ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν Εὐαγγέλιον 3ης κυριακῆς Ματθαίου

PostHeaderIcon Εὐαγγέλιον 3ης κυριακῆς Ματθαίου

 

Ποιά ἡ αἰτία τοῦ ἄγχους

 

Κυρ. Γ΄ Ματθαίου (Μθ 6,22-33)

 

    Πόσο ἤρεμος θὰ ἦταν ὁ ἄνθρωπος, ἂν γνώριζε κι ἐφάρμοζε ὄχι ὅλο τὸ εὐαγγέλιο, ἀλλὰ μόνο αὐτοὺς τοὺς 11 στίχους του; Θὰ εἶχε λυτρωθεῖ ἀπὸ τὸ γνωστὸ ἄγχος, τὴν ψυχικὴ ἀρρώστια τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ φαρμακώνει τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀγωνιώδη φροντίδα γιὰ τὴν τροφή του καὶ τὸ ντύσιμό του, τὰ τιποτένια αὐτὰ τῆς ζωῆς, τὰ ὁποῖα δυστυχῶς ἔχουν ἀναχθεῖ σὲ πρῶτα. Ταυτόχρονα ὁ ἄνθρωπος θὰ εἶχε ἐντοπίσει τὴν πρώτη προτεραιότητα τῆς ζωῆς, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θὰ εἶχε προσανα­το­λι­στεῖ πρὸς αὐτήν, καὶ θὰ ἦταν εὐτυχισμένος. Ἂς δοῦμε τὴν καθάρια λογικὴ τοῦ Χριστοῦ.

    Τὸ πρᾶγμα ἔχει σχέση μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά, λέει ὁ Κύριος, καὶ διευκρινίζει μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ λυχναριοῦ. Τὸ λυχνάρι τοῦ σώματος, λέει, εἶναι τὸ μάτι (καὶ τὸ λυχνάρι τῆς ψυχῆς ὁ νοῦς). Ἂν τὸ μάτι εἶναι γερό, ὅλο τὸ σῶμα βλέπει, (κι ἂν ὁ νοῦς δὲν ἔχει τυφλωθεῖ ἀπὸ τὴ φιλαργυρία καὶ τὴν πλεονεξία, ἡ ψυχή σου εἶναι τὸ φῶς). Ἀντιστρόφως· ἂν τὸ μάτι σου εἶναι τυφλό, ὅλο τὸ σῶμα σου δὲν βλέπει· εἶναι στὸ σκοτάδι. Κι ἂν ὁ νοῦς ἔχει τυφλωθεῖ, ἡ ψυχή σου εἶναι στὴν κατάθλιψη, στὸ ἄγχος, στὴν κόλαση. Καὶ συμπεραίνει ὁ Κύριος· Ἂν λοιπόν, αὐτὸ ποῦ σοῦ δόθηκε, γιὰ νὰ φωτίζει τὸ σῶμα σου, γίνει σκοτάδι, σὲ πόσο σκοτάδι θὰ βυθιστεῖς; (Ἂν ὁ νοῦς σου σκοτιστεῖ ἀπὸ τὴν προσκόλλησή σου στὸ χρῆμα, σὲ πόσο ψυχο-πνευματικὸ σκοτάδι θὰ βυθιστεῖ ἡ ψυχή σου;) Τὸ πρᾶγμα εἶναι μονό­δρομος. Ἢ ἀκολουθεῖς τὸ Θεό, ποὺ εἶναι φῶς καὶ ζωή, ἢ τὸ μαμμωνᾶ (= τὴν πλεονεξία καὶ σπατάλη), ποὺ εἶναι σκοτάδι καὶ κόλαση. Δὲν μπορεῖς νὰ συμπορεύεσαι καὶ μὲ τὸν ἕναν καὶ μὲ τὸν ἄλλο.

    Καὶ προτρέπει ὁ Κύριος· Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου πρέπει ν’ ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὸ Θεό, ἀπαλλαχτεῖτε ἀπὸ τὸ ἄγχος, διῶξτε μακριὰ τὴν ἀγωνιώδη φροντίδα γιὰ τὸ τί θὰ φᾶτε καὶ τὸ τί θὰ ντυθεῖτε. Καὶ στηρίζει ὁ Κύριος στὴ συνέχεια τὴν προτροπή του μὲ λογικὰ ἐπιχει­ρή­ματα.

    Τί ἀξίζει πιὸ πολύ, ἡ ζωὴ ἢ ἡ τροφή; Σίγουρα ἡ ζωή. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς δίνει τὸ μεγαλύτερο, δὲν θὰ δώσει καὶ τὸ μικρότερο; Τί ἀξίζει περισσότερο; τὸ σῶμα ἢ τὸ ροῦχο; Σίγουρα τὸ σῶμα. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς δίνει τὸ μεγαλύτερο, δὲν θὰ δώσει καὶ τὸ μικρότερο; Ἔχετε λοιπὸν ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ Πα­τέρα.

    Τί ἀξίζουν πιὸ πολύ, οἱ ἄνθρωποι ἢ τὰ πουλιά; Σίγουρα οἱ ἄνθρωποι. Ἂν ὁ Θεὸς τρέφει τὰ πουλιά, χωρὶς νὰ σπέρνουν νὰ θερίζουν καὶ ν’ ἀποθηκεύουν, δὲν θὰ θρέψει τὸν ἄνθρωπο, ποὺ καὶ σπέρνει καὶ θερίζει καὶ ἀποθηκεύει; Μὴν ἀγωνιᾶτε λοιπὸν τόσο γιὰ τὴ διατροφή σας. Ὑπάρχει καὶ Θεός. Τάχα ἂν μεριμνᾶτε μὲ ἀγωνία, θὰ καταφέρετε ν’ αὐξήσετε τὸ μπόι σας κανένα πῆχυ; Καὶ τὸ μπόι καὶ ἡ ζωή σας εἶναι στὰ χέρια τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ. Μὴν ματαιοπονεῖτε.

    Ἂς ἔρθουμε καὶ στὸ ντύσιμο. Τί ἀξίζουν περισσότερο, οἱ ἄνθρωποι ἢ τὰ λουλούδια τῆς γῆς; Σίγουρα οἱ ἄνθρωποι. Ἂν ὁ Θεὸς ντύνει τὰ ἐφήμερα λουλούδια μὲ ἐμφάνιση ἀνώτερη καὶ ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν λαμπρῶν ρούχων τοῦ πιὸ σοφοῦ καὶ ἐπινοητικοῦ βασιλιᾶ Σολομῶντος, δὲν θὰ ντύσει πολὺ καλύτερα ἐσᾶς, ὢ ὀλιγόπιστοι ἄνθρωποι; Σταματῆστε λοιπὸν νὰ γκρινιάζετε καὶ ν’ ἀγχώνεστε γιὰ τὸ τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ ντυθεῖτε.

    Ἐξ ἄλλου δὲν εἶστε μόνο σάρκες. Εἶστε καὶ ψυχὲς αἰώνιες. Εἶναι σωστὸ νὰ καταναλώνετε ὅλες τὶς δυνάμεις σας γιὰ τὸ σῶμα, καὶ γιὰ τὴν ψυχή σας ν’ ἀδιαφορεῖτε; Θὰ σᾶς δώσω λοιπὸν μία βασικὴ καὶ πάγια συμβουλή· στὴ ζωή σας νὰ ζητᾶτε πρῶτα τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἅγιο θέλημά του, καὶ ὅλα αὐτὰ (τροφή, πιοτό, ροῦχο) θὰ σᾶς δοθοῦν μαζὶ μ’ ἐκεῖνο.

    Νά ποῦ καταντᾶ τὸν ἄνθρωπο ἡ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στὸ Θεό. Τὸν κάνει νὰ πνίγεται στὸ ἄγχος, νὰ πέφτει στὴν ἐσωστρέφεια καὶ νὰ τρέχει στοὺς ψυχιάτρους. Νὰ ματαιοπονεῖ καὶ νὰ χάνει τὴν εὐτυχία του. Καὶ νὰ κολάζεται. Κάποιοι γονεῖς σκοτώνουν τὰ παιδιά τους ἢ δὲν τ’ ἀφήνουν νὰ ἔρθουν στὴ ζωή, μὲ τὸ παράλογο σκεπτικὸ «Πῶς θὰ ζήσουν;», «καλύτερα νὰ πεθάνουν, λένε, παρὰ νὰ τυραννιοῦνται». (Σημ. τὰ παιδιὰ δὲν πεθαίνουν. Τὰ σκοτώνουν οἱ γονεῖς τους. Λὲς καὶ ὁ Κύριος τῆς ζωῆς τῶν παιδιῶν εἶναι αὐτοὶ καὶ ὄχι ὁ Θεός. Θὰ ἤθελαν ἄραγε αὐτοὺς ποὺ τὰ λένε αὐτὰ νὰ τοὺς εἶχαν ἐκτρώσει οἱ γονεῖς τους καὶ νὰ μὴν εἶχαν ἔρθει στὴ ζωή; Σίγουρα δὲν θὰ ἤθελαν. Τότε μὲ ποιά λογικὴ τὸ κάνουν αὐτοὶ στὰ δικά τους; Προσοχὴ μεγάλη, ἀγαπητοί μου, διότι πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ πέφτουν σὲ τέτοιο οἰκτρὸ παραλογισμό. Τάχα νοιάζονται γιὰ τὴ ζωὴ τῶν παιδιῶν τους, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα γίνονται οἱ χείριστοι τῶν φονιά­δων, διότι νοιάζονται γιὰ τὴ δική τους καλοπέραση καὶ εὐμάρεια καὶ ἀσωτία.

 

    Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

    (δημοσίευσις 29/6/2011)