Εὐαγγέλιον κυριακῆς ἁγίων πάντων
Πάνω ἀπ’ ὅλα ὁ Χριστός
Κυρ. Α΄ Ματθαίου, ῾Αγ. Πάντων, (Μθ 10,32-33· 37-38· 19,27-30)
Ὁ Χριστὸς δέχεται τοὺς ἀνθρώπους νὰ μαθητεύσουν κοντά του, γιὰ ν’ ἀποκτήσουν τὴν ἀξιοσύνη νὰ λέγονται μαθηταί του, ὀπαδοί του, Χριστιανοί, καὶ ν’ ἀπολαύσουν τὴν ἀληθινὴ ζωή, ὑπὸ προϋποθέσεις. Μία βασικὴ προϋπόθεση εἶναι ἡ ὁμολογία πίστεως στὸ πρόσωπό του. «Ὁ καθένας ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήσει μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, λέει, θὰ ὁμολογηθεῖ κι αὐτὸς ἀπὸ μένα μπροστὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα μου. Ὅποιος θὰ μὲ ἀρνηθεῖ, θὰ τὸν ἀρνηθῶ κι ἐγώ».
Ἡ ὁμολογία ποὺ ζητάει ὁ Κύριος μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θὰ εἶναι διῶκτες τῆς πίστεως ἢ ἀλλόθρησκοι ἢ εἴρωνες ἢ ἀδιάφοροι, καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ὁμολογητὴ καὶ μάρτυρα. Τὰ πράγματα εἶναι ξεκάθαρα. Τὸ Χριστὸ ἢ τὸ διάβολο; τὴν ἐκκλησία ἢ τὸν κόσμο; τὸ φῶς ἢ τὸ σκοτάδι; τὴν ἀλήθεια ἢ τὸ ψέμα; τὴν πίστη ἢ τὰ εἴδωλα; τὴν ἁγιότητα ἢ τὴν ἁμαρτία; τὴ ζωὴ ἢ τὸ θάνατο; τὸν παράδεισο ἢ τὴν κόλαση; Πάντως ὁ Χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ μὲ τὸ ἕνα καὶ μὲ τὸ ἄλλο. Δὲν ὑπάρχει καμμία σχέση τῶν μὲν πρὸς τὰ δε (Β΄ Κο 6,15).
Ὁ Χριστιανὸς λοιπὸν δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θάλασσας· δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει μὲ τὸ ἕνα μάτι δεξιὰ καὶ μὲ τὸ ἄλλο ἀριστερά. Ἂν θελήσει νὰ συμβιβάσει καὶ τὰ δύο, θὰ πέσει ἢ σὲ δειλία ἢ σὲ ὑπόκριση. Ἂν ὁμολογώντας τὸ Χριστὸ εἰσπράξει εἰρωνεῖες, ἀπειλές, διωγμούς, φυλακίσεις, μαρτύριο, θάνατο, πρέπει νὰ τὸ θεωρήσει τιμή του. Πρέπει σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος νὰ ὑπομείνει τὰ πάντα μὲ προθυμία ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ὁμολογία του ἀπὸ τὸ Χριστὸ μπροστὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα θὰ τὸν ὑπεραποζημιώσει μὲ τὰ ἄφθαρτα καὶ αἰώνια καὶ ἅγια. Θὰ τὸν ἐντάξει μαζὶ μὲ τὸ Θεό. Ζωὴ χωρὶς Θεὸ εἶναι κόλαση, κάτω ἀπὸ τὶς καλύτερες κοσμικὲς προϋποθέσεις. Αὐτὴ τὴν πρόκριση ἔκαναν προπάτορες, πατέρες, προφῆτες, ἀπόστολοι, κήρυκες, εὐαγγελισταί, μάρτυρες, ὁμολογηταί, διδάσκαλοι, κλπ. Ἐδῶ ἔγκειται καὶ ἡ σχέση τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς μὲ τὸ ἑορταζόμενο γεγονὸς (τὴ μνήμη τῶν ἁγίων Πάντων).
Δεύτερη βασικὴ προϋπόθεση εἶναι οἱ Χριστιανοὶ ν’ ἀγαποῦν τὸ Χριστὸ πάνω ἀπὸ τοὺς στενοὺς συγγενεῖς, πατέρα μητέρα γιὸ θυγατέρα, παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ φυσικὸς δεσμὸς μὲ τὰ πρόσωπα αὐτὰ εἶναι πιὸ ἰσχυρὸς κι ἀπὸ ἀτσάλι. Ὅποιος δὲν τὸ κάνει, λέει ὁ Κύριος, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος μαθητής. Ὅποιος τὸ κάνει εἶναι. Θέτει αὐτὴ τὴν προϋπόθεση ὁ Χριστός, διότι τί εἶναι οἱ γονεῖς μπροστὰ στὸ Θεό; Τί μᾶς ἔδωσαν οἱ γονεῖς καὶ τί ὁ Θεός; Ὁ Θεὸς μᾶς δίνει τὰ πάντα, κι αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς γονεῖς καὶ τ’ ἀδέρφια. «Πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων», λέει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος. Τί ἔχασαν οἱ ἀπόστολοι ποὺ ἄφησαν τοὺς γονεῖς καὶ ἀκολούθησαν τὸ Χριστό; Τί στερήθηκαν οἱ ἅγιοι Πάντες ποὺ προτίμησαν ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς τους τὸ Θεό; Ὄχι μόνο δὲν στερήθηκαν, ἀλλὰ ἔλαβαν πολλὰ καὶ μεγάλα καὶ ἀσύγκριτα, ποὺ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τὰ λάβουν ποτὲ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς.
Τρίτη προϋπόθεση μαθητείας εἶναι ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ καὶ ἡ ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ. Ἄρση τοῦ σταυροῦ εἶναι ἡ θυσία τῆς σωματικῆς μας ὑπάρξεως, τὸ μαρτύριό μας, ἡ σταύρωσή μας, κατ’ ἀπομίμησιν τοῦ Χριστοῦ. Παρ’ ὅλο ποὺ φαίνεται ὑπερβολικό, ἂν τὸ καλοσκεφτοῦμε, εἶναι λίγο σὲ σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε γιὰ μᾶς ὁ Χριστός. Καὶ ἐξ ἄλλου δὲν ζητάει ὁπωσδήποτε νὰ θυσιάσουμε τὴ ζωή μας, ἀλλ’ ἂν ἔρθουν καιροὶ διωγμοῦ τῶν Χριστιανῶν, τότε θὰ πρέπει μὲ χαρὰ ὁ Χριστιανὸς νὰ διαλέξει τὸ μαρτύριο, παρὰ τὴν πρόσκαιρη ἀπόλαυση. Καὶ ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι ὅλες οἱ ἀγάπες, καὶ οἱ πιὸ εὐτελισμένες, ἀπαιτοῦν θυσίες (φιλαργυρία, φιλοδοξία, σαρκικὸς ἔρωτας, καριέρα, ἐπιστήμη, κλπ). ῞Ολ’ αὐτὰ ἔχουν δικαίωμα νὰ ζητοῦν θυσίες ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, κι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει;
Τέλος, στὴν αὐθόρμητη ἐρώτηση τοῦ ἀποστόλου Πέτρου πρὸς τὸν Κύριο, τί ἔχουν νὰ προσδοκοῦν οἱ δώδεκα ποὺ τὰ ἄφησαν ὅλα καὶ τὸν ἀκολούθησαν, ὁ Κύριος ὑπόσχεται ὅτι θὰ τοὺς καθίσει δίπλα στὸν Κριτή, γιὰ νὰ κρίνουν τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ γνωστοποιεῖ ἐπίσης ὁ Κύριος ὅτι καὶ ὅλοι ὅσοι πάνω ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς ἀδερφοὺς ἀδερφὲς πατέρα μητέρα σύζυγο παιδιὰ καὶ ἄλλα ὑλικὰ πράγματα ἔθεσαν τὴν ἀγάπη τὴ δική του, θὰ λάβουν πολὺ περισσότερα ἐδῶ καὶ θὰ κληρονομήσουν καὶ τὴν αἰωνιότητα ἐκεῖ. Τότε ἐκείνη τὴν ἡμέρα πολλοὶ ποὺ φαίνονται πρῶτοι θὰ μείνουν τελευταῖοι, καὶ πολλοὶ τελευταῖοι θὰ γίνουν πρῶτοι. Θ’ ἀνατραπεῖ τὸ ἄδικο καὶ βάρβαρο καθεστὼς τοῦ κόσμου καὶ θὰ ἐγκαθιδρυθεῖ δικαιοσύνη πρὸς ὅλους.
Ἂς ἐπιλέξουμε λοιπὸν χωρὶς πολλὲς σκέψεις καὶ διαλογισμοὺς τὸ Χριστό. Ἔχουμε τὸ Χριστό; Τὰ ἔχουμε ὅλα. Δὲν ἔχουμε τὸ Χριστό; Τὰ χάσαμε ὅλα.
᾿Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσις 27/6/2011)