13. Λοιπὲς ἐπιστῆμες Κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς ἐπιστῆμες ᾿Αρθρογραφία Γεωργίου Τσούτσου Γιὰ τὰ θρησκευτικὰ σύμβολα (9/2010)

 

Νομικὲς καὶ παιδαγωγικὲς ἀντιδράσεις

στὴν ἀπόφαση τοῦ ΕΔΔΑ γιὰ τὰ θρησκευτικὰ σύμβολα

 

(Συγχρονιστικὴ μνεία στὸν Εὐάγγελο Παπανοῦτσο)

 

    Τὸ 2009 τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (ΕΔΔΑ) ἔκρινε πρωτοδίκως ὁμόφωνα ὅτι τὸ σύμβολο τοῦ σταυροῦ στὰ ἰ­τα­λικὰ δημόσια σχολεῖα εἶναι ἀντίθετο στὸ δικαίωμα τῶν γονέων νὰ ἐκπαιδεύουν τὰ τέκνα τους σύμφωνα μὲ τὶς πεποιθήσεις τους καὶ στὸ δικαίωμα τῶν παιδιῶν στὴ θρησκευτικὴ ἐλευθερία. Τὸ δικαστήριο δὲν ἐπέβαλε τὴν ἀπομάκρυνση τῶν σταυρῶν ἀπὸ τὰ σχολεῖα, κάτι τὸ ὁποῖο θὰ ἦταν οὕτως ἢ ἄλλως πέραν τῶν ἐξουσιῶν του. Καταδίκασε τὴν Ἰταλία νὰ πληρώσει 5.000 εὐρὼ γιὰ ἠθικὴ προκατάληψη.

    Ἡ ὅλη αἰτιολογία τῆς ὡς ἄνω δικαστικῆς ἀπόφασης δὲν ὑπῆρξε «κε­ραυ­νὸς ἐν αἰθρίᾳ», ἀλλὰ βασίστηκε σὲ μία σειρὰ προηγούμενων ἀπο­φά­σεών του, οἱ ὁποῖες προετοίμασαν τουλάχιστον ψυχολογικὰ τὸ ἔδαφος γιὰ μία παρόμοια ἀπόφαση. Αὐτὲς ἦσαν οἱ ἀκόλουθες: Kjeldsen, Busk, Madsen, Dersen v. Danemark, ἀπόφαση τῆς 7-12-1976 σειρὰ 1η Νο 2366.24-28 παρ. 50-54· Campbell et Cosans c. Royaume Uni, ἀπόφαση 25-2-1982 σειρὰ 1η Νὸ 48 σ. 16-18 παρ. 36-37· Valsamis c. Grece ἀπόφαση 18-12-1996 recueil des Arrets et decisions 1996 - Ι p. 232-324 παρ. 25-28·  καὶ Folgero et autres c. Norvege (GS) 15472/2 c. EDH 207 - VIII παρ. 84.

    Τὸ ΕΔΔΑ ἔκανε μία συνδυαστικὴ ἑρμηνεία τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ Πρω­τοκόλλου 1 καὶ τῶν ἄρθρων 9 καὶ 10 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως Δικαι­ω­μάτων τοῦ Ἀνθρώπου. Θεώρησε ὅτι τὸ ἄρθρο 2 τοῦ Πρωτοκόλλου προ­στατεύει τὴ δυνατότητα ἐκπαιδευτικοῦ πλουραλισμοῦ, τὸν ὁποῖο ἑρμη­νεύ­ει ὡς οὐσιώδη γιὰ τὴ διατήρηση μιᾶς δημοκρατικῆς κοινωνίας. Τὸ δι­καστήριο θεωρεῖ ἐπιπλέον ὅτι τὸ σχολικὸ περιβάλλον πρέπει νὰ μὴν εὐ­νο­εῖ τὸν ἀποκλεισμὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι θέατρο ἱεραποστολικῶν δρα­στηριοτήτων. Πρέπει νὰ ἀποτελεῖ χῶρο συνάντησης διαφορετικῶν θρησκειῶν καὶ πεποιθήσεων, ὅπου οἱ μαθητὲς μποροῦν νὰ ἀποκτήσουν γνώσεις γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς παραδόσεις. Οἱ γνώσεις γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ θέμα­τα πρέπει νὰ δίνονται μὲ τρόπο ἀντικειμενικὸ καὶ πλουραλιστικό. Γι' αὐ­τὸ θεωρεῖ τὸ δικαστήριο ὅτι ἀπαγορεύεται νὰ ὑπάρξει κάποια διδα­σκα­λία, ἡ ὁποία θὰ συνυπήγετο μὴ σεβασμὸ πρὸς τὶς θρησκευτικὲς καὶ φι­λο­σο­φικὲς πεποιθήσεις τῶν γονέων. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὅριο τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεραστεῖ.  Ὁ σεβασμὸς αὐτὸς συμπεριλαμβάνει τόσο τὸ δικαίωμα τοῦ θρησκεύειν ὅσο καὶ τοῦ μὴ θρησκεύειν. Ἡ ὑποχρέωση τῆς οὐδε­τερό­τητας καὶ τῆς ἀμεροληψίας τοῦ κράτους εἶναι ἀσύμβατη ἀπὸ κρατικῆς πλευ­ρᾶς τόσο μὲ τὴν ἀξιολόγηση τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων ὅσο καὶ μὲ τοὺς τρόπους ἔκφρασής τους.

    Τὸ δικαστήριο θεωρεῖ ὅτι λόγῳ τῆς ἔλλειψης κριτικῆς ἱκανότητας τῶν παιδιῶν, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴ μικρή τους ἡλικία, μπορεῖ νὰ εἶναι θύματα κρατικῆς ἐπιβολῆς θρησκευτικῶν πεποιθήσεων. Συνεχίζοντας τὸ δικα­στή­ριο μὲ τὸ αὐτὸ σκεπτικὸ ἐμπλουτίζει τὰ ἐπιχειρήματά του μὲ ἐκεῖνα προ­γε­νέστερων ἀποφάσεων.

    Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο συγχέοντας τὴν ἀξιολογικὴ ἐκτίμηση μὲ τὸ πραγματικὸ γεγονός, τὸ δικαστήριο θεωρεῖ ὅτι τὸ κράτος ἐπιβάλλοντας τὴν ἔκθεση τοῦ σταυροῦ στὶς σχολικὲς αἴθουσες παραβιάζει τὶς ἀρχὲς τοῦ πλου­ρα­λισμοῦ. Ἐπίσης λαμβάνοντας ὡς δεδομένη τὴν –μὲ πολὺ στενὰ κριτήρια θεωρηθεῖσα– ἀποκλειστικὰ θρησκευτικὴ φύση τοῦ σταυρικοῦ συμβόλου ἀποφαίνεται ὅτι ἀσκεῖται οὕτω πιέση στοὺς ἑτερόθρησκους ἢ ἄθρησκους μαθητές.

    Ἡ ἰταλικὴ κυβέρνηση ἀπάντησε ὅτι ἡ ὑποχρέωση ἀνάρτησης τοῦ σταυ­ροῦ μὲ τὸ θετικὸ ἠθικὸ μήνυμα τῆς χριστιανικῆς πίστης ὑπερβαίνει τὶς κοσμικὲς συνταγματικὲς ἀξίες. Τοῦτο καὶ λόγῳ τοῦ ρόλου τῆς θρη­σκεί­ας στὴν ἱστορία τῆς Ἰταλίας καὶ στὶς παραδόσεις αὐτῆς τῆς χώρας. Ὡς ἐκ τούτου τὸ σύμβολο τοῦ σταυροῦ ἔχει ἱστορικὴ σημασία οὐδέτερη καὶ κοσμικὴ καὶ δὲν ἐκφράζει μόνο θρησκευτικὲς ἀλλὰ καὶ ἄλλες ἀξίες.  Τὸ δικαστήριο συμφώνησε μὲ τὴν πολλαπλότητα τῶν συμβολισμῶν τοῦ σταυροῦ, ἀλλὰ θεώρησε ὅτι ἡ θρησκευτική του σημασία εἶναι ἡ κυριαρ­χοῦσα. Θεώρησε ἐπίσης ὅτι ἡ παρουσία του στὶς αἴθουσες ὑπερβαίνει τὴ χρήση τῶν συμβόλων στὸ ἱστορικό τους πλαίσιο. Ἔφθασε μέχρι τοῦ ση­μείου νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι καὶ ἡ ἁπλὴ θέαση τοῦ σταυροῦ ἀπὸ μαθητὲς ἄλ­λων θρησκευμάτων ἢ ἄθρησκους μπορεῖ νὰ τοὺς διαταράξει συναι­σθη­μα­τι­κά.

    Καταλήγοντας δὲ τὸ δικαστήριο ὑποστήριξε ὅτι τὸ κράτος εἶναι ὑπο­χρεωμένο νὰ τηρεῖ ὁμολογιακὴ οὐδετερότητα καὶ ὅτι ὀφείλει νὰ καλ­λιερ­γήσει στοὺς μαθητὲς κριτικὴ σκέψη. Γιὰ τοὺς ἀνωτέρω λόγους κα­τα­δίκασε τὴν Ἰταλικὴ Δημοκρατία στὴν καταβολὴ ἀποζημιώσεως ὕψους 5.000 εὐρὼ γιὰ ἠθικὴ προκατάληψη (prejudice morale).

    Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ δημιούργησε στὸν γράφοντα τὴν πεποίθηση ὅτι ἀγνοεῖ τὸ ἀξιολογικὸ στοιχεῖο στὴν ἠθικὴ παιδεία τῶν νέων, δαιμο­νο­ποιεῖ καὶ ποινικοποιεῖ τὴν ἀξιολογικὴ διαδικασία δημιουργώντας  ἀκέ­φα­λα, ἄψυχα καὶ ἀπνευμάτιστα ὄντα. Εἶναι ἄξιο ἀπορίας τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ νέοι μποροῦν –κατὰ τὴ δικαστικὴ κρίση– νὰ ἀξιολογήσουν ἕνα οἰ­κο­νο­μικὸ σύστημα, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἐπιτρέπεται ἡ ἀναγωγὴ τῶν προβλη­μά­των σὲ βαθύτερο ὑπαρξιακὸ ἐπίπεδο, ἀφοῦ αὐτὴ στιγματίζεται ὡς «προ­κα­τάληψη». Ἡ ἀξιολόγηση ὅμως βάσει ἠθικῶν καὶ πνευματικῶν στοι­χείων εἶναι χαρακτηριστικὸ σύμφυτο μὲ τὸ ἀνθρώπινο εἶδος καὶ τὸ δια­φο­ροποιεῖ  ἀπὸ τὸ ζωϊκὸ βασίλειο.            Κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη «Τοῦτο γὰρ πρὸς τὰ ἄλλα ζῷα τοῖς ἀνθρώποις ἴδιον, τὸ μόνον ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ καὶ δικαίου καὶ ἀδίκου καὶ τῶν ἄλλων αἴσθησιν ἔχει» (Πολιτικά, 125α 17-19)(1).

    Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος ἐπι­σή­μανε ὅτι ἡ ὑπόθεση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὶς σχολικὲς αἴθουσες δὲν ἔχει τελεσιδικήσει καὶ ὑπεν­θύ­μισε ὅτι στὴν Ἰταλία ἔχει ὁριστεῖ διὰ νόμου, ἐνῷ στὴν Ἑλλάδα ἔχει ἐπι­κρατήσει ἐθιμικῶς(2). Ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος τάχθηκε κατὰ τῆς ἀ­πο­μάκρυνσης τῶν θρησκευτικῶν συμβόλων ἀπὸ τοὺς δημόσιους χώρους μετὰ τὴν προσφυγὴ στὰ ἑλληνικὰ δικαστήρια τριῶν δικηγόρων τὸν Νο­έμ­βριο τοῦ 2009 μὲ ἀντίστοιχο αἴτημα. Τότε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἶχε ἀντι­δράσει σὲ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες λέγοντας μεταξὺ ἄλλων ὅτι «δὲν ἔχουν δι­καιώματα μόνο οἱ μειονότητες ἀλλὰ καὶ οἱ πλειονότητες». Παράλληλα ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος θὰ στείλει ἐκπρόσωπό της στὴν ἔνδικη διαδι­κα­σία σχετικὰ μὲ τὴν παρουσία χριστιανικῶν συμβόλων στὶς αἴθουσες τῶν ἑλληνικῶν δικαστηρίων. Πέραν τούτου ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος ἀπο­φά­σισε «νὰ μελετήσει τὸ θέμα εὐρύτερα, γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ ἡ θεολογικὴ ἀξία τῶν θρησκευτικῶν συμβόλων, ποὺ νοηματοδοτοῦν τὸν σεβασμὸ τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου καὶ τὴν ἀξία τῆς ἑτερότητας»(3).

    Ἀπὸ νομικὴ σκοπιὰ προεβλήθη τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ἡ ἀπόφαση τοῦ ΕΔΔΑ ἀφορᾶ στὴν Ἰταλία, στὴν ὁποία ἰσχύει ὁ χωρισμὸς κράτους -ἐκ­κλη­σίας, ἐνῷ στὴ χώρα μας μὲ βάση τὸ Σύνταγμα ἰσχύει διαφορετικὸ καθεστώς(4). Ἀντίθετη ἄποψη τάσσεται ὑπὲρ τῆς καθαιρέσεως τῶν θρη­σκευ­τικῶν συμβόλων ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα μὲ τὸ σκεπτικὸ ὅτι «...ἡ κοινωνία δικαιοῦται νὰ ἔχει θρησκευτικὲς ἀπόψεις. Τὸ κράτος εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν δικαιοῦται νὰ θρησκεύεται». Ἡ ἱστορικὴ ἐξέταση τοῦ θέματος καταδεικνύει ὅτι «ἡ διάκριση μεταξὺ κράτους καὶ κοινωνίας ἀνατρέχει στὴν ἱστορικὴ ἀντιπαλότητα τῆς θρησκεύουσας κοινωνίας, στὸ πρόσωπο τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ-Παπισμοῦ, στὴν ἀρχὴ τῶν ἐθνικῶν κρατῶν στὴ Δύση». Ἀντίθετα στὴν Ἑλλάδα, ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ συγκρότηση τοῦ κρά­τους δὲν ὀφείλεται σὲ ἀντιπαλότητα θρησκείας καὶ κοινωνίας.  Τὸ ἑλληνικὸ κράτος «προέκυψε κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωση τῆς κοινωνίας τοῦ Ἑλληνορθόδοξου γένους»(5).

    Ἐντούτοις ἀπὸ τὴ μεταπολίτευση καὶ ἐντεῦθεν καταβάλλεται προσ­πάθεια χωρισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ κράτος.  Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἐπιχειρεῖται ἀξιοποίηση τῆς ἀποφάσεως τοῦ ΕΔΔΑ ἀπὸ ἐκείνους τοὺς κύκλους ποὺ ἐπιδιώκουν τὸ χωρισμό.  Ὡς ἐκ τούτου τὸ ζήτημα τῆς ὕπαρξης ἢ ὄχι θρησκευτικῶν συμβόλων στὶς ἑλληνικὲς σχολικὲς αἴθουσες  συνδέθηκε μεταξὺ ἄλλων μὲ τὸν ἐνδεδειγμένο (ὁμολογιακὸ ἢ μή) χαρα­κτῆ­ρα τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καθὼς καὶ τὴν ὕπαρξη ἀλλο­θρήσκων ἢ ἀθρήσκων μαθητῶν κυρίως μετὰ τὴν ἀλλαγὴ ποὺ ἐπῆλθε στὴ σύνθεση τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τὴν τελευταία εἰκοσαετία συνεπείᾳ τῆς μετανάστευσης(6).

    Πέραν αὐτῶν, ἡ ἀπόφαση τοῦ ΕΔΔΑ ἔθιξε ζητήματα ποὺ ἅπτονται τοῦ περιεχομένου τῆς ἐκπαίδευσης καὶ τοῦ παιδαγωγικοῦ προτύπου γιὰ τὶς χῶρες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἑρμηνεία τῆς ἴδιας τῆς ἔννοιας τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Ἤδη ἀπὸ καιροῦ ἔχουν ἐγερθεῖ ὑπαρξιακοῦ τύπου προβληματισμοὶ γι᾿ αὐτὸ ποὺ ὁ Ἀρχιεπί­σκο­πος  Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος περιγράφει ὡς «προσπάθεια νὰ στηριχθεῖ ὁλόκληρο τὸ οἰκοδόμημα περὶ δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου ἁπλῶς καὶ μόνο στὴ λογική. Ἡ θεοποίηση τῆς λογικότητος τοῦ ἀνθρώπου ἐμφα­νί­σθηκε ὡς ὑποκατάστατο τῆς πίστεως στὸ Θεό». Ἀναμφίβολα στὴ σημερινὴ ἐποχή, «...στὴν ὁποία παρατηρεῖται τό­ση πολυμορφία ἰδεο­λο­γι­κῶν ἀπόψεων, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει φιλοσοφικο-θρησκευτικὴ συμφωνία γι' αὐτὰ τὰ τεράστια ζητήματα»(7). Πάντως ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ ἄποψη ὅτι σημειώθηκε ἀλλαγὴ τῆς φύσεως τῶν ἀνθρωπίνων δικαι­ω­μάτων μέσα στὸ κλίμα τῆς νεωτερικότητας.

    Οἱ ἀντίπαλοί της διατείνονται ὅτι ἡ ἔννοια τῶν ἀνθρωπίνων δικαι­ω­μάτων στὴν «μετανεωτερικὴ ἐποχὴ ἀποσκοπεῖ στὴν προστασία ἑνὸς ...ἀνθρώπινου ὄν­τος, οὐδέτερου, ἄοσμου, παγκοσμίως τοῦ αὐτοῦ, χωρὶς ἰ­διαιτερότητες, χωρὶς πνευματικὸ περιεχόμενο, χωρὶς ἰδανικά, χωρὶς με­τα­φυσικὰ προβλήματα, μὲ ὁμοιόμορφες καταναλωτικὲς συνήθειες καὶ ἠδο­νο­θηρικοὺς σκοπούς. Τὸ ἄτομο αὐτὸ δὲν γνωρίζει πατρίδα καὶ ζεῖ σὲ ἕναν ἰσοπεδωμένο πολιτισμό. Δημιουρ­γεῖται ἔτσι ὁ ἀνάνθρωπος ἢ ὁ με­τάν­θρωπος» (8).

    Στὸ μέτρο ποὺ συμβαίνει αὐτό, ἡ ἀπόφαση τοῦ ΕΔΔΑ ἀπηχεῖ τὶς με­ταμοντέρνες ἀντιλήψεις γιὰ τὴν κοινωνία, ὅπου «...ἡ σύγχρονη κοινωνία “ἀποσπασματοποιεῖται” καὶ μία πολυμορφία ἐπιμέρους θεωρήσεων τοῦ κό­σμου καταλαμβάνουν τὸ χῶρο, ποὺ προηγουμένως κατεῖχαν συμπαγεῖς κοσμοθεω­ρή­σεις θρησκευτικοῦ ἢ πολιτικοῦ χαρακτήρα». Ἀναμ­φισβή­τη­τα «...ἡ ὕπαρξη τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν προϋποθέτει καθολικῆς τάξης ἰδέες καὶ παραδοχές, ποὺ ὡς κοινὰ πολιτισμικὰ στοιχεῖα ἀποτελοῦν τὸ ὑπόβαθρο τῆς συνοχῆς μεταξὺ τῶν ἐπιμέρους ἀτόμων καὶ ὁμάδων ποὺ τὴ συγκροτοῦν»(9). Οἱ ἀντιδράσεις στὴν ἀπόφαση τοῦ ΕΔΔΑ στὴν Ἰταλία, ὅπου ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τοῦ πολιτικοῦ κόσμου καὶ τῆς κοινῆς γνώμης εἶναι ἀντίθετες, ἀναδεικνύουν τὸ πρόβλημα.

    Στὴν Εὐρώπη οἱ ὑπερβολὲς τοῦ καθολικοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος εἶναι γνωστές. Ὁ Εὐάγγελος Παπανοῦτσος ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὅτι... «ὁ καθο­λι­κι­σμὸς ...ἐπέβαλε ἕνα ἀνελεύθερο ἐκπαιδευτικὸ σύστημα, τὸ ὁποῖο ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῶν θεολογικῶν ἐπιδιώξεων ἐξυπηρετοῦσε πολιτικὲς σκοπιμότητες». Οἱ ἀκρότητες ποὺ ὑπῆρξαν ὅμως στὴν ἐκπαι­δευτικὴ πολιτικὴ δὲν πρέπει, κατὰ τὸν Παπανοῦτσο, νὰ μᾶς κάνουν νὰ πα­ραβλέψουμε μία ἄλλη ὑπερβολή: «...ἡ ἄλλη ἄποψη τῆς παιδείας, ποὺ ἔχει γιὰ συνθήματά της τὴν πίστη στὸ παιδὶ καὶ τὸ σεβασμὸ τῆς ἐλευ­θε­ρίας του, ἔχασε τὴ συναίσθηση τῶν ὁρίων καὶ παρα­στρά­τησε σὲ ἀσύνετες ὑπερβολές. Ἀποξενώθηκε κι αὐτὴ ἀπὸ τὴν κριτικὴ συνείδηση κι έπεσε σ' ἕναν παροξυσμὸ ρομαντικό· ἔγινε παιδευτικὴ ἀναρχία». Ὁ Παπανοῦτσος ἐξυμνεῖ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ παιδαγωγικὸ πρότυπο, διότι καὶ ἐκεῖνο ὁδη­γεῖ, «ἀλλὰ ὁδηγεῖ σὰν τὴν κριτικὴ συνείδηση, ποὺ ἐλέγχει αὐστηρὰ τὴν ὀκνηρία καὶ τὴν ἐπιπολαιότητα, χωρὶς νὰ δεσμεύει τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ὁρμὴ τοῦ στοχασμοῦ».

    Γιὰ τὸν Παπανοῦτσο ἡ Εὐρώπη ὡς πρὸς τὴν παιδεία πρέπει νὰ συν­θέτει τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴν χριστιανική της πλευρά, διότι «ὁ Ἑλληνισμὸς καὶ ὁ Χρι­στια­νισμὸς μὲ ὅλα τὰ λογικὰ καὶ κοι­νω­νικὰ παρεπόμενά τους εἶναι τὰ δύο μεγάλα ρεύματα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πο­λιτισμοῦ· ἄλλοτε δια­σταυ­ρώνονται καὶ ἑνώνουν τὰ νερά τους καὶ ἄλλοτε πάλι διαχω­ρί­ζονται καὶ ρέουν παράλληλα γιὰ ν' ἀνα­μειχθοῦν παρακά­τω». Ὑποστηρίζει ὅτι ἡ δημοκρατικὴ καὶ χριστιανικὴ Εὐρώπη τοῦ τέλους τοῦ 18ου καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰώνα εἶναι ἀφ᾿ ἑνὸς ἡ Εὐρώπη μὲ κοινωνικὸ προσα­να­τολισμὸ τοῦ λαοῦ, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου ἡ Εὐρώπη τῆς κοι­νωνικῆς ἰσότητας μὲ βάση τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἀδέλφια, ἀφοῦ εἴμαστε παιδιὰ τοῦ ἴδιου πατέρα, τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ κληρονομιὰ ὁδηγεῖ πρὸς τὴ διάκριση τῶν ὀλίγων ἀπὸ τοὺς πολλοὺς μὲ τὴν ἀρχικὴ ἔννοια τοῦ ὄρου «ἀριστοκράτης». Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ σύνθεση  τῶν δύο ἐπιρροῶν καλλιεργεῖ τὸ ἄριστο παιδαγωγικὸ ἦθος(10).

    Ὡς πρὸς τὸ νομικὸ σκέλος τῆς ὑπόθεσης τῶν θρησκευτικῶν συμβόλων ὁ γράφων δέχεται τὴν ἐκτίμηση πὼς ἡ ἀπόφαση τοῦ ΕΔΔΑ ἔχει ἐρεί­σμα­τα στὸ νομικὸ καθεστὼς ποὺ διέπει τὴ σχέση Ἐκκλησίας-Πολιτείας στὴν Ἰταλία, μολο­νότι οἱ ἀντιδρῶντες ἔχουν ἰδιαιτέρως ἰσχυρὰ ἐπιχειρήματα εὐρύτερου  χαρα­κτή­ρα. Τὸ σκεπτικὸ ὅμως τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς ὡς πρὸς τὸ μέρος ποὺ  ἐπε­κτεί­νεται σὲ θέματα ἀγωγῆς τῶν νέων εἶναι κατὰ τὴ γνώμη τοῦ γράφοντος ἀπορ­ριπτέο, καὶ ἡ γνώμη παιδαγωγῶν ὅπως τοῦ Εὐαγγέλου Παπανούτσου εἶναι ἀρ­κούντως διαφωτιστική. Ἐρωτήματα  ἐγείρονται ἐπιπλέον γιὰ τὸ ἰδεολογικὸ καὶ πολιτικὸ ὑπόβαθρο τῆς ἀπο­φά­σεως, τὸ ὁποῖο ἐν πάσῃ περιπτώσει σαφῶς ὑπερ­βαίνει τὰ ὅρια τῆς νομικῆς ἐπιχειρηματολογίας.

 

    Γιῶργος Ἄθ. Τσοῦτσος

    πολιτικὸς ἐπιστήμων, ἱστοριοδίφης, δημοσιογράφος

 

(Περιοδικὸ «Φιλογένεια», τόμ. ΙΒ΄ τεῦχ. 3  Ἰούλιος-Σεπτέμβριος  2010)

 

 

 

Παραπομπές

1. ᾿Αθ. Γ. Τσοῦτσος, Κράτος καὶ Ἱστορία, Ἀθήνα-Κομοτηνὴ 1990, σ. 207.

2. Ὀρθόδοξος Τύπος 1-1-2010, σ. 6.

3. Ἔθνος 16-4-2010, σ. 22.

4.  ᾿Αν. Μαρίνος, «Τὰ θρησκευτικὰ σύμβολα στὰ σχολεῖα», εἰς Τὸ Βῆμα 22-11-2009.

5. ᾿Αθ. Ἀγγελόπουλος, «Ἡ Ἑλλάδα κράτος κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωση τῆς κοινωνίας τῶν ἑλληνορθοδόξων», εἰς Τὸ Παρὸν 6-12-2009.

6. ᾿Αν. Μαρίνος, «Τὰ θρησκευτικὰ σύμβολα στὰ σχολεῖα», εἰς Ἑστία 29-1-2010.

7. Ἀναστάσιος, Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων καὶ πάσης Ἀλβανίας, Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρ­θο­δο­ξία, Ἀθήνα 2001, σ. 74-77.

8. Νίκ. Ἀντωνόπουλος, «Πολιτικὴ καὶ Διεθνεῖς Σχέσεις κατὰ τὸν Εἰκοστὸ Αἰῶνα», εἰς Τί μας κληροδότησε ὁ εἰκοστὸς αἰῶνας, Ἀθήνα 2001, σ. 71, 72.

9. Β. Φίλιας, Κοινωνιολογία τοῦ Πολιτισμοῦ, τόμ. 2ος, Ἀθήνα 2001, σ. 502-512.

10. Εὐάγ. Παπανοῦτσος, Φιλοσοφία καὶ Παιδεία, Ἀθήνα 1958, σ. 168-182.