ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν Εὐαγγέλιον 13ης κυριακῆς Λουκᾶ

PostHeaderIcon Εὐαγγέλιον 13ης κυριακῆς Λουκᾶ

 

Ἡ ἕλξη τοῦ πλούτου

 

Κυρ. ΙΓ΄ Λουκᾶ (Λκ 18,18-27)

 

Κάποια μέρα ὁ Ἰησοῦς δέχτηκε ἕνα ἐρώτημα ἀπὸ ἕναν πλούσιο ἄρχοντα Ἰουδαῖο· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τοῦ λέει, τί πρέπει νὰ κάνω, γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή; Τὸ ἐρώτημα φαίνεται νὰ προέρχεται ἀπὸ εἰλικρινῆ διάθεση, ἀλλ’ ὁ ἄρχοντας αὐτὸς δὲν εἶχε καὶ τόσο μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸ Χριστό, ὅσο φάνηκε ἀπὸ τὴν κολακευτικὴ προσφώνησή του.

Ὁ καρδιογνώστης Χριστὸς ἐνοχλήθηκε ἀπὸ τὴν προσφώνηση «ἀγαθέ», διότι ὁ ἄρχοντας δὲν πίστευε μέσα του ὅτι εἶναι ἀγαθός, ἀλλ’ ὅτι εἶναι ἕνας κοινὸς διδάσκαλος. Κάνει λοιπὸν ὁ Κύριος μία ἐλαφρὰ διόρθωση- διαμαρτυρία· Γιατί μὲ λὲς ἀγαθό, ἀφοῦ κατὰ τὴ γνώμη σου μόνο ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός; Μὲ θεωρεῖς κι ἐμένα Θεὸ ἢ Γιὸ τοῦ Θεοῦ; Μᾶλλον δὲν μὲ θεωρεῖς. Ἄρα γιατί μὲ προσφωνεῖς ἔτσι;

Παρὰ ταῦτα ὁ Κύριος δὲν ἀρνήθηκε νὰ τοῦ δώσει ἀπάντηση. Τοῦ εἶπε· Τὴν αἰώνια ζωὴ θὰ τὴ βρεῖς στὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐσὺ ξέρεις τὶς ἐντολές· Νὰ μὴ μοιχεύσεις, νὰ μὴ φονεύσεις, νὰ μὴν κλέψεις, νὰ μὴν πεῖς ψέματα στὸ δικαστήριο, νὰ τιμᾶς τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου.

῞Ολ’ αὐτά, τοῦ ἀπαντᾶ μὲ εὐκολία ὁ ἄρχοντας, τὰ ἔχω τηρήσει ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουνα μικρός. (ἀλλὰ ζωὴ αἰώνια δὲν βρῆκα. Μήπως δὲν μοῦ τὰ λὲς σωστά;) Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ εἶχε γελαστεῖ. Σὰν καρδιογνώστης ἤξερε ποιόν εἶχε μπροστά του.

Πράγματι, κάποιος δὲν ἀπαντᾶ σωστά, ἀλλὰ ποιός εἶναι αὐτός; Μήπως ὁ ἄρχοντας δὲν λέει τὴν ἀλήθεια, ὅτι ὅλα τάχα τὰ τήρησε ἀπὸ μικρός; Ἂς ποῦμε ὅτι δὲν μοίχεψε, δὲν φόνευσε, δὲν ψευδομαρτύρησε, τίμησε τὸν πατέρα του καὶ τὴ μητέρα του. Βέβαια, κάποια ἀπ’ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα θὰ μποροῦσε νὰ τὰ εἶχε κάνει κρυφά, καὶ στὰ μάτια τῆς κοινωνίας νὰ φαινόταν καθαρός. Ἐν πάσῃ περιπτώσει ὁ Χριστὸς τὰ δέχτηκε σὰν ἀληθινά. Μποροῦσε ὅμως ὁ Χριστὸς νὰ παραδεχτεῖ ὅτι ὁ ἄρχοντας δὲν εἶχε κλέψει; Γίνονται τὰ πλούτη χωρὶς κλεψιά; Ἐδῶ ὁ Χριστὸς τὸν ἔπιασε νὰ λέει ψέματα. Παρὰ ταῦτα δὲν τὸν προσβάλλει· τοῦ κάνει μία γενναία πρόταση, ἡ ὁποία θὰ τοῦ ἐξασφάλιζε σίγουρα τὴν αἰώνια ζωή. Τοῦ λέει·

Δέχομαι ὅτι τὰ ἐφάρμοσες ὅλα στὴ ζωή σου. Ἀλλὰ πρέπει νὰ πῶ ὅτι κάτι ἀκόμη σοῦ λείπει· ὅλα ὅσα ἔχεις πούλησέ τα καὶ δῶσε τα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ πνευματικὸ καὶ ἀνεκτίμητο στοὺς οὐρα­νοὺς μὲ τὴν πράξη σου αὐτή. Κι ἀφοῦ τὸ κάνεις αὐτό, σὲ προσκαλῶ νὰ ἔρθεις κοντά μου καὶ νὰ μὲ ἀκολουθήσεις. Θέλω νὰ σὲ τιμήσω, νὰ σὲ κάνω δέκατο τρίτο μαθητή μου. Κοντά μου εἶναι σίγουρο ὅτι ὄχι μόνο θὰ βρεῖς τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ σὰν μαθητὴς καὶ ἀργότερα σὰν ἀπόστολός μου θὰ γίνεις αἰτία νὰ βροῦν τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ ἄλλοι πολλοί.

Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἄρχοντας, σκοτείνιασε τὸ πρόσωπό του καὶ καταλήφθηκε ἀπὸ βαριὰ λύπη, καὶ τοῦτο, διότι ἦταν πολὺ πλούσιος. Πῶς νὰ μοίραζε τὰ πλούτη του ὁ δόλιος; Ἡ καρδιά του ἦταν κολλημένη σ’ αὐτά. Σὰν τὸν εἶδε περίλυπο ὁ Κύριος, εἶπε κάτι ὄχι καὶ τόσο ἐνθαρρυν­τικὸ γιὰ τοὺς πλουσίους, ποὺ ἔμαθαν τὰ πλούτη τους νὰ τὰ μαζεύουν καὶ νὰ τὰ σπαταλοῦν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Εἶναι πολὺ δύσκολο, εἶπε, οἱ πλούσιοι ποὺ ἔχουν τὰ λεφτὰ τοῦ κόσμου, νὰ μποῦν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ καταλάβετε, σᾶς λέω ὅτι εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ περάσει μία καμήλα ἀπὸ τὴν τρῦπα ποὺ ἀνοίγει τὸ βελόνι στὸ πανί, παρὰ νὰ μπεῖ ὁ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Αὐτοὶ ποὺ ἄκουσαν τὸ λόγο αὐτὸν τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἄφησε ἕνα ἐλάχιστο περιθώριο γιὰ κάποιους πλουσίους, ρώτησαν· Ποιός δηλαδὴ πλούσιος μπορεῖ νὰ σωθεῖ; Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε· Μερικὰ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ φαίνονται στοὺς ἀνθρώπους ἀδύνατα, εἶναι δυνατὰ στὸ Θεό. Ὁ Θεὸς ἔδωσε σὲ κάποιους ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ἀνθρώπινα αἰσθήματα, καὶ δὲν κυττᾶνε μόνο τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ κυττᾶνε καὶ τὸ φτωχό. Σὰν καλοὶ διαχειρισταὶ τοῦ πλούτου λοιπόν, ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ σωθοῦν.

Ὀξὺ τὸ πρόβλημα τοῦ ἄδικου πλούτου καὶ στὶς σημερινὲς κοινωνίες. Οἱ πλουτοκράτες ὄχι μόνο δὲν δίνουν στοὺς φτωχούς, ἀλλὰ καὶ τὰ λίγα ποὺ ἔχουν τοὺς τ’ ἁρπάζουν μέσα ἀπὸ τὰ χέρια τους μὲ ἀπάτες καὶ ἐκβια­σμούς. Καὶ τοὺς χρεώνουν, καὶ τοὺς παίρνουν καὶ τὰ σπίτια τους καὶ ὅλα ὅσα ἔχουν καὶ δὲν ἔχουν. Ἔτσι αὐτοὶ μὲν γίνονται πλουσιότεροι, καὶ οἱ φτωχοὶ φτωχότεροι στὴν ἄδικη κοινωνία μας.

Ποιά εἶναι ἡ λύση; Ἡ ὀλιγάρκεια. Στὴν καταναλωτικὴ κοινωνία, ποὺ ἔστησαν σὰν παγίδα οἱ κεφαλαιοῦχοι, νὰ λέμε ὄχι. Μᾶς φτάνει τὸ ψωμί μας, τὸ ροῦχο μας, τὸ παπούτσι μας. Θὰ περάσουμε μ’ αὐτά. Λύση προ­παντὸς εἶναι ἡ ἐξάρτησή μας ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὴν κατα­νάλωση, ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ Χριστό. Ἡ ἐξάρτησή μας ἀπὸ τὸ Χριστὸ θὰ μᾶς φέρει μὲ σιγουριὰ καὶ ἀσφάλεια στὴ βασιλεία του.

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

 

(δημοσίευσις· 3/12/2011)