ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς ἑόρτια εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα 9 μαρτίου, 40 μαρτύρων (εὐαγγέλιον)

PostHeaderIcon 9 μαρτίου, 40 μαρτύρων (εὐαγγέλιον)

 

Οἱ ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνος

 

9 Μαρ., τεσσαράκοντα μαρτύρων (Μθ 20,1-16)

 

Κύριος μιλάει μὲ παραβολὴ γιὰ τὸ μισθὸ ποὺ δίνει στοὺς ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνος. Τὸν ἀπονέμει μὲ δικαιοσύνη καὶ ἀντικειμενικὰ εἶναι ἱκανοποιητικός. Λέει· Πράγματι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ὁμοία μὲ ἕνα νοικοκύρη ποὺ βγῆκε νωρὶς τὸ πρωί, γιὰ νὰ μισθώσει ἐργάτες γιὰ τὸν ἀμπελῶνα του. Κι ἀφοῦ συμφώνησε μὲ τοὺς ἐργάτες ἕνα δηνάριο τὴν ἡμέρα, τοὺς ἔστειλε στὸν ἀμπελῶνα του (1-2).

Ὡς νοικοκύρης νοεῖται ὁ Θεός, ὡς ἐργάτες οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὡς ἀμπελῶνας ἡ ἐκκλησία. Ὅπως τὸ ἀμπέλι θέλει σκάψιμο, κλάδεμα, κορφολόγημα, ἔτσι καὶ ἡ ἐκκλησία θέλει τὴν ἀντίστοιχη πνευματικὴ καλλιέργεια. Οἱ ἐργάτες ποὺ κοπιάζουν δικαιοῦνται μισθοῦ. Δὲν ἐνεργεῖ αὐθαιρέτως· συζητάει καὶ συμφωνεῖ μαζί τους γιὰ τὸ ἡμερομίσθιο καὶ τὶς ὧρες ποὺ θὰ ἐργαστοῦν. Φαίνεται ἐδῶ ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ δηνάριο ποὺ συμφωνοῦν εἶναι ἕνα γενναῖο μεροκάματο, μία καλὴ ἀμοιβή. Ἡ ἐργασία τους ἀρχίζει ἀπὸ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ (= ἀπὸ τὴν πρώτη ἡλικία μέχρι τὴν γεροντική). Ἀμοιβὴ εἶναι ἡ σωτηρία.

Κι ὅταν βγῆκε κατὰ τὶς 9 τὸ πρωί, εἶδε ἄλλους χωρὶς δουλειὰ νὰ στέκονται στὴν ἀγορά, καὶ εἶπε καὶ σ’ αὐτούς· Πηγαίνετε κι ἐσεῖς στὸν ἀμπελῶνα καὶ ὅ,τι εἶναι δίκαιο θὰ σᾶς τὸ δώσω. Καὶ πῆγαν. Κατὰ τὶς 12 τὸ μεσημέρι καὶ 3 τὸ ἀπόγευμα ἔκανε τὸ ἴδιο. Γύρω στὶς 5 βγῆκε καὶ βρῆκε ἄλλους χωρὶς δουλειὰ καὶ τοὺς λέει· Γιατί στέκεστε ἐδῶ χωρὶς δουλειὰ ὅλη τὴν ἡμέρα; Τοῦ λένε· Διότι κανένας δὲν μᾶς μίσθωσε. Τοὺς λέει· Πηγαίνετε κι ἐσεῖς στὸν ἀμπελῶνα, καὶ ὅ,τι εἶναι δίκαιο θὰ τὸ πάρετε (3-7).

Ὁ Κύριος δίνει τὴν εὐκαιρία γιὰ σωτηρία στοὺς ἀνθρώπους κάθε ἡλικίας, νεανικῆς, μέσης, πρεσβυτικῆς, καθὼς καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι στὸ τέλος τῆς ζωῆς. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λ.χ. παίρνει τὸ μισθὸ τοῦ ἀποστόλου δουλεύοντας ἀπὸ τὴ νεότητά του μέχρι τὰ γεράματα. Μισθὸ ἀποστόλου ὅμως δίνει ὁ Θεὸς καὶ στὸν Παῦλο ποὺ κλήθηκε ἀργότερα. Μισθὸ δίνει καὶ στὸ λῃστὴ τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς του. Κριτήριο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κάθε ἐργάτη δὲν εἶναι τὸ πότε ἀναλαμβάνει δουλειά, ἀλλὰ τὸ πόσο πρόθυμη εἶναι ἡ διάθεσή του. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κλήθηκε πιὸ ἀργὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ κοπίασε περισσότερο ἀπ’ ὅλους.

Στὸ ρολόι τοῦ Ἰσραὴλ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ἡ 9η ὥρα ἦταν 3η, ἡ 12η 6η, ἡ 3η 9η, ἡ 5η 11η, δηλαδὴ 6 ὧρες μετά. Ὁ οἰκοδεσπότης ἂν καὶ τοὺς βρίσκει σὲ διαφορετικὲς ὧρες, τοὺς στέλνει ὅλους στὸ ἀμπέλι νὰ ἐργα­στοῦν τάζοντάς τους μία δίκαιη ἀμοιβή. Δὲν κάνει μ’ αὐτοὺς συμφωνία, ἀλλ’ αὐτοὶ δείχνουν προθυμία. Καὶ ἐργάζονται φιλότιμα. Καὶ ἐκεῖνος τὸ ἐκτιμᾷ. Πρῶτοι γνώρισαν τὸ Θεὸ οἱ Ἰσραηλῖτες. Στὴ συνέχεια θὰ τὸν γνωρίσουν τὰ ἔθνη. Ὅλοι θὰ λάβουν μισθὸ τὴ σωτηρία ὅπως καὶ οἱ Ἰσραηλῖτες. Ἡ πληρωμὴ τῶν ἐργατῶν γινόταν ἀμέσως μετὰ τὴ λήξη τῆς ἐργασίας. Τὸ λέει ἡ παραβολή μας·

Τὸ ἀπόγευμα λέει ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμπελῶνος στὸν ἐπιστάτη του· Κάλεσε τοὺς ἐργάτες καὶ πλήρωσέ τους ἀρχίζοντας ἀπὸ τοὺς τελευταίους καὶ φτάνοντας μέχρι τοὺς πρώτους. Κι ὅταν ἦρθαν αὐτοὶ ποὺ μπῆκαν στὴ δουλειὰ στὶς 5 τὸ ἀπόγευμα, πῆραν ἀπὸ ἕνα δηνάριο. Ὅταν ἦρθαν ἔπειτα οἱ πρῶτοι, νόμιζαν ὅτι θὰ πάρουν περισσότερα, καὶ πῆραν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ ἕνα δηνάριο (8-10).

Τὸ δηνάριο ἦταν δίκαιη καὶ ἱκανοποιητικὴ ἀμοιβή, πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ τοὺς κόπους ποὺ κατέβαλε καὶ ὁ πιὸ δουλευτάρης ἐργάτης. Καὶ ἦταν καὶ ἡ συμφωνημένη ἀμοιβή. Γι’ αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὅλοι εὐχαριστη­μένοι ἀπὸ τὸ μισθὸ ποὺ πῆραν. Ὁ οἰκοδεσπότης δὲν ἀδίκησε κανέναν. Στοὺς πρώτους μὲ τοὺς ὁποίους ἔκανε συμφωνία ἔδωσε τὸ συμφωνηθέν, στοὺς ἄλλους ἔδωσε αὐτὸ ποὺ ἤθελε αὐτὸς ἀμείβοντας τὴν προθυμία τους.

Κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ὅλοι οἱ κόποι καὶ τὰ παθήματα ποὺ τυχὸν ὑπομείναμε στὴν παροῦσα ζωὴ γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὅσο μεγάλα καὶ βαριὰ κι ἂν φαίνονται, δὲν ἔχουν καμμιὰ σύγκριση μὲ τὸ μέγεθος τῆς δόξης ποὺ θὰ χαρίσει ὁ Θεὸς στὴ μέλλουσα ζωή. Δὲ συμφέρει λοιπὸν καὶ στὸ μεγαλύτερο ἅγιο νὰ πληρωθεῖ σύμφωνα μὲ τοὺς κόπους του. Τί ὅμως ἀποκαλύπτει στὴ συνέχεια ἡ παραβολή;

Ὅταν ἔγινε ἡ πληρωμὴ καὶ πῆραν τὸ μισθό τους, οἱ πρῶτοι γόγγυζαν ἐναντίον τοῦ οἰκοδεσπότου λέγοντας· «Οἱ τελευταῖοι δούλεψαν μία ὥρα καὶ τοὺς ἐξίσωσες μ’ ἐμᾶς ποὺ σηκώσαμε τὸ βάρος τῆς ἡμέρας καὶ τὸν καύσωνα» (11-12).

Δυστυχῶς δηλαδὴ αὐτοὶ δὲν ἔμειναν εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὸ μισθὸ ποὺ τοὺς δόθηκε. Ἤθελαν μεγαλύτερο. Εἶχαν δίκαιο νὰ γογγύζουν; Ὄχι· διότι αὐτοὶ δημιούργησαν δικό τους σκεπτικὸ ἀπονομῆς τοῦ μισθοῦ. Ἀλλὰ τὸ σκεπτικό τους ἦταν ὑποκειμενικὸ καὶ ἐγωϊστικὸ καὶ ἐκτὸς συμφωνίας. Ὁ νοικοκύρης ἔδωσε καὶ στοὺς ἄλλους δηνάριο, διότι εἶναι ἀγαθὸς καὶ γενναιόδωρος. Δὲν τὸ ἀφαίρεσε ἀπὸ τοὺς πρώτους. Μήπως ἔπρεπε νὰ τοὺς ρωτήσει τί θὰ δώσει στοὺς ἄλλους; Ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄπληστοι, ἄδικοι, γογγυσταὶ καὶ ἀχάριστοι. Δὲν ξέρουν νὰ λένε εὐχαριστῶ.

Καὶ σήμερα συχνὰ διατυπώνουν παράπονα ποὺ ἔχουν αἰτία τὴ βλάσφημη ἰδέα ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δίκαιος. Ἂν εἶχαν ἴχνος δικαιοσύνης θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι εὐγνώμονες, γιὰ νὰ χαροῦν καὶ αὐτοὶ τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Κι ἔπειτα πῶς βάζουν τὸν ἑαυτὸ τοὺς πάνω ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Ἂν εἶχαν φτάσει πράγματι στὴν ἁγιότητα, δὲν θὰ μεμψιμοιροῦσαν. Τώρα ὅμως θυμίζουν τὸ ἄδικο παράπονο τοῦ μεγάλου γιοῦ τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου, ἐνῷ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θέλει ἀνθρώπους ἀπαλλαγμένους ἀπὸ τὸ φθόνο καὶ τὴν ὑποτίμηση τῶν ἄλλων· θέλει ἅγιες ψυχές.

Κι ὁ νοικοκύρης εἶπε σὲ ἕναν ἀπ’ αὐτούς· Φίλε, δὲν σὲ ἀδικῶ· δὲν συμφωνήσαμε ἕνα δηνάριο; Πᾶρε τὸ δικό σου καὶ πήγαινε· ἐγὼ θέλω σ’ αὐτὸν τὸν τελευταῖο νὰ δώσω ὅπως ἔδωσα σ’ ἐσένα. Ἢ δὲν μοῦ ἐπιτρέπεται νὰ κάνω κουμάντο στὰ δικά μου; Ἂν τὸ μάτι σου εἶναι ἀχόρταγο, φταίω ἐγὼ ποὺ εἶμαι ἀγαθός; Ἔτσι θὰ εἶναι οἱ τελευταῖοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι τελευταῖοι· διότι πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, ἀλλὰ λίγοι οἱ ἐκλεκτοί (3-16).

Ὁ Θεὸς δὲν ἀδικεῖ. Δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ κάνει στὸ σπίτι του αὐτὸ ποὺ θέλει; Ἐσὺ θὰ κάνεις κουμάντο; Ἐσὺ πληρώνεις; γιατί τὸ μάτι σου εἶναι γεμάτο φθόνο καὶ ἀπληστία; Ἀποκλείεις τὸ ἐνδεχόμενο αὐτὸς ποὺ ἦρθε τελευταῖος νὰ εἶναι πιὸ ἄξιος ἀπὸ σένα; Σοῦ λέω λοιπὸν ὅτι θὰ ὑπάρξουν πρῶτοι ποὺ θὰ γίνουν τελευταῖοι καὶ τελευταῖοι ποὺ θὰ γίνουν πρῶτοι.

Πολλαπλὰ τὰ μηνύματα τῆς παραβολῆς.

1) Ὅτι ὁ Θεὸς ἀμείβει ὅπως θέλει, χωρὶς νὰ δίνει λογαριασμὸ σὲ κανέναν, καὶ ἀμείβει πλουσιοπάροχα μὲ δικαιοσύνη.

2) Αὐτὸς ποὺ μετανόησε ἔχει τὴν ἴδια ἀξία μ’ αὐτὸν ποὺ εἶναι κοντά του ἀπὸ τὴν ἀρχή.

3) Τὰ ἔθνη ἀξίζουν νὰ σωθοῦν ὅσο καὶ ὁ Ἰσραήλ.

4) Οἱ φαρισαῖοι φθονοῦν, ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἀγαπᾷ τοὺς πρώην ἁμαρτωλούς, δηλαδὴ τοὺς ἐθνικούς, κι ὁ Ἰσραὴλ φθονεῖ, γιατὶ ὁ Κύριος δέχεται τὴ σωτηρία τους.

Καὶ 5) οἱ παλιοὶ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ περιφρονοῦν αὐτοὺς ποὺ τώρα βγαίνουν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ μπαίνουν στὴ σωτηρία· διότι συχνὰ αὐτοὶ ἀποδεικνύονται ἀνώτεροι.

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

(δημοσίευσις 7/3/2013)