Τὸ εὐχάριστο ἄγγελμα
γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ
25 Μαρτίου, Εὐαγγελισμοῦ (Λκ 1,24-38)
Μετὰ τὶς 15 μέρες τῆς ἐφημερίας ποὺ ἀναλογοῦσαν στὸ Ζαχαρία κατ’ ἔτος ὡς ἱερέα, τὸ μετέπειτα πατέρα τοῦ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ, καὶ ἀφοῦ ὁ Ζαχαρίας ἔλαβε τὴν ὑπόσχεση ἀπὸ τὸν ἄγγελο ὅτι ἡ γυναῖκα του Ἐλισάβετ θὰ τοῦ γεννήσει γιό, γύρισε στὸ σπίτι. Τὸ σπίτι του ἦταν στὴν Ὀρεινὴ Γαλιλαία, ἀλλὰ τὴν ἐφημερία του τὴν ἀσκοῦσε στὰ ᾿Ιεροσόλυμα.
Ὕστερα ἀπ’ αὐτὲς τὶς ἡμέρες, λέει τὸ Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, συνέλαβε ἡ γυναῖκα τοῦ Ζαχαρίου Ἐλισάβετ καὶ ἔκρυβε τὸν ἑαυτό της πέντε μῆνες, λέγοντας ὅτι Ἔτσι μοῦ ἔκανε ὁ Κύριος σὲ ἡμέρες ποὺ θέλησε νὰ μοῦ ἀφαιρέσει τὴ ντροπὴ τῆς ἀτεκνίας ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους (24-25).
Γιὰ τὰ ἄκαρπα ζεύγη ἡ ἀτεκνία ἦταν ὄνειδος, ὄχι διότι αὐτὴ ἀποδιδόταν σὲ σεξουαλικὴ ἀνεπάρκεια, κάθε ἄλλο· ἀλλὰ διότι τὸ ἄτεκνο ζεῦγος δὲν μποροῦσε νὰ ἐλπίζει ὅτι θὰ προέλθει ὁ μεσσίας ἀπὸ τὸ αἷμα τους. Ἡ ἐλπίδα αὐτή, ὅπως εἶναι φυσικό, ἐνθάρρυνε τὰ εὔτεκνα ζεύγη νὰ κάνουν πολλὰ παιδιά.
Ὅταν θέλει ὁ Θεός, οἱ φυσικοὶ νόμοι ἀλλάζουν. Διότι αὐτὸς ἔκανε τὴ φύση, αὐτὸς καὶ τοὺς νόμους ποὺ τὴ διέπουν. Στὴν περίπτωση τῆς Ἐλισάβετ μὲ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ μπαίνει σὲ λειτουργία ὁ νόμος τῆς τεκνογονίας στὰ γεράματά της, ἐνῷ ἡ ἱκανότητα αὐτὴ λειτουργεῖ, ὡς γνωστόν, στὴ νεότητα τῆς γυναίκας. Δὲν εἶναι λίγες οἱ περιπτώσεις ἀπὸ ἄτεκνα ζεύγη, μὲ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ, νὰ γεννηθοῦν παρὰ τοὺς φυσικοὺς νόμους τέκνα, καὶ αὐτὰ ν’ ἀναδειχτοῦν σὲ μεγάλες προσωπικότητες, ὅπως ὁ Ἰσαάκ, ὁ Ἰακώβ, ὁ Ἰωσήφ, ὁ Σαμψών, ὁ Σαμουήλ, καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής. Ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε στὶς περιπτώσεις αὐτὲς νὰ ἐκλείψει προηγουμένως ἡ ἀνθρώπινη ἐλπίδα, καὶ τότε νὰ δώσει παιδιά, γιὰ νὰ γίνει κοινὴ πίστη ὅλων ὅτι καὶ τὸ ζήτημα αὐτὸ εἶναι στὴν ἐξουσία του.
Τὸν ἕκτο μῆνα ἀπὸ τὴ σύλληψη τοῦ Ἰωάννου στάλθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ στὴν πόλη τῆς Γαλιλαίας, ποὺ λέγεται Ναζαρέτ, πρὸς μία παρθένο ἀρραβωνιασμένη μὲ ἕναν ἄντρα, ποὺ λεγόταν Ἰωσὴφ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Δαυίδ. Ἡ παρθένος λεγόταν Μαριάμ (26-27).
Τὸ Γαβριὴλ τὸν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ τὸν συναντοῦμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη στὸ βιβλίο τοῦ Δανιήλ, στὸν ὁποῖο ἐξηγεῖ τὴν ὅρασή του. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἐμφανίστηκε πρὶν ἀπὸ 6 μῆνες στὸ Ζαχαρία, τὸν μετέπειτα πατέρα τοῦ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ, στὸν ὁποῖο συστήθηκε ὡς «παρεστηκὼς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (= στεκόμενος δίπλα στὸ Θεό, ὑπασπιστὴς τοῦ Θεοῦ), καὶ τώρα πάλι ἐμφανίζεται στὴν παρθένο Μαριάμ. Παρθένος λέγεται ἡ γυναῖκα ποὺ δὲν γνώρισε σαρκικῶς ἄντρα. Ἀκριβῶς αὐτὸ λέει ἡ ἴδια στὸ Γαβριήλ· Πῶς θὰ γίνει αὐτό, ἀφοῦ δὲν γνωρίζω ἄντρα; Ἡ Μαριὰμ ἐμφανίζεται ἀρραβωνιασμένη καὶ παρθένος. Ἄρα ὁ ἀρραβώνας δὲν νομιμοποιεῖ τὴ σαρκικὴ σχέση, ποὺ σήμερα εἶναι καθεστὼς ἁμαρτωλό. Ὁ νέος καὶ ἡ νέα στὸ διάστημα τῆς μνηστείας ἦταν ἁγνοί· ἔμεναν ὁ καθένας στὸ σπίτι του. Ἀλλ’ ὁ ἀρραβωνιαστικός, ὅταν ἀποφάσιζε νὰ κάνει τὸ γάμο του, καλοῦσε τὴν ἀρραβωνιαστικιά του στὸ σπίτι του ἐπίσημα, ἢ μᾶλλον πήγαινε καὶ τὴν ἔπαιρνε ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ εἶναι ἐφεξῆς ἡ γυναῖκα του, καὶ ἡ κλήση αὐτὴ ἦταν ὁ γάμος του. Τὴ διαδικασία καὶ τὶς ἐθιμοτυπίες τοῦ γάμου τὶς βλέπουμε στὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων.
Καὶ μπῆκε ὁ ἄγγελος ἐκεῖ ποὺ ἦταν αὐτὴ (ἡ Μαριὰμ) καὶ εἶπε· Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου. Εἶσαι ἡ εὐλογημένη ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες. Κι ἐκείνη, ὅταν εἶδε, ταράχτηκε ἀπὸ τὸ λόγο του, καὶ σκεφτόταν τί νὰ σημαίνει ὁ χαιρετισμὸς αὐτός. Καὶ τῆς εἶπε ὁ ἄγγελος· Μὴ φοβᾶσαι, Μαριάμ· διότι βρῆκες χάρη ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ νά, θὰ μείνεις ἔγκυος καὶ θὰ γεννήσεις γιό, καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦ. Αὐτὸς θὰ γίνει μεγάλος καὶ θὰ ὀνομαστεῖ γιὸς τοῦ Ὑψίστου, καὶ θὰ τοῦ δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸ θρόνο τοῦ Δαυὶδ τοῦ πατέρα του. Καὶ θὰ βασιλεύσει στὴ φυλὴ τοῦ Ἰακὼβ σ’ ὅλους τους αἰῶνες, καὶ ἡ βασιλεία του δὲν θἄχει τέλος (28-33).
Ὁ Κύριος παρακολουθοῦσε τὴν πολιτεία τῆς παρθένου, ὅπως καὶ ὅλων βέβαια τῶν ἀνθρώπων. Τὴ βρῆκε γεμάτη χάριτες καὶ ξεχωριστὴ ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες. Μεγάλος τίτλος τιμῆς τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ταραχὴ τῆς Μαριὰμ δικαιολογεῖται, α) διότι δὲν ἦταν συνηθισμένη σὲ τέτοια ἐγκώμια, β) διότι δὲν κατάλαβε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὸ σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Γαβριήλ, γ) διότι τὸ μήνυμα τοῦ Γαβριὴλ ἦταν ὑπερφυσικό. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν κολακεύτηκε οὔτε τ’ ἀποδέχτηκε ἀμέσως, ἀλλὰ προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ τί νόημα ἔχει ὁ ἀπρόσμενος χαιρετισμός του.
Λιτὰ περιεκτικὰ καὶ θεῖα τὰ λόγια τοῦ Γαβριήλ. Τὸ «μὴ φοβᾶσαι» τῆς τὸ εἶπε γιὰ νὰ λυθεῖ ἡ ταραχή της. «Χάρη τοῦ Θεοῦ» («βρῆκες χάρη ἀπὸ τὸ Θεὸ») εἶναι τὸ ὅτι τὴν ἐπέλεξε γιὰ τὸ μέγιστο σκοπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ του. «Συλλήψει υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν». Δὲν ἐξηγεῖ τὶς λεπτομέρειες πῶς θὰ συλλάβει γιό· τῆς λέει μόνο ὅτι θὰ ὀνομαστεῖ Ἰησοῦς, καὶ δίνει καὶ τὴν ἐξήγηση· Αὐτὸς θὰ σώσει τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. «Ἔσται μέγας, υἱὸς Ὑψίστου κληθήσεται», καὶ «δώσει αὐτῷ Κύριος τὸν θρόνον Δαυίδ». Ὁ Γαβριὴλ ἐξηγεῖ στὴ Μαριὰμ τὸ μέλλον τοῦ γιοῦ της, κι ἐκείνη ἀρχίζει νὰ καταλαβαίνει τὸ ρόλο τῆς σ’ ἕνα τέτοιο ὑψήγορο σχέδιο. Ἡ φράση «τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» ἔχει βαθὺ δογματικὸ περιεχόμενο καὶ ὡς τέτοιο συμπεριλήφθηκε αὐτούσια στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως. Γιὰ τὴ Μαριὰμ σήμαινε ὅτι· Ἀφοῦ θὰ ἔχει ἔνδοξη βασιλεία, ἄρα ὁ γιός της θὰ εἶναι βασιλιᾶς.
Καὶ εἶπε ἡ Μαριὰμ πρὸς τὸν ἄγγελο· Πῶς θὰ μοῦ συμβεῖ αὐτό, ἀφοῦ ἄντρα δὲ γνωρίζω; Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος καὶ τῆς εἶπε· Πνεῦμα ἅγιο θὰ ἔρθει ἐπάνω σου καὶ δύναμη τοῦ Ὑψίστου θὰ σὲ ἐπισκιάσει· γι’ αὐτό, τὸ ἅγιο παιδὶ ποὺ γεννιέται, θὰ ὀνομαστεῖ γιὸς τοῦ Θεοῦ. Νά καὶ ἡ συγγενής σου Ἐλισάβετ, ποὺ τὴ λένε στεῖρα, καὶ αὐτὴ ἔχει συλλάβει γιὸ στὰ γηρατειά της, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ ἕκτος μῆνας της. Διότι κανένα πρᾶγμα δὲν εἶναι ἀδύνατο στὸ Θεό. Καὶ εἶπε ἡ Μαριάμ· Νά ἡ δούλη τοῦ Κυρίου ἐγώ, ἂς μοῦ συμβεῖ ὅπως λές. Καὶ ἔφυγε ἀπ’ αὐτὴν ὁ ἄγγελος (34-38).
Ἡ ἐρώτηση τῆς Μαριάμ· «Πῶς θὰ μοῦ συμβεῖ αὐτό, ἀφοῦ ἄντρα δὲ γνωρίζω», δὲν ἐμπεριέχει ἀμφισβήτηση. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ Ἐλισάβετ τὴν ὀνομάζει «εὐτυχισμένη, διότι πίστεψε σὲ ὅλα ὅσα τῆς λέχτηκαν ἀπὸ τὸν ἄγγελο». Μᾶς ἀποκαλύπτει ἐπίσης ἡ ἐρώτηση ὅτι δὲν γνώριζε σαρκικῶς ἄντρα πρὶν γεννήσει τὸ Χριστό. Ἡ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ ἔγινε μὲ ὑπερφυσικὸ καὶ μοναδικὸ τρόπο, ἄρα ἀνθρωπίνως παραμένει ἄθικτη, παρθένος. Μετὰ τὴ γέννηση τοῦ γιοῦ της ὁ Ἰωσὴφ κατανυγμένος ἀπὸ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐκτυλίχτηκε στὸ πρόσωπό της, ἀσφαλῶς δὲν εἶχε σαρκικὲς σχέσεις μαζί της. Ἄλλωστε καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἦταν εὐλογημένος ἐν ἀνδράσιν, ὅπως ἡ Μαριὰμ ἐν γυναιξίν. Αὐτὸ δὲν λέγεται, ἀλλὰ τεκμαίρεται ἀπὸ τὰ ἱερὰ κείμενα. Ἐξάλλου δὲν φαίνεται νὰ ἔζησε πολὺ ὁ Ἰωσήφ. Ἔτσι ἡ Μαριὰμ ἦταν παρθένος. Ἂν ἡ Μαριὰμ εἶχε παιδιά, ἕνα ἀπ’ αὐτὰ θὰ τὴ γηροκομοῦσε· ἀλλ’ ὁ Χριστὸς πάνω ἀπὸ τὸ σταυρὸ τὴν ἐμπιστεύθηκε στὸ μαθητή του Ἰωάννη.
Τῆς ἐξηγεῖ ἀκόμη ὁ Γαβριὴλ ὅτι καὶ ἡ Ἐλισάβετ, ποὺ τὴ λένε στεῖρα, μὲ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἔγκυος στὸν ἕκτο μήνα της. Σὰ νὰ τῆς λέει· Ἂν θέλεις, πήγαινε νὰ δεῖς. Ὁ Θεὸς δὲν ἐμποδίζεται οὔτε ὅταν πρόκειται νὰ συλληφθεῖ ἕνα ἀγόρι χωρὶς ἄντρα, καὶ μάλιστα ὁ Γιός του, οὔτε ὅταν πρόκειται νὰ μείνει ἔγκυος μία σύζυγος ποὺ τὰ χρόνια της πέρασαν καὶ εἶναι γνωστὴ ὡς στεῖρα. Γιὰ τὸ Θεὸ κανένα πρᾶγμα δὲν εἶναι ἀδύνατο.
Ἡ Μαριὰμ δέχεται τὸ μήνυμα καὶ ὑποτάσσεται στὸ θεῖο σχέδιο. «Νά, ἐδῶ εἶμαι ἡ δούλη τοῦ Κυρίου· ἂς γίνει ὅπως λές». Μεγάλος λόγος, μεγάλη ἀπόφαση, μεγάλη πίστη, ἡ πλήρης ὑποταγή της στὸ Θεό. Τί θὰ ἦταν ὁ κόσμος, ἂν οἱ γυναῖκες ὅλες εἶχαν τὴν ὑποταγὴ στὸ Θεὸ ὅπως ἡ Μαριάμ, παρὰ ἕνας παράδεισος;
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσις 25/3/2012)