Εὐαγγέλιον 8ης κυριακῆς Ματθαίου
῾Ο χορτασμὸς τῶν 5000
Κυριακὴ Η΄ Ματθαίου (Μθ 14,14-22)
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἀδελφοί μου, ἀναφέρεται στὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων καὶ τῶν δύο ψαριῶν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔφαγαν 5000 ἄνθρωποι καὶ ἐχορτάσθησαν. Εἶδε, λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ὁ Ἰησοῦς πολὺ κόσμο νὰ τὸν ἀκολουθεῖ καὶ τὸν σπλαχνίσθηκε καὶ θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους τους. Διότι αὐτὸς εἶναι, κατὰ τὸν προφήτη Ἠσαΐα, ποὺ σήκωσε στοὺς ὤμους του τὸν πόνο μας καὶ ὑπέμεινε τὶς ἀσθένειές μας. Ὅταν ὅμως βράδιασε τὸν πλησίασαν οἱ μαθητές του λέγοντας· Ὁ τόπος αὐτὸς εἶναι ἔρημος καὶ ἡ ὥρα περασμένη· διῶξε τὸν κόσμο, γιὰ νὰ σκορπιστεῖ στὰ γύρω χωριὰ καὶ νὰ προμηθευτεῖ τροφή. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως δοκίμασε τὴν πίστη τους καὶ τοὺς εἶπε· Δὲν ἔχουν ἀνάγκη νὰ φύγουν, δῶστε τους ἐσεῖς νὰ φᾶνε. Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν ὅτι ἔχουν μόλις πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια. Αὐτὸς ὅμως ζήτησε νὰ τοῦ τὰ φέρουν ἐμπρός του, καὶ ἀφοῦ ζήτησε ἀπὸ τὰ πλήθη νὰ καθίσουν, κοίταξε πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα του, τὸν εὐχαρίστησε γι᾿ αὐτὰ ποὺ προσφέρει στοὺς ἀνθρώπους, καὶ εὐλόγησε τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τὰ δύο ψάρια. Καὶ ὄχι μόνον ἔφαγε καὶ χόρτασε τὸ μέγα πλῆθος αὐτῶν τῶν 5000 ἀνθρώπων, ἀλλὰ περίσσεψαν καὶ δώδεκα κοφίνια γεμάτα.
῎Επειτα ἀπομάκρυνε τοὺς μαθητές του, καὶ ἀφοῦ ἔμεινε πίσω, ἔδιωξε, λέει ὁ εὐαγγελιστής, τὸν κόσμο, γιὰ νὰ πάει σπίτι του. Διότι ὁ κόσμος θέλησε τὴν ἴδια στιγμὴ βλέποντας τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα νὰ τὸν ἀνακηρύξει βασιλιά. Ὁ Κύριος ὅμως δὲν ἦρθε ἐπὶ γῆς, γιὰ νὰ διακονηθεῖ, ἀλλὰ γιὰ νὰ διακονήσει. Δὲν θέλησε μὲ αὐτὸ τὸ θαῦμα νὰ ἐντυπωσιάσει τὸν κόσμο καὶ νὰ ἐκβιάσει τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ νὰ τοὺς παιδαγωγήσει, νὰ τοὺς δείξει δηλαδὴ πὼς ὁ Θεὸς Πατέρας καὶ ὁ ἴδιος ὁ Υἱός του, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἄνθρωπο, φροντίζει γιὰ τὴν κάθε ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν περιμένει ἀπὸ μᾶς νὰ τὸν ὑπηρετοῦμε, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὑπηρετεῖ τὸν ἀνάξιο καὶ μικρὸ ἄνθρωπο.
῞Οταν γίνεται λόγος γιὰ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ γιὰ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν συντήρηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, ὁρισμένοι δυσανασχετοῦν καὶ ρωτοῦν· Ποῦ εἶναι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπὶ γῆς ὑπάρχουν πεινασμένοι καὶ διψασμένοι ἄνθρωποι, ἀσθενεῖς καὶ γυμνοί, ἀδικημένοι καὶ κατατρεγμένοι, ἐνῷ τὴν ἴδια στιγμὴ ἄλλοι ζοῦνε μέσα σὲ ἐπιδεικτικὴ πολυτέλεια μὲ ὅλες τὶς κοσμικὲς ἀνέσεις καὶ εὐκολίες; Μήπως ὁ Θεὸς ξέχασε τὸν κόσμο; Μήπως οἱ λίγοι εἶναι εὐνοημένοι, ἐνῷ οἱ περισσότεροι σὲ δυσμένεια καὶ ξεχασμένοι; Καὶ ἔτσι φτάνει ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀπιστία, τὴν βλασφημία καὶ τὴν ἀπελπισία, διότι ξέχασε πῶς ἐργάζεται ὁ Θεός.
Δὲν θὰ σταθοῦμε στὸ γιατί ἄλλοι ἔχουν πολλὰ καὶ ἄλλοι ὑστεροῦνται, διότι τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων τὴ φτιάχνουμε καὶ τὴ συντηροῦμε σὲ αὐτὴν τὴν κατάστασι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι καὶ ὄχι ὁ ἀνεύθυνος καὶ δίκαιος Θεός. Ἂν λοιπὸν ὁ ἕνας ἀδικεῖ, ἁμαρτάνει· ἂν ὁ ἄλλος ὑστερεῖ, ἁμαρτάνει· ἂν ὁ ἄλλος καταπιέζει, ἁμαρτάνει. Ἀλλὰ ἐπίσης ἁμαρτάνει καὶ αὐτὸς ποὺ δυσανασχετεῖ, διότι τάχα στερεῖται καὶ ἀδικεῖται. ῞Οσοι προβάλλουν τέτοιους ἰσχυρισμοὺς ξεχνοῦν πὼς ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ ὅλους σὰν παιδιά του. Καὶ αὐτὸν ποὺ ἀδικεῖ τὸν ἀγαπᾶ καὶ δὲν τὸν τιμωρεῖ ἀμέσως, ἀλλὰ τοῦ δίνει καιρὸ νὰ μετανοήσει, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν ποὺ ἀδικεῖται ἐνισχύει μὲ θάρρος καὶ ὑπομονή. Γιὰ ὅλους προνοεῖ, γιὰ ὅλους φροντίζει καὶ βρέχει, ὅπως λέει ἡ Γραφή, ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους. Καὶ ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς ποὺ ὑπομένει τὴν στέρηση καὶ τὴν ἀδικία πιστεύει ὁλόψυχα πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἱκανὸς νὰ σηκώσει κάθε σκάνδαλο καὶ κάθε ἀδικία ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Σ’ αὐτοὺς λοιπὸν ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι φτωχοὶ καὶ στερημένοι καὶ μόνοι στὴν γῆ καὶ πάσχουν, διότι δὲν μποροῦν νὰ μοιάσουν στοὺς λίγους ἐνδόξους καὶ κατὰ κόσμον εὐτυχισμένους, ὁ Χριστὸς ἀπαντᾶ διὰ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ χρυσοστόμου· «Ἐγὼ εἶμαι ὁ πατέρας, ἐγὼ καὶ ὁ ἀδελφός σου, ἐγὼ εἶμαι ὁ νυμφίος τῆς ψυχῆς σου, ἐγὼ εἶμαι τὸ σπίτι σου, ἐγὼ καὶ ἡ τροφή σου, ἐγὼ τὸ ροῦχο σου, ἐγὼ τὸ θεμέλιο τῆς ζωῆς σου. Ὅ,τι καὶ ἂν ποθήσεις εἶμαι ἐγώ! Ἂν πιστεύεις σὲ μένα, δὲν θὰ στερηθεῖς τίποτα. Ἐγὼ θὰ γίνω δοῦλος σου, διότι ἦρθα νὰ διακονήσω καὶ ὄχι νὰ διακονηθῶ. Ἐγὼ εἶμαι ὁ φίλος σου, ἐγὼ μέλος τοῦ σώματός σου, ἐγὼ ἡ κεφαλή, ἐγὼ ὁ ἀδελφὸς ἡ ἀδελφὴ καὶ ἡ μάνα σου, τὰ πάντα ἐγὼ γιὰ σένα! Ἐγὼ φτωχὸς γιὰ σένα, ἐγὼ ἀλήτης γιὰ σένα· στὸν σταυρὸ μαρτυρῶ γιὰ σένα, στὸν τάφο μπῆκα γιὰ σένα, στὸν οὐρανὸ παρακαλῶ τὸν Θεὸ γιὰ σένα, καὶ κάτω στὴν γῆ γίνομαι πρεσβευτὴς στὸν Πατέρα γιὰ σένα. Ἐσύ, ἄνθρωπε, εἶσαι τὰ πάντα γιὰ μένα καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος τῆς βασιλείας τοῦ Πατέρα μας καὶ φίλος καὶ μέλος τοῦ σώματός μου. Τί παραπάνω λοιπὸν ζητᾶς ἀπὸ μένα; Τί παραπάνω γυρεύεις ἀπὸ τὴ ζωή σου;»
Φοβερὰ καὶ ἀληθινὰ τὰ λόγια του Χριστοῦ γιὰ ὅποιον ἄνθρωπο ἐρωτᾶ καὶ ἀγανακτεῖ ἐναντίον του· ἀλλὰ καὶ λόγια γεμάτα ἄπειρη ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Μπορεῖ ὅμως νὰ πεῖ κάποιος ὅτι αὐτὰ τὰ λόγια τὰ εἶπε ὁ ᾿Ιωάννης χρυσόστομος, ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος γεμάτος πίστη στὸν Θεό, ἕνας ἱεράρχης ἀφιερωμένος στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὄχι κάποιος σὰν καὶ ἐμένα, ποὺ εἶμαι γεμάτος ἀνάγκες καὶ εὐθῦνες καὶ ἀδικοῦμαι καὶ στεροῦμαι καὶ ἀσθενῶ καὶ ἁμαρτάνω. Ἀλλὰ ποιὸς ἦταν ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης χρυσόστομος; Δὲν ἦταν κάποιος ἄνθρωπος ποὺ φιλοσοφοῦσε καὶ μιλοῦσε στὸν ἀέρα ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια τῆς θέσης του. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος μὲ ἀσθένειες καὶ ἀρρώστιες, κάποιος ποὺ ἐνῷ ἦταν πατριάρχης, στεροῦνταν ἀκόμα καὶ τὸ ψωμί· κάποιος ποὺ τὸν φθονοῦσαν ἀκόμα καὶ οἱ ἀδελφοί του οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἱερεῖς, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἦταν δίκαιος καὶ ἅγιος. Ἔζησε ὅλες τὶς ἀπειλὲς καὶ τὶς προσβολὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἔζησε ἀνάμεσα σὲ διώξεις καὶ ἀδικίες. Τὸν εἶπαν αἱρετικό, ἐπειδὴ πολέμησε μόνος αὐτὸς σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία τοὺς αἱρετικούς. Τὸν εἶπαν ἁμαρτωλό, ἐπειδὴ ἀκριβῶς πολέμησε τὴν ἁμαρτία. Τὸν περιφρόνησαν γιὰ τυχαῖο καὶ ἀγράμματο, αὐτὸν ποὺ ἡ Ἐκκλησία ὀνόμασε στόμα τοῦ Παύλου καὶ δέκατο τρίτο ἀπόστολο. Οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς ἦταν ἐχθροί του, καὶ οἱ φτωχοὶ τὸν ἔβλεπαν σὰν πατέρα τους. Στὸ τέλος πέθανε στὴν ἐξορία, σὰν νὰ ἦταν κάποιος κοινὸς ἐγκληματίας, ἐξασθενημένος στὸ σῶμα, μὰ γενναῖος στὴν ψυχή. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ ᾿Ιωάννης Χρυσόστομος, ποὺ εἶπε τὰ παραπάνω λόγια γιὰ τὸν Χριστό· ἕνας ἀδικημένος καὶ περιφρονημένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, κάποιος ποὺ ἔζησε τόσους πειρασμοὺς καὶ θλίψεις.
Ἀδελφοί, ὅταν ἀκοῦμε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ ᾿Ιωάννου χρυσοστόμου πῶς τὰ κρίνουμε; Μιλᾶνε στὴν καρδιά μας; Ἀνταποκρίνονται στὴν πίστη μας; Ἀναπαύουν τὴν ψυχή μας; Ἂν ναί, δὲν εἴμαστε μακριὰ ἀπὸ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἂν ὅμως τὰ θεωροῦμε πολυλογία καὶ ὑπερβολή, τότε μᾶλλον ἡ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ εἶναι προβληματική, ἡ πίστη μας καὶ ἡ διάθεσή μας ρηχή. Μᾶλλον κάπου ἔχουμε χάσει τὸν δρόμο μας καὶ δὲν ἔχουμε βάλει τὸν Χριστὸ ὡς προτεραιότητα στὴ ζωή μας· καὶ ὄχι πρώτη προτεραιότητα, ἀλλὰ μοναδικὴ προτεραιότητα. Χρειαζόμαστε πνευματικὸν ἀγῶνα καὶ ἰσχυρὴ προσευχή. Ὁ Θεὸς ζητᾶ τὰ πάντα ἀπὸ μᾶς, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ δίνει εἶναι ἀπείρως περισσότερα καὶ σημαντικότερα. Δῶσε στὸν Θεὸ τὸν χρόνο σου, καὶ θὰ σοῦ χαρίσει τὴν αἰωνιότητα· δῶσε σ’ αὐτὸν τὸ σῶμα σου, καὶ θὰ σοῦ χαρίσει τὴν ἀφθαρσία· δῶσε σ᾿ ἐκεῖνον τὴν ψυχή σου, καὶ θὰ σοῦ δώσει τὴ σωτηρία. Τὸ ἐλάχιστο ποὺ τοῦ δίνουμε αὐτὸς τὸ ξεπληρώνει μὲ τὸ ἄπειρο. Μέσα σ’ αὐτὸν ζοῦμε, ὑπάρχουμε καὶ κινούμαστε. Ἐμεῖς οἱ μικροὶ εἴμαστε τὸ πᾶν γι᾿ αὐτὸν ποὺ ὑπάρχει ἀπὸ πάντα καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη τίποτε καὶ κανένα μας. Ἐμεῖς λοιπὸν δὲν θὰ τοῦ δώσουμε τὰ πάντα; Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμη καὶ ἡ δόξα καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ στὴν αἰωνιότητα· ἀμήν.
Τὸ κείμενο δημοσιεύτηκε τὸ 2009 στὸ διαδίκτυο (http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2009/08/5000.html), ἀπὸ ὅπου ἀναδημοσιεύεται πολυτονισμένο καὶ ἐλαφρῶς διασκευασμένο.