ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν Εὐαγγέλιον 3ης κυριακῆς Λουκᾶ

PostHeaderIcon Εὐαγγέλιον 3ης κυριακῆς Λουκᾶ

 

Ἐξουσιαστὴς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου

 

Κυρ. Γ΄ Λουκᾶ (Λκ 7,11-16)

 

Προηγούμενες εὐαγγελικὲς περικοπὲς μᾶς ἔχουν πληροφορήσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐμφανίστηκε ἀνώτερος ἀπὸ τὶς φυσικὲς δυνάμεις (πολ­λα­πλασίασε τὰ 5 ψωμιά, περπάτησε στὰ κύματα, θεράπευσε ἀρρώστους, κλπ). Σ’ αὐτὴν τὴν περικοπὴ θὰ τὸν δοῦμε νὰ εἶναι ἀνώτερος καὶ ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο, νὰ μεταθέτει τὸ ὅριο τῆς ζωῆς, ν’ ἀνασταίνει νεκρὸ μὲ ἐξουσία καὶ χωρὶς δυσκολία.

Ἡ νεκρανάσταση ἔγινε στὴ Ναΐν, μία μικρὴ πόλη τῆς Γαλιλαίας, ΝΑ τῆς Ναζαρὲτ καὶ τοῦ ὄρους τῆς μεταμορφώσεως καὶ ΝΔ τῆς λίμνης Γεννη­σα­ρέτ. Σ’ ἐκείνη τὴν περιοχὴ περιόδευε ἐκεῖνες τὶς μέρες ὁ Ἰησοῦς. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς λέει ὅτι μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του καὶ ἀρκετὸ λαὸ βάδιζε πρὸς τὴ Ναΐν. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ μπεῖ στὴν πόλη, ἀπὸ τὴν πύλη της, ἐντελῶς συμπτωματικά, ἔβγαινε μία κηδεία. Ὁ νεκρὸς ἦταν μονα­χογιὸς τῆς χήρας μητέρας του. Ἡ εἰκόνα ἴδια ὅπως καὶ σήμερα. Ἀρκετὸς κόσμος ἀκολουθοῦσε τὸ φέρετρο, προφανῶς δείχνοντας τὴ συμπόνια του στὴν ταλαίπωρη γυναῖκα, ποὺ πρὸ καιροῦ ἔχασε τὸν ἄντρα της, καὶ τώρα καὶ τὸ γιό της, τὸ μοναδικὸ στήριγμά της.

Ὁ Κύριος, ὅταν εἶδε τὴ γυναῖκα ποὺ προφανῶς ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα, τὴ συμπόνεσε καὶ τῆς εἶπε· Μὴν κλαῖς. Κάποιος ἴσως ποὺ θὰ ἄκουγε τὴν προτροπὴ αὐτή, θὰ θεωροῦσε ὅτι δὲν ἦταν καὶ τόσο κατάλληλη ἡ ὥρα νὰ λεχθεῖ, ἢ μᾶλλον, ἦταν ἄκαιρη καὶ ἀφύσικη. Καὶ πράγματι θὰ ἦταν ἔτσι, ἂν τὴν ἔλεγε στὴ γυναῖκα ὁποιοσδήποτε ἄλλος. Ὁ Κύριος ὅμως εἶχε τὴν ἐξου­σία. Καὶ τὸ λόγο του. Καὶ ἤξερε τί ἔλεγε. Διότι ὅ,τι εἶναι ἀφύσικο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι ἀφύσικο καὶ γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ποὺ πίσω του κρυβόταν ὅλη ἡ θεότητα, καὶ τὸ εἶχε ἀποδείξει πολλὲς φορές.

Ὁ Ἰησοῦς τῆς πρότεινε ἕνα πρωθύστερο, δηλαδὴ νὰ κάνει κάτι τώρα (νὰ μὴν κλαίει), ποὺ θὰ τὸ ἔκανε ὁπωσδήποτε μετὰ ἀπὸ λίγα λεπτά, ὅταν θὰ ἀνέσταινε τὸ γιό της, πρᾶγμα ποὺ τώρα τὸ ἤξερε μόνο αὐτός. Οὐσιαστικὰ τῆς ζήτησε ἐμπιστοσύνη, πίστη.

Πλησιάζει, ἀγγίζει τὸ φέρετρο. Αὐτοὶ ποὺ τὸ κρατοῦσαν σταμάτησαν. Καὶ λέει· Νέε, σ’ ἐσένα τὸ λέω, σήκω ἐπάνω. (Σορὸς λεγόταν ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Ἡροδότου ἡ νεκροθήκη, τὸ φέρετρο). Καὶ ὁ νεκρὸς μισοση­κώ­θηκε, σηκώθηκε, ἔκατσε στὸ φέρετρο, καὶ ἄρχισε νὰ μιλάει. Τότε ὁ Ἰησοῦς τὸν παρέδωσε στὴ μητέρα του. Κι ἐμεῖς, ὅταν ἀνασηκωνόμαστε ἀπὸ τὸν ὕπνο, ποὺ εἶναι κι αὐτὸς ἕνας μικρὸς θάνατος, κι ὁ θάνατος ἕνας μεγάλος ὕπνος, λίγα δευτερόλεπτα καθόμαστε στὸ κρεβάτι, ὥσπου νὰ προσαρ­μο­στοῦμε. Μᾶλλον ὁ ἀναστημένος νέος συνῆρθε πιὸ γρήγορα ἀπ’ ὅ,τι ἐμεῖς ἀπὸ τὸν ὕπνο, καὶ πιὸ τέλεια, ἀφοῦ ἀμέσως εἶχε διάθεση νὰ μιλάει.

Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔβλεπαν ἔμειναν κατάπληκτοι. Φοβήθηκαν, ζάρωσαν μπροστὰ σ’ αὐτὸ ποὺ ἔγινε. Ἡ πράξη τοῦ Ἰησοῦ εἶχε μέσα της θεῖο μεγα­λεῖο καὶ θεία ἀγαθότητα. Αὐτὰ προκάλεσαν φόβο στοὺς ἀνθρώπους, καὶ τοὺς ἔκαναν νὰ δοξάζουν τὸ Θεὸ λέγοντας ὅτι «ἐμφανίστηκε σ’ ἐμᾶς, στὶς μέρες μας, πρὸς τιμήν μας, μεγάλος προφήτης, ποὺ τὸν ἔστειλε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ συμπαρασταθεῖ τὸ λαό του».

Οἱ ἄνθρωποι τὸν πέρασαν γιὰ μεγάλο προφήτη, διότι, ὅπως ἤξεραν ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ γένους των, ὁ Θεὸς εἶχε στείλει πολλοὺς προφῆτες σὲ διάφορες ἐποχές, γιὰ νὰ τοὺς διδάσκουν καὶ νὰ τοὺς καθοδηγοῦν. Καὶ οἱ προφῆτες αὐτοὶ ἔκαναν κι αὐτοὶ θαυμαστὰ πράγματα μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δὲν μποροῦσαν νὰ φανταστοῦν ὅμως ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν παραπάνω ἀπὸ προφήτης. Τὸ μυαλό τους δὲν πήγαινε ὅτι εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ θέλουν νὰ σωθοῦν.

Ὁ Ἰωάννης χρυσόστομος λέει γιὰ τὸν Ἰησοῦ ὅτι, ὅπως ἦταν μεγάλος ὡς Θεὸς Κύριος καὶ βασιλεὺς κατὰ τὴ θεία φύση, ἔτσι ἦταν μεγάλος καὶ ὡς ἱερεὺς καὶ προφήτης καὶ κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ νέου τῆς Ναΐν, μὲ τὴν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαΐρου καὶ τοῦ φίλου του Λαζάρου ἔδινε στοὺς ἀνθρώπους προεξαγγελτικὰ μηνύματα τῆς κυριαρχίας του πάνω στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο, δηλαδὴ μηνύματα τῆς θεότητός του, τῆς ὁποίας ἡ πιὸ δυναμικὴ ἐκδήλωση θὰ εἶναι ἡ δική του τριήμερη ἀνάσταση ἀπὸ τὸν τάφο. Ἔλεγε· Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή. Ὅποιος πιστεύει σ’ ἐμένα, ἔχει ζωὴ αἰώνια. Ἀλήθεια σᾶς λέω, ὅποιος πιστεύει σ’ ἐμένα, κι ἂν ἀκόμη πεθάνει, θὰ ζήσει. Καὶ γιὰ νὰ κάνει πιστευτὸ τὸ κήρυγμά του, ἔκανε καὶ τρεῖς νεκραναστάσεις.

Αὐτὴ ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ εἶναι καὶ ἡ δική μας παρηγορία. Κι ἐμεῖς σὰν ἄνθρωποι θὰ περάσουμε ἀπὸ τὴ γέφυρα τοῦ θανάτου. Ἐφόσον ὅμως πιστεύουμε στὸν Ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς, τίποτε δὲν ἔχουμε νὰ φοβηθοῦμε. Διότι οἱ πιστοὶ εἶναι μαζί του καὶ τώρα καὶ θὰ εἶναι αἰωνίως.

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

(δημοσίευσι 8/10/2011)