5. «Συμβολή» (ἐπιθεώρησις τυπικοῦ) Τεύχη

PostHeaderIcon ᾿Απορούμενα τοῦ Τυπικοῦ

 

1. Τὰ παραλειφθέντα ἀναγνώσματα

 

Διατί εἰς τὰ διάφορα ἐτήσια τυπικά, εἰς ὡρισμένας καθημερινὰς σημειοῦνται ἀναγνώσματα ὑπὸ τὴν ἔνδειξιν «παραλειφθέντα»; Πῶς προέκυψαν αὐτὰ καὶ πῶς ἀναπληροῦνται; (Δ. Ζαγκ.)

 

᾿Απ᾿ ἀρχαιοτάτων χρόνων ἡ ἐκκλησία ἔχει ὁρίσει ἡ καθ᾿ ἡμέραν σειρὰ ἀνα­γνώ­σεως τῶν ἀποστολικῶν καὶ εὐαγγελικῶν περικοπῶν εἰς τὴν λειτουργίαν νὰ γί­νε­ται μὲ τέτοιον τρόπον, ὥστε νὰ ἀνακυκλῆται κατ᾿ ἔτος ὅλη σχεδὸν ἡ Καινὴ Δια­θήκη πλὴν τοῦ βιβλίου τῆς ᾿Αποκαλύψεως (ἡ μὴ συμπερίληψις τῆς ᾿Αποκαλύψεως εἶναι ἴσως ἔνδειξις ὅτι τὸ σύστημα αὐτὸ εἶχε δημιουργηθῆ πρὸ τοῦ 6ου αἰῶνος). ῾Η σειρὰ ἀναγνώσεως τῶν περικοπῶν καθορίζεται εἰς τὸ «εὐαγγελιστάριον» τοῦ ᾿Εμμανουὴλ Γλυζωνίου, ἐν τῇ πράξει ὅμως διακόπτεται συχνά, διότι, ὅταν τύχῃ μνήμη ἀποστόλου ἢ ἑορταζομένου ἁγίου ἢ μία δεσποτικὴ ἢ θεομητορικὴ ἑορτή, τότε ἀναλόγως μὲ τὸ μέγεθος τῆς ἑορτῆς ἢ τοῦ τιμωμένου ἁγίου καὶ ἀναλόγως μὲ τὸ ἂν εἶναι καθημερινὴ ἢ «ψιλὴ» κυριακὴ ἢ περίοδος τοῦ τριῳδίου ἢ τοῦ πεντη­κο­σταρίου καὶ λοιπά, παραλείπεται ἡ ἀποστολικὴ ἢ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς ἡμέρας, ἐνίοτε δὲ παραλείπονται ἀμφότεραι, διὰ νὰ ἀναγνωσθοῦν ἀντ᾿ αὐτῶν αἱ εἰδικαὶ περικοπαὶ ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἑορτὴν ἢ τὸν τιμώμενον ἅγιον, κατὰ τὰ ὑπὸ τοῦ τυπικοῦ ὁριζόμενα.

Οἱ κανόνες βάσει τῶν ὁποίων ἐπιλέγεται ποία περικοπὴ θὰ ἀναγνωσθῇ καὶ ποία θὰ παραλειφθῇ, οἱ σχετικοὶ πίνακες ποὺ παλαιόθεν συνετάγησαν δι᾿ ἑκάστην κυριακὴν βάσει τῆς ἡμερομηνίας τοῦ πάσχα, τὰ σφάλματα εἰς τὴν ἐφαρμογὴν τῶν διατάξεων καὶ πλῆθος συναφῶν προβλημάτων ἀπετέλεσαν κατὰ καιροὺς ἀντικεί­μενον ἐρεύνης ὑπὸ διαφόρων εἰδικῶν· ἰδιαιτέρως παραπέμπομεν πάντα ἐνδια­φε­ρόμενον εἰς τὰς σχετικὰς μελέτας τοῦ καθηγητοῦ ᾿Ιωάννου Φουντούλη («᾿Απαν­τήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας» 179, 275, 421, 423, 427, 430-433 καὶ 449) καὶ τοῦ ἀειμνήστου τυπικαρίου Γεωργίου Μπεκατώρου («Τάξις» τῶν ἐτῶν 1956, 1957, 1968, 1978, 1983, 1987 καὶ 1990), ἔνθα ὑπάρχουσιν ἀναφοραὶ καὶ εἰς τὴν λοιπὴν βιβλιογραφίαν.

᾿Ενταῦθα συνοπτικῶς μόνον θὰ σημειώσωμεν ὅτι εἰς τὸ προαναφερθὲν «εὐαγ­γελιστάριον» τοῦ ᾿Εμμανουὴλ Γλυζωνίου ὑπάρχει μεταξὺ ἄλλων καὶ ἡ ἑξῆς διά­ταξις· «ἰστέον ὅτι τὰ εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν ἅ τινα καταλιμπάνονται ἀναγι­νώ­σκονται ἐν καθημεριναῖς, ἕως οὗ πληρωθῶσιν· ὁμοίως καὶ οἱ ἀπόστολοι αὐτῶν». Βεβαίως πρὸ τῆς ἐκδόσεως τοῦ τυπικοῦ τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου κατὰ τὸν 19ον αἰῶνα, ὅτε ἴσχυε πανταχοῦ τὸ τυπικὸν τῆς λαύρας τοῦ ἁγίου Σάββα (Τ.Α.Σ.), τὸ πρόβλημα τῶν παραλείψεων δὲν ἦτο τόσον ὀξὺ ὅσον σήμερον, διότι συνηθίζετο νὰ ἀναγινώσκωνται ἐν τῇ λειτουργίᾳ διπλαῖ περικοπαί, δηλαδὴ δύο ἀπόστολοι καὶ δύο εὐαγγέλια μαζί, ἓν μὲν τὸ τῆς σειρᾶς τὸ δὲ ἄλλο τοῦ ἁγίου τῆς ἡμέρας. Τὸ ἔθος αὐτὸ τῶν διπλῶν περικοπῶν τηρεῖται ἀκόμη ἐν ῾Αγίῳ ῎Ορει. ᾿Επίσης ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ διωρθωμένου («νέου») ἡμερολογίου μᾶλλον ἐπηύξησε τὸ πρόβλημα, διότι ἀναλόγως τῆς ὀψιμότητος τοῦ πάσχα ἡ περίοδος τοῦ Ματθαίου μειοῦται ἕως καὶ δύο περίπου ἑβδομάδας ἐνωρίτερον ἀπὸ ὅ,τι προέβλεπε τὸ «πα­λαιὸν» ἡμερολόγιον. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι παραλείπονται περισσότερα εὐαγ­γε­λικὰ ἀναγνώσματα ἐκ τῶν σειρῶν τοῦ Ματθαίου καὶ τοῦ Μάρκου, τῶν ὁποίων ἡ ἐν συνεχείᾳ ἀνάγνωσις δὲν ὁλοκληροῦται. ᾿Απὸ τὴν ἄλλην αὐξάνονται αἱ ἡμέραι ἀπὸ τῆς ἀποδόσεως τῶν φώτων μέχρι τῆς ἐνάρξεως τοῦ τριῳδίου μὲ ἀποτέλεσμα ἐνίοτε νὰ ὑπάρχουν «κενὰ» περὶ τῶν ἀναγνωσμάτων κάποιων ἡμερῶν.

Οἱ συντάκται τῶν ἐτησίων τυπικῶν καταβάλλουν πάντοτε προσπάθειαν εἰς τὰ διάφορα «κενὰ» τῶν καθημερινῶν νὰ ἀναγινώσκωνται αἱ δι᾿ οἱονδήποτε λόγον παραλειφθεῖσαι περικοπαὶ τῶν Κυριακῶν, ἐφόσον βεβαίως αὗται δὲν πρόκειται νὰ ἀναγνωσθοῦν οὔτε ἐν τῇ σειρᾷ των οὔτε ἐν ὄρθροις οὔτε ἐν καθημεριναῖς ἐπὶ τῇ μνήμῃ ἑορταζομένων ἁγίων. Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη φαίνεται ὅτι ὑπάρχει ἡ τάσις ἐνίοτε ἡ τακτικὴ αὐτὴ νὰ ἐπεκτείνεται, εἰς τὸ μέτρον τοῦ δυνατοῦ, τόσον εἰς τὰ παραλειπόμενα ἀναγνώσματα τῶν λοιπῶν ἡμερῶν τοῦ ἔτους ὅσον καὶ εἰς τὰ ὑπολοιπόμενα τῶν σειρῶν τοῦ Ματθαίου καὶ τοῦ Μάρκου. Αἱ ἀνωτέρω παρα­τηρήσεις ἀφοροῦν καὶ τὰς ἀντιστοίχους ἀποστολικὰς περικοπάς.

 

 

2. Μνήμη ἁγίου κατὰ τὴν διακαινήσιμον ἑβδομάδα

 

Εἰς μίαν ἐνορίαν ἔχουσαν ναΰδριον τιμώμενον ἐπ᾿ ὀνόμασι τῶν ἁγίων Τιμο­θέου καὶ Μαύρας (3 μαΐου) ἀπεφασίσθη νὰ μεταφερθῇ ἡ ἑορτὴ τῷ σαββάτῳ τῆς διακαινησίμου, διότι ἡ μνήμη των τῷ 2002 συνέπεσε μὲ τὴν μεγάλην παρασκευήν. Εἰς τὴν ἰδιαιτέραν φυλλάδα τῆς ἀκολουθίας τῶν μαρτύρων ὑπάρχει ἡ ἑξῆς σημεί­ωσις· «εἰς τὴν παροῦσαν ἑορτὴν λαμβά­νομεν ὡς ὁδηγὸν τὴν τυπικὴν διάταξιν τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τοῦ θεολόγου ἐν τῇ 8ῃ μαΐου». ῞Ομως τὸ τυπικὸν δὲν προβλέπει περί­πτωσιν νὰ τύχῃ ἡ 8η μαΐου ἐντὸς τῆς διακαινησίμου ἑβδομάδος, ἀλλὰ τὸ ἐνωρίτερον τῇ Κυριακῇ τῶν μυροφόρων. Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ παραπέμπῃ εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Γεωργίου (23 ἀπριλίου); Καὶ ἐπίσης κατὰ τὴν διακαι­νήσιμον ἑβδομάδα εἶναι σωστὸν νὰ ψάλλωνται εἰς τοὺς πανηγυ­ρικοὺς ἑσπερινοὺς ἀνοιξαντάρια; (Δ. Ζαφ.)

 

῾Η ἀνωτέρω ἐρώτησις ἀπηυθύνθη εἰς ἡμᾶς μεσούσης τῆς διακαινησίμου ἑβδο­μάδος τοῦ 2002. ᾿Εδόθησαν τότε αἱ κατάλληλοι ἀπαντήσεις, αἱ ὁποῖαι μετα­φέ­ρονται ἐνταῦθα λόγῳ τοῦ γενικωτέρου ἐνδιαφέροντος τῆς περιπτώ­σεως, ἀλλὰ καὶ διότι κατὰ τὸ ἔτος 2003 ἡ μνήμη τῶν ἁγίων συμπίπτει κανονικῶς μὲ τὸ Σάβ­βατον τῆς διακαινησίμου.

Πράγματι, ὅπως πολὺ σωστὰ ἐπισημαίνει ὁ ἀγαπητὸς ἱεροψάλτης, αἱ περισ­σότεραι διατάξεις εἰς τὰ διάφορα τυπικὰ καὶ τὰς φυλλάδας εἶναι συντεταγμέναι κατὰ τὸ παλαιὸν ἡμερολόγιον, δι᾿ αὐτὸ συχνὰ σήμερον εἶναι ἀνεπαρκεῖς, ὅπως εἰς τὴν συγκεκριμένην περίπτωσιν, καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ συμπληρωθῶσι. Κατὰ τὸ νέον ἡμερολόγιον ἡ 3η Μαΐου δύναται νὰ τύχῃ ἀπὸ τῆς μεγάλης Τρίτης ἄχρι τῆς Δευ­τέρας μετὰ τὴν Κυριακὴν τῆς Σαμαρείτιδος, διὰ τοῦτο συμπίπτει μὲ ὅλας σχεδὸν τὰς περιπτώσεις (13 ἀπὸ τὰς 15) ποὺ προβλέπονται ἀπὸ τὸ παλαιὸν τυπικὸν διὰ τὴν μνήμην τοῦ ἁγίου Γεωργίου. ῎Αρα εἰς τὴν ὑπόψιν περίπτωσιν τηροῦνται αἱ §§1-3 τῆς τυπικῆς διατάξεως τῆς 23ης ᾿Απριλίου.

῾Ως γνωστόν, κατὰ τὴν διακαινήσιμον ἑβδομάδα ἡ ἔναρξις τοῦ ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ ὄρθρου γίνεται μὲ διαφορετικὸν τρόπον ἀπὸ ὅ,τι κατὰ τὸ ὑπόλοιπον ἔτος. ῾Ο ἱερεὺς ἀντὶ τοῦ «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς» ἐκφωνεῖ εἰς τὴν ἀρχὴν τῶν ἀκολουθιῶν τὸ «Δόξα τῇ ἁγίᾳ καὶ ὁμοουσίῳ»· εἶτα ἐπακολουθεῖ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» δεκάκις μετὰ τῶν ὡρισμένων στίχων, ἡ μεγάλη συναπτή, ἡ ἐκφώνησις καὶ εὐθὺς τὸ «Κύριε, ἐκέκραξα» (εἰς τὸν ὄρθρον μετὰ τὴν ἐκφώνησιν ἀκολουθοῦν οἱ κανόνες ἢ ἡ τάξις τοῦ εὐαγγελίου τοῦ ὄρθρου). Δὲν στιχολογεῖται οὔτε ὁ προοιμιακὸς ψαλμὸς εἰς τὸν ἑσπερινὸν οὔτε ὁ ἑξάψαλμος εἰς τὸν ὄρθρον (οὔτε ψάλλεται δοξο­λογία), γενικῶς δὲ τὸ ψαλτήριον σχολάζει καθ᾿ ὅλην τὴν διακαινήσιμον ἑβδομάδα· συνεπῶς οὐδὲ ἀνοιξαντάρια οὔτε τὸ «Μακάριος ἀνὴρ» ψάλλονται. Δι᾿ αὐτὸ εἰς τὰς πανηγυρικὰς ἀκολουθίας τὰς ἐπισυμβαινούσας ἐν τῇ ἑβδομάδι τοῦ πάσχα συνηθίζεται ὑπὸ πολλῶν νὰ ψάλλωνται μαθήματα ἀργά, ὅπως τὰ ἀργὰ κεκρα­γάρια καὶ πασαπνοάρια τοῦ ᾿Ιακώβου, ἀργὰ ἢ ἀργοσύντομα δοξαστικά, αἱ ἀργαὶ καταβασίαι τοῦ πάσχα, ψάλλονται δὲ καὶ οἱ κανόνες ὁλόκληροι, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν λοιπὴν περίοδον τοῦ ἔτους δυστυχῶς ἔχει ἐπικρατήσει νὰ ἀναγινώσκωνται κολοβωμένοι, ὅταν δὲν παραλείπωνται ἐντελῶς.

Εἰς τὴν περίπτωσιν τῆς ἐρωτήσεώς μας ἀπαιτεῖται μία μεγαλειτέρα προσοχὴ εἰς τὸν ἑσπερινόν, ἔνθα εἰς τὸ «Κύριε, ἐκέκραξα» ψάλλονται 4 ἀναστάσιμα στι­χηρὰ τοῦ πλ. δ΄ ἤχου καὶ 4 τῶν μαρτύρων, Δόξα, τὸ ἰδιόμελον αὐτῶν, Καὶ νῦν, «῾Ο βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν»· εἴσοδος ἄνευ εὐαγγελίου, «Φῶς ἱλαρόν», τὸ μέγα προκείμενον «῎Εδωκας κληρονομίαν» μετὰ τῶν στίχων αὐτοῦ, ὡς ἐν τῷ πεντη­κοσταρίῳ, καὶ τὰ ἀναγνώσματα τῶν μαρτύρων· εἰς τὰ ἀπόστιχα τὸ ἀναστάσιμον στιχηρὸν καὶ τὰ «Πάσχα ἱερόν», Δόξα, τῶν ἁγίων, Καὶ νῦν, «᾿Αναστάσεως ἡμέρα». Εἰς τὸν ὄρθρον μετὰ τὴν μεγάλην συναπτὴν καὶ τὴν ἐκφώνησιν, τὸ α΄ ἀντίφωνον τῶν ἀναβαθμῶν τοῦ δ΄ ἤχου, μετὰ δὲ τὸ εὐαγγέλιον τοῦ ὄρθρου τὸ «᾿Ανάστασιν Χριστοῦ» καὶ εὐθὺς (ἄνευ τοῦ ν΄ ψαλμοῦ) Δόξα, «Ταῖς τῶν ἀθλοφόρων» καὶ τὰ λοιπὰ τοῦ ὄρθρου καὶ τῆς λειτουργίας ὡς ἐν τῇ φυλλάδι καὶ τῷ τυπικῷ.

 

 

3. Περὶ τῆς ἐμμελοῦς ἀπαγγελίας

 

Πῶς πρέπει νὰ ἐκτελῆται τὸ ἐρωτηματικὸν κατὰ τὴν ἀπαγγελίαν τοῦ ἀποστόλου; Διότι εἰς ὡρισμένας ἀποστολικὰς περικοπὰς ἡ ἀπόδοσις τῆς ἐρωτη­ματικῆς φράσεως εἶναι καιρίας σημασίας. (Γ.Γ.)

 

῾Η ἐνδιαφέρουσα αὐτὴ ἐρώτησις ἀφορᾷ περισσότερον εἰς θέμα μουσι­κολογικὸν παρὰ εἰς τυπικολογικόν, μᾶς δίδει ὅμως τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἀνα­φέρωμεν ὡρισμένα δεδομένα, τὰ ὁποῖα καλὸν εἶναι νὰ ἔχωσιν ὑπόψει των ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ αὐτό.

Κατ᾿ ἀρχὰς ἡ ἐρώτησις θὰ μποροῦσε νὰ τεθῇ καὶ ἄλλως, ἤ τοι «πρέπει νὰ ἀποδίδωνται μὲ ἰδιαίτερον τρόπον αἱ ἐρωτηματικαὶ φράσεις τῶν ἀποστολικῶν περικοπῶν;» ἢ «ὑπάρχει εἰς τὴν μέχρις ἡμῶν διασωθεῖσαν παράδοσιν ἐμμελοῦς ἀπαγγελίας τρόπος ὑποχρεωτικῆς ἀποδόσεως τῶν ἐρωτηματικῶν προτάσεων;» Εἰς τὴν τελευταίαν διατύπωσιν ἐκ προοιμίου λέγομεν ὅτι ἡ ἀπάντησις εἶναι μᾶλλον ἀρνητική, διότι εἰς τοὺς χειρογράφους λειτουργικοὺς κώδικας ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον δὲν σημειοῦνται αἱ ἐρωτηματικαὶ φράσεις, ἀλλ᾿ οὔτε κἂν στίζονται ἢ χωρίζονται αἱ προτάσεις ὅπως ποιοῦμεν τώρα ἡμεῖς.

῾Η στίξις εἰς τὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα εἶναι πολὺ πτωχὴ ἐν σχέσει μὲ τὴν ση­μερινήν· συνήθως χρησιμοποιοῦνται εἰς τὰς ἀποστολικὰς καὶ εὐαγγελικὰς περι­κοπὰς ἓν ἢ δύο σύμβολα, τὰ ὁποῖα χωρίζουν τὸ κείμενον ὄχι εἰς τὰς συντακτικάς του περιόδους ἀλλ᾿ εἰς ἀναγνωστικὰς φράσεις· δηλαδὴ ἡ στίξις εἶναι ἀναγνωστικὴ καὶ ὄχι συντακτική. ἐπίσης πολλὰ σημερινὰ σημεῖα στίξεως ἦσαν ἄγνωστα πρὸ τῆς τυπογραφίας· τὸ θαυμαστικὸν ἐπὶ παραδείγματι εἶναι ἐπινόησις τοῦ 18ου αἰ­ῶνος· τὸ ἐρωτηματικὸν μὲ τὴν σημερινήν του μορφὴν ἐμφανίζεται εἰς τὰ χειρόγραφα ἀπὸ τὸν 9ον-10ον αἰῶνα περίπου, ἀλλ᾿ ἡ χρῆσίς του ἐγενικεύθη πολὺ ἀργότερον. ᾿Επίσης, ἂν ὑποθέσωμεν ὅτι εἰς ἕνα κώδικα τοῦ 12ου ἢ 13ου αἰῶνος μὲ καινοδιαθηκικὰς περικοπὰς χρησιμοποιεῖται τὸ ἐρωτηματικόν, δὲν εἴμεθα κα­θόλου βέβαιοι ὅτι ὁ θεόπνευστος συγγραφεὺς τῆς περικοπῆς ἤθελε νὰ διατυπώσῃ εἰς τὸ σημεῖον ἐκεῖνο μίαν ἐρώτησιν. Διὰ τοῦτο ἡ στίξις γενικῶς ὅλων τῶν ἀρ­χαίων χειρογράφων δὲν λαμβάνεται ὑπόψιν, θεωρεῖται ὡς μὴ ὑπάρχουσα. ῾Επομένως ἡ στίξις (καὶ τὰ ἐρωτηματικὰ) ποὺ βλέπομεν εἰς τὰς σημερινὰς ἐντύ­πους ἐκδόσεις εἶναι σύγχρονος, διὰ τοῦτο καὶ συχνὰ ἐγείρονται διχογνωμίαι με­ταξὺ τῶν εἰδικῶν ἂν μία φράσις τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρέπει νὰ λάβῃ ἐρω­τηματικὸν ἢ θαυμαστικὸν ἢ μόνον μίαν τελείαν στιγμήν· ἀκόμη καὶ τὸ εἰς ποίαν λέξιν πρέπει νὰ τεθῇ ἓν σημεῖον στίξεως δὲν εἶναι πάντοτε βέβαιον. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν δυνάμεθα νὰ εἴμεθα βέβαιοι ὅτι οἱ ἀρχαῖοι ἀναγνῶσται δὲν εἶχον ἔμπροσθέν των κείμενα μὲ ἐρωτηματικά, καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε μία ἐμφανὴς ἐρωτηματικὴ λέξις θὰ ἦτο μᾶλλον δύσκολον νὰ ἀντιληφθοῦν, πολλῷ δὲ μᾶλλον νὰ ἀποδώσουν, μίαν ἐρώτησιν. ῎Ετσι ἐξηγεῖται διατί μέχρι σήμερον ἱκανώτατοι πρω­τοψάλται, στερρῶς ἐχόμενοι τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως ἐν ᾗ ἐγα­λου­χή­θη­σαν, σχεδὸν οὐδέποτε ἀποδίδουσι μετ᾿ ἰδιαιτέρας ἐμφάσεως μίαν ἐρώτησιν.

Σύμφωνα τώρα μὲ τὴν παραδοσιακὴν ἀπαγγελίαν, δὲν δύναται νὰ ἐκτελεσθῇ τὸ ἐρωτηματικόν, ἂν αὐτὸ εὑρίσκεται εἰς τὸ τέλος τῆς περικοπῆς· παράδειγμα αἱ περικοπαὶ Τετάρτης καὶ Πέμπτης τῆς δ΄ ἑβδομάδος ἐπιστολῶν, τῆς ε΄ Κυριακῆς τῶν νηστειῶν καὶ ἄλλαι. ᾿Επίσης ἂν εἰς μίαν περικοπὴν ἔχομεν πολλὰς καὶ συνε­χομένας ἐρωτήσεις, πάλιν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδοθῇ ἐρωτηματικὸς τόνος εἰς ὅλας τὰς προτάσεις εἰ μὴ μόνον εἰς μίαν ἢ δύο τὸ πολὺ ἐξ αὐτῶν· παράδειγμα αἱ περικοπαὶ τῆς 20ῆς ᾿Ιουλίου καὶ τῆς 1ης Νοεμβρίου.

῾Υπό τινων συγχρόνων δοκίμων ἱεροψαλτῶν συνηθίζεται ἡ ἐρώτησις νὰ ἀπο­δί­δεται ὄχι μὲ ἐρωτηματικὸν ὕφος, ἀλλ᾿ ἁπλῶς μεταβάλλουν πρὸς στιγμὴν τὸν τόνον τῆς ἀπαγγελίας κατὰ ἕνα ἢ δύο φθόγγους ἐπὶ τὸ ὀξύτερον ἢ ἐπὶ τὸ βαρύτερον. ῎Αλλοι συνηθίζουν πρὸς στιγμὴν νὰ διακόπτουν τὴν ἐμμελῆ ἀπαγγελίαν καὶ νὰ ἀποδίδουν τὴν ἐρώτησιν σχεδὸν ὅπως καὶ ἐν τῷ προφορικῷ λόγῳ· ἡ συνήθεια αὕτη ἔχει κατ᾿ αὐτῆς ὅτι εἰς περικοπὰς μὲ συνεχεῖς ἐρωτήσεις ἐγκαταλείπεται ἡ ἐμμελὴς ἀπαγγελία, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀντίθετον πρὸς τὴν παράδοσιν.

᾿Επὶ πλέον καλὸν εἶναι νὰ προσέχουν οἱ ἀναγνῶσται μήπως ἀποπειρώμενοι νὰ ἀποδώσουν μίαν ἐρώτησιν, τονίσουν αὐτὴν ὑπὲρ τὰς ἄλλας φράσεις, ἐνῷ ἄλλη πρότασις θὰ πρέπει νὰ τονισθῇ περισσότερον ὡς ἔχουσα τὸ κεντρικὸν νόημα τῆς περικοπῆς. Γενικῶς εἶναι μᾶλλον ἐλάχισται αἱ περιπτώσεις καθ᾿ ἃς ἡ κεντρικὴ πρότασις μιᾶς περικοπῆς εἶναι ἐρωτηματική. ᾿Επειδὴ πάλιν ἡ ἀπόδοσις ἐρω­τή­σεως ἀπαιτεῖ μίαν ἰδιαιτέραν τεχνικὴν εὐστροφίαν, τὴν ὁποίαν κάποιοι ἴσως δὲν διαθέτουν εἴτε λόγῳ ἀπειρίας εἴτε λόγῳ φωνητικῆς ἀδυναμίας, εἶναι φρονι­μώ­τερον νὰ μὴ ἀποπειρῶνται τὴν ὑπέρβασιν τῶν φυσικῶν των δυνατοτήτων.

᾿Απὸ ὅσα συνοπτικῶς ἀνεφέραμεν μέχρι τώρα καὶ ἀπὸ ἄλλα στοιχεῖα παρα­λειπόμενα λόγῳ στενότητος χώρου δυνάμεθα νὰ συμπεράνωμεν ὅτι ἡ ἀπόδοσις μιᾶς ἐρωτήσεως δὲν εἶναι ὑποχρεωτικὴ οὔτε πάντοτε ἐπιτρεπτή, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσιν· ἐπίσης ὅτι εἰς τὴν ἐμμελῆ ἀπαγγελίαν καὶ εἰς τὴν κατανόησιν τοῦ κειμένου τὸ ἐρωτηματικὸν δὲν ἔχει τόσην σπουδαιότητα ὅσην τοῦ ἀποδίδομεν σή­μερον, ὅτι ἡ ἀπόδοσίς του πρέπει νὰ γίνεται ἐφόσον ὑπάρχουν αἱ προϋποθέσεις, καὶ πάλιν «μετὰ διακρίσεως», καὶ ὅτι δὲν πρέπει χάριν τῆς ἰδιαιτέρας ἀπο­δό­σε­ως πραγματικῶν ἢ φανταστικῶν σημείων στίξεως νὰ ἀπολέσωμεν τὴν παρα­δοσιακὴν ἐμμελῆ ἀπαγγελίαν. ῾Η ἀνάγνωσις τῶν κειμένων τῶν ῾Αγίων Γραφῶν εἶναι ἐκ τῶν ἱερωτέρων στιγμῶν τῆς λατρείας μας καὶ ὄχι θεατρικὸν ἐγχείρημα.

Εἶναι εὐνόητον ὅτι τὰ ἀναφερθέντα περὶ τῆς παραδοσιακῆς ἀπαγγελίας τῶν ἀποστολικῶν περικοπῶν ἰσχύουν καὶ διὰ τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα, διὰ τοὺς ψαλμοὺς καὶ τὰ ἄλλα βιβλικὰ καὶ λειτουργικὰ (κοντάκια, τροπάρια) κείμενα, τὰ ὁποῖα ἀναγινώσκονται (ἢ πρέπει νὰ ἀναγινώσκωνται) ὄχι ἐντελῶς χῦμα, ἀλλὰ κατὰ τρόπον παραπλήσιον μὲ αὐτὸν τοῦ ἀποστόλου, ἂν καὶ μὲ λιτώτερον ὕφος.

 

Η ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

 

Συμβολὴ 1 (2003)