ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς τὰ εὐαγγέλια τῆς μεγάλης ἑβδομάδος μεγ. παρασκευή, «Τὸ δεῖπνο τῆς διαθήκης» (1ο εὐαγγέλιο)

 

Τὸ δεῖπνο. Ὁ νιπτῆρας. Ὁ Ἰούδας. Ἡ διαθήκη.

 

Ὄρθρος Μ. Παρασκευῆς (Μ. Πέμπτη βράδυ)

 

Τὰ γεγονότα τῶν δώδεκα εὐαγγελίων ρέουν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο καὶ κορυφώνονται στὴν ταφὴ τοῦ Ἰησοῦ. Οἱ λεπτομέρειες ἐκτίθενται ἀπὸ τοὺς τέσσερις εὐαγγελιστάς, πού, συμπληρώνοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, μᾶς δίνουν πλήρη εἰκόνα τῶν ὅσων διέτρεξαν. Ἐμεῖς θὰ μείνουμε στὸ πρῶτο μόνο εὐαγγέλιο καὶ θὰ σταθοῦμε κυρίως στὰ ἐξωτερικὰ γεγονότα τοῦ δείπνου τῆς διαθήκης (μυστικοῦ). Στὴν κυρίως ὑπόθεση δὲν μᾶς παίρνει νὰ μποῦμε, διότι ὁ λόγος εἶναι μακρός.

Ἐπιτρέψτε μου νὰ ἐπιμείνω λίγο στὸ δεῖπνο, γιὰ τὸ ὁποῖο μίλησα καὶ στὸ εὐαγγέλιο τοῦ ὄρθρου τῆς μ. Πέμπτης, καὶ νὰ προσθέσω ἀκόμη κάποιες ἀναγκαῖες σκέψεις. Ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ δώδεκα μπαίνουν στὸ ἀνῶγι τοῦ σπιτιοῦ. Βρίσκουν τὰ φαγητὰ ἕτοιμα καὶ κάθονται νὰ φᾶνε. Δὲν πρόκειται γιὰ τὸ ἐπίσημο πασχαλινὸ τραπέζι μὲ ἀρνὶ ἄζυμα καὶ πικρόχορτα. Εἶναι ἕνα πασχαλιάτικο τραπέζι κι αὐτό, ἀφοῦ τὸ πάσχα διαρκοῦσε ἑφτὰ μέρες, ποὺ ἔγινε τὴν Πέμπτη τὸ βράδυ πρὶν ἀπὸ τὸ Σάββατο. Τὸ ἀρνὶ τὸ ἔτρωγαν τὴν τελευταία καὶ πιὸ ἐπίσημη μέρα τῆς γιορτῆς, ποὺ ἐκείνη τὴ χρονιὰ ἔπεφτε Σάββατο.

Τὸ πάσχα τους εἶχε σταθερὴ ἡμερομηνία, ἀλλὰ διαφορετικὴ ἡμέρα. Ἀντίθετα ἐμεῖς ἔχουμε σταθερὴ μέρα (Κυριακή), ἀλλὰ μεταβλητὴ ἡμερομηνία. Ἀλλ’ ὁ Χριστὸς πέθανε Παρασκευή, ὅπως ξέρουμε, στὶς 3 τὸ ἀπόγευμα, καὶ δὲν πρόφθασε νὰ φάει τὸ ἀρνὶ μὲ τοὺς μαθητάς του, παρ’ ὅλη τὴν ἐπιθυμία του. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε· Εἶχα μεγάλη ἐπιθυμία νὰ φάω αὐτὸ τὸ πάσχα μαζί σας πρὶν νὰ παραδοθῶ στὸ πάθος, (ἀλλὰ ἡ ραγδαία ἐξέλιξη τῶν γεγονότων δὲν μοῦ τὸ ἐπιτρέπει). Ὁ Χριστὸς προφανῶς ἤθελε νὰ κάνει τὴν ὑποκατάσταση τοῦ παλιοῦ πάσχα μὲ τὸ νέο τὸ σάββατο, προσφέροντας τὸν ἑαυτό του ὡς ἀρνὶ ἄμωμο. Ἔφαγε λοιπὸν τὸ βράδυ ἐκεῖνο τῆς πέμπτης τὸ κοινὸ τραπέζι.

Ἀναφέρεται κάποιος ζωμὸς ποὺ βουτοῦσαν τὸ ψωμί τους, τὸ ὁποῖο ἦταν ἔνζυμο. Τὸ ἄζυμο ψωμὶ τὸ ἔτρωγαν μόνο μὲ τὸ ἀρνί. Ἐδῶ εἶναι ἡ διαφορὰ τῶν παπικῶν, ποὺ «τελοῦν» τὴ θεία εὐχαριστία μὲ ἄζυμο ψωμί. Δὲν ἔχουν καταλάβει πῶς ἔχει τὸ πρᾶγμα. Παίρνουν τὸ μυστικὸ δεῖπνο γιὰ ἐπίσημο πασχαλιάτικο τραπέζι.

Λοιπόν, ἀνεβαίνουν στὸ ἀνῶγι τοῦ σπιτιοῦ καὶ κάθονται στὸ στρωμένο τραπέζι. Ὅλοι περιμένουν ν’ ἀρχίσει ὁ διδάσκαλος, ἀλλ᾿ ἐκεῖνος σηκώνεται καὶ τοὺς πλύνει τὰ πόδια, καὶ στὴ συνέχεια ἀνακλίνονται καὶ ἀρχίζουν νὰ τρῶνε. Τὸ χρόνο κατὰ τὸν ὁποῖο τρῶνε, τὸν χρησιμοποιεῖ ὁ Ἰησοῦς γιὰ νὰ ξεκαθαρίσει τὴν ὑπόθεση τοῦ Ἰούδα. Ἡ φυγὴ τοῦ Ἰούδα συμπίπτει μὲ τὸ τέλος τοῦ φαγητοῦ.

Στὴ συνέχεια, τὴν ὥρα ποὺ συνήθως γίνονται οἱ ἐπιτραπέζιες συζητήσεις, δηλαδὴ μετὰ τὴ βρώση καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀποχώρηση ἀπὸ τὸ τραπέζι, τὴν ὥρα αὐτὴ χρησιμοποίησε ὁ Ἰησοῦς γιὰ νὰ συνάψει τὴ νέα διαθήκη. Τότε τέλεσε καὶ τὸ μυστήριο τοῦ σώματος καὶ αἵματός του («Λάβετε, φάγετε... Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες...»), καὶ τότε στὴ συνέχεια εἶπε ὅσα περιλαμβάνει τὸ πρῶτο εὐαγγέλιο τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου τῆς μεγάλης παρασκευῆς (= μ. πέμπτης βράδυ) (14, 15, 16 καὶ 17 κεφάλαια τοῦ Κατὰ Ἰωάννην).

Στὸ μέσο περίπου τῶν λόγων τῆς διαθήκης ὁ Χριστὸς εἶπε· «Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν...» (14,31) (σηκωθεῖτε, φεύγουμε ἀπὸ ἐδῶ). Καὶ σηκώθηκαν ἀπὸ τὸ τραπέζι. Ἐνῷ ὅμως σηκώθηκαν καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὰ ἀνάκλιντρα, δὲν ἔφυγαν ἀμέσως. Παρέμειναν ὄρθιοι καὶ μιλοῦσαν «ποδαράτα». Καὶ ἔτσι στὸ πόδι ἔγινε ἡ ἄλλη μισὴ διαθήκη. Ἴσως κάποιοι σχολιάσουν τὴν προχειρότητα, ἀλλ᾿ ὁ πιστὸς θαυμάζει τὸ μεγαλεῖο της ἀνεπισημότητος. Ἀνεπισημότητα ἔχουμε καὶ στὸ στάβλο τῆς Βηθλεὲμ καὶ στὸ πηγάδι τοῦ Ἰακὼβ μὲ τὴ Σαμαρείτιδα, ἀλλὰ πόσο τὸ θεῖο μεγαλεῖο καὶ στὶς δύο αὐτὲς περιπτώσεις!

Ἐδῶ βρισκόμαστε τώρα στὸ καίριο σημεῖο τοῦ ἔργου τοῦ ἐνανθρωπήσαντος, στὴν ὥρα τῆς δόξης, στὴ σύναψη τῆς νέας διαθήκης, ποὺ ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν ὥρα ποὺ φωτιὰ κατέτρωγε παλιὰ τὴν κορυφὴ τοῦ Σινὰ καὶ βροντὲς ἐκκωφαντικὲς καὶ ἀστραπὲς ἐκτυφλωτικὲς τρομοκρατοῦσαν τὸν Ἰσραήλ, ποὺ ἀπὸ τρεῖς μέρες πρὶν ἐγκρατεύονταν καὶ προετοιμάζονταν. Στὴν ἐδῶ περίπτωση γίνονται τόσο ἀθόρυβα, ποὺ δὲν παίρνουν εἴδηση οὔτε οἱ οἰκοδεσπότες τοῦ σπιτιοῦ. Ὁ Ἰησοῦς ἀκυρώνει τὴν παλιὰ διαθήκη καὶ συνάπτει τὴ νέα διαθήκη του στὸ πόδι, κυνηγημένος αὐτὸς μπροστὰ σὲ πανικόβλητους μαθητάς, μία ὥρα πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψή του, καὶ ἐνῷ ξεκίνησε ἤδη ὁ προδότης τὸ ἔργο τῆς προδοσίας.

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

 

Τὸ περιεχόμενο ἀντλήθηκε κυρίως ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Κ. Σιαμάκη, «Ἑρμηνεία εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον», Θεσσαλονίκη 1972, σ. 58-61.

 

 

(δημοσίευσις 15/4/2011)