13 φεβρουαρίου, ᾿Ακύλα καὶ Πρισκίλλης
Τὸ κράτος τοῦ διαβόλου ἀποδυναμώνεται
13 Φεβ., Ἀκύλα καὶ Πρισκίλλης (Λκ 10, 16-21)
Ὁ Κύριος ἔστειλε τοὺς μαθητὰς τοῦ εὐρυτέρου κύκλου τῶν ἑβδομήκοντα, ἀνὰ δύο σὲ πόλεις καὶ χωριά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐπρόκειτο νὰ περάσει ἔπειτα ὁ ἴδιος, μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ θεραπεύουν τοὺς ἀρρώστους καὶ νὰ κηρύττουν ὅτι ἔφτασε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Προφανῶς τοὺς ἔστειλε γιὰ νὰ προετοιμάσουν τὸ λαὸ νὰ δεχθεῖ τὸ κήρυγμα τῆς νέας βασιλείας, ἀφοῦ προηγουμένως τοὺς ἔδωσε λεπτομερεῖς ὁδηγίες γιὰ τὴ συμπεριφορά τους καὶ ἐπέστησε τὴν προσοχή τους σὲ κινδύνους ποὺ πρόκειται νὰ συναντήσουν. Τέλος ἔδωσε ἀξία σ’ αὐτὸ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κάνουν λέγοντας· Ὅποιος δέχεται τὸ κήρυγμά σας, ἐμένα δέχεται, κι ὅποιος δὲν τὸ δέχεται, δὲν δέχεται ἐμένα, καὶ κατ’ ἐπέκταση δὲν δέχεται τὸν Πατέρα ποὺ μὲ ἔστειλε.
Ὅταν οἱ μαθηταὶ ὁλοκλήρωσαν τὴν ἀποστολή τους καὶ ἐπέστρεψαν καὶ μὲ χαρὰ τοῦ ἀνήγγειλαν ὅτι καὶ τὰ δαιμόνια στὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του ὑποτάσσονται σ’ αὐτοὺς καὶ βγαίνουν ἀπὸ τοὺς δαιμονιζομένους καὶ τοὺς ἄλλους ὑποχειρίους τους, ὁ Κύριος ἐπιβεβαίωσε μπροστά τους τὴ μείωση τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ καὶ τὴν παταγώδη πτώση τῆς δυνάμεώς του λέγοντας· Στὸ διάστημα ποὺ ἤσασταν στὸ κήρυγμα ἔβλεπα τὸ σατανᾶ νὰ πέφτει μὲ σφοδρότητα καὶ ὀξύτητα ἀπὸ τὸν οὐρανό, σὰν ἀστραπή (18). Καὶ πρόσθεσε· Σᾶς δίνω (κι ἄλλη ἐπὶ πλέον) ἐξουσία (κοντὰ σ’ ἐκείνην ποὺ σᾶς εἶχα δώσει), νὰ πατᾶτε πάνω στὰ φίδια καὶ στοὺς σκορπιοὺς καὶ σὲ κάθε δύναμη τοῦ ἐχθροῦ, καὶ σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι κανένα ἀπ’ αὐτὰ δὲν θὰ σᾶς κάνει κακό. Πάντως μὴ χαίρεστε γι’ αὐτό, γιὰ τὸ ὅτι δηλαδὴ τὰ δαιμονικὰ πνεύματα ὑποτάσσονται· νὰ χαίρεστε μᾶλλον, διότι τὰ ὀνόματά σας γράφτηκαν στὸν οὐρανὸ (19-20).
Ὡς φίδια καὶ σκορπιοὺς βέβαια ὁ Κύριος ἐννοεῖ τὸν ἐπίβουλο καὶ ἰοβόλο καὶ καταστροφικὸ διάβολο, καὶ σὰν ἐχθρὸ ποὺ ἔχει δύναμη ἐννοεῖ πάλι τὸν ἴδιο, χωρὶς ἐννοεῖται ν’ ἀποκλείεται ἡ προστασία τους καὶ ἀπὸ φυσικὰ φίδια, ὅπως συνέβη μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὸ νησὶ τῆς Μελίτης ἢ Μάλτας.
Εὔλογα ἐρωτᾶται· πῶς ὁ Χριστιανὸς μὲ τέτοια ἐξουσία συμβαίνει καὶ πάλι νὰ νικᾶται ἀπὸ τὸ διάβολο; Τὴν ἀπάντηση δίνει ὁ Ἰωάννης χρυσόστομος. Ἐπειδή, λέει, εἴμαστε νοθευμένοι Χριστιανοί, καὶ ὄχι γνήσιοι, εἴμαστε σὲ πνευματικὸ ὕπνο καὶ ραθυμία.
Πράγματι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ εἶναι τὸ νὰ γραφοῦν τὰ ὀνόματα τῶν Χριστιανῶν στὶς δέλτους τοῦ οὐρανοῦ ἢ πιὸ ἁπλὰ στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν πιστὴ καὶ ἐνάρετη ζωή, ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ προσωπικὸ ἀγῶνα τοῦ πιστοῦ, κι ὄχι τὸ νὰ ὑποτάσσονται σ’ αὐτὸν τὰ δαιμόνια, ποὺ εἶναι καθαρὰ χάρη τοῦ Θεοῦ. Σὲ ἄλλη περίπτωση λέει ὁ Κύριος· Πολλοὶ θὰ μοῦ ποῦν κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη· Κύριε Κύριε, μὲ τὸ ὄνομά σου δὲν προφητεύσαμε; Δὲν βγάλαμε δαιμόνια καὶ δὲν κάναμε πολλὰ θαυμαστά; Καὶ τότε θὰ διακηρύξω σ’ αὐτοὺς ὅτι· Ποτὲ δὲν σᾶς γνώρισα. Φύγετε ἀπὸ μπροστά μου σεῖς ποὺ ἐργάζεστε τὴν ἀνομία. Ἀλλὰ κι ὅταν γραφεῖ τὸ ὄνομα στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ, δὲν σημαίνει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ σβηστεῖ, ἂν ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ δὲν εἶναι σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ λόγῳ ραθυμίας.
Μετὰ τὴν πληροφορία ποὺ πῆρε ὁ Κύριος ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα, ὅτι καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσονται σ’ αὐτούς, τὸ πνεῦμα του αἰσθάνθηκε ἀγαλλίαση, καὶ ἀποτεινόμενος στὸν Πατέρα εἶπε· Πατέρα καὶ Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, σ’ εὐχαριστῶ, διότι αὐτὰ τὰ πράγματα τ’ ἀπέκρυψες ἀπὸ τοὺς κατὰ κόσμον σοφοὺς καὶ μυαλωμένους καὶ τὰ φανέρωσες στὰ νήπια. Ναί, Πατέρα, σ’ εὐχαριστῶ, διότι αὐτὸ ἀνέπαυσε τὸ ἀγαθὸ θέλημά σου.
Δύο-τρία σχόλια.
1. Τὸ σπάνιο αἴσθημα τῆς ἀγαλλιάσεως ὁ Κύριος στὸ διάστημα ποὺ ἦταν στὸν κόσμο αὐτὸν τὸ αἰσθάνθηκε κυρίως ἀπὸ τὴν εἴδηση ὅτι τὸ κήρυγμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐξαπλώνεται καὶ ὁ διάβολος ὑποχωρεῖ καὶ ἀποδυναμώνεται, καθὼς οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν καὶ ἐπιστρέφουν στὸ Θεό.
2. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Χριστὸς ἀποκαλεῖ τὸ Θεὸ Πατέρα καὶ Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Ἂν εἴχαμε ζωντανὸ τὸ αἴσθημα ὅτι ὁ Θεὸς Πατέρας μας εἶναι Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὑλικῶς καὶ πνευματικῶς, θὰ εἴχαμε ἄλλη στάση ἀπέναντί του· θὰ νιώθαμε μεγαλύτερη ἀσφάλεια καὶ σιγουριά, ἀλλὰ καὶ φόβο καὶ σεβασμὸ ἀπέναντί του, ὥστε νὰ μὴ τὸν πικραίνουμε καὶ τὸν ἐξοργίζουμε μὲ τ’ ἁμαρτήματά μας, καὶ τὸν ἀναγκάζουμε νὰ μᾶς ἀπορρίψει ἀπὸ παιδιά του καὶ κληρονόμους του.
3. Ὑπάρχει σοφία καὶ σοφία, ἀνθρώπινη καὶ θεϊκή. Ἡ ἀνθρώπινη σοφία (ἐπιστημονική, τεχνολογική, φιλοσοφικὴ) μόνη της δὲν ἔχει ἀξία, διότι δὲν μπορεῖ νὰ προσεγγίσει τὴν ἀντικειμενικὴ ἀλήθεια, τὸ Θεό. Οἱ σοφοὶ συνήθως καταλαμβάνονται ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ οἴηση καὶ χάνουν τὸ δρόμο. Ἡ θεϊκὴ σοφία, δηλαδὴ ἡ ἀποκαλυμμένη ἀπὸ τὸν Κύριο ἀλήθεια, ποὺ ἐνσαρκώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι δικαιοσύνη καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωση, εἶναι τὸ πᾶν, ἔστω καὶ ἂν κατέχεται ἀπὸ μωροὺς καὶ ἀγραμμάτους κατὰ κόσμον. Τὸ ἄριστο εἶναι ὁ κατὰ κόσμον σοφὸς νὰ εἶναι ταπεινὸς δέκτης καὶ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἐπιστήμονας καὶ κατὰ κόσμον σοφὸς ἔχει γνώσεις μόνο γιὰ τὴ φύση ποὺ τὸν περιβάλλει, ἐνῷ ὁ ἀγράμματος ποὺ ἔχει τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ ἔχει πληροφορίες καὶ γιὰ τὰ ὑπερφυσικὰ πράγματα.
Ἂς ἀποβλέπουμε λοιπὸν ὄχι τόσο στὴ σοφία τοῦ κόσμου, ποὺ μπορεῖ ν’ ἀποβεῖ καὶ ἡ καταστροφὴ τοῦ κόσμου, λόγῳ ἀλαζονείας καὶ ἀφροσύνης, ἀλλὰ στὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, ποὺ σῴζει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἐγγυᾶται γιὰ αἰώνιο κόσμο.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσις 13/2/2013)