ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς ῾Ομιλίαι εἰς ἑορτίους ἡμέρας καὶ μνήμας ἁγίων Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ

 

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ

 

 

Λόγῳ τῆς ὕψιστης σημασίας ποὺ ἔχει ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ πολεμήθηκε ὅσο κανένα ἄλλο γεγονός. Ἀλλὰ γιὰ τὸν ἴδιο λόγο καὶ ἀποδεικνύεται ἡ ἱστορι­κότητά της, ὅσο κανένα ἄλλο γεγονὸς τῆς παγκοσμίου ἱστορίας.  ῾Η ἐπαλήθευση τῶν προφητειῶν καὶ τῶν προρρήσεων τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄδειος τάφος μὲ τὰ ὀθόνια ἀδιατάρακτα, οἱ μαρτυρίες τῶν μυροφόρων γυναικῶν, οἱ μαρτυρίες τῶν μαθητῶν, ποὺ ὑπῆρξαν αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες τοῦ τάφου, τοῦ ἀγγέλου καὶ τῶν ἐμφανίσεων τοῦ Ἀναστάντος, ἡ μετάνοια τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἵδρυση τῆς ἐκκλησίας, καθιστοῦν τὸ γεγονὸς ἀναντίλεκτο.

Γελοῖος ὑπῆρξε ὁ ἰσχυρισμὸς τῶν σταυρωτῶν τοῦ Χριστοῦ ὅτι οἱ μαθηταὶ ἔκλεψαν τὸ σῶμα καὶ διέδωσαν ψευδῶς ὅτι ἀναστήθηκε. Ἕνα γεγονὸς λαμπρότε­ρο ἀπὸ τὸν ἥλιο δὲν μποροῦσε νὰ ἐπισκιαστεῖ ἀπὸ τὸν κονιορτὸ τῶν ψευδολογιῶν ποὺ ἐξαπέλυσε τὸ ἡττημένο ἰουδαϊκὸ ἱερατεῖο.

Σειρὰ ἐρωτημάτων ἀποδεικνύει τὴ γελοιότητα τοῦ ἰσχυρισμοῦ:

– Ἂν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ ἔκλεψαν οἱ μαθηταί του, σύμφωνα μὲ τὴ συκοφαντικὴ δυσφήμηση τῶν ἀρχιερέων, γιατί δὲν τὸ ἔκλεψαν, προτοῦ ἐγκατα­σταθεῖ φρουρὰ στὸν τάφο; Καὶ πῶς τόλμησαν οἱ μαθηταὶ νὰ πλησιάσουν τὸν τάφο, γιὰ νὰ κλέψουν τὸ σῶμα, ἀφοῦ τρομοκρατήθηκαν καὶ διασκορπίστηκαν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα, πρὶν ἀκόμη ἐκπνεύσει ὁ Ἰησοῦς πάνω στὸ σταυρό;

– Καὶ πῶς εἶδαν τοὺς «κλέφτες» οἱ φύλακες, ἀφοῦ ἐκοιμῶντο; Οἱ κοιμώμενοι βλέπουν; Γνωρίζουμε ὅτι συχνὰ βλέπουν βέβαια, ἀλλ’ αὐτὰ ποὺ βλέπουν εἶναι ὄνειρα. Πῶς μποροῦν νὰ λογαριαστοῦν γιὰ μάρτυρες οἱ κοιμώμενοι φύλακες; Καὶ πῶς κοιμήθηκαν ὅλοι οἱ φρουροί, ὄντας στρατιῶτες τοῦ αὐστηροτέρου στρατοῦ τοῦ κόσμου, τοῦ ρωμαϊκοῦ, ποῦ προέβλεπε θάνατο στὸν κοιμώμενο φρουρό; Καὶ πῶς δὲν ξύπνησαν ἀπὸ τὸ θόρυβο τῆς ἀποκυλίσεως τοῦ τεραστίου λίθου, ποῦ ἔκλεινε τὴν εἴσοδο τοῦ τάφου; Πῶς δὲν ξύπνησε κανένας; Τόσο βαθιὰ ἐκοιμῶντο ὅλοι;

– Καὶ πῶς οἱ μαθηταί, ὅταν μπῆκαν στὸν τάφο γιὰ νὰ κλέψουν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἅρπαξαν τὸ σῶμα, ὅπως ἦταν τυλιγμένο μὲ τὰ ὀθόνια, καὶ δὲν ἔφυ­γαν ἀμέσως, πρὶν ξυπνήσουν οἱ φρουροὶ καὶ τοὺς συλλάβουν; Γιατί χρονοτρί­βησαν, προκειμένου νὰ βγάλουν τὰ ὀθόνια; Καὶ τί νόημα εἶχε νὰ βγάλουν τὰ ὀθό­νια; Καὶ πῶς δὲν διαταράχτηκε τὸ σχῆμα τῶν ὀθονίων, ἀλλὰ παρέμειναν ἀτόφια στὸ σχῆμα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ; Καὶ πῶς ξεκόλλησαν τὸ σῶμα ἀπὸ τὰ ὀθό­νια ποὺ εἶχαν κρυσταλλώσει καὶ εἶχαν γίνει ἕνα πρᾶγμα μὲ τὴ σάρκα; Καὶ γιατί πῆραν τὸ σῶμα γυμνό;

– Καὶ γιατί οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες δὲν καταδίωξαν καὶ δὲν συνέλαβαν  τοὺς «κλέφτες» καὶ δὲν πῆραν τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ πίσω καὶ δὲν τὸ παρέδωσαν στοὺς Ἰουδαίους, γιὰ νὰ τὸ περιφέρουν μέσα στὴν ᾿Ιερουσαλήμ, γιὰ νὰ δοῦν οἱ ἄνθρω­ποι ὅτι δὲν ἀναστήθηκε, ἀλλὰ ἐκλάπη; Καὶ γιατί δὲν τιμωρήθηκαν οἱ μαθηταὶ γιὰ τὴν κλοπὴ καὶ οἱ φύλακες γιὰ τὴν ἀμέλειά τους καὶ τὸν ὕπνο τους σὲ ὥρα ὑπη­ρεσίας;

– Οἱ φύλακες, ἂν τελικὰ ἐκοιμῶντο καὶ οἱ μαθηταὶ βρῆκαν τὸν τάφο ἀφύλα­κτο καὶ ἔκλεψαν τὸ σῶμα, θὰ προτιμοῦσαν νὰ ποῦν ὅτι τὸ σῶμα ἀναστήθηκε, παρὰ νὰ ὁμολογήσουν ὅτι ἐκοιμῶντο. Διότι μία τέτοια ὁμολογία θὰ ἦταν αὐτοκα­ταδίκη τους. Ἀλλὰ παρὰ ταῦτα εἶπαν ὅτι ἐκοιμῶντο. Γιατί; Διότι ἔτσι τοὺς εἶπαν οἱ ἀρχιερεῖς νὰ ποῦν, ἔτσι τοὺς συνέφερε, προκειμένου νὰ συκοφαντήσουν τὴν Ἀνά­σταση. Ἔτσι συνέφερε καὶ στοὺς φύλακες, ποὺ πληρώθηκαν ἁδρά. Ὄντως γελοία ἡ μαρτυρία τῶν στρατιωτῶν. Ἡ μαρτυρία τους μεταβάλλεται σὲ ἐπιχείρημα ὑπὲρ τῆς Ἀναστάσεως. Διότι αὐτοὶ πῆγαν στὸν Πιλᾶτο καὶ ζήτησαν φρουρά. Αὐτοὶ σφράγισαν τὸν τάφο. Αὐτοὶ αὐτοδιαψεύστηκαν.

– Καὶ πότε μποροῦσαν οἱ μαθηταὶ νὰ κλέψουν τὸ σῶμα; Τὸ Σάββατο; Μὰ τὸ Σάββατο ἀπαγορευόταν κάθε κίνηση λόγῳ ἀργίας. Καὶ πῶς θὰ ἔπειθαν τὸ λαὸ ὅτι ἀναστήθηκε; Τί θὰ ἔλεγαν; Τί θὰ ἔκαναν; Μὲ τί καρδιὰ θὰ ὑποστήριζαν οἱ δειλοὶ αὐτοὶ ἕναν νεκρό; Ποιά ἀνταμοιβὴ θὰ περίμεναν ἀπὸ τὸ νεκρό; Αὐτοί, ἐνῷ ἀκόμη ζοῦσε ὁ Διδάσκαλός τους καὶ ἁπλῶς πιάστηκε, ἔφυγαν καὶ τὸν ἐγκατέλειψαν. Καὶ μετὰ τὸ θάνατό του ἐπρόκειτο νὰ ὑποστηρίξουν μὲ θάρρος ἕνα ψέμα, ἂν δὲν εἶχε ἀναστηθεῖ; Μὲ ποιά λογική; Θὰ ἔπλαθαν τὴν Ἀνάσταση αὐτοὶ ποὺ ἄκουσαν νὰ τοὺς λέει ὁ Χριστὸς πολλὲς φορὲς ὅτι «τὴν τρίτη ἡμέρα θ᾿ ἀναστηθῶ» καὶ τελικὰ δὲν ἀναστήθηκε καὶ ἐξαπατήθηκαν;

– Γιὰ ποιό λόγο θὰ μποῦν σὲ νέα περιπέτεια καὶ σὲ κινδύνους γιὰ ἕνα ψέμα; Καὶ ποῦ θὰ στηρίζονταν γιὰ τὴ διάδοση τοῦ ψεύδους; Στὴν ἀνύπαρκτη δεινότητα τοῦ λόγου τους, αὐτοὶ ποὺ ἦταν οἱ πιὸ ἀμαθεῖς ἀπ᾿ ὅλους; Στὰ πολλὰ χρήματα; Μὰ αὐτοὶ οὔτε παπούτσια δὲν εἶχαν οὔτε ἕνα ραβδί. Στὴν ἔνδοξη καταγωγή τους; Ἀλλ’ αὐτοὶ ἦταν ἄσημοι προερχόμενοι ἀπὸ ἄσημους προγόνους. Ἀπὸ τὸ πλῆθος τους; Μὰ αὐτοὶ 11 ἦταν ὅλοι κι ὅλοι! Στὶς ὑποσχέσεις τοῦ Διδασκάλου τους; Μὰ ἀφοῦ ἐκεῖνος δὲν ἀναστήθηκε, οὔτε καὶ οἱ ὑποσχέσεις του ἦταν ἀληθινές. Καὶ μὲ ποιό σθένος; Ὁ κορυφαῖος ἀπὸ τοὺς μαθητὰς δὲν μπόρεσε ν᾿ ἀντέξει τὸν ἔλεγχο τῆς θυρωροῦ. Καὶ οἱ ὑπόλοιποι, ὅταν τὸν εἶδαν δεμένο, διασκορπίστηκαν. Πῶς θὰ πήγαιναν αὐτοὶ σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ θὰ κήρυτταν ἕναν μῦθο;

 

Ὅ,τι καὶ νὰ κάνουν κι ὅ,τι κι ἂν ποῦν οἱ ἐχθροί της ἀλήθειας, οἱ τότε καὶ οἱ νῦν, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα γεγονός. Τὸ μέγιστο γεγονὸς τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου.  Καὶ ἔχει ὑψίστη καὶ πολλαπλῆ σημασία. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ βάση τῆς πίστεως, πάνω στὴν ὁποία στηρίζεται ὅλο τὸ οἰκοδόμημα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύει τὴ θεότητά του.

Ὁ Χριστὸς ἔλεγε ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, μία οὐσία μὲ τὸν Πατέρα, ὅτι ὁ ἴδιος θὰ ἀνέσταινε τὸ σῶμα του («Λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν»). Καὶ τὸ ἀπέδειξε! Ἂν δὲν ἀνασταινόταν, θ᾿ ἀποδεικνυόταν πλάνος. Ἀλλὰ τώρα, μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ἀπέδειξε ὅτι εἶναι ἀληθινός, ὅτι εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, Κύριός μας καὶ Θεός μας!

Χωρὶς τὴν Ἀνάσταση, ὅλα θὰ ἦταν μάταια καὶ θὰ εἶχαν καταρρεύσει. Μὲ τὴν Ἀνάσταση ὅλα ἀποκτοῦν νόημα, ὡραιότητα καὶ θέλγητρο.  Ἡ Ἀνάσταση γεμίζει τὰ πάντα μὲ ἐλπίδα, αἰσιοδοξία, χαρὰ καὶ δόξα!

Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτὸς

οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια·

ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις τὴν ἔγερσιν Χριστοῦ,

ἐν ᾗ ἐστερέωται.

Κι ἐμεῖς λοιπὸν πιστεύοντας στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σῳζόμαστε καὶ δοξαζόμαστε. Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως, θ᾿ ἀναστηθοῦμε μὲ σῶμα ἄφθαρτο καὶ ἔνδοξο, ὅμοιο μὲ τὸ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Κυρίου.

Ἔτσι, δυνατοὶ μὲ τὴ σιγουριὰ τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς, μποροῦμε νὰ μυκτηρίσουμε μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο τὸ θάνατο·

Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον;

Ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος;

 

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

 

Σάββατο, 13 Φεβρουαρίου 2016