ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν ᾿Απόστολος 5ης κυριακῆς ἐπιστολῶν

PostHeaderIcon ᾿Απόστολος 5ης κυριακῆς ἐπιστολῶν

 

Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΗ

ΚΑΙ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ

 

Κυρ. Ε΄ Ἐπιστολῶν (Ρω 10, 1-10)

 

Μεγάλος ψυχικὸς πόνος γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ἦταν τὸ ὅτι οἱ ὁμοεθνεῖς του Ἰουδαῖοι δὲν πίστεψαν στὸ Χριστό. Τὸν πόνο του αὐτὸν τὸν ἐκθέτει στὸ προηγούμενο κεφάλαιο. Ἐδῶ στὸ δέκατο κεφάλαιο ἐπανέρ­χεται στὸ ζήτημα αὐτό, καὶ παρ᾿ ὅλο ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἀγάπησαν τὸ Χριστό, μερικοὶ μάλιστα καὶ τὸν ἐχθρεύονται, συκοφαντοῦν δὲ καὶ τὸν ἴδιο σὰν κήρυκα τοῦ Χριστοῦ, ἐν τούτοις ὁ Ἀπόστολος ἐκδηλώνει τὴ σφοδρὴ ἐπιθυμία του καὶ τὴν παράκλησή του στὸ Θεὸ οἱ ἀδερφοί του νὰ πιστέ­ψουν στὸ Χριστὸ καὶ νὰ σωθοῦν.

Ἡ μεγαλοψυχία τοῦ Παύλου βρίσκει μάλιστα καὶ τὴ δύναμη νὰ ἐξάρει κάποια θετικὰ στοιχεῖα τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, ποὺ δικαιώνουν τὸ διάπυρο ἐν­δια­φέρον του γι’ αὐτούς. Ἕνα τέτοιο θετικὸ στοιχεῖο, λέει, εἶναι ὁ ζῆλος τους γιὰ τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὶς ἐντολές του. Δὲν παραλείπει ὅμως νὰ τονίσει ὅτι ὁ ζῆλος τους αὐτὸς εἶναι ἄκυρος καὶ ἀτελέσφορος, διότι δὲν συν­ο­δεύεται ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ γνώση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ψεύτικη. Ἡ ἀληθινὴ γνώση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε στὸ Χριστό. Αὐτοὶ ὅμως τὸν ἀπορρίπτουν. Ἄρα δὲν ἔχουν ἀληθινὴ γνώση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ὡς θέλημα Θεοῦ ἔχουν τὸ δικό τους ἐγωιστικὸ καὶ ἁμαρτωλὸ θέλημα, τὸ ὁποῖο τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Χριστό.

Ὁ Ἀπόστολος κάνει τὸ λόγο του ἀκόμη πιὸ συγκεκριμένο. Οἱ συμ­πα­τριῶτες του, λέει, δὲν ἔδειξαν ἐνδιαφέρον νὰ μάθουν τὴ σωτηρία ποὺ δίνει ὁ καλὸς Θεός, καὶ ἐπιμένοντας νὰ ἐπιβάλουν τὴ δική τους ἀντί­ληψη γιὰ σωτηρία, δὲν ταπεινώθηκαν νὰ δεχθοῦν τὴ σωτηρία ποὺ δίνει ὁ Θεός. Ἔτσι παραμένουν ἐκτὸς σωτηρίας. Διότι σκοπὸς ποὺ δόθηκε ὁ νόμος στὸν Ἰσ­ραὴλ μὲ τὸ Μωυσῆ εἶναι νὰ πιστέψει ὁ λαὸς αὐτὸς στὸν ἀπεσταλμένο ἀπὸ τὸ Θεὸ σωτῆρα. Μὲ τὴν ἔλευση τοῦ χρισμένου σωτῆρος, ὁ νόμος ἀχρη­στεύ­θηκε. Σωτηρία πιὰ βρίσκει ὁ καθένας ποὺ πιστεύει στὸ σωτῆρα, ὅποιος κι ἂν εἶναι αὐτός, ἐνῷ οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ ἐξαρτοῦν ἀκόμη τὴ σωτηρία τους καὶ τὴν περιμένουν ἀπὸ τὸ νόμο, ζοῦν στὴν πλάνη.

Ὁ Μωυσῆς δείχνει ποιά εἶναι ἡ σωτηρία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ νόμο, καὶ τί εἴδους εἶναι. Λέει στὸ Δευτερονόμιο· «Πρέπει νὰ φυλάξετε ὅλες τὶς ἐντολές μου καὶ ὅλα τὰ προστάγματά μου. Καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόσετε. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ τὰ τηρήσει λεπτομερῶς ὅλα αὐτά, θὰ ζήσει». Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι δὲν λέει «θὰ σωθεῖ», ἀλλὰ «θὰ ζήσει», δηλαδὴ θ’ ἀποφύγει τὸν πρόωρο καὶ βίαιο θάνατο καὶ θὰ ζήσει περισσότερα, ἀλλ’ ὄχι ἀτέ­λειω­τα, χρόνια. Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα· Πόσοι μποροῦν νὰ φυλάξουν τὸ νόμο ἐπακριβῶς; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἡ ἀπαίτηση εἶναι δύσκολη καὶ βαριά, καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ τὸν τηρήσει σὲ ὅλες τὶς λεπτομέρειές του. Λοιπὸν ὁ νόμος μ’ αὐτὸ ποὺ λέει εἶναι ἀνεφάρμοστος καὶ ὁδηγεῖ σὲ ἀδιέξοδο; Ὄχι. Ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία, ἐφ’ ὅσον ὅμως αὐτὸ ποὺ λέει ἐδῶ συνδυασθεῖ μὲ τὸ ἄλλο ἐκεῖνο ποὺ λέει πάλι στὸ Δευτερονόμιο γιὰ τὴν ἐκ πίστεως σωτηρία. Τί λέει; Ὅτι ἡ σωτηρία εἶναι καὶ κοντὰ καὶ εὔκολη. Λέει·

Μὴ σοῦ περάσει ὁ λογισμός· Ποιός θ’ ἀνεβεῖ στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ κατεβάσει κάτω τὸ σωτῆρα ποὺ θὰ μὲ σώσει; Ἤ, ἂν ὁ σωτῆρας εἶναι στὸν ᾅδη, ποιός θὰ κατεβεῖ ἐκεῖ κάτω, γιὰ νὰ τὸν ἀνεβάσει πάνω, δηλαδὴ νὰ τὸν ἀναστήσει, γιὰ νὰ μοῦ δώσει τὴ σωτηρία; Ἂν χρειαζόταν νὰ γίνει αὐτό, ἡ σωτηρία θὰ ἦταν ἀδύνατη. Ἀλλὰ λέει· Κοντά σου εἶναι ἡ λέξη «πι­στεύω», ποὺ ἐμεῖς οἱ κήρυκες κηρύττουμε, στὸ στόμα σου καὶ στὸ νοῦ σου. Τὴ λές, καὶ σῴζεσαι. Τόσο γρήγορα καὶ τόσο εὔκολα. Ὁ Ἰωάννης χρυσό­στομος σχολιάζει· «Δὲν χρειάζεται οὔτε εἶναι δυνατὸ νὰ ἀνεβεῖς στὸν οὐρανό… ἀλλὰ μπορεῖς, ἐνῷ κάθεσαι στὸ σπίτι σου, νὰ σωθεῖς».

Εἶναι πράγματι εὔκολη ἡ σωτηρία σου. Διότι, ἂν ὁμολογήσεις μὲ τὸ στόμα σου ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καὶ πι­στέψεις μὲ τὸ μυαλό σου ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀνέστησε σὰν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν τάφο ὅπου ἔκειτο νεκρός, θὰ σωθεῖς. Διότι πιστεύεται ὁ Κύριος μὲ τὸ μυαλό, προκειμένου νὰ χαρίσει τὴν ἀπαλλαγή σου ἀπὸ τὴν ἐνοχή, καὶ μὲ τὸ στόμα ὁμολογεῖται, προκειμένου νὰ χαρίσει τὴ σωτηρία σου.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος προβάλλοντας τὴν ὁμολογία σὰν μέσο σωτηρίας εἶναι πλήρως εὐθυγραμμισμένος μὲ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ποὺ ζητάει τὴν ὁμολογία μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους. Ὅποιος μὲ ὁμολογήσει, θὰ τὸν ὁμολογήσω, λέει. Δυσκολία στὴν ὁμολογία ὑπάρχει, μόνο ὅταν ἡ πίστη εἶναι σὲ διωγμό, διότι μπορεῖ τότε νὰ κοστίσει τὴν ἐπίγεια ζωή. Ὁ Χριστὸς ὅμως μακαρίζει αὐτοὺς ποὺ γίνονται ἀντικείμενα εἰρωνείας ἢ διώκονται καὶ ἀπειλοῦνται γιὰ τὸ ὄνομά του. Ὁ Χριστιανὸς εἶναι Χριστιανὸς ὅταν καὶ πιστεύει καὶ ὁμολογεῖ. Ὅταν πιστεύει καὶ δὲν ὁμολογεῖ, εἶναι δειλός. Ὅταν ὁμολογεῖ καὶ δὲν πιστεύει, εἶναι ὑποκριτής. Ὄχι τοὺς δειλοὺς καὶ ὑποκριτάς, ἀλλὰ τοὺς γενναίους καὶ εὐθεῖς θέλει ὁ Χριστός.

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

(δημοσίευσι· 25/6/2010)