Εὐαγγέλιον 10ου σαββάτου Ματθαίου
Ὁ Γιὸς τοῦ βασιλιᾶ
Σάββατο ι΄ ἑβδομάδος Ματθαίου (Μθ 17,24-18,4)
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταί του ἦρθαν στὴν Καπερναούμ, ἐμφανίστηκαν στὸν Πέτρο οἱ εἰσπράκτορες τῶν διδράχμων1 καὶ τοῦ εἶπαν· Ὁ διδάσκαλός σας δὲν πληρώνει2 τὰ δίδραχμα; (17,24)
Ἂν καὶ δὲν ἦταν ἁρμόδιος, τοὺς ἀπαντᾷ· Ναί, πληρώνει. Κι ὅταν μπῆκε στὸ σπίτι, πρὶν νὰ πεῖ στὸ Χριστὸ σχετικά, πρόλαβε ὁ Ἰησοῦς καὶ τὸν ρώτησε· Τί γνώμη ἔχεις, Σίμων; Οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἀπὸ ποιούς εἰσπράττουν τοὺς φόρους ἢ τὸν κῆνσο3; ἀπὸ τοὺς γιούς των ἢ ἀπὸ τοὺς ξένους; Τοῦ λέει ὁ Πέτρος· Ἀπὸ τοὺς ξένους. Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς· Ἄρα τὰ βασιλόπουλα δὲν εἶναι ὑποχρεωμένα νὰ πληρώνουν φόρους. Γιὰ νὰ μὴν τοὺς σκανδαλίσουμε ὅμως, πήγαινε στὴ θάλασσα, ρῖξε τὸ ἀγκίστρι, καὶ τὸ ψάρι ποὺ θ’ ἀνεβάσεις πρῶτο πᾶρε το, κι ἀφοῦ τοῦ ἀνοίξεις τὸ στόμα, θὰ βρεῖς ἕνα στατήρα4 καὶ δῶσε τον σ’ αὐτοὺς γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα (25-27).
Ἐκείνη τὴν ὥρα πλησίασαν τὸν Ἰησοῦ οἱ μαθηταὶ καὶ τοῦ λένε; Ποιός ἄραγε εἶναι μεγαλύτερος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν; (18,1)
Κι ἀφοῦ κάλεσε ὁ Ἰησοῦς ἕνα παιδάκι, τὸ ἔβαλε ἀνάμεσά τους καὶ εἶπε· Ἀλήθεια σᾶς λέω, ἐὰν δὲν ἀλλάξετε καὶ δὲν γίνετε σὰν τὰ παιδάκια, δὲν θὰ μπεῖτε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὅποιος θὰ ταπεινώσει τὸν ἑαυτό του σὰν τὸ παιδὶ αὐτό, αὐτὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (4).
Σχόλια.
24. Οἱ εἰσπράκτορες «οἱ τὰ δίδραχμα λαμβάνοντες», ἦταν Λευΐτες, ποὺ ἐκτὸς τῶν ἄλλων καθηκόντων εἶχαν καὶ τὴν εἴσπραξη τοῦ διδράχμου. Τὸ ἐρώτημά τους περιέχει εἶδος παραπόνου· Τί διδάσκαλος εἶναι, ὅταν ἀμελεῖ νὰ πληρώσει τὸ θρησκευτικό του φόρο, ποὺ τὸν πληρώνουν καὶ οἱ πιὸ φτωχοί; Ὁ αὐθόρμητος Πέτρος, γιὰ νὰ μὴ δυσφημεῖται ὁ διδάσκαλος ὡς φοροφυγᾶς, ἀνέλαβε τὴν πρωτοβουλία ν’ ἀπαντήσει, χωρὶς νὰ ρωτήσει προηγουμένως τὸν Ἰησοῦ.
25. Ὁ Πέτρος ἐνήργησε ἀνάποδα· πρῶτα ἀπάντησε στοὺς Λευΐτες καὶ ὕστερα δυσκολευόταν νὰ τὸ πεῖ στὸν Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος ὅμως τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο λέγοντάς του περίπου· Πέτρε, κακῶς τοὺς ἀπάντησες ὅτι πληρώνω φόρο. Εἶμαι παιδὶ τοῦ βασιλέως τῶν βασιλέων, τοῦ κυριάρχου τοῦ σύμπαντος, καὶ βέβαια καὶ τοῦ ναοῦ, καὶ ἄρα ἀπαλλάσσομαι ἀπὸ τὸ φόρο. Ἀλλ’ ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἀφοῦ τοὺς ἔδωσες ἀλλιώτικη ἀπάντηση, κι ἀφοῦ οἱ εἰσπράκτορες τοῦ φόρου δὲν ξέρουν τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ ποιός εἶμαι, θὰ πληρώσω, γιὰ νὰ μὴ σκανδαλιστοῦν.
Ἀπὸ τὸ ὅλο περιστατικὸ βγαίνουν πλούσια διδάγματα.
α. Ὁ Κύριος ἀποφεύγει τὸ σκάνδαλο.
β. Δὲν κρατοῦσε στὰ χέρια του λεφτά. Ἀνάργυρος πέρα γιὰ πέρα, ἔδωσε μάθημα ἀφιλαργυρίας στοὺς μαθητάς του καὶ σ’ ὅλους τοὺς μετέπειτα, καὶ σ’ ἐμᾶς.
γ. Ὡς παντογνώστης ἤξερε τί ρώτησαν οἱ εἰσπράκτορες, πρὶν τοῦ τὸ πεῖ ὁ Πέτρος.
δ. Δὲν γνώριζε μόνο ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια ψάρια τῆς λίμνης εἶχε μέσα ἕνα στατῆρα, ἀλλ’ ἤξερε καὶ ποιό ἀκριβῶς εἶναι τὸ ψάρι καὶ ἔδωσε ἐντολὴ στὸ ψάρι αὐτὸ νὰ πιαστεῖ στὸ ἀγκίστρι τοῦ Πέτρου τὴ συγκεκριμένη ἐκείνη ἡμέρα ὥρα καὶ στιγμή.
ε. Ὁ Χριστὸς προέβη σὲ μία πολὺ ἀποκαλυπτικὴ δήλωση γιὰ τὸ ποιός εἶναι, ὅτι εἶναι γιὸς τοῦ βασιλέως, ἡ ὁποία μᾶλλον πέρασε ἀπαρατήρητη ἀπὸ τὸν Πέτρο καὶ τοὺς ἄλλους μαθητάς.
18,1. Πῶς προέκυψε ξαφνικὰ στὴ σκέψη τῶν μαθητῶν τὸ ἐρώτημα ποιός θὰ εἶναι μεγαλύτερος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν; Τί σχέση ἔχει τὸ ἐρώτημα μὲ τὰ προηγούμενα; Ὁ σεμνὸς διδάσκαλός μας Ἰωάννης χρυσόστομος δίνει τὴν ἀπάντηση. Ἔπαθαν, λέει, κάτι τὸ ἀνθρώπινο οἱ μαθηταὶ ἐκείνη τὴν ὥρα. Προτοῦ νὰ ἔρθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ μεταβάλει τὰ αἰσθήματά τους, εἶχαν καὶ αὐτοὶ ἐλαττώματα καὶ μάλιστα σοβαρὰ καὶ ἐμφανῆ. Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ἦταν καὶ ἡ ζηλοτυπία. Ὅταν λοιπὸν ὁ Χριστὸς εἶπε νὰ δοθεῖ τὸ νόμισμα γιὰ λογαριασμὸ αὐτοῦ καὶ τοῦ Πέτρου, οἱ ἄλλοι ἐνοχλήθηκαν ἀπὸ τὴ διάκριση αὐτὴ καὶ στοχάζονταν συνειρμικὰ ὅτι πιθανῶς ὁ Πέτρος θὰ ἦταν ἀνώτερος ἀπ’ αὐτοὺς στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἔτσι ρώτησαν τὸν Κύριο, γιὰ νὰ τὸ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα του· Ποιός εἶναι ἀνώτερος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν;
2-3. Ὁ Κύριος φέρνοντας τὸ παιδάκι στὴ μέση, μὲ ἐποπτικὸ τρόπο, τοὺς εἶπε περίπου· Ἀκόμη δὲν μπήκατε στὴ βασιλεία μου καὶ ζητᾶτε ἀξιώματα; φροντίστε πρῶτα νὰ μπεῖτε καὶ ἀφῆστε κατὰ μέρος τ’ ἀξιώματα καὶ τὴν ἱεράρχησή τους. Καὶ γιὰ νὰ μπεῖτε, πρέπει πρῶτα νὰ γίνετε παιδιά, ὄχι στὴν ἡλικία ἀλλὰ στὴν ἁπλότητα, στὴν ἀνεξικακία, στὸ ἀνεπίφθονο. Εἶναι ἀλλουνοῦ δουλειὰ τὸ ποιός θὰ εἶναι πρῶτος καὶ δεύτερος στὴ βασιλεία.
Τὸ παιδί, λέει ὁ Ἰωάννης χρυσόστομος, ἂν τὸ μαλώσεις ἢ τὸ χτυπήσεις, μπορεῖ νὰ κλάψει, ἀλλὰ δὲν θὰ σὲ μισήσει. Στὸ ἀνεξίκακο προσωπάκι του πάλι θὰ φανεῖ τὸ ζωογόνο χαμόγελό του. Ἂν πάλι τὸ ἐπαινέσεις ἢ τὸ τιμήσεις ἢ τὸ δοξάσεις ἢ τοῦ ἀπονείμεις κάποιο βραβεῖο, δὲν τὸ παίρνει ἐπάνω του. Ἂν βάλεις τὴ ρακένδυτη μάνα δίπλα σὲ μία χρυσοκέντητη βασίλισσα, τὸ παιδὶ θ’ ἁπλώσει τὰ χέρια του στὴ μάνα του. Ἔχουν ὅμως, λέει ὁ ἴδιος, καὶ κακίες τὰ παιδιὰ ὡς γόνοι τοῦ Ἀδάμ. Πεῖσμα, ἄμετρη φαντασιοπληξία, εὔκολη μίμηση τοῦ κακοῦ, δύσκολη τοῦ καλοῦ. Σὰν ντυθεῖ τὸ ἀγόρι λόγου χάρι τὴ στολὴ τοῦ στρατηγοῦ, μὲ τὸ εὐφάνταστο μυαλουδάκι του ζεῖ μὲ τὴν ψευδῆ ἐντύπωση ὅτι εἶναι τέλειος στρατηγός, μπροστὰ στὶς διαταγὲς τοῦ ὁποίου θὰ πρέπει νὰ συμμορφώνονται οἱ πάντες, καὶ τὰ ἄψυχα ἀκόμη. Σὰν πάρει τὴν κούκλα τὸ κοριτσάκι, τὴ σφίγγει στὴν ἀγκαλιά του καὶ ζεῖ μὲ τὴν ψευδαίσθηση ὅτι εἶναι τέλεια μητέρα, ποὺ ἄλλοτε μαλώνει καὶ ἄλλοτε συμβουλεύει τὸ παιδί της. Ἕνα τέτοιο αἴσθημα μωρίας καὶ φαντασιοπληξίας καταλογίζει ὁ Ἰησοῦς στοὺς μαθητάς του.
4. Μποροῦσε ὁ Ἰησοῦς νὰ ἐκφραστεῖ ἀμεσότερα λέγοντας· Ὅποιος θὰ ταπεινώσει τὸν ἑαυτό του σὰν ἐμένα ποὺ εἶμαι γιὸς τοῦ βασιλιᾶ τῶν βασιλιάδων, δηλαδὴ βασιλιᾶς τοῦ κόσμου, κι ὅμως ἐμφανίζομαι ὡς ἕνας ἁπλὸς καὶ ἄσημος ἄνθρωπος, πρᾶος καὶ ταπεινὸς στὸ νοῦ, αὐτὸς θὰ εἶναι μεγαλύτερος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· ἀλλὰ ἐκφράζεται ταπεινοφρόνως· Ὅποιος θὰ ταπεινώσει τὸν ἑαυτό του, λέει, σὰν τὸ παιδάκι, αὐτὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Κι ὅποιος θὰ δεχτεῖ γιὰ χάρη μου ἕναν ταπεινό, ὅμοιο μὲ μικρὸ παιδί, αὐτὸς εἶναι σὰ νὰ δέχεται καὶ νὰ τιμᾷ ἐμένα τὸν ἴδιο.
5. Ὁ Ἰησοῦς ἐδῶ ἀπροκάλυπτα μιλάει ὅτι εἶναι ὁ γιὸς τοῦ βασιλέως, δηλαδὴ ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ. Ἂν οἱ μαθηταὶ συνηθισμένοι νὰ βλέπουν καταπληκτικὰ πράγματα ἀπὸ τὸ διδάσκαλο σχεδὸν κάθε μέρα, δὲν ἔδωσαν τὴ δέουσα προσοχή, δὲν πρέπει νὰ πάθουμε κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο. Ὀφείλουμε ν’ ἀποκομίσουμε τὴν ἀλήθεια ὅτι εἶναι γιὸς τοῦ βασιλέως καὶ βασιλεὺς ἀφ’ ἑνός, καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ θαυμάσουμε τὴν ταπεινοφροσύνη του νὰ εἶναι ἄνθρωπος. Νὰ κατανυχθοῦμε μὲ τὸ ὅτι ὁ βασιλεὺς Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὸν καθένα μας.
1. Τὸ δίδραχμο ἦταν ἑλληνικὸ ἀργυρὸ νόμισμα. Οἱ Ἀθηναῖοι τὸ ἔλεγαν «βοῦν», διότι εἶχε τυπωμένο πάνω του ἕνα βόδι. Ἑλληνικὸ δίδραχμο ἢ ἑλληνικὸς στατὴρ ἢ ρωμαϊκὸν δηνάριον ἢ ἑβραϊκὸς σίκλος ἦταν μεταλλικὰ νομίσματα ἰσοδύναμα καὶ ἀντιστοιχοῦσαν μὲ ἕνα κατώτατο μεροκάματο. Βλ. Σιαμάκη Κ., «Λεξικὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης», λ. δίδραχμον.
2. Κάθε ἐνήλικας Ἰουδαῖος ἄνω τῶν 20 ἐτῶν μὲ διαταγὴ τοῦ Μωϋσέως πλήρωνε ἐτησίως στὸ ταμεῖο τοῦ ναοῦ τῆς ᾿Ιερουσαλὴμ ἕναν «ἅγιον σίκλον» σὰ θρησκευτικὸ φόρο γιὰ τὴ λειτουργία τοῦ ναοῦ καὶ τὸ μισθὸ τῶν Λευϊτῶν. Βλ. Σιαμάκη Κ., «Ἑρμηνεία στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο», σ. 70-71 (στὸ χωρίο 2,14-16).
3. Ὁ κῆνσος δὲν εἶναι νόμισμα ἀλλὰ ρωμαϊκὴ λέξη ποὺ σήμαινε τὸ ποσὸν ποὺ ἀναλογοῦσε στὸν καθένα ὡς ἐτήσιος φόρος. Οἱ Ἑβραῖοι τότε βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὴν κατοχὴ τῶν Ρωμαίων, γι’ αὐτὸ καὶ πλήρωναν σ’ αὐτοὺς φόρο, καὶ κάποιοι οἰκονομικοὶ ὄροι εἶχαν λατινικὸ ὄνομα, ὅπως κῆνσος, δηνάριον, κλπ. Βλ. Σιαμάκη Κ., «Λεξικὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης», λ. κῆνσος.
4. Ἑλληνικὸ νόμισμα, τὸ πιὸ «χοντρό»· μὲ τὸ ἁπλὸ στατὴρ ἐννοεῖται βάρος ἀργύρου. Ἀπὸ τὸ Φίλιππο καὶ τὸ Μέγα Ἀλέξανδρο ὑπῆρχε καὶ ὁ χρυσὸς στατήρ, ἡ περιφημότερη στὸν κόσμο χρυσὴ λίρα τῆς ἐποχῆς. Στὰ Εὐαγγέλια τὸ στατὴρ ἢ δίδραχμον εἶναι ἀντιστοιχία τοῦ ἑβραϊκοῦ σίκλος, Βλ. Σιαμάκη Κ., «Λεξικὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης», λ. στατήρ.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσι· αὔγουστος 2013)