Κατερίνας Καραπλῆ, «Κατευόδωσις Στρατοῦ — Ἡ ὀργάνωση καὶ ἡ ψυχολογικὴ προετοιμασία τοῦ βυζαντινοῦ στρατοῦ πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμο (610-1081)», Ἀθήνα 2010, τόμος α΄, ᾿Εκδ. Μυρμιδόνες, σ. 447.
Τὸ ζήτημα τῆς ὀργάνωσης καὶ τῆς ψυχολογικῆς προετοιμασίας τοῦ στρατοῦ ἐνώπιον πολέμου ἐνέχει πολλὲς δυσχέρειες γιὰ τὸν ἑρμηνευτὴ τῆς βυζαντινῆς γραμματείας. Τοῦτο, διότι γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ ἀνάλογου ὑλικοῦ ἀπαιτεῖται ἡ ἐξοικείωση καὶ ἡ δυνατότητα διείσδυσης τοῦ ἑρμηνευτῆ μὲ ἕναν τρόπο σκέψεως, ὁ ὁποῖος ἐγγίζει τὰ ὅρια τοῦ βαθέος ψυχισμοῦ μὲ ὅσες ὑπαρξιακὲς καὶ θεολογικὲς προεκτάσεις συνεπάγεται αὐτός.
Ὅπως τονίζει ἡ συγγραφέας, ἡ προετοιμασία τοῦ στρατοῦ πρὸ τῆς διαρκείας τοῦ πολέμου, κατὰ τὴν διάρκεια αὐτοῦ καὶ μετὰ τὸν πόλεμο ἔχει θρησκευτικὸ χαρακτῆρα. Πρόκειται γιὰ μία πολυεπίπεδη ὀργάνωση καὶ προετοιμασία, ἡ ὁποία σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἀπευθύνεται στὸν ἐσώτερο ἄνθρωπο, στὸ «εἶναι» καὶ ὄχι στὸ «φαίνεσθαι». Συνεπῶς, ἐπειδὴ ὁ πόλεμος συνιστᾶ πάντοτε ὁριακὸ γεγονὸς μὲ ἐντονότατα στοιχεῖα διλημμάτων καὶ τραγικότητος, πρέπει κατὰ τὴν γνώμη μας ὁ ἑρμηνευτὴς νὰ εἶναι σχετικὰ ἐνημερωμένος ἐπὶ βασικῶν ἀρχῶν τῆς χριστιανικῆς πατερικῆς θεολογίας καὶ τοῦ κανονικοῦ δικαίου, διότι ἀλλιῶς ἐλλοχεύουν δύο κίνδυνοι. Ὁ πρῶτος ἀφορᾶ στὶς ἀνιστορικὲς ἑρμηνεῖες, σὲ ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες βασίζονται ὑπερβολικὰ στὴν προβολὴ στὸ παρελθὸν ἐννοιῶν ποὺ λαμβάνονται ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς λογοτεχνικῆς θεωρίας καὶ ἰδιαίτερα τῆς ρητορικῆς κριτικῆς. Ὁ δεύτερος κίνδυνος εἶναι νὰ περιοριστεῖ σὲ μία ἐπιφανειακὴ ἑρμηνεία «ὠφελιμιστικοῦ» χαρακτήρα μὲ γεωπολιτικὲς προεκτάσεις, ἡ ὁποία ἀδυνατεῖ νὰ ἀναδείξει τὴν πολυεπίπεδη διάσταση τοῦ ὑπὸ ἐξέταση φαινομένου. Ἡ υἱοθέτηση δομικῶν ζευγῶν, ὅπως αὐτῶν ποὺ παρουσιάζονται στὴν σελίδα 364 τῆς μελέτης (δόξα-ὑστεροφημία, Ρωμαῖοι-Βάρβαροι, Χριστιανοὶ-Ἄπιστοι), εἶναι οὐσιῶδες ἀλλὰ μὴ ἐπαρκὲς μέσο, γιὰ νὰ διεισδύσει ὁ ἐρευνητὴς στὰ ἄδυτα τῆς ψυχολογικῆς προετοιμασίας ἐνώπιον πολέμου. Ἐπ’ αὐτοῦ θεωροῦμε ὅτι ἡ συγγραφέας κάνει χρήση τῶν δομικῶν ζευγῶν κατὰ μὴ περιοριστικὸ τρόπο καὶ τοῦτο εἶναι ἀσφαλῶς θετικό.
Ὁ δεύτερος ὑφέρπων κίνδυνος συνδέεται μὲ τὴν χρήση ξένης βιβλιογραφίας, καὶ μάλιστα βασισμένης στὴν παπικὴ θεωρία περὶ πολέμου, ἡ ὁποία ὄχι μόνον δὲν ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο κανονικὸ δίκαιο ἀλλὰ καὶ ἔτυχε αὐστηρῆς κριτικῆς, μὲ ἀποτέλεσμα στὴν ἀντιρρητικὴ γραμματεία τῆς ὕστερης βυζαντινῆς περιόδου νὰ θεωρεῖται αὐτὴ ἡ διαφορὰ μεταξὺ ὀρθοδοξίας καὶ παπισμοῦ περὶ τὸ δίκαιο τοῦ πολέμου ὡς ἕνας ἐπιπλέον λόγος ἀποτρεπτικὸς τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ συγγραφέας ἤδη ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ ἐντοπίζει αὐτὸν τὸν κίνδυνο καὶ μᾶς καθιστᾶ κοινωνοὺς τοῦ σχετικοῦ προβληματισμοῦ.
Ἰδιαίτερη μνεία πρέπει νὰ γίνει στὸ πρωτογενὲς ὑλικό, τὸ ὁποῖο μὲ συστηματικὸ καὶ μεθοδολογικὰ ἄρτιο τρόπο ἔχει συγκεντρώσει ἡ συγγραφέας. Κατὰ τὴν γνώμη μας τὸ ὑλικὸ αὐτὸ ἀποτελεῖ πολύτιμο corpus ὄχι μόνο ἀπαραίτητο γιὰ τὴν δημιουργία τῆς ὡς ἄνω μελέτης ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ὡς ὑλικὸ πρωτογενοῦς ἀναφορᾶς γιὰ ὁποιονδήποτε μελετητὴ ποὺ θὰ ἐπιδίωκε νὰ ἐντρυφήσει σὲ αὐτὸ τὸ λίαν δυσχερὲς στὴν κατανόησή του θέμα.
Ἔχοντας ἐκθέσει τὶς ἐγγενεῖς δυσκολίες καὶ προϋποθέσεις γιὰ τὴν προσέγγιση καὶ κατανόηση τοῦ ζητήματος τῆς ὀργάνωσης καὶ ψυχολογικῆς προετοιμασίας τοῦ βυζαντινοῦ στρατοῦ θεωροῦμε εὐτύχημα γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ἐπιστήμη τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ κ. Καραπλῆ ἐπέλεξε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ ἐν λόγῳ ἀντικείμενο. Ἡ συγγραφέας μὲ τὴν ὡς ἄνω ἐργασία εἰσάγει τὸν ἀναγνώστη στὰ θεμέλια τῆς βυζαντινῆς θεωρίας περὶ πολέμου καὶ τὸν ὠθεῖ σὲ περαιτέρω διερεύνηση τῶν ἐξόχως διεισδυτικῶν ὑπαρξιακῶν, ψυχολογικῶν, πολεμολογικῶν καὶ ἀνθρωπιστικῶν διαστάσεων αὐτῆς. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ διανοητικὸ προϊὸν ἑνὸς ὑψηλοῦ πολιτισμοῦ. Βεβαίως ὁ ἱστορικὸς διαπιστώνει ἐνίοτε ἀναντιστοιχία μεταξὺ θεωρίας καὶ πράξεως. Ἐντούτοις ἡ διαχρονικὴ σημασία τῆς βυζαντινῆς θεωρίας περὶ πολέμου δὲν βρίσκεται στὴν ἀθέτηση τῶν ἀρχῶν της ἀπὸ τοὺς ἑκάστοτε φορεῖς της ἀλλὰ στὴν διαχρονικὴ σημασία της αὐτῆς καθεαυτῆς.
Μία ἄλλη θετικὴ συμβολὴ τῆς ὡς ἄνω μελέτης θεωροῦμε ὅτι ἀποτελεῖ ἡ ἀναγνώριση τῆς διαχρονικότητας καὶ τῆς συνέχειας αὐτῆς τῆς θεωρίας. Πολλῷ μᾶλλον ὅταν ἡ σύγχρονη ἑλληνικὴ ἱστορικὴ βιβλιογραφία κατακλύζεται ἀπὸ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἐπιχειροῦν «ἀποδόμηση» κάθε στοιχείου διαχρονικότητας καὶ ἱστορικῆς συνέχειας ἐξαιτίας ἰδεολογικῶν ἢ ἄλλων σκοπιμοτήτων.
Ἡ διάρθρωση τῶν περιεχομένων τοῦ βιβλίου χαρακτηρίζεται ἀπὸ σαφήνεια. Στὸ πρῶτο μέρος ἐξετάζεται ἡ θρησκευτικὴ προετοιμασία στὸ στρατόπεδο πρὸ τοῦ πολέμου καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκστρατείας. Ἡ ὅλη διαδικασία ἀποσκοπεῖ στὴν ἐμπέδωση στὴν συνείδηση τοῦ στρατιώτη τῆς θείας προστασίας, ἡ ὁποία ὅμως προϋποθέτει ἀνάλογες θυσίες ἀπὸ τὴν πλευρά του. Τὸ ὀπτικὸ μέρος εἶναι ἄκρως σημαντικὸ ὅσον ἀφορᾶ στὸ θρησκευτικὸ σκέλος τῆς προετοιμασίας τοῦ βυζαντινοῦ στρατοῦ, διότι ὁ στρατιώτης πρέπει νὰ αἰσθάνεται τὴν παρουσία τοῦ θείου ὄχι μόνο διὰ λόγων ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν βοήθεια καὶ ἄλλων μέσων.
Στὸ δεύτερο μέρος παρουσιάζονται οἱ δημηγορίες μὲ ὅλες τὶς σχετικὲς ἐπεξηγήσεις. Ἡ δημηγορία ἀπαιτεῖ εἰδικὴ προετοιμασία. Γιὰ τὴν σύνταξή της υἱοθετοῦνται καὶ στοιχεῖα ἀρχαίας ρητορικῆς. Πέραν τοῦ περιεχομένου τῆς ὁμιλίας, δίδεται προσοχὴ στὴν ἐμφάνιση τοῦ δημηγοροῦντος στὴν περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία ἐκφωνεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ ὄχι δι' ἀντιπροσώπου. Ἀκόμη καὶ τότε ὅμως ὁ ἐκφωνῶν τὴν δημηγορία ὀφείλει μεταξὺ ἄλλων νὰ διαθέτει καλὴ ἐμφάνιση, σωστὴ ἄρθρωση, καὶ ἄλλα.
Στὸ τρίτο μέρος παρουσιάζονται κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ οἱ ἐμψυχωτὲς τῶν στρατευμάτων, οἱ ὁποῖοι εἶναι αὐτοκράτορες, στρατηγοί, καὶ σὲ περιπτώσεις πολιορκίας ἱερωμένοι.
Στὸ τέταρτο καὶ τελευταῖο μέρος ἀναπτύσσεται ἐκτενῶς τὸ περιεχόμενο τῶν δημηγοριῶν καὶ τῶν προσευχῶν, καθὼς καὶ οἱ ἀντίστοιχες ἀκολουθίες, καὶ διαφαίνεται ἡ ἰδεολογικὴ καὶ ἐν γένει κοσμοθεωρητικὴ βάση τοῦ πολέμου.
Ἔχουμε ἤδη ἀναφερθεῖ στὴν σημασία τῶν πηγῶν, τὶς ὁποῖες ἡ συγγραφέας γνωρίζει καὶ χρησιμοποιεῖ μὲ σαφήνεια. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ἀκόμη ἡ χρήση ἀπὸ τὴν συγγραφέα τῆς σπουδαιότατης σύγχρονης βιβλιογραφίας, ἐνῷ πλούσια εἶναι καὶ ἡ εἰκονογράφηση. Ὁ γράφων θεωρεῖ ἐπίσης θετικὴ τὴν υἱοθέτηση ἀπὸ τὴν συγγραφέα τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος καθὼς καὶ τὶς ἐπισημάνσεις της γιὰ τὴν σημασία τῶν τόνων στὴν ἐκμάθηση τῆς ἑλληνικῆς.
Ἡ μελέτη τῆς κ. Καραπλῆ θὰ ἀποτελέσει ἀναμφισβήτητα ἀπαραίτητο ἐργαλεῖο στὸν μελετητὴ τῆς πατερικῆς θεολογίας καὶ τῶν πηγῶν τοῦ κανονικοῦ δικαίου. Πρέπει ἐπίσης νὰ ἐπισημανθεῖ ἡ σημασία τοῦ ὡς ἄνω ἔργου γιὰ τὸν νομικό. Καθὼς ὁλοένα αὐξάνεται ἡ ἀνάγκη ἐπεκτάσεως τῶν ἀρχῶν τοῦ διεθνοῦς ἀνθρωπιστικοῦ δικαίου τοῦ πολέμου, ἡ μελέτη αὐτῶν τῶν κειμένων θὰ συμβάλει στὴν ἀναβάθμιση τοῦ πεδίου καὶ ἀπὸ νομικὴ σκοπιά. Ἀποτελεῖ ἐπίσης πολύτιμο ἐργαλεῖο καὶ στὸν χῶρο τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν, καθὼς προσφέρει πολλαπλὰ «κλειδιὰ ἀνάγνωσης» στὴν ἀνάλυση τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας, ἡ ὁποία συχνὰ γίνεται ἀντικείμενο μονοσήμαντων ἑρμηνειῶν ἀπὸ τοὺς κοινωνικοὺς ἐπιστήμονες.
Γιῶργος Ἄθ. Τσοῦτσος
πολιτικὸς ἐπιστήμων, ἱστοριοδίφης, δημοσιογράφος
(δημοσίευσις 23/2/2011)