Εὐαγγέλιον 4ης κυριακῆς νηστειῶν
Τρία σκηνικά
Κυρ. Δ΄ Νηστ. (Μρ 9,17-31)
Σκηνικὸ πρῶτο. Ὅταν ὁ Χριστὸς κατέβηκε ἀπὸ τὸ βουνὸ τῆς μεταμορφώσεως καὶ διατηροῦσε ἀκόμη στὸ πρόσωπό του κάποια λάμψη, εἶδε τοὺς γραμματεῖς νὰ συζητᾶνε μὲ τὸ λαό, καὶ ἀνησύχησε. Ἐκεῖνοι, σὰν εἶδαν τὸ Χριστό, τραβήχτηκαν πιὸ πέρα καὶ κουβέντιαζαν μεταξύ τους συνωμοτικά. Βλέποντας ὁ κόσμος τὴ λάμψη τοῦ προσώπου του τρέχει κοντά του θαμπωμένος καὶ τὸν ἀσπάζεται.
Ἀλλ’ ἐκεῖνος στρέφεται πρὸς τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς αἰφνιδιάζει μὲ τὸ ἐρώτημα· Τί συζητᾶτε μεταξύ σας, τί σχολιάζετε; δίνοντάς τους νὰ καταλάβουν ὅτι ἤξερε τί συζητοῦν καὶ τώρα καὶ λίγο πρὶν μὲ τὸ λαό, ἀλλ’ ἐπιφυλάσσεται νὰ τοὺς ἀπαντήσει μὲ σημεῖο, ποὺ πρόκειται νὰ κάνει στὴ συνέχεια. Προφανῶς οἱ ἐμπαθεῖς αὐτοὶ ἄνθρωποι σχολίαζαν σαρκαστικὰ τὴν ἀδυναμία τῶν μαθητῶν νὰ βγάλουν τὸ δαιμόνιο, προσπαθώντας μὲ τὰ πικρόχολα σχόλιά τους νὰ κλονίσουν τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ σ’ αὐτοὺς καὶ στὸ διδάσκαλό τους.
Ἀπὸ τὴν κίνηση τῶν πολλῶν παρορμήθηκε κι ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ πλησίασε καὶ εἶπε στὸν Κύριο τὸν πόνο του. Ὁ μονοχογιός μου, εἶπε, εἶναι σὲ δεινὴ κατάσταση. Ἔχει καταληφθεῖ ἀπὸ ἄλαλο πνεῦμα ποὺ τὸν κατασπαράζει κατὰ καιρούς, κι ἀφρίζει καὶ τρίζει τὰ δόντια του καὶ περιέρχεται σὲ ἀκινησία καὶ ἀναισθησία σὰν ξερός. Καὶ παρακάλεσα τοὺς μαθητάς σου, πρόσθεσε, νὰ τὸ βγάλουν, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν. Ἀπ’ αὐτὸ τὸ τελευταῖο φαίνεται πὼς ὁ πατέρας τοῦ νέου συμφωνοῦσε μὲ τοὺς δολοπλόκους καὶ ἄπιστους γραμματεῖς.
Ὁ Χριστὸς ἀπὸ ὅσα εἶδε κι ἄκουσε δυσφόρησε, διότι στὸν ἄνθρωπο αὐτὸν καὶ στοὺς γραμματεῖς διέγνωσε ἀπιστία. Μία ἀπιστία ποὺ τὸν ἐνοχλοῦσε καὶ καθιστοῦσε δύσκολη τὴν περαιτέρω συνύπαρξή του μαζί τους, καὶ μὲ ὅλη βέβαια τὴ γενιά τους. Παράλληλα ἔβλεπε νὰ λιγοστεύει καὶ ἡ ἀνοχή του. Αὐθόρμητα λοιπὸν τοῦ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα μία γενικὴ διαμαρτυρία-καταγγελία γιὰ τὴν ἀπιστία τῆς γενιᾶς ἐκείνης, πού, ἂν καὶ εἶχε δεῖ τόσα καὶ τόσα σημεῖα, ἐν τούτοις δὲν ἐννοοῦσε νὰ πιστέψει. Ἄπιστη γενιά, εἶπε, μέχρι πότε θὰ εἶμαι κοντά σας, μέχρι πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι;
Παρὰ τὴ δυσφορία του ὅμως ὁ Χριστὸς ἔδειξε γιὰ τὸν πάσχοντα στοργὴ κι ἐνδιαφέρον. Φέρτε τον σ’ ἐμένα, εἶπε. Καὶ τὸν ὁδήγησαν κοντά του. Τὸ ἄλαλο πνεῦμα σὰν εἶδε ὅτι ἔφτασε ἡ ὥρα νὰ φύγει καὶ ν’ ἀφήσει ἥσυχο τὸ νέο, τὸν κατασπάραξε γιὰ μία τελευταία φορά. Πέφτοντας κάτω ὁ νέος κυλιόταν στὸ χῶμα ἀφρίζοντας.
Τὴν κρίσιμη ἐκείνη στιγμὴ ρώτησε ὁ Κύριος κι ἔμαθε ἀπὸ τὸν πατέρα ὅτι τὸ παιδί του πάσχει ἀπὸ μικρό, κι ὅτι συχνὰ τὸ πνεῦμα τὸ ἔσπρωξε καὶ στὴ φωτιὰ καὶ στὰ νερά, γιὰ νὰ τὸ καταστρέψει. Στὸ μεταξύ, καθὼς ὁ πατέρας βλέπει τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Χριστοῦ, ἐνθαρρύνεται κι ἐκφράζει τὸ αἴτημά του· Ἂν μπορεῖς ἐσύ, λυπήσου μας, καὶ βοήθησέ μας, εἶπε. Ἐμένα ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ἀπιστία καὶ τὸ παιδί μου ἀπὸ τὸ ἄλαλο πνεῦμα. Οἱ μαθηταί σου δὲν μπόρεσαν νὰ κάνουν οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο.
Τώρα ἐξηγεῖται καλύτερα γιατί ὁ Χριστὸς πρωτύτερα φάνηκε νὰ διαμαρτύρεται γενικὰ καὶ ἀσύνδετα γιὰ τὴν ἀπιστία τῆς γενιᾶς ἐκείνης. Προφανῶς τὸ διεισδυτικὸ μάτι του ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ εἶχε τσεκάρει τὴν ἀπιστία τοῦ πατέρα, ποὺ κι αὐτὴ ἀκόμη τὴ στιγμὴ ἐκφράζεται εἰρωνικὰ μὲ τὸ Ἂν μπορεῖς. Ποιός μᾶς βεβαιώνει ὅτι αὐτὴ ἡ ἀπιστία τοῦ πατέρα δὲν εὐθύνεται γιὰ ὅ,τι ἔπαθε τὸ παιδί του; Ἐξ ἄλλου ἡ ἀπιστία τῶν γραμματέων, ποὺ χαιρέκακα περίμεναν νὰ δοῦν καὶ τὸ Χριστὸ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τὸ νέο, ὅπως καὶ οἱ μαθηταί του, γιὰ νὰ τὸν διαπομπεύσουν, ἦταν δεδομένη.
Οὔτε γενικὴ λοιπὸν οὔτε ἀσύνδετη ἦταν ἡ διαμαρτυρία τοῦ Κυρίου. Εἶχε συγκεκριμένες ἀφορμές. Ἁπλῶς, φερόμενος διακριτικά, δὲν εἶχε δώσει στὴ διαμαρτυρία του προσωπικὸ χαρακτῆρα. Ὅταν τελικὰ ὁ πατέρας κατάλαβε ὅτι ὁ Χριστὸς ὑπαινίσσεται τὴν ἀπιστία του, ποὺ ἐνδεχομένως θὰ μποροῦσε ν’ ἀποβεῖ σὲ βάρος τῆς θεραπείας τοῦ παιδιοῦ του, τότε μὲ δάκρυα ἐξομολογεῖται δημοσίως· Πιστεύω, Κύριε, βοήθα με ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ἀπιστία μου, ποὺ εὐθύνεται ὄχι μόνο γιὰ τὸ πάθημα τοῦ παιδιοῦ μου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν παρακώλυση τῆς θεραπείας του.
Μετὰ τὴν ὁμολογία αὐτὴ ὁ Χριστὸς διατάσσει τὸ ἄλαλο πνεῦμα νὰ βγεῖ καὶ νὰ μὴν ξαναμπεῖ ποτὲ πιὰ στὸ παιδὶ αὐτό. Ἄλαλο καὶ κωφὸ πνεῦμα, ὄχι πιὰ οἱ μαθηταί μου, ἀλλ’ ἐγὼ σὲ διατάσσω, εἶπε· Νὰ βγεῖς ἀμέσως ἀπ’ τὸ νέο καὶ ποτὲ πιὰ νὰ μὴν μπεῖς μέσα του.
Τὸ ἄλαλο πνεῦμα, μὴ μπορώντας νὰ κάνει κι ἀλλιῶς, παρ’ ὅλες τὶς παρελκυστικὲς κραυγὲς καὶ τοὺς σπαραγμοὺς δυσαρεσκείας, διότι ἔχανε τὸ «στέκι» του, βγῆκε, προκαλώντας τὴν τελευταία κακούργα πράξη του, ἀφήνοντας τὸ νέο σὲ σχεδὸν κατάσταση θανάτου. Ὁ κόσμος τὸν πέρασε γιὰ νεκρό. Ἀλλ’ ὁ Κύριος τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν σήκωσε ὄρθιο. Κι ἐκεῖνος, ἀπαλλαγμένος καὶ εἰρηνικός, στάθηκε στὰ πόδια του.
Σκηνικὸ δεύτερο. Βλέποντας τὸ σημεῖο οἱ μαθηταί, ἐνθαρρύνονται, διότι τελικὰ δὲν ἔγινε τῶν γραμματέων, καὶ ρωτοῦν τὸν Κύριο· Γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ διώξουμε τὸ ἄλαλο πνεῦμα καὶ ντροπιαστήκαμε μπροστὰ στοὺς γραμματεῖς; Κι ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε στὴν εὔλογη ἀπορία τους λέγοντας· Οἱ δαίμονες, ὅταν θρονιάζουν μέσα στοὺς ἀνθρώπους, δὲν βγαίνουν παρὰ μόνο μὲ πολλὴ προσευχὴ καὶ νηστεία. Κι ἐννοοῦσε βέβαια κατὰ πολὺ αὐστηρότερη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ καλούμαστε νὰ κάνουμε ἐμεῖς τώρα τὴ μεγάλη τεσσαρακοστή, γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό.
Σκηνικὸ τρίτο. Σὰν βγῆκαν πιὸ πέρα καὶ βρέθηκαν μόνοι τους, βαδίζοντας διὰ μέσου της Γαλιλαίας, ὁ Χριστὸς τοὺς ἀποκάλυψε ὅτι τὰ δαιμόνια καὶ τὰ ὄργανά τους συσπειρώνονται, γιὰ νὰ τὸν ἐκδικηθοῦν. Σκοπός τους εἶναι, εἶπε, νὰ μὲ ὁδηγήσουν στὸ σταυρικὸ θάνατο. Ἀφοῦ μὲ σκοτώσουν ὅμως, πρόσθεσε, θ’ ἀναστηθῶ σὲ τρεῖς μέρες. Δυσάρεστη ἡ εἴδηση, ἀλλ’ εἶχε μέσα της κι ἕνα σπέρμα ἐλπίδος· τὴν ἀνάστασή του· καὶ τὴ συντριβὴ τοῦ διαβόλου.
Σὰ νὰ τοὺς ἔλεγε· «Μὴ χάνετε τὸ θάρρος σας· θέλω καὶ παραδίδομαι στὸ θάνατο, γιὰ νὰ σώσω ὅσους μὲ πιστεύουν. Μπορῶ νὰ τὸν ἀποφύγω, ἀλλ’ ἐγὼ δίνω τὴν ἄδεια στὸ διάβολο καὶ στὰ ὄργανά του νὰ μὲ πιάσουν. Ὁ διάβολος θὰ τὸ θεωρήσει ἀδυναμία μου, ἀλλὰ θὰ εἶναι γι’ αὐτὸν ἀργά, ὅταν ἡ ἀνάστασή μου θὰ τὸν συντρίψει μία γιὰ πάντα, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ ἄλλο νὰ τυραννάει τοὺς ἀθῴους, ὅπως αὐτὸν τὸν σεληνιαζόμενο νέο, μὲ τὴν κακία του. Μετὰ τὴν ἀνάστασή μου ὅσοι πιστεύουν σ’ ἐμένα θὰ εἶναι ἄτρωτοι ἀπὸ τὶς ἐπιβουλὲς τοῦ διαβόλου. Πεθαίνω γιὰ νὰ ζήσετε ἐσεῖς αἰωνίως, ὑφιστάμενοι μὲν κακὰ ἀπὸ τὸ διάβολο στὴν παροῦσα κατάσταση, ἀλλὰ νικώντας τον τελικῶς μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀναστάσεώς μου. Μακάρια καὶ ἀνενόχλητη ζωὴ θὰ ζήσετε μετὰ τὴν τελικὴ συντριβὴ τοῦ σατανᾶ κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία μου. Πρὸς τὸ παρὸν προσεύχεστε καὶ νηστεύετε».
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσι 31/3/2011)