Εὐαγγέλιον 3ου σαββάτου νηστειῶν
Φίλος τῶν ἁμαρτωλῶν
Σάββατο γ΄ ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν, Μρ 2,14-17 (κλήση Ματθαίου)
Ὁ Κύριος ἀρχίζοντας τὸ δημόσιο κηρυκτικὸ ἔργο του, ὡς γνωστόν, κατάρτισε τὸν κύκλο τῶν δώδεκα μαθητῶν του. Ἐδῶ περιγράφεται ἡ κλήση ἑνὸς ἀπ’ αὐτούς, τοῦ Ματθαίου ἢ Λευΐ, ποὺ ἦταν τελώνης.
Ἀφοῦ χάρισε τὴν ὑγεία σ’ ἕναν παράλυτο στὴν Καπερναούμ, ἔκανε ἕναν περίπατο πρὸς τὴ θάλασσα τῆς Τιβεριάδος, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμένο λαό, στὸν ὁποῖο δίδασκε τὰ θεῖα του λόγια. Ὅπως κάθε κίνησή του εἶχε τὸ σκοπό της, ἔτσι καὶ ὁ περίπατός του αὐτὸς εἶχε τὸ δικό του, ὅπως θὰ φανεῖ σὲ λίγο. Τίποτε τὸ τυχαῖο στὴ ζωὴ τοῦ Κυρίου.
Περνώντας ἀπὸ τὴν παραλιακὴ ὁδὸ εἶδε τὸ Ματθαῖο, τὸ γιὸ τοῦ Ἀλφαίου, νὰ κάθεται στὸ τελωνεῖο καὶ τοῦ λέει· – Ἀκολούθα με. Κι ἐκεῖνος σηκώθηκε ἀμέσως καὶ τὸν ἀκολούθησε.
Προφανῶς ὁ Ματθαῖος ἦταν ἐσωτερικὰ προετοιμασμένος. Εἶχε ἀκούσει γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ καλλιεργοῦσε τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸν γνωρίσει καὶ προσωπικά. Καὶ ὁ καρδιογνώστης τοῦ ἔδωσε αὐτὴ τὴν εὐκαιρία, μὲ τὸ ποὺ πέρασε ἔξω ἀπὸ τὸ γραφεῖο του. Ἔκανε καὶ κάτι σπουδαιότερο ὁ Ἰησοῦς γι’ αὐτόν· τὸν κάλεσε κοντά του ὡς μαθητή του. Κι ἐκεῖνος δέχτηκε ταπεινὰ τὴν πρόσκληση, ἐγκαταλείποντας τὸ ἀνέντιμο ἐπάγγελμά του. Δὲν εἶπε· Ἐμένα καλεῖς τὸν βαρυνόμενο μὲ τόσες κλοπὲς καὶ ἀδικίες; Ἀλλ’ ὑπάκουσε καὶ τὸν ἀκολούθησε αὐτοπροαιρέτως, δείχνοντας ἐμπιστοσύνη στὸν Ἰησοῦ, ὅπως καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἔδειξε ἐμπιστοσύνη.
Ἡ ταπεινοφροσύνη τοῦ Ματθαίου φαίνεται καὶ μέσα στὸ Εὐαγγέλιό του. Ὁ ἴδιος σ’ αὐτὸ αὐτοπροσδιορίζεται ἐξομολογητικὰ ὡς «Ματθαῖος ὁ τελώνης», ἐνῷ ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Μᾶρκος φιλαδέλφως στὰ Εὐαγγέλιά τους τὸν καλύπτουν μὲ τὸ ἄλλο ὄνομά του ὡς «Λευΐν». Δὲν ἤθελαν νὰ φαίνεται ὅτι κάποτε ἀσκοῦσε τὸ μισητὸ καὶ ἐπιλήψιμο ἐπάγγελμα τοῦ τελώνου, στὸ ὁποῖο ἦταν γνωστὸς ὡς Ματθαῖος. Ἄσκησαν δηλαδὴ προστασία στὰ προσωπικά του δεδομένα, ὅπως λέμε σήμερα.
Ὁ Ἰωάννης χρυσόστομος ἐρωτᾷ· Γιατί δὲν τὸν κάλεσε μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη; Καὶ ἀπαντᾷ· Διότι τότε δὲν ἦταν ἕτοιμος ν’ ἀκολουθήσει. Καὶ τὸν Παῦλο τὸν κάλεσε μετὰ τὴν ἀνάσταση. Ὡς καρδιογνώστης ἤξερε πότε ὁ καθένας τους θὰ τὸν ἀκολουθοῦσε, καὶ τότε τὸν κάλεσε. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ Ματθαῖο δὲν τὸν κάλεσε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ποὺ ἦταν σκληρότερος, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὰ πολλὰ σημεῖα του καὶ τὴν εὐρύτατη φήμη του, ὅταν ἔγινε καταλληλότερος στὴν ὑπακοή.
Ὑπ’ ὄψιν ὅτι τότε τὸ ἔργο τοῦ τελώνου ἦταν γεμάτο ντροπὴ καὶ θράσος καὶ κερδοσκοπία καὶ ἐμπορία καὶ ἁρπαγή. Τὸ κέρδος μετέβαλλε τοὺς τελῶνες σὲ σκληροὺς ἄδικους καὶ ἅρπαγες. Ὅπως εἶπε κάποιος, ἂν ποτὲ ὁ λύκος ἀφήνει τὸ ἀρνὶ ἀπὸ τὸ στόμα του, ἀφήνει κι ὁ τελώνης τὰ κέρδη του. Κι ὅμως ὁ Ματθαῖος γιὰ τὸ Χριστὸ τὰ ἄφησε ὅλα. Ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν ντράπηκε μέσα ἀπὸ ἐκεῖ νὰ τὸν καλέσει, ὅπως καὶ τὴν πόρνη δὲν τὴν κάλεσε μόνο, ἀλλὰ καὶ καταδέχτηκε νὰ τοῦ φιλήσει τὰ πόδια του, νὰ τὰ καταβρέξει μὲ τὰ δάκρυά της, καὶ νὰ τὰ σκουπίσει μὲ τὰ μαλλιά της.
Ὁ Ματθαῖος μὴ μπορώντας νὰ ἐκφράσει τὴ χαρά του μὲ ἄλλον τρόπο, παραθέτει τραπέζι στὸ σπίτι του. Ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, ὅπως συνήθιζαν τότε, ἔγειρε καὶ πῆρε θέση φαγητοῦ. Στὸ ἴδιο τραπέζι παρακάθησαν καὶ ἄλλοι πολλοὶ τελῶνες καὶ μή, συνάδελφοι καὶ φίλοι τοῦ Ματθαίου, καὶ ἔτρωγαν. Οἱ εὐσκανδάλιστοι φαρισαῖοι πλησιάζουν τοὺς μαθητὰς καὶ τοὺς ρωτοῦν (δὲν τόλμησαν νὰ ρωτήσουν τὸν ἴδιο οἱ γενναῖοι, δείχνοντας ὅτι ἀρέσκονταν στὰ ἀρνητικὰ σχόλια καὶ στὸ κουτσομπολιό)· «Γιατί ὁ διδάσκαλός σας τρώει μαζὶ μὲ τοὺς τελῶνες καὶ ἁμαρτωλούς;» ἐκδηλώνοντας ὑποτίμηση καὶ ἀπόρριψη τῆς διδασκαλικῆς του ἰδιότητος. Σὰ νὰ ἔλεγαν· Ἀκοῦς ἐκεῖ κοτζὰμ διδάσκαλος νὰ συντρώει μὲ τοὺς ἐξώλεις καὶ προώλεις!
Ὁ Κύριος βέβαια τοὺς ἔδωσε τὴν κατάλληλη ἀπάντηση κατὰ τὸ δικό τους σκεπτικό. – Οἱ τελῶνες, κατὰ τὴ γνώμη σας, τοὺς λέει, εἶναι ἄρρωστοι ψυχικά, ἐνῷ ἐσεῖς εἶστε ὑγιεῖς. Σύμφωνοι. Ποιοί ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ γιατρό, οἱ ἄρρωστοι ἢ οἱ ὑγιεῖς; Σίγουρα οἱ ἄρρωστοι. Ἐγὼ λοιπὸν ὡς ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων ἦρθα γιὰ τοὺς ἀρρώστους τελῶνες, γι’ αὐτὸ τρώω μαζί τους, γιὰ νὰ τοὺς θεραπεύσω. Ἂν ἐσεῖς ὡς ὑγιεῖς δὲν ἔχετε ἀνάγκη ἀπὸ γιατρό, τότε δὲν ἔχετε θέση κοντά μου.
Προφανῶς ἐπειδὴ ὁ Κύριος παρακάθησε ἐδῶ σ’ αὐτὸ τὸ τραπέζι, οἱ φαρισαῖοι τὸν ὀνόμασαν ἀργότερα «φίλο τῶν τελωνῶν καὶ τῶν πορνῶν». Ἀλλ’ ὁ Κύριος δὲν ἔδινε σημασία· κύτταζε τὸ ἔργο του. Καὶ οἱ φαρισαῖοι μὲν ἀπὸ ἀντιπάθεια τὸν σχολίασαν· ἀλλ’ ὁ Παῦλος πῶς συνιστᾷ· «Ἐὰν κάποιος ποὺ λέγεται ἀδελφὸς εἶναι πόρνος ἢ πλεονέκτης, μ’ αὐτὸν δὲν πρέπει οὔτε καὶ νὰ κάθεται κανεὶς στὸ ἴδιο τραπέζι καὶ νὰ συντρώει;» Διαφωνεῖ μὲ τὸ Χριστό; Ὄχι, δὲν διαφωνεῖ. Ὁ Παῦλος μὲ τὸ «ἀδελφὸς» ἐννοεῖ κάποιον ποὺ εἶναι Χριστιανὸς καὶ μετὰ τὴν εἴσοδό του στὴν πίστη ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι πόρνος ἢ πλεονέκτης. Ἀλλ’ ὁ Ματθαῖος δὲν εἶναι ἀκόμη ἀδελφός. Εἶναι ἕνας μόλις μετανοημένος τελώνης, ποὺ ὅμως λόγῳ τῆς ὑποδειγματικῆς ταπεινοφροσύνης του καὶ τῆς ἰσόβιας μετανοίας του θὰ γίνει καὶ Χριστιανὸς καὶ ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστής.
Συμπέρασμα. Οἱ τελῶνες καὶ ἁμαρτωλοί, ποὺ μετανοοῦν, ὄχι μόνο συγχωροῦνται ἀλλὰ καὶ προάγονται σὲ συνεργάτες τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ οἱ ὑποκριταὶ καὶ ἀλαζόνες φαρισαῖοι, ποὺ δίνουν στὸν ἑαυτό τους πιστοποιητικὸ ἁγιότητος, δὲν μετανοοῦν καὶ δὲν σῴζονται. Ὁ Κύριος δὲν ἦρθε νὰ καλέσει στὴ μετάνοια τοὺς αὐτοδικαιωμένους τῆς κάθε ἐποχῆς, ἀλλὰ τοὺς ταπεινούς, στοὺς ὁποίους δίνει χάρη.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
Σημείωσι. Ἡ κλήση τοῦ Ματθαίου διαβάζεται καὶ τὸ Σάββατο τῆς ε΄ ἑβδομάδος τοῦ Ματθαίου (Μθ 9,9-13), καθὼς καὶ τὸ Σάββατο τῆς γ΄ ἑβδομάδος τοῦ Λουκᾶ (Λκ 5,27-32), καὶ στὶς 16 Νοε. Γιὰ τὸ θέμα βλ. καὶ Σιαμάκη Κ., «Εἰσαγωγὴ στὴν Κ.Δ.», σ. 97-100, καὶ «Οἱ τελῶναι», σ. 149-165.
(δημοσίευσις· 2/4/2013)