῾Ορολογία βιολογίας (1)
Σημείωσι. στὸ τέλος κάθε λήμματος σημειώνεται ἐντὸς παρενθέσεως ἡ ἡμερομηνία τῆς πρώτης δημοσιεύσεώς του.
ἀβιογένεσις (-σι, ση)· αὐτόματη γένεσι. [ὁ ὅρος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Ἄγγλο βιολόγο T. Huxley τὸ 1870 ὡς σύνθετο τῶν ἄβιος + γένεσις = abiogenesis. ἡ χρῆσί του στὴν ἑλληνικὴ δὲν εἶναι δόκιμη.] (13/9/2008)
ἄψυχος· αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ζωή [δοκιμώτερος ὅρος ἀντὶ τοῦ ἄβιος. ἡ ἀρχικὴ σημασία τῆς λέξεως ψυχὴ εἶναι «πνοή, ζωή, ἀνάσα»· χρησιμοποιεῖται ὡς συνώνυμο τοῦ «ζωὴ» στὴν ἀρχαία ἑλληνική, στὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καὶ στὴν νέα ἑλληνική (παράβαλε φράσεις «βγαίνει ἡ ψυχή μου»· «καὶ τὰ ζῷα ἔχουν ψυχή»). τὰ παράγωγά της ἄψυχος, ἔμψυχος μποροῦν κάλλιστα νὰ ἀντικαταστήσουν νεώτερους νεολογισμοὺς καὶ ἀντιδάνεια ὅπως ἄβιος, ἀβιοτικός, τὸ συνθετικὸ βιο- σὲ λέξεις τῆς βιολογίας κ.λπ..] (13/9/2008)
βιολογία· ἡ ἐπιστήμη (ἐπιστημονικὸς κλάδος) ποὺ μελετᾷ τὰ φαινόμενα τῆς ζωντανῆς ὕλης, ἤ τοι τοὺς ζωντανοὺς ὀργανισμούς. [ἡ λέξι βιολογία εἶναι νεωτέρα. στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ὑπῆρχε ἡ λέξι βιολόγος, ἀλλὰ σήμαινε μῖμος, ἠθοποιός. ἡ ἀναβίωσι τῆς λέξεως βιολόγος μὲ τελείως διαφορετικὴ σημασία, ἡ χρησιμοποίησί της ὡς ἐπιστημονικοῦ ὅρου καὶ ἡ χρῆσί της ὡς ἀντιδανείου ἀπὸ τοὺς συγχρόνους ῞Ελληνες εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ γλωσσικὰ παράδοξα τῶν νεωτέρων χρόνων.] (13/9/2008)