ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα σαββάτου Εὐαγγέλιον 9ου σαββάτου Ματθαίου

PostHeaderIcon Εὐαγγέλιον 9ου σαββάτου Ματθαίου

 

Ὁ σπλαχνικὸς Ἰησοῦς

 

Σάββατο θ΄ ἑβδομάδος Ματθαίου (Μθ 15,32-39)

 

Ὁ Κύριος εὑρισκόμενος γιὰ τρεῖς μέρες πάνω στὸ βουνὸ ποὺ ὑψώνεται ἀνατολικὰ τῆς λίμνης Γενησαρέτ, θεράπευσε πολλοὺς χωλούς, τυφλούς, κωφούς, κουλλούς, καὶ ἄλλους πολλούς. Τοὺς εἶχαν φέρει μὲ κόπο οἱ δικοί τους ὣς πάνω καὶ τοὺς ἔρριξαν στὰ πόδια του. Κι ὅταν τοὺς ἔκανε καλά, ὅλος ὁ λαὸς δόξαζε τὸ Θεό.

Στὴ συνέχεια ὁ Ἰησοῦς κάλεσε τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς εἶπε·

Σπλαχνίζομαι αὐτὸ τὸ λαό, διότι τρεῖς μέρες τώρα μένουν κοντά μου καὶ δὲν ἔχουν τί νὰ φᾶνε. Νὰ τοὺς ἀφήσω νὰ φύγουν νηστικοὶ δὲν θέλω, μήπως ἐξαντληθοῦν καὶ πέσουν στὸ δρόμο (32).

Τοῦ λένε οἱ μαθηταί του·

Ἐδῶ στὴν ἐρημιὰ ἀπὸ ποῦ νὰ ἔχουμε τόσα ψωμιά, ὥστε νὰ χορτάσουμε τὴν πεῖνα τόσων ἀνθρώπων; (33)

Καὶ τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς.

Πόσα ψωμιὰ ἔχετε;

Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν ὅτι ἔχουν ἑφτὰ ψωμιὰ καὶ λίγα ψαράκια (34).

Καὶ ἔδωσε ἐντολὴ στὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ νὰ μισοξαπλώσουν κάτω στὴ γῆ (35).

Πῆρε τότε στὰ χέρια τὰ ἑφτὰ ψωμιὰ καὶ τὰ ψαράκια, κι ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸ Θεό, τεμάχισε τὸ ψωμὶ καὶ τὸ ἔδωσε στοὺς μαθητάς του καὶ οἱ μαθηταί του στὸ λαό (36).

Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ χόρτασαν καὶ πῆραν τὸ περίσσευμα τῶν τεμαχίων τοῦ ψωμιοῦ ἑφτὰ σπυρίδες γεμᾶτες (37).

Αὐτοὶ ποὺ ἔτρωγαν ἦταν τέσσερες χιλιάδες ἄντρες, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά (38).

Κι ὅταν ἀπέλυσε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ἀνέβηκε στὸ πλοῖο καὶ ἦρθε στὰ ὅρια τῆς περιοχῆς Μαγδαλά (39).

 

Σχόλια.

32. Ὁ Χριστὸς σπλαχνίζεται τὸ λαό. Ἡ παρουσία του στὴ γῆ, τὸ κήρυγμά του καὶ τὰ σημεῖα του δείχνουν πολλὰ καὶ μεγάλα, ἀλλὰ κυρίως δείχνουν τὴν εὐσπλαχνία του γιὰ τὸ λαό. Νοιάζεται ὄχι μόνο γιὰ τὸ μεγάλο, τὴ σωτηρία τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τους, γιὰ τὸ ὅτι λ.χ. οἱ ἄνθρωποι εἶναι χωρὶς ἀνεφοδιασμὸ τροφίμων τρεῖς μέρες πάνω στὸ βουνό, κι ὅτι σίγουρα τὰ τρόφιμα ποὺ εἶχαν πάρει μαζί τους τελείωσαν, καὶ πεινοῦν. Μὲ τὸ ὅτι δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἀφήσει νὰ φύγουν νηστικοί, γιὰ νὰ μὴν πέσουν κάτω ἐξαντλημένοι, ἀλλ’ ἤθελε πρῶτα νὰ τοὺς χορτάσει καὶ ὕστερα νὰ τοὺς ἀπολύσει, διαφαίνεται ἡ φιλάνθρωπη διάθεσή του.

33. Οἱ μαθηταὶ παρεξήγησαν τὰ λόγια του. Νόμισαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς τοὺς ζητάει ν’ ἀναλάβουν αὐτοὶ τὸ χορτασμὸ τοῦ λαοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ παρουσιά­ζουν τὴ δυσκολία. Ἂν δὲν ἦταν ἔρημος ὁ τόπος, προφανῶς θὰ ἦταν πρόθυμοι νὰ πᾶνε νὰ ψωνίσουν γιὰ ὅλους. Ἀλλὰ τόσο ἡ πόλη ἦταν σὲ ἀρκετὰ μακρινὴ ἀπόσταση, ὅσο καὶ τὰ οἰκονομικά τους λίγα, καὶ ἡ μετα­φορὰ τῶν τροφίμων δύσκολη. ῞Ολ’ αὐτὰ δικαιολογημένα. Ἕνα ἦταν τὸ λάθος τους, ὅτι, ἐνῷ πρόσφατα εἶχαν δεῖ τὸν Κύριο μὲ 5 ψωμιὰ καὶ 2 ψάρια νὰ χορταίνει 5 χιλιάδες ἄντρες, χώρια τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, δὲν τοῦ εἶπαν· Κύριε, ἐσὺ μ’ ἕνα σημεῖο παρόμοιο μπορεῖς νὰ τοὺς χορτάσεις. Κάνε τὸ σημεῖο. Ἀλλὰ λησμόνησαν τὴν ἐξουσία τοῦ διδασκάλου ἢ δίστασαν νὰ τοῦ προτείνουν. Ἴσως νὰ διαισθάνθηκαν ὅτι ὁ Κύριος πρὸς τὰ ἐκεῖ τὸ πάει. Ἀντιμετώπισαν δηλαδὴ τὸ πρᾶγμα μ’ ἕναν ἐντελῶς ἀδρα­νῆ καὶ ἀμήχανο τρόπο. Κατὰ τὸν ὀξυδερκῆ Ἰωάννη χρυσόστομο συνέβη αὐτό, ἢ διότι οἱ μαθηταὶ ἔγιναν καλύτεροι ἀπὸ τότε ἢ διότι ἔβλεπαν τὸ λαὸ νὰ μὴ νιώθει τόσο ἔντονα τὴν πεῖνα.

34. Ρωτάει ὁ Κύριος τοὺς μαθητὰς πόσα ψωμιὰ ἔχουν, ὄχι γιατὶ δὲν ξέρει, ἀλλὰ διότι ἤθελε μὲ τὸ ἐρώτημα νὰ διεγείρει στὴ μνήμη τους τὸ χορτασμὸ τῶν πεντακισχιλίων, γιὰ νὰ τοῦ ζητήσουν καὶ τώρα νὰ κάνει τὸ ἴδιο.

35. Ἔδωσε ἐντολὴ νὰ πάρουν θέση φαγητοῦ. Θυμίζουμε ὅτι τότε οἱ ἄνθρωποι συνήθιζαν νὰ τρῶνε ὄχι καθιστοὶ στὴν καρέκλα, ὅπως σήμερα, ἀλλὰ πλαγιαστοὶ στηριζόμενοι στὸ ἀριστερό τους χέρι, γιὰ νὰ εἶναι τὸ δεξί τους ἐλεύθερο.

36. Ὅπως ἡ μία καὶ ἡ αὐτὴ γῆ τρέφει ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομ­μύρια ἀνθρώπους ποὺ πέρασαν καὶ περνοῦν ἀπὸ τὸ φλοῦδι της, χωρὶς νὰ ἐξαντλοῦνται τ’ ἀποθέματά της, ἔτσι τώρα ὁ ἴδιος ὁ δημιουργὸς τῆς γῆς κι ὅλου τοῦ κόσμου εὐλογεῖ καὶ χορταίνουν ὅλοι, καὶ περισσεύουν ἑφτὰ κοφίνια. Τὰ ψωμιὰ ὁ Κύριος τὰ ἔδινε στοὺς μαθητὰς κι ἐκεῖνοι στὸ λαό, γιὰ νὰ βλέπουν ὅτι τὸ ψωμὶ πηγάζει ἀπὸ τὰ χέρια του, καὶ ὅτι καὶ αὐτοὶ συμμετέχουν στὸ θαῦμα ἐνεργῶς. Σπυρίδα εἶναι τὸ ζεμπίλι (βλ. Σιαμάκη Κ., Μελέτες 5,3, λ. σπυρὶς καὶ κόφινος.

37. Τὰ περισσεύματα δὲν πετάχτηκαν, ἀλλὰ μαζεύτηκαν. Τότε δὲν ὑπῆρχε ἡ εὐχέρεια στοὺς ἀνθρώπους νὰ πετοῦν τρόφιμα, ὅπως γίνεται σήμερα λόγω εὐμάρειας καὶ σπατάλης, μὲ τὴν ὁποία προκαλοῦμε τὸ Θεὸ καὶ τοὺς πεινασμένους. Τότε οἱ ἄνθρωποι τὸ ψωμὶ τὸ ἔβγαζαν μὲ πολὺ κόπο καὶ δὲν πετοῦσαν οὔτε ψίχουλο.

38. Οἱ ἄντρες ποὺ ἔφαγαν ἦταν 4 χιλιάδες. Μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε ὅτι χόρτασαν συνολικὰ 8 χιλιάδες.

39. Μετὰ τὸ χορτασμὸ ὁ Κύριος ἔφυγε μὲ πλοῖο, προφανῶς γιὰ νὰ προλάβει τυχὸν ἐνθουσιαστικὲς ἐκδηλώσεις τοῦ λαοῦ, ποὺ δὲν τὸ εἶχε καὶ πολὺ νὰ τὸν ἀνακηρύξει βασιλιὰ καὶ νὰ δημιουργηθεῖ πρόβλημα μὲ τοὺς κατακτητὰς Ρωμαίους, ποὺ μία τέτοια κίνηση θὰ τὴν ἐκλάμβαναν σὰν ἐπανάσταση. Ἀλλ’ ὁ Κύριος δὲν ἦρθε γιὰ νὰ γίνει τέτοιου ταπεινοῦ εἴδους βασιλιάς. Ἦταν μοναδικὸς βασιλιὰς οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ δώσει σωτηρία.

Μακάρι νὰ αἰσθανθοῦμε τὸ μεγαλεῖο τοῦ βασιλικοῦ του ἀξιώματος καὶ νὰ νιώσουμε ὅτι εἴμαστε μέλη τῆς βασιλείας του καὶ κληρονόμοι ἀφθάρτων καὶ αἰωνίων ἀγαθῶν.

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

 

(δημοσίευσι· αὔγουστος 2013)