριβῶς οἱ ἀμαθεῖς, ποὺ σήμερα ἀγνοοῦν στοιχειώδη φιλολογικὰ πράγματα (ἀνάγνωσι ἀρχαίων χειρογράφων, κρι­τικὴ κειμένων, ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα, γραμματολογία - εἰσαγωγὴ στὰ κείμενα, πραγματολογία, γενικὴ ἀρχαιογνωσία), «καθηγηταὶ πανεπιστημίου» ὁλόκληροι, παραλαμβάνουν τὴν ῾Αγία Γραφὴ ὄχι ἀπὸ τὶς πηγές της ἀλλ᾿ ἀπὸ τὸ βιβλιοδέτη καὶ τὸ βιβλιοπώλη ὅπως ὁ χιλιαστὴς καὶ ἡ κυρὰ Εὐδοξία ἡ γειτόνισσά μου, καὶ τὴν «καταλαβαίνουν» ὄχι ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πρωτότυπό της, ποὺ δὲν τὸ κα­τανοοῦν, ἀλλ᾿ ἀπὸ κάποια ἀγγλικὴ ἢ γερμανικὴ μετάφρασι τῆς λατινικῆς μετα­φρά­σεως κι ἀπὸ κάποια ὑπομνήματα ἀγγλικανικὰ ἢ προτεσταντικά. κυρίως ὅμως ἡ ταύτισι τῶν δύο κηρυγμάτων τοῦ εὐαγγελίου, τοῦ κατὰ ἄνθρωπον καὶ τοῦ μὴ κατὰ ἄνθρωπον, φαίνεται, ὅταν ὁ Παῦλος ἱστορῇ στὴν Πρὸς Γαλάτας (2, 11-21) πῶς κάποτε στὴν ᾿Αντιόχεια κάποιοι φανατικοὶ ἰουδαΐζοντες, ἀμφι­σβη­τώντας τὸ δικό του κήρυγμα, ἐνέπνευσαν στὸν Πέτρο δειλία, ἐκφοβίζοντάς τον, ὥστε μπροστὰ στοὺς Χριστιανοὺς νὰ ὑποτιμήσῃ τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου, ὄχι μὲ λόγια βέβαια, ἀλλὰ μὲ σιωπὴ δειλίας, καὶ πῶς ὁ Παῦλος τὸν ἐπέπληξε αὐστηρὰ γιὰ τὴν ὑποκρισία του ἐνώπιον ὅλων· κι ἐκεῖνος, ἀναγνωρίζοντας τὸ ὀλίσθημά του, ἔσκυψε ταπεινὰ τὸ κεφάλι του στὴν ἐπίπληξι τοῦ Παύλου, κι ἀποκατέστησε ἔτσι τὸ κῦρος τοῦ κηρύγματος τοῦ Παύλου καὶ δημοσίᾳ. ἀπευθύνθηκε δὲ τὸ οὐ κατὰ ἄνθρωπον εὐαγγέλιο τοῦ Παύλου στοὺς ἐξ ἀκροβυστίας ἐξ ἐθνῶν Χρι­στιανούς, τοὺς μὴ ᾿Ιουδαίους. ἕνα λοιπὸν ἀπὸ τὰ ἑφτὰ μεγάλα ἔργα ποὺ ἔκανε ὁ Παῦλος εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐξήγησα· κήρυξε τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ οὐ κατὰ ἄνθρωπον.

 

2. Θεμελίωσε ὁ Παῦλος τὶς ἐκκλησίες ποὺ ἐπιβίωσαν μέχρι σήμερα κι ἔπειτα ἐξαπλώθηκαν στὸν κόσμο. πρόκειται γιὰ τὶς ἐκκλησίες τῶν χωρῶν Λιβάνου, Συρίας, Μικρᾶς ᾿Ασίας, ῾Ελλάδος καὶ Βαλκανίων, καὶ ᾿Ιταλίας. ἡ σημερινὴ Χρι­στιανωσύνη εἶναι ἔργο του· ὄχι ἡ Χριστιανικὴ πίστι, ἀλλ᾿ οἱ ἱδρυμένες ἐκκλησίες· οἱ ἄλλες ἐξαφανίστηκαν μετὰ ἀπὸ παλινδρόμησι τῶν πλείστων ᾿Ιουδαίων στὸν ἰουδαϊσμὸ καὶ ἀφομοίωσι τῶν ὑπολοίπων λίγων μέσα στὴν ἐξ ἐθνῶν ᾿Εκκλησία. αὐτὸ δὲν καθιστᾷ μάταιο τὸ ἔργο τῶν ἄλλων ἀποστόλων, διότι γιὰ τὸν Κύριο τὸ ἔργο τους ἦταν κυρίως ἡ ἐπὶ μία γενεὰ ἐκ μέρους των συνεχὴς ἐπιβεβαίωσι ὅτι εἶδαν καὶ ἄκουσαν τὰ κηρυττόμενα. καταγραφὴ δὲ αὐτῆς τῆς βεβαιώσεως εἶναι τὸ 44% τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἤτοι τὰ Εὐαγγέλια κατὰ Ματθαῖον, Μᾶρκον, καὶ ᾿Ιωάννην, οἱ Καθολικὲς ἐπιστολές, καὶ ἡ ᾿Αποκάλυψι. ἐνῷ τὸ οὐ κατὰ ἄνθρωπον εὐαγγέλιο τοῦ Παύλου εἶναι καταγραμμένο στὸ Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον τοῦ μα­θητοῦ του αὐτοῦ, στὶς Πράξεις, καὶ στὶς ᾿Επιστολὲς τοῦ Παύλου, ποὺ ἀπο­τελοῦν τὸ 56% τῆς Καινῆς Διαθήκης, χωρὶς νὰ λείπῃ τὸ κατὰ ἄνθρωπον ἐπαρκὲς ἱστορικὸ τεκμήριο ἀπὸ τὰ δύο πρῶτα βιβλία. αὐτὸ φαίνεται τόσο στὸ προοίμιο τοῦ Λουκᾶ, ὅπου λέει γιὰ αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ (Λκ 1,1-3), ὅσο καὶ στὰ ὅσα παρέλαβε ὁ Παῦλος γιὰ τὸ θάνατο τὴν ἀνάστασι καὶ τὶς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ καὶ τὰ γράφει στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ᾿Επιστολή του (Α΄ Κο 15,1-11) ὡς εὐαγγέλιόν του.

3. Διευκρίνισε ὁ Παῦλος, ὁδηγούμενος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν, ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι αἵρεσι ἢ βελτίωσι τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, ὅπως νόμιζαν ἀρχικὰ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, ἀλλὰ μιὰ νέα πίστι καὶ διαθήκη τοῦ θεοῦ, δηλαδὴ συμβόλαιό του, ὄχι πλέον μὲ τὸν ᾿Ισραήλ, τὸν ἕτερο συμβαλλόμενο τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ἀλλὰ μὲ τὸ λαὸ ποὺ ἀποτελοῦν οἱ ἐπίλεκτοι ὅλων τῶν ἐθνῶν ποὺ ἔχουν κοινὸ γνώρισμα τὴν πίστι στὸ Χριστὸ καὶ τὸ βάπτισμά του.

4. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ὅπως εἶναι ὁλοφάνερο, ὁ Παῦλος εἶναι ποὺ εἰσηγήθηκε θεοπνεύστως οἱ μέχρι τότε λεγόμενοι μαθηταὶ ἅγιοι οἱ τῆς ὁδοῦ (= οἱ τοῦ τρόπου ζωῆς αὐτοῦ) νὰ ὀνομάζωνται Χριστιανοί, ὥστε νὰ εἶναι σημαδεμένοι μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ σὰν μὲ χρῖσμα, καὶ νὰ εἶναι ὁ Χριστὸς τὸ ἀναφαίρετο πρόσωπο τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ Κύριος καὶ Θεὸς τῶν μελῶν της, καὶ τὸ πρῶτο γνώρισμα τοῦ Χριστιανοῦ. διότι στὶς Πράξεις ἱστορεῖται ὅτι, μόλις ὁ Βαρνάβας ἔφερε ἀπὸ τὴν Ταρσὸ στὴν ᾿Αντιόχεια γιὰ συνεργάτη του τὸν Παῦλο, οἱ πιστοὶ καὶ ἔγιναν πάρα πολλοὶ καὶ ὠνομάστηκαν Χριστιανοί (Πρξ 11,26). τὸ ὄνομα αὐτὸ τὸ λέει στὶς Πράξεις ἄλλη μία φορὰ ὁ ῾Ηρῴδης Γ΄ ᾿Αγρίππας στὸν Παῦλο (26,29), πρᾶγμα ποὺ δείχνει ὅτι ἔγινε γνωστὸ εὐρύτατα καὶ ταχύτατα καὶ στοὺς ἔξω, καὶ ἄλλη μιὰ τρίτη φορὰ ὁ Πέτρος (Α΄ Πε 4,16), μὲ τρόπο ποὺ φαίνεται ὅτι ἦταν πλέον τὸ ὄνομα τῶν Χριστιανῶν ποὺ ἐπικράτησε, ἀσκώντας ἔτσι ὁ ἀπό­στολος ἐκεῖνος τὸν ἐπιβεβαιωτικὸ ῥόλο, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐξήγησα προηγουμένως. εἶναι δὲ τὸ τέταρτο αὐτὸ μεγάλο καὶ θεόπνευστο ἔργο τοῦ Παύλου συνέπεια ἢ καὶ ἄλλη ὄψι τοῦ προηγουμένου, τῆς χειραφετήσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὸν ἰουδαϊσμό.

5. Συνετέλεσε ὁ Παῦλος στὴν ἀλλαγὴ τοῦ λαοῦ ποὺ θὰ ἦταν ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δυὸ συμβαλλομένους στὸ συμβόλαιο τῆς καινῆς διαθήκης, ἐνῷ ὁ ἄλλος εἶναι ὁ Θεὸς στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ἡ ἀλλαγὴ λαοῦ, ἡ ἀλλαγὴ νύμφης καὶ συζύγου μετὰ τὸ διαζύγιο τοῦ θεοῦ ἀπὸ τὴν πρώην, φαίνεται ἀνάγλυφα στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων καὶ εἶναι τὸ μοναδικὸ θέμα του. τὸ βιβλίο θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιγράφεται «᾿Αλλαγὴ περιουσίου λαοῦ τοῦ θεοῦ». Πράξεις ὠνομάστηκε ἀπὸ τοὺς μεταγενεστέρους Χριστιανούς, ποὺ ὠνόμαζαν ἔτσι τὴ Β΄ Πρὸς Θεόφιλον ᾿Επιστολὴ τοῦ Λουκᾶ ὄχι καὶ πολὺ εὔστοχα. διότι ἡ λέξι αὐτὴ δὲν καλύπτει τὸ θέμα καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ βιβλίου. δὲν εἶναι «πράξεις τῶν ἀποστόλων» οὔτε «πράξεις ἀποστόλων» τινῶν, διότι ἱστορεῖ τὴν ἀποστολικὴ δρᾶσι δύο μόνο ἀπο­στόλων καὶ μόνο ἐν μέρει τοῦ καθενός, καὶ δύο βοηθῶν τῶν ἀποστόλων· Πέτρου, Παύλου, Στεφάνου, καὶ Φιλίππου. τὸ βιβλίο ἔχει σκοπὸ καὶ περιεχόμενο τὴν ἐξι­στόρησι τῆς ἀλλαγῆς λαοῦ· πῶς ἡ Χριστιανικὴ πίστι ἀπὸ τοὺς ῾Εβραίους πέρασε στὸ διεθνές, πῶς ἀπὸ τὸ ἐξ αἵματος ἔθνος πέρασε στὸ κατὰ πίστιν ἔθνος.

6. ῎Αρχισε ὁ Παῦλος νὰ γράφῃ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπως ὁ Μωϋσῆς τὴν Πα­λαιά. πρῶτα χρονικῶς βιβλία της εἶναι οἱ δύο Πρὸς Θεσσαλονικεῖς ᾿Επιστολές του, δεύτερα οἱ δύο Πρὸς Κορινθίους, καὶ τρίτα οἱ Πρὸς ῾Ρωμαίους καὶ Πρὸς Γαλάτας· ἔπειτα γράφτηκαν τὰ ἄλλα εἴτε Εὐαγγέλια εἴτε Πράξεις καὶ ᾿Επιστολές.

7. Τέλος ἔγραψε ὁ Παῦλος τὸ μεγαλείτερο μέρος τῆς Καινῆς Διαθήκης. 28% ἔγραψε ὁ ἴδιος ὡς δεκατέσσερες ᾿Επιστολές, καὶ 28% ἔγραψε ὁ μαθητής του καὶ στενότατος συνεργάτης του εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς· σύνολο 56%. οἱ ἄλλοι ἓξ ἀπόστολοι-συντάκτες ἔγραψαν ὅλοι μαζὶ τὸ ὑπόλοιπο 44%, ἤτοι 19% ὁ ᾿Ιωάννης, 13% ὁ Ματθαῖος, 8,5% ὁ Μᾶρκος ποὺ εἶναι καὶ μαθητὴς τοῦ Παύλου, 2% ὁ Πέτρος, 1% ὁ ᾿Ιάκωβος, καὶ 0,5% ὁ ᾿Ιούδας.

῾Η πνευματικὴ ζωὴ καὶ δρᾶσι τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐκτεθῇ σὲ ἄρθρα. ἐδῶ θ᾿ ἀναφερθοῦν μόνο τὰ φυσικὰ κι ἐπίγεια στοιχεῖα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ προσώπου του. ἡ Γραφὴ τέτοια στοιχεῖα γιὰ τὸν Παῦλο δίνει λίγα καὶ μόνον ὡς ἐν παρόδῳ, ὅπως ἄλλωστε τὸ ἴδιο κάνει καὶ γιὰ τὸ Μωϋσῆ, καὶ γιὰ τὴ μητέρα τοῦ Κυρίου, καὶ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό, καὶ γιὰ ὅλα τὰ πρόσωπά της. ἡ Βίβλος δὲν εἶναι «Βίος» κανενός. εἶναι λιτὴ ἱστορία μιᾶς ὑποθέσεως· τῆς ἐπιχει­ρήσεως διασώσεως τοῦ ἀνθρώπου. ἔτσι ἀποσιωπᾷ τὰ ὀνόματα τῶν γονέων τοῦ Μωϋσῆ, τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου, καὶ τοῦ Παύλου, ἢ τὸ τέλος τοῦ Παύλου καὶ τῶν περισσοτέρων ἀποστόλων καὶ προφητῶν, καθὼς καὶ τὴ γέννησί τους. τὶς Πράξεις, ποὺ στὸ 60% τῆς ἐκτάσεώς της εἶναι ἱστορία τοῦ Παύλου, ὁ συντάκτης Λουκᾶς τὶς τελειώνει ἀφήνοντας τὸν Παῦλο φυλακισμένο στὴ ῾Ρώμη, χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται νὰ μᾶς πληροφορήσῃ ἂν βγῆκε ποτὲ ἀπὸ κεῖ καὶ τί τέλος εἶχε ἡ φοβερὴ ἐκείνη περιπέτεια τοῦ ἀγαπητοῦ διδασκάλου του. διότι στὸ σημεῖο ἐ­κεῖνο τῆς ἱστορίας τῆς Χριστιανικῆς πίστεως ὁλοκληρώνεται ἡ ὁριστικὴ ἀλλαγὴ περιουσίου λαοῦ καὶ ἑτέρου συμβαλλομένου στὸ συμβόλαιο τῆς καινῆς διαθήκης, ἐνῷ τὸ βιβλίο ἀρχίζει μὲ τὴν κατ᾿ ἀρχὴν ἐντολὴ τοῦ ἀναλαμβανομένου στοὺς οὐ­ρανοὺς Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητάς του ν᾿ ἀρχίσουν τὸ κήρυγμα ἀπὸ τὴν ᾿Ιουδαία καὶ τὴν Σαμάρεια (Πρξ 1,8)· τὸ ἔσχατον τῆς γῆς, ποὺ ἐπισυνάπτεται, ἀνευ­ρί­σκεται συμβολικὰ στὴ ῾Ρώμη, ὅπου περατώνεται τὸ βιβλίο. ἀπὸ τὶς Πρὸς Φιλή­μονα, Πρὸς ῾Εβραίους, Πρὸς Τίτον, καὶ Πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολὲς τοῦ Παύλου μαθαίνουμε ὅτι ὁ Παῦλος βγῆκε ἀπὸ τὴ φυλακὴ δικαιωμένος, μὲ κατανόησι καὶ συμπαράστασι ἀνθρώπων τῆς οἰκίας τοῦ Καίσαρος Νέρωνος (Φι 4,22), τὸν ὁποῖο ἐπικαλέστηκε (Πρξ 25,10-12· 26,32), καὶ ἀνθρώπων τοῦ οὐσιαστικοῦ πρωθυ­πουρ­γοῦ Ναρκίσσου (῾Ρω 16,11) προφανῶς, καὶ ὅτι συνέχισε τὴν ἀποστολική του δρᾶσι γιὰ λίγα ἀκόμη χρόνια, ἕως ὅτου συκοφαντήθηκε γιὰ ποινικὸ ἀδίκημα τὴ δεύτερη φορὰ καὶ προφυλακίστηκε γιὰ θανάτωσι (Β΄ Τι 2,9). καὶ ἀπὸ πουθενὰ δὲν μα­θαίνουμε τὸ τέλος του. ἀλλὰ κι αὐτὰ τὰ λίγα φυσικὰ κι ἐπίγεια στοιχεῖα, ποὺ δίνει ἡ Γραφὴ γιὰ τὸν Παῦλο, ἀξίζει νὰ ἐκτεθοῦν, ἐφ᾿ ὅσον ἡ Γραφὴ τὰ ἔκρινε ἄξια σημειώσεως.

 

***

 

Δρ Κωνσταντῖνος Σιαμάκης

 

 

 

Συμβολὴ 1 (2003)