ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν Εὐαγγέλιον κυριακῆς πατέρων (πεντηκοσταρίου)

PostHeaderIcon Εὐαγγέλιον κυριακῆς πατέρων (πεντηκοσταρίου)

 

Προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἐκκλησία

 

Κυρ. Πατέρων (Ἰω 17,1-13) 

 

    Μεταφράζω καὶ σχολιάζω σύντομα τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ κατὰ στίχο.

 

    1α. Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἰησοῦς καὶ σήκωσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε.

    Σχόλιο. Ἐν ὄψει τοῦ σταυρικοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεώς του ὁ Ἰησοῦς παραδίδει στοὺς μαθητάς του, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ πρῶτο κύτταρο τῆς ἐκκλησίας, τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας (κεφ. 13-16). Ἐπισφραγίζει τὴν ἱερὴ αὐτὴ πράξη μὲ τὴν προσευχὴ τῆς διαθήκης, τὴ θυσιαστήρια προσευχή, τὴ γνωστή μας ὡς ἀρχιερατική.

 

    1β-2. Πατέρα, ἔφτασε ἡ ὥρα. Δόξασε τὸ Γιό σου, γιὰ νὰ σὲ δοξάσει κι ἐκεῖνος. Τοῦ ἔδωσες θεϊκὴ ἐξουσία πάνω σ’ ὅλη τὴ δημιουργία τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ τοὺς δώσει ζωὴ αἰώνια.

    Σχόλιο. Ὁ Πατέρας δίνει στὸ Γιὸ καὶ τὴν ἐξουσία πάνω στὴ ζωή. Ὁ Γιὸς ὡς Θεὸς ἐκ Θεοῦ καὶ ἐξουσιαστὴς τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὴ χορηγεῖ στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τὴν ἔχασαν. Προκειμένου νὰ τὴ χορηγήσει, γίνεται ἄνθρω­πος, σταυρώνεται καὶ ἀνασταίνεται, συμπαρασύροντας στὴν ἀνάσταση (= στὴν αἰώνια ζωὴ) ὅλους ὅσους φέρουν τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἔτσι ἀνα­και­νί­ζεται καὶ ἀναζωογονεῖται ὁ θανατωμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπος. Αὐτὸ ὅλο ὁ προσευχόμενος Ἰησοῦς τὸ ὀνομάζει δόξα. Συνοψίζω. Ὁ Πα­τέ­ρας δοξάζει τὸ Γιὸ δίνοντάς του τὴν ἐξουσία τῆς αἰωνίου ζωῆς, καὶ ὁ Γιὸς δοξάζει τὸν Πατέρα, χορηγώντας τὴν αἰώνια ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους.

 

    3. Αἰώνια δὲ ζωὴ εἶναι νὰ γνωρίσουν ἐσένα, Πατέρα, τὸν μόνο ἀ­λη­θι­νὸ Θεό, καὶ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ (ἐμένα) ποὺ μὲ ἔστειλες στὸν κόσμο.

    Σχόλιο. Μὲ τὸ γνωρίζουν ἐννοεῖ ἀναγνωρίζουν, πιστεύουν καὶ ἀγαποῦν τὸ Θεὸ Πατέρα· καὶ τὸ Γιό· διότι οἱ δύο τους εἶναι μία οὐσία, μία θεότητα. Ἡ ἀληθινὴ ἀναγνώριση ἀγάπη καὶ πίστη στὸν Πατέρα καὶ στὸ Γιὸ γίνεται ἀπὸ τοὺς ἀληθινὰ πιστούς. Ὁ Ἰησοῦς ἐδῶ μιλάει σὲ τρίτο πρόσωπο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅπως συνήθως, δείχνοντας τὴ μετριοφροσύνη του.

 

    4-8. Ἐγώ, Πατέρα, σὲ δόξασα στὴ γῆ. Αὐτὸ ἦταν τὸ ἔργο μου, καὶ τὸ τελείωσα. Τώρα δόξασέ με ἐσύ, Πατέρα, μὲ τὴ δόξα ποὺ εἶχα δίπλα σου πρὶν νὰ δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος. Φανέρωσα τὸ ὄνομά σου στοὺς ἀνθρώ­πους, ποὺ μοὺ ἔδωσες, ἀποσπώντας τους ἀπὸ τὸν κόσμο. Δικοί σου ἦ­ταν καὶ τοὺς ἔδωσες σ’ ἐμένα (κι ἔγιναν καὶ δικοί μου), καὶ τηροῦν τὰ λό­για σου. Τώρα κατάλαβαν ὅτι ὅλα ὅσα μοῦ ἔδωσες προέρχονται ἀπὸ σένα. Τὰ λόγια ποὺ τοὺς κήρυξα εἶναι δικά σου. Καὶ αὐτοὶ τὰ πίστεψαν καὶ κατάλαβαν πράγματι ὅτι βγῆκα ἀπὸ σένα, καὶ πίστεψαν ὅτι ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες.

    Σχόλιο. Φαίνεται ἡ ἄχρονη γέννηση τοῦ Γιοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἡ ἰσό­τι­μη κοινωνία μεταξύ τους. Δόξα, ἔργο, κόσμος, ἄνθρωποι, λόγια, θεία οὐ­σία, ὅλα εἶναι κοινὰ μεταξύ τους, μεταξὺ τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Γιοῦ. Ἄρα ὁ Γιός, παρόλο ποὺ φαίνεται ἄνθρωπος, καὶ εἶναι, καὶ ὁδεύει πρὸς τὸ πά­θος, εἶναι Θεὸς ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα. Δὲν εἶναι κοινὸς θνητός, ὅπως ἐ­μεῖς οἱ ἄνθρωποι. Μία ἀλήθεια ποὺ θὰ ἐνθαρρύνει καὶ θὰ ἐμψυχώσει τοὺς μα­θη­τάς, γιὰ νὰ μὴν ἀπογοητευθοῦν, ὅταν θὰ τὸν δοῦν σὲ λίγες μέρες πά­νω στὸ σταυρό.

 

    9-10. Δὲν σὲ παρακαλῶ, Πατέρα, γιὰ τὸν ἄπιστο κόσμο, ἀλλὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωσες καὶ ποὺ εἶναι δικοί σου. Καὶ φυσικὰ ὅλοι οἱ δι­κοί σου εἶναι καὶ δικοί μου. Καὶ ἔχω δοξαστεῖ ἀπὸ αὐτούς, διότι μὲ πί­στε­ψαν καὶ ἀναγνώρισαν τὴ θεότητά μου.

    Σχόλιο. Ὁ Ἰησοῦς, προκειμένου νὰ τελέσει τὴν ἀρχιερατική του θυσία, μεσιτεύει γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Ἡ διαχρονικὴ καὶ ὑπερχρονη με­σιτεία του περιλαμβάνει ὄχι μόνο τοὺς δώδεκα, ποὺ εἶναι αὐτὴ τὴ στιγμὴ το­πικῶς κοντά του, ἀλλὰ καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ πρόκειται νὰ τὸν ἀνα­γνω­ρίσουν καὶ νὰ τὸν πιστέψουν στὸ μέλλον. Μεσιτεύει πάντως μόνο γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους τοῦ Θεοῦ, ὄχι καὶ γιὰ τοὺς κοσμικούς, ποὺ δὲν ἔδειξαν πί­στη καὶ δὲν ἐπιζήτησαν τὴν αἰώνια ζωή.  Σημαντικὸ τὸ ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν στηρίζει τὴ με­σι­τεία του γιὰ τοὺς δικούς του στὸ ὅτι εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναμάρ­τητος, ἀλλὰ στὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους  αὐτούς, ὑ­πὲρ τῶν ὁποίων γίνεται ἡ μεσιτεία του. Ἀφήνει νὰ φανεῖ δηλαδὴ ὅτι ἀπὸ τὸν Πατέρα γίνεται ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Πατέρα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὸν Πατέρα προβάλλει ὡς αἴτιο τῆς σωτηρίας μας, ἐνῷ μετριάζει τὸ δικό του ρόλο. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι στὸ πάθος του ὁ Ἰη­σοῦς δὲν κάνει χρήση τῆς θεότητός του. Ἡ θεότητά του παραμένει ἀδρανὴς καὶ ἀνενέργητη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀγωνιᾶ καὶ λυπᾶται καὶ ἀδημονεῖ ὡς ἄν­θρω­πος καὶ αἰσθάνεται τὴν ἐγκατάλειψη.

 

    11-13. Ἤδη δὲν εἶμαι πιὰ στὸν κόσμο· ἔρχομαι κοντά σου. Καὶ σὲ πα­ρακαλῶ, Πατέρα ἅγιε, φύλαξέ τους ἑνωμένους στὸ ὄνομά σου. Τὸ προ­νό­μιο τὸ εἶχες δώσει σ᾿ ἐμένα (γιὰ νὰ τοὺς φυλάω ὅσο ἤμουν κοντά τους), γιὰ νὰ εἶναι ἕνα, ὅπως ἐμεῖς οἱ δύο, Πατέρας καὶ Γιός, εἴμαστε ἕ­να. (Πράγματι) ὅταν ἤμουν μαζί τους στὸν κόσμο, τοὺς φύλαγα ἐγὼ ἑ­νω­μένους στὸ ὄνομά σου. Καὶ αὐτοὺς τοὺς δώδεκα ποὺ μοῦ ἐμπι­στεύ­θη­κες, τοὺς φύλαξα ἑνωμένους καὶ κανένας δὲν χάθηκε, παρὰ μόνο ὁ γιὸς τῆς ἀπωλείας, ὁ Ἰούδας. Καὶ ἐκπληρώθηκαν γι’ αὐτὸν οἱ προ­φη­τεῖ­ες. Τώρα πιὰ ἔρχομαι κοντά σου, καὶ τὰ λέω αὐτὰ στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἔ­χουν τὴ δική μου χαρὰ ὁλοκληρωμένη μέσα τους.

    Σχόλιο. Μὲ τὴν αἰτούμενη ἑνότητα ἐξαίρει ὁ Ἰησοῦς τὴ δεδομένη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς δικούς του, καθὼς καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ πρέπει νὰ ἔ­χουν οἱ δικοί του μεταξύ τους. Αὐτὴ ἡ ἑνότητα εἶναι θεία κατάσταση, ἀ­φοῦ τὴ βλέπουμε στὰ θεία πρόσωπα (τοῦ Πατέρα πρὸς τὸ Γιὸ καὶ ἀντι­στρό­φως). Ἡ φυγὴ ἀπὸ τὴν ἑνότητα εἶναι κατάσταση ἀπωλείας. Ὅσο ὁ Ἰη­σοῦς ἦταν κοντὰ στοὺς μαθητάς του, τοὺς φύλαξε στὴν ἑνότητα. Γι’ αὐτό, τώρα ποὺ φεύγει, παρακαλεῖ τὸν Πατέρα νὰ τοὺς φυλάξει.

    Ἡ περίπτωση τοῦ Ἰούδα, δὲν ἀναιρεῖ τὴ διαβεβαίωση τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι τοὺς φύλαξε. Ὁ Ἰούδας δὲν ὑποτάχτηκε στὴν προσπάθεια τοῦ Ἰησοῦ γιὰ ἑνότητα. Ἔβαλε τὸ θέλημά του καὶ τὴ διασπαστικότητά του πάνω ἀπὸ τὴν ἑνωτικὴ καὶ σωστικὴ βούληση καὶ ἐνέργεια τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ διάλεξε μόνος του αὐτὸ ποὺ πρόβλεψαν οἱ προφῆτες. Διάλεξε τὴν ἀπόσχιση τῆς ἑνότητος, τὴν αἰώνια καταστροφή του.

    (Ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καὶ συνεχισταὶ τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ λογίζονται οἱ πατέρες ἐκκλησίας. Στὴ σχέση αὐτὴ φαίνεται ἡ συγγένεια τῆς εὐαγ­γε­λι­κῆς περικοπῆς μὲ τὸ ἑορταζόμενο γεγονός).

 

    ᾿Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης


    (δημοσίευσις 3/5/2011)