ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα σαββάτου σάββατον τοῦ Λαζάρου (εὐαγγελικὸν ἀνάγνωσμα)

PostHeaderIcon σάββατον τοῦ Λαζάρου (εὐαγγελικὸν ἀνάγνωσμα)

 

Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου

 

Σάβ. Λαζάρου (Ἰω 11,1-45)

 

Ἐπειδὴ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου εἶναι μεγάλο, θὰ δοθεῖ μόνο ἡ περιγραφὴ τοῦ γεγονότος μὲ ἐλάχιστες ἐπεξηγήσεις καὶ ἀναγκαίους σχολιασμούς.

Ἀπὸ τὴ Βηθανία, τὸ χωριὸ τῆς Μαρίας καὶ τῆς ἀδερφῆς της Μάρθας, καταγόταν κάποιος ποὺ ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες ἦταν ἄρρωστος, Λάζαρος στὸ ὄνομα. Ἡ Μαρία ἦταν ἐκείνη ποὺ εἶχε ἀλείψει τὸν Κύριο στὸ κεφάλι καὶ στὰ πόδια μὲ μύρο καὶ σκούπισε τὰ πόδια του μὲ τὰ μαλλιά της. Αὐτῆς ὁ ἀδερφός, ὁ Λάζαρος, ἦταν ἄρρωστος (1-2). Οἱ δύο ἀδερφὲς ἔστειλαν στὸν Κύριο τὴν ἑξῆς εἴδηση· Κύριε, μάθε ὅτι αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷς εἶναι ἄρρωστος (3). Ὅταν τὸ ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς, εἶπε·

Αὐτὴ ἡ ἀρρώστια δὲν εἶναι γιὰ νὰ φέρει τὸ θάνατο, ἀλλ’ εἶναι γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ (4).

Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀγαποῦσε τὴ Μάρθα καὶ τὴν ἀδερφή της καὶ τὸ Λάζαρο. Κι ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦταν ἄρρωστος, τότε παρέμεινε στὸν τόπο ὅπου βρισκόταν δύο μέρες (5-6). Ἔπειτα, ἀφοῦ πέρασαν οἱ δύο μέρες, λέει στοὺς μαθητάς του·

Πᾶμε πάλι στὴν Ἰουδαία (7).

Τοῦ λένε οἱ μαθηταί·

Διδάσκαλε, τώρα ζητοῦσαν ἐκεῖ νὰ σὲ λιθοβολήσουν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ σὺ πηγαίνεις πάλι ἐκεῖ; (8)

Τοὺς ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς·

Δώδεκα δὲν εἶναι οἱ ὧρες τῆς ἡμέρας; Ἂν κανεὶς περπατάει τὴν ἡμέρα, δὲν σκοντάφτει, διότι βλέπει μὲ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ἂν ὅμως περπατάει τὴ νύχτα, σκοντάφτει, διότι δὲν ὑπάρχει φῶς γιὰ νὰ τὸν φωτίζει (9-10).

Ἐννοεῖ ὁ Κύριος ὅτι ὁ χρόνος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του εἶναι καθορισμένος καὶ δὲν ἔχει ἐκπνεύσει ἀκόμη, κι ὅτι, κι ἂν θελήσουν νὰ τοῦ κάνουν ὁποιοδήποτε κακό, δὲν θὰ μπορέσουν νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὴ ζωή. Αὐτὰ εἶπε καὶ στὴ συνέχεια τοὺς λέει·

Ὁ φίλος μας ὁ Λάζαρος ἔχει κοιμηθεῖ, καὶ πηγαίνω νὰ τὸν ξυπνήσω (11).

Τοῦ λένε οἱ μαθηταί του·

Ἂν κοιμήθηκε, ὁ ὕπνος θὰ τὸν βοηθήσει νὰ γίνει καλὰ (12).

Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ὡς ὕπνο ἐννοοῦσε τὸ θάνατό του, ἐνῷ ἐκεῖνοι νόμιζαν ὅτι ἐννοεῖ τὸ φυσικὸ ὕπνο (13). Τότε τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς ξεκάθαρα·

Ὁ Λάζαρος πέθανε. Καὶ χαίρομαι γιὰ σᾶς ποὺ δὲν ἤμουν ἐκεῖ, γιὰ νὰ ἐνισχυθεῖ ἡ πίστη σας. (Ἂν ἦταν ἐκεῖ, θὰ τὸν θεράπευε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, κάνοντας ἕνα συνηθισμένο σημεῖο· τώρα ὅμως ἐννοοῦσε ὅτι θὰ τὸν ἀναστήσει ἀπὸ τὸν τάφο καὶ μάλιστα τετραήμερο. Τὸ σημεῖο θὰ εἶναι μεγαλύτερο, ὅποτε θὰ ἐνισχυθεῖ ἡ πίστη τοὺς πιὸ πολύ). Ἀλλ’ ἂς πᾶμε στὸ Λάζαρο (14-15).

Εἶπε (μελαγχολικὰ) ὁ Θωμᾶς, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, στοὺς συμμαθητάς του·

Ἂς πᾶμε κι ἐμεῖς, γιὰ νὰ πεθάνουμε μαζί του (16), (ὄντας σίγουρος ὅτι θὰ τὸν πιάσουν καὶ θὰ τὸν θανατώσουν, καὶ θὰ κινδυνεύσουν καὶ αὐτοί).

Ὅταν (μετὰ ἀπὸ δύο μέρες ὁδοιπορία) ἦρθε ὁ Ἰησοῦς (στὴ Βηθανία) βρῆκε τὸ Λάζαρο νὰ εἶναι ἤδη στὸν τάφο τέσσερες μέρες (17).

Ἡ Βηθανία ἦταν κοντὰ στὰ ᾿Ιεροσόλυμα, περίπου τρία χιλιόμετρα (= 15 στάδια), καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους εἶχαν ἔρθει (καὶ ἀπὸ ἐκεῖ) πρὸς τὶς ἀδερφὲς Μαρία καὶ Μάρθα καὶ τὶς στενὲς συμπαραστάτριές τους, νὰ τὶς παρηγορήσουν γιὰ τὸ θάνατο τοῦ ἀδερφοῦ τους (18-19).

Ὅταν ἄκουσε ἡ Μάρθα ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, (βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ) καὶ τὸν ὑποδέχτηκε, ἐνῷ ἡ Μαρία (δὲν τὸ ἔμαθε καὶ) καθόταν στὸ σπίτι (20). Λέει λοιπὸν ἡ Μάρθα στὸν Ἰησοῦ·

Κύριε, ἂν ἤσουν ἐδῶ, ὁ ἀδερφός μου δὲν θὰ εἶχε πεθάνει, (διότι θὰ τὸν γιάτρευες ἐγκαίρως)· ἀλλὰ καὶ τώρα ξέρω ὅτι ὅσα κι ἂν ζητήσεις ἀπὸ τὸ Θεό, θὰ σοῦ τὰ δώσει ὁ Θεός (21-22).

Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς·

Θ’ ἀναστηθεῖ ὁ ἀδερφός σου (23).

Τοῦ λέει ἡ Μάρθα·

Γνωρίζω ὅτι θ’ ἀναστηθεῖ κατὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση κατὰ τὴν ἔσχατη ἡμέρα (24).

Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς·

Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή. (Σὰ νὰ τῆς λέει· Τώρα θ’ ἀναστηθεῖ). Αὐτὸς ποὺ πιστεύει σ’ ἐμένα, κι ἂν πεθάνει, θὰ ζήσει. Καὶ ὁ καθένας ποὺ ζεῖ καὶ πιστεύει σ’ ἐμένα, δὲν θὰ πεθάνει ποτέ, θὰ ζεῖ αἰωνίως. Τὸ πιστεύεις αὐτό; (25-26).

Τοῦ λέει ἡ Μάρθα·

Ναί, Κύριε, ἔχω πιστέψει ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἔρθει στὸν κόσμο (27), (καὶ ἦρθε).

Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ἔφυγε καὶ πῆγε καὶ φώναξε τὴν ἀδερφή της λέγοντάς της·

Ὁ Διδάσκαλος εἶναι ἐδῶ καὶ σὲ καλεῖ (28).

Ἐκείνη μόλις τὸ ἄκουσε, σηκώνεται ἀμέσως καὶ ἔρχεται στὸν Ἰησοῦ (29). Ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε μπεῖ ἀκόμη στὴν πόλη, ἀλλ’ ἦταν ἀπ’ ἔξω, στὸν τόπο ὅπου τὸν προϋπάντησε ἡ Μάρθα (30). Οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ ἦταν μαζί της στὸ σπίτι καὶ τὴν παρηγοροῦσαν, σὰν εἶδαν τὴ Μαρία ὅτι σηκώθηκε ἀμέσως καὶ βγῆκε ἔξω, τὴν ἀκολούθησαν, λέγοντας ὅτι προφανῶς πηγαίνει στὸν τάφο, γιὰ νὰ κλάψει ἐκεῖ (31). Ἡ Μαρία λοιπὸν ὅταν ἦρθε ὅπου ἦταν ὁ Ἰησοῦς, μόλις τὸν εἶδε, ἔπεσε στὰ πόδια του λέγοντάς του·

Κύριε, ἂν ἤσουν ἐδῶ, δὲν θὰ πέθαινε ὁ ἀδερφός μου (32).

Ὁ Ἰησοῦς, ὅταν τὴν εἶδε νὰ κλαίει καὶ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ τὴν ἀκολούθησαν καὶ ἦρθαν μαζί της, νὰ κλαῖνε καὶ αὐτοί, ἐπιβλήθηκε στὸ πνεῦμα του καὶ συντάραξε τὸν ἑαυτό του (33), (γιὰ νὰ αὐτοσυγκρατηθεῖ καὶ νὰ μὴν κλάψει). Καὶ εἶπε·

Ποῦ τὸν βάλατε; (34).

Τοῦ λένε·

Κύριε, ἔλα καὶ δές.

Καὶ δάκρυσε ὁ Ἰησοῦς (35). Οἱ Ἰουδαῖοι, σὰν τὸν εἶδαν νὰ δακρύζει, ἔλεγαν·

Κύττα πόσο τὸν ἀγαποῦσε (36).

Κάποιοι ἄλλοι ἀπ’ αὐτοὺς εἶπαν (κακοπροαίρετα)·

Δὲν μποροῦσε αὐτὸς ποὺ ἄνοιξε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ νὰ κάνει κάτι, ὥστε νὰ μὴν πεθάνει καὶ αὐτός; (37)

Ὁ Ἰησοῦς λοιπὸν προσπαθώντας νὰ ἐπιβληθεῖ στὸν ἑαυτό του, ἔρχεται στὸν τάφο. ΄Ἦταν ἕνα σπήλαιο σὲ βράχο κι ἕνα λιθάρι πλατὺ ριγμένο στὸ ἄνοιγμα τῆς εἰσόδου (38). Λέει ὁ Ἰησοῦς·

Πᾶρτε τὸ λιθάρι.

Τοῦ λέει ἡ Μάρθα, ἡ ἀδερφὴ τοῦ πεθαμένου·

Κύριε, ἤδη ἄρχισε νὰ μυρίζει. Διότι ἔχει τέσσερις μέρες τώρα στὸν τάφο (39).

Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς·

Δὲν σοῦ εἶπα ὅτι, ἂν πιστεύεις, θὰ δεῖς τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ; (40)

Πῆραν λοιπὸν τὸ λιθάρι ἀπὸ ὅπου ἦταν ὁ πεθαμένος, ὁ δὲ Ἰησοῦς σήκωσε τὰ μάτια του πρὸς τὰ πάνω καὶ εἶπε·

Πατέρα σ’ εὐχαριστῶ διότι μὲ ἄκουσες· ἐγὼ ἤξερα ὅτι μὲ ἀκοῦς πάντοτε, ἀλλὰ τὸ εἶπα γιὰ τὸ λαὸ ποὺ εἶναι παρὼν ἐδῶ, γιὰ νὰ πιστέψουν χωρὶς καμμιὰ ἀμφιβολία ὅτι σὺ μὲ ἔστειλες στὸν κόσμο.

Καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, φώναξε δυνατά·

Λάζαρε, ἔλα ἔξω (41-43).

Καὶ βγῆκε ὁ πεθαμένος, παρ’ ὅλο ὅτι ἦταν δεμένος στὰ πόδια καὶ στὰ χέρια μὲ ταινίες ὑφασμάτινες, καὶ τὸ πρόσωπό του εἶχε δεθεῖ μὲ τὴν εἰδικὴ γιὰ νεκροὺς μαντήλα. Λέει ὁ Ἰησοῦς·

Λῦστε τον καὶ ἀφῆστε τον ἐλεύθερο νὰ περπατήσει μόνος του (44).

Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ εἶχαν ἔρθει μὲ τὴ Μάρθα καὶ τὴ Μαρία καὶ εἶδαν αὐτὰ ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, πίστεψαν σ’ αὐτόν (45).

Μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δὲν μένει ἀπαθὴς κανένας. Οἱ πάντες, καὶ οἱ πιὸ ἀντιρρησίες, ἀναγνωρίζουν τὴ θεότητά του, ἄσχετα ἂν δὲν τὴν πιστεύουν. Τὴν πιστεύουν ὅμως οἱ καλοπροαίρετοι καὶ κλίνουν τὰ γόνατα μπροστὰ στὸ θεῖο μεγαλεῖο του.

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

 

(δημοσίευσις· 23/4/2013)