ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς ῾Ομιλίαι εἰς ἑορτίους ἡμέρας καὶ μνήμας ἁγίων (25 δεκ.) ΗΡΘΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

 

ΗΡΘΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

 

    Ἶκται δι’ ἡμᾶς Ἀβραὰμ ἐξ ὀσφύος,

    λυγρῶς πεσόντας ἐν σκότει τῶν πταισμάτων,

    υἱοὺς ἐγεῖραι τῶν κάτω νενευκότων,

    ὁ φῶς οἰκῶν καὶ φάτνην παρ’ ἀξίαν,

    νῦν εὐδοκήσας εἰς βροτῶν σωτηρίαν

    (ἕκτη ᾠδὴ ἰαμβικοῦ κανόνος Χριστουγέννων)


    Γιατί ἦρθε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο; Πῶς ἦρθε; Γιὰ ποιούς ἦρθε; Ἀπὸ ποῦ ἦρθε; Πῶς τὸν δέχτηκε ἡ ἀνθρωπότητα; Τὰ ἐρωτήματα κάνουν τὸν ἀνθρώπινο νοῦ νὰ ἰλιγγιᾶ, καθὼς ἀδυνατεῖ νὰ ἐξηγήσει τὸ γεγονὸς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, πού, παρὰ τὴν προϊοῦσα ἄρνηση, εἶναι γεγονὸς ἀναντίρρητο. Πρώτη καὶ ἀμάχητη μαρτυρία τῆς ἐλεύσεως τοῦ θείου Λόγου στὸν κόσμο ὡς τελείου ἀνθρώπου στέκεται ἡ διηρημένη ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος στὴν πρὸ καὶ μετὰ Χριστὸν ἐποχή.

    Στὴν ὑποβοήθηση τοῦ ἀτίθασου καὶ νοησιαρχικοῦ ἀνθρώπου ποὺ δυστροπεῖ καὶ ἐναντιώνεται στὸ νὰ δεχθεῖ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου, σπεύδει καὶ ὁ ὑμνῳδὸς τοῦ ἰαμβικοῦ κανόνος τῶν Χριστουγέννων μὲ ὅλους βέβαια τοὺς ὕμνους τοῦ κανόνος ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν προτεθέντα. Εἶναι ἰαμβικός, δηλαδὴ μοιάζει μόνο ὡς πρὸς τὸ σχῆμα μὲ τοὺς ἀρχαίους ἑλληνικοὺς ἰάμβους, ἀφοῦ ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο οἱ ἴαμβοι τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ὑπερέχουν ἀπὸ τοὺς ἰάμβους ἐκείνους ὅσο τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Τί λέει ὁ ὕμνος;

    Ἦρθε (ἷκται ἀπὸ τὸ ἱκνοῦμαι = ἔρχομαι, φθάνω), λέει ὁ ποιητὴς Κοσμᾶς ὁ μελῳδός, ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ. Ποιός εἶναι αὐτός; Εἶναι «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος», εἶναι ὁ Λόγος ποὺ «ἦν ἐν ἀρχῇ» «καὶ ἦν πρὸς τὸν Θεὸν» «καὶ ἦν Θεός». Εἶναι ὁ Λόγος διὰ τοῦ ὁποίου «ἐγένετο πάντα καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲν ὃ γέγονεν». Εἶναι ὁ Λόγος ποὺ «ἐν αὐτῷ ἦν ἡ ζωὴ καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων». ῾Ο Λόγος ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ «ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν».

    Πῶς ἦρθε; Σὰν ἁπλὸς ἄνθρωπος· Ἐξ ὀσφύος Ἀβραάμ. Ἡ παύλειας προελεύσεως φράσι (῾Εβ 7,10), ποὺ ὡς μέση (ὀσφύν), γύρω ἀπὸ τὴν ὁποία δένεται ἡ ζώνη, ἐννοεῖ τὸ κέντρο τῆς γενετήσιας λειτουργίας τοῦ γενάρχου τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἔθνους Ἀβραάμ, παρουσιάζει τὸν ἐρχόμενο λυτρωτὴ νὰ προέρχεται κατ’ ἄνθρωπον καὶ αὐτὸς ἀπὸ αὐτὸν ὡς καθαρόαιμος Ἰου­δαῖ­ος, υἱὸς Ἀβραὰμ γενόμενος. Θεὸς καὶ ἄνθρωπος πλέον, φέρει δύο τέλειες φύσεις σὲ πλήρη ἁρμονία μεταξύ τους.

    Ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ, ἐξηγεῖ ὁ Ἰωάννης χρυσόστομος, ἔχοντας τὴ θεία φύσι ὄχι ἁρπαγμένη ἀλλὰ φυσικὴ μόνιμη καὶ ἀσφαλῆ, δὲν φοβήθηκε νὰ κατεβῆ ἀπὸ τὸ θεῖο καὶ ὑψηλὸ ἀξίωμα, ἀλλ’ ἐκένωσε τὸν ἑαυτό του, παίρ­νοντας αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν, τὴν ἀνθρώπινη φύσι. Καὶ ἐνῷ ἔγινε ἄνθρωπος, παρέμενε Θεός, διότι ἦταν ὁ Λόγος (Εἰς Ἰω 1,14). Ὁ δὲ Ἀθανάσιος Ἀλε­ξανδρείας τονίζει· Δύο μορφὲς ἔχει. Οὔτε ἐπειδὴ ἦταν ἄνθρωπος ἐξαφάνισε τὴν θεϊκὴ μορφὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, οὔτε ἐπειδὴ ἦταν Θεὸς πα­ραι­τή­θηκε ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη μορφὴ (Πρὸς Σεραπ, 2,7).

    Ποῦ ἦρθε; Στὸν κόσμο. Στὴν ἀφηνιασμένη ἀνθρωπότητα, ποὺ παρα­δό­θηκε οἰκειοθελῶς στὸ κακό, ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὸν προορισμό της.

    Γιατί ἦρθε; Ἦρθε ἐγεῖραι. Ἀντικείμενο στὸ κινήσεως σημαντικὸ ἷ­κται. Ἦρθε ὡς μακρινὸς ἀπόγονος τοῦ Ἀβραὰμ μὲ σκοπὸ νὰ σηκώσει. Ποιούς; τοὺς λυγρῶς πεσόντας υἱοὺς ἐν σκότει τῶν πταισμάτων. Τὰ παιδιὰ τοῦ Ἀβραὰμ ποὺ ἔπεσαν δεινῶς μέσα στὸ σκοτάδι τῶν ἁμαρ­τη­μά­των τους.

    Σὲ τί λογῆς ἁμαρτήματα ἔπεσαν; Σὲ εἶδος ἁμαρτημάτων κάτω νενευκότων. Σὲ ἁμαρτήματα ποὺ νεύουν πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τὴν ὕλη, πρὸς τὶς ἄνομες ἡδονές, πρὸς τὴν ἀκολασία. Ἁμαρτήματα, ποὺ τὸν ἄνω θρώσκοντα ἄνθρωπο, τὸν λαβόντα τὴν ἄνω κλήση, τὸν προοριζόμενο γιὰ τὴν ἄνω ᾿Ιερουσαλήμ, τὸν διέστρεψαν καὶ τὸν ἔκαναν νὰ βλέπει πρὸς τὰ κάτω, νὰ κατηφορίζει νὰ ὀλισθαίνει νὰ βυθίζεται στὸν κόσμο τοῦ σκότους, στὸ βασίλειο τοῦ ἄρχοντος τοῦ αἰῶνος τούτου.

    Ποῦ κατοικεῖ αὐτὸς ποῦ ἦρθε; Κατοικεῖ μέσα στὸ φῶς καὶ ὡς ἄνθρωπος γεννιέται μέσα στὴ φάτνη τῶν ζῴων, παρὰ τὴν ἀξία του. Ὡς ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, ὁ φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον» Ἰησοῦς Χριστὸς ἐμφανίζεται νὰ κατοικεῖ στὸ φῶς. Κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη φῶς καὶ πηγὴ φωτὸς εἶναι ὁ ἴδιος, κατὰ δὲ τὸν προφητάνακτα Δαυὶδ ἔχει ριγμένο τὸ φῶς πάνω του σὰν πανωφόρι.

    Ὁ Κύριος ἐκπέμπει φῶς ἄκτιστο καὶ ἄυλο καὶ αἰώνιο καὶ ζεῖ μέσα στὸ φῶς τῆς ἀπόλυτης ἁγιότητος. Θέλει δὲ καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἀκο­λου­θοῦν νὰ εὐφραίνονται καὶ αὐτοὶ μέσα στὴν ἔκπαγλη θεία φωτο­χυσία. Γι’ αὐτὸ ἦρθε στὸν κόσμο ὡς ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ γεννήθηκε στὴ φάτνη τῶν ἀλόγων. Γι’ αὐτὸ ταπεινώθηκε. «Εἰς βροτῶν σωτηρίαν».

    Ἡ ἐνανθρώπησή του ποὺ «ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ» καὶ καλεῖ στὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως τοὺς ἀνθρώπους, δὲν τοὺς ἀναγκάζει. Ἡ πρόσκληση εἶναι γενική. Ἡ ἀπόφαση τῆς ἐπιλογῆς εἶναι προσωπικὴ ὑπόθεση τοῦ καθενός. Δίνω σὲ ἁπλὴ γλῶσσα ὅλο τὸν ὕμνο.

    Ἦρθε ἀπὸ τὴ μέση τοῦ Ἀβραάμ,

    γιὰ νὰ σηκώσει ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους

    ποὺ πέσαμε δεινῶς στὸ σκότος τῶν παραπτωμάτων,

    παραπτωμάτων ποὺ μᾶς σπρώχνουν κάτω στὰ γήινα.

    Ἦρθε αὐτὸς ποὺ κατοικεῖ στὸ φῶς

    καὶ τώρα στὴ φάτνη παρὰ τὴν ἀξία του.

    Ἦρθε, διότι τώρα θέλησε νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους.

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

(δημοσίευσις 24/12/2009)