ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν Εὐαγγέλιον 12ης κυριακῆς Ματθαίου

PostHeaderIcon Εὐαγγέλιον 12ης κυριακῆς Ματθαίου

 

 

Ὁ κίνδυνος τοῦ πλούτου

 

Κυριακὴ ΙΒ΄ Ματθαίου (Μθ 19,16-26)

 

Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς ΙΒ΄ κυριακῆς τοῦ Ματθαίου ἀκούγεται καὶ τὴ ΙΓ΄ κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ μὲ μικρὲς παραλλαγές. Ἐδῶ θ’ ἀκολουθήσουμε τὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο.

Πλησιάζει κάποιος νέος τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ λέει· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί καλὸ πρέπει νὰ κάνω, γιὰ νὰ ἔχω αἰώνια ζωή; Ὁ Ἰησοῦς πρὶν δώσει ἀπάντηση, ἀπορρίπτει τὴν προσφώνηση «ἀγαθέ», λέγοντας ὅτι ἀγαθὸς εἶ­ναι μόνο ὁ Θεός, ἀφοῦ ὁ συνομιλητής του τὸν ἔβλεπε μόνο σὰν διδάσκαλο κι ὄχι σὰν Θεό.

Τέλος πάντων τοῦ ἀπαντᾷ· Ἂν θέλεις νὰ μπεῖς στὴν αἰώνια ζωή, τήρησε τὶς ἐντολές· νὰ μὴ φονεύσεις, νὰ μὴ μοιχεύσεις, νὰ μὴν κλέψεις, νὰ μὴν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου, καὶ ν’ ἀγα­πᾶς τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου.

Τοῦ λέει ὁ νέος· Ὅλα αὐτὰ τὰ τήρησα ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν νέος. Τί μοῦ λείπει ἀκόμη; Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς· Ἂν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε πού­λησε τὴν περιουσία σου καὶ δῶσε την στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις θη­σαυρὸ στοὺς οὐρανούς. Καὶ ἔλα ἀκολούθα με.

Σὰν ἄκουσε ὁ νέος τὴ σύσταση αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ, ἔφυγε λυπημένος, διότι εἶχε πολλὰ κτήματα.

Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στοὺς μαθητάς του. Ἀλήθεια σᾶς λέω, ὅτι πολὺ δύσκολα ὁ κάθε πλούσιος θὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τονίζω πάλι· εἶναι εὐκολότερο μία καμήλα νὰ περάσει ἀπὸ τὴν τρῦπα ποὺ σχη­μα­τί­ζει ἡ βελόνα πάνω στὸ ὕφασμα, παρὰ ὁ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν τὸ ἄκουσαν αὐτὸ οἱ μαθηταί του ἔμειναν κατάπληκτοι, καὶ εἶπαν· Ποιός ἄραγε πλούσιος μπορεῖ νὰ σωθεῖ; Τοὺς ἔρριξε τότε μία ματιὰ διαπεραστικὴ ὁ Κύριος καὶ εἶπε· Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, γιὰ τὸ Θεὸ ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά, (ἀκόμη καὶ ἡ σωτηρία κάποιου πλου­σίου, ποὺ τὰ πλούτη του ὅμως τὰ ἔχει καὶ γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς πει­να­σμένους).

Κι ἂν δεχτοῦμε ὅτι ὁ νεαρὸς ὅλες τὶς παραπάνω ἐντολὲς τὶς φύλαξε, ὅπως εἶπε, πάντως σὲ τρία σημεῖα ἔχουμε λόγο νὰ τὸν ἀμφισβητήσουμε. Στὸ ἕνα μπερδεύει τὰ λόγια του. Λέει ὁ νέος ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ φύλαξε ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν νέος. Δηλαδὴ οὐσιαστικὰ μόλις εἶχε ἀρχίσει νὰ τὰ φυλάει. Νέος ἦταν καὶ νέος ἄρχισε νὰ τὰ φυλάει. Δὲν ἦταν οὔτε παιδὶ οὔτε γέρος. Στὸ δεύτερο πέφτει σὲ ἀντίφαση καὶ ἀναιρεῖ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Διότι, ἂν φύλαγε τὶς ἐντολές, θὰ εἶχε βρεῖ ἤδη αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε, τὴν αἰώνια ζωή. Γιὰ νὰ εἶναι ἀκόμη στὴν ἀναζήτηση, σημαίνει ὅτι δὲν τήρησε τὶς ἐντολές. Καὶ στὸ τρίτο δὲν λέει τὴν ἀλήθεια, διότι ἂν ἀγαποῦσε τὸν πλησίον του σὰν τὸν ἑαυτό του, δὲν θὰ ἦταν πλούσιος, ἀλλὰ φτωχός. Γι’ αὐτὸ τοῦ τὸ εἶπε ὁ Ἰησοῦς ἀλλιῶς, γιὰ νὰ τὸ καταλάβει, καὶ τὸ κατάλαβε, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔ­κανε. Ἔφυγε. Τοῦ εἶπε· Πούλησέ τα ὅλα καὶ δῶσέ τα στοὺς φτωχούς.

Ὁ καρδιογνώστης Κύριος βεβαίως ἤξερε μὲ ποιόν μιλάει καὶ πόσο ἀλή­θεια τοῦ ἔλεγε. Ἀλλὰ κι ἐμεῖς μὲ τὸν κοινὸ νοῦ διαπιστώνουμε ὅτι ὁ νεαρὸς δὲν ἔλεγε τὴν ἀλήθεια, ὅσον ἀφορᾶ στοὺς φτωχούς. Κι ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε τὸ δικαίωμα τῆς ἀνειλικρίνειας, ἐπεκτείνουμε τὸ συλλογισμό μας. Ἂν γιὰ τὴ μία ἀπὸ τὶς 6 ἐντολὲς ἔλεγε ψέματα, πῶς μποροῦμε νὰ εἴμαστε σίγουροι ὅτι γιὰ τὶς ἄλλες πέντε μᾶς εἶπε ἀλήθεια; Ὅταν ἀφήνεις τὸν πει­να­σμένο νὰ πεθάνει, δὲν τὸν φονεύεις; Ὅταν ἀδικεῖς τὸν ἐργαζόμενο, δὲν τὸν κλέβεις; Ὅταν πάνω ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς ἔχεις τὰ κτήματά σου, πῶς τοὺς ἀγαπᾶς; Ὅταν λὲς ὅτι τηρεῖς τὸ νόμο, ἀλλὰ δὲν τὸν τηρεῖς, δὲν ψευ­δο­μαρτυρεῖς; Ὅταν δὲν σέβεσαι τὸ διδάσκαλο τὸν ἀγαθό, δηλαδὴ τὸ Θεό, τοὺς γονεῖς σου θὰ σεβαστεῖς καὶ θὰ τιμήσεις; Νά γιατί ὁ νεαρὸς δὲν εἶχε βρεῖ τὴν αἰώνια ζωή. Μὲ ψεματάκια καὶ μὲ πλούτη μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας δύσκολο νὰ δοῦμε βασιλεία Θεοῦ.

Δὲν μπόρεσε ὁ νεαρὸς νὰ καταλάβει ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπηρετεῖ δύο ἀφεντικά, τὸ Θεὸ καὶ τὸ μαμμωνᾶ, ποὺ δὲν συμβιβάζονται μεταξύ τους, διότι ὁ Θεὸς εἶναι φῶς, ἐνῷ ὁ μαμμωνᾶς σκοτάδι. Θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε κα­τα­λάβει ὅτι ὀφείλει νὰ συνεργαστεῖ ἢ μὲ τὸν ἕναν ἢ μὲ τὸν ἄλλον, ἢ μὲ τὸ χρῆμα ἢ μὲ τὸ Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ ζωή. Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή, εἶπε ἄλλοτε. Τώρα ὅμως ποὺ τοῦ τὰ ἐξήγησε ὁ Ἰησοῦς, τὰ κα­τά­λαβε καὶ ἔκανε τὴν ἐπιλογή του. Προτίμησε τὸ χρῆμα παρὰ τὴν ζωή. Δική του ἐπιλογή, δική του καὶ εὐθύνη.

Μεγάλος πειρασμὸς τὸ χρῆμα. Σὲ κατακτάει, κι ὅταν ἀκόμη δὲν τὸ ἔχεις, ἀλλὰ τὸ νοσταλγεῖς καὶ τὸ ὀνειρεύεσαι. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς ἦταν ρηξικέ­λευ­θος στὴ συμβουλή του· Ἡ ἐμένα ἢ τὸ χρῆμα.

Δὲν νομίζω νὰ ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ δὲν τὸν ἀγγίζουν αὐτὰ τὰ λόγια του Χριστοῦ. Γιατὶ δὲν νομίζω ν’ ἀγαπάει ἄνθρωπος τὸ συνάνθρωπο σὰν τὸν ἑαυτό του. Πάντως μπορεῖ νὰ τὸ παλεύει.

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

(δημοσίευσις 3/9/2011)

 

 

 

Ὁ κίνδυνος τοῦ πλούτου

 

Κυρ. ΙΒ΄ Ματθ. (Μθ 19,16-26)

 

Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς ΙΒ΄ κυριακῆς τοῦ Ματθαίου ἀκούγεται καὶ τὴ ΙΓ΄ κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ μὲ μικρὲς παραλλαγές. Ἐδῶ θ’ ἀκολουθήσουμε τὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο.

Πλησιάζει κάποιος νέος τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ λέει· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί καλὸ πρέπει νὰ κάνω, γιὰ νὰ ἔχω αἰώνια ζωή;  Ὁ Ἰησοῦς πρὶν δώσει ἀπάντηση, ἀπορρίπτει τὴν προσφώνηση «ἀγαθέ», λέγοντας ὅτι ἀγαθὸς εἶ­ναι μόνο ὁ Θεός, ἀφοῦ ὁ συνομιλητής του τὸν ἔβλεπε μόνο σὰν διδάσκαλο κι ὄχι σὰν Θεό.

Τέλος πάντων, τοῦ ἁπαντᾷ, ἂν θέλεις νὰ μπεῖς στὴν αἰώνια ζωή, τήρησε τὶς ἐντολές· νὰ μὴ φονεύσεις, νὰ μὴ μοιχεύσεις, νὰ μὴν κλέψεις, νὰ μὴν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου, καὶ ν’  ἀγα­πᾶς τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου.

Τοῦ λέει ὁ νέος· Ὅλα αὐτὰ τὰ τήρησα ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν νέος. Τί μοῦ λείπει ἀκόμη;  Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς· Ἂν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε πού­λησε τὴν περιουσία σου καὶ δῶσε την στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις θη­σαυρὸ στοὺς οὐρανούς. Καὶ ἔλα ἀκολούθα με.

Σὰν ἄκουσε ὁ νέος τὴ σύσταση αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ, ἔφυγε λυπημένος, διότι εἶχε πολλὰ κτήματα.

Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στοὺς μαθητάς του. Ἀλήθεια σᾶς λέω, ὅτι πολὺ δύσκολα ὁ κάθε πλούσιος θὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τονίζω πάλι· εἶναι εὐκολότερο μία καμήλα νὰ περάσει ἀπὸ τὴν τρῦπα ποὺ σχη­μα­τί­ζει ἡ βελόνα πάνω στὸ ὕφασμα, παρὰ ὁ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν τὸ ἄκουσαν αὐτὸ οἱ μαθηταί του ἔμειναν κατάπληκτοι, καὶ εἶπαν· Ποιός ἄραγε πλούσιος μπορεῖ νὰ σωθεῖ; Τοὺς ἔρριξε τότε μία ματιὰ διαπεραστικὴ ὁ Κύριος καὶ εἶπε· Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, γιὰ τὸ Θεὸ ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά, (ἀκόμη καὶ ἡ σωτηρία κάποιου πλου­σίου, ποὺ τὰ πλούτη του ὅμως τὰ ἔχει καὶ γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς πει­να­σμένους).

Κι ἂν δεχτοῦμε ὅτι ὁ νεαρὸς ὅλες τὶς παραπάνω ἐντολὲς τὶς φύλαξε, ὅπως εἶπε, πάντως σὲ τρία σημεῖα ἔχουμε λόγο νὰ τὸν ἀμφισβητήσουμε. Στὸ ἕνα μπερδεύει τὰ λόγια του. Λέει ὁ νέος ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ φύλαξε ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν νέος. Δηλαδὴ οὐσιαστικὰ μόλις εἶχε ἀρχίσει νὰ τὰ φυλάει. Νέος ἦταν καὶ νέος ἄρχισε νὰ τὰ φυλάει. Δὲν ἦταν οὔτε παιδὶ οὔτε γέρος. Στὸ δεύτερο πέφτει σὲ ἀντίφαση καὶ ἀναιρεῖ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Διότι, ἂν φύλαγε τὶς ἐντολές, θὰ εἶχε βρεῖ ἤδη αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε, τὴν αἰώνια ζωή. Γιὰ νὰ εἶναι ἀκόμη στὴν ἀναζήτηση, σημαίνει ὅτι δὲν τήρησε τὶς ἐντολές. Καὶ στὸ τρίτο δὲν λέει τὴν ἀλήθεια, διότι ἂν ἀγαποῦσε τὸν πλησίον του σὰν τὸν ἑαυτό του, δὲν θὰ ἦταν πλούσιος, ἀλλὰ φτωχός. Γι’ αὐτὸ τοῦ τὸ εἶπε ὁ Ἰησοῦς ἀλλιῶς, γιὰ νὰ τὸ καταλάβει, καὶ τὸ κατάλαβε, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔ­κανε. Ἔφυγε. Τοῦ εἶπε· Πούλησέ τα ὅλα καὶ δῶσέ τα στοὺς φτωχούς.

Ὁ καρδιογνώστης Κύριος βεβαίως ἤξερε μὲ ποιόν μιλάει καὶ πόσο ἀλή­θεια τοῦ ἔλεγε. Ἀλλὰ κι ἐμεῖς μὲ τὸν κοινὸ νοῦ διαπιστώνουμε ὅτι ὁ νεαρὸς δὲν ἔλεγε τὴν ἀλήθεια, ὅσον ἀφορᾶ στοὺς φτωχούς. Κι ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε τὸ δικαίωμα τῆς ἀνειλικρίνειας, ἐπεκτείνουμε τὸ συλλογισμό μας. Ἂν γιὰ τὴ μία ἀπὸ τὶς 6 ἐντολὲς ἔλεγε ψέματα, πῶς μποροῦμε νὰ εἴμαστε σίγουροι ὅτι γιὰ τὶς ἄλλες πέντε μᾶς εἶπε ἀλήθεια; Ὅταν ἀφήνεις τὸν πει­να­σμένο νὰ πεθάνει, δὲν τὸν φονεύεις; Ὅταν ἀδικεῖς τὸν ἐργαζόμενο, δὲν τὸν κλέβεις; Ὅταν πάνω ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς ἔχεις τὰ κτήματά σου, πῶς τοὺς ἀγαπᾶς; Ὅταν λὲς ὅτι τηρεῖς τὸ νόμο, ἀλλὰ δὲν τὸν τηρεῖς, δὲν ψευ­δο­μαρτυρεῖς; Ὅταν δὲν σέβεσαι τὸ διδάσκαλο τὸν ἀγαθό, δηλαδὴ τὸ Θεό, τοὺς γονεῖς σου θὰ σεβαστεῖς καὶ θὰ τιμήσεις; Νά γιατί ὁ νεαρὸς δὲν εἶχε βρεῖ τὴν αἰώνια ζωή. Μὲ ψεματάκια καὶ μὲ πλούτη μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας δύσκολο νὰ δοῦμε βασιλεία Θεοῦ.

Δὲν μπόρεσε ὁ νεαρὸς νὰ καταλάβει ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπηρετεῖ δύο ἀφεντικά, τὸ Θεὸ καὶ τὸ μαμμωνᾶ, ποὺ δὲν συμβιβάζονται μεταξύ τους, διότι ὁ Θεὸς εἶναι φῶς, ἐνῷ ὁ μαμμωνᾶς σκοτάδι. Θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε κα­τα­λάβει ὅτι ὀφείλει νὰ συνεργαστεῖ ἢ μὲ τὸν ἕναν ἢ μὲ τὸν ἄλλον, ἢ μὲ τὸ χρῆμα ἢ μὲ τὸ Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ ζωή. Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή, εἶπε ἄλλοτε. Τώρα ὅμως ποὺ τοῦ τὰ ἐξήγησε ὁ Ἰησοῦς, τὰ κα­τά­λαβε καὶ ἔκανε τὴν ἐπιλογή του. Προτίμησε τὸ χρῆμα παρὰ τὴν ζωή.

Μεγάλος πειρασμὸς τὸ χρῆμα. Σὲ κατακτάει κι ὅταν ἀκόμη δὲν τὸ ἔχεις, ἀλλὰ τὸ νοσταλγεῖς καὶ τὸ ὀνειρεύεσαι. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς ἦταν ρηξικέ­λευ­θος στὴ συμβουλή του· Ἡ ἐμένα ἢ τὸ χρῆμα.

Δὲν νομίζω νὰ ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ δὲν τὸν ἀγγίζουν αὐτὰ τὰ λόγια του Χριστοῦ. Γιατὶ δὲν νομίζω ν’ ἀγαπάει ἄνθρωπος τὸ συνάνθρωπο σὰν τὸν ἑαυτό του. Πάντως μπορεῖ νὰ τὸ παλεύει.

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

(δημοσίευσις 3/9/2011)