᾿Απόστολος 2ας κυριακῆς ἐπιστολῶν
ΠΟΙΟΙ ΘΑ ΚΕΡΔΙΣΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ;
Κυρ. Β΄ Ἐπιστολῶν (῾Ρω 2,10-16)
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας ἀπὸ τὴν Κόρινθο τὴν ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῆς ῾Ρώμης, πρὶν ἀκόμη ἐπισκεφθεῖ τὴ ῾Ρώμη καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχει συγκεκριμένος λόγος, τοὺς κάνει μὲ ἠρεμία μία γενικότερη κατήχηση ποὺ ἔχει σὰν θέμα ποιοί θὰ λυτρωθοῦν καὶ ποιοί θὰ καταδικασθοῦν. Οἱ Ἰουδαῖοι, ὡς γνωστόν, πίστευαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους ὅτι θὰ σωθοῦν. Ἐνῷ γιὰ τοὺς μὴ Ἰουδαίους πίστευαν ὅτι θὰ κολαστοῦν. Ὁ ἀπόστολος ὅμως τὸ βγάζει αὐτὸ λάθος καὶ λέει πῶς ἔχει τὸ πρᾶγμα.
Στὸ πρῶτο μέρος τῆς ἐπιστολῆς (κεφ. 1-4), ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶναι παρμένη καὶ ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς Β΄ Κυριακῆς Ἐπιστολῶν, παρουσιάζει τὴ θρησκευτικὴ καὶ ἠθικὴ κρίση τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ τῶν Ἰουδαίων. Τονίζει ὅτι ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ θὰ ἐκδηλωθεῖ μὲν κατὰ τῶν εἰδωλολατρῶν, ποὺ ἐνῷ τὸν γνώρισαν μέσα ἀπὸ τὴν τελειότητα τῆς φύσεως, δὲν τὸν πίστεψαν, καὶ περιέπεσαν σὲ ἀκατονόμαστα πάθη, θὰ ἐκδηλωθεῖ ὅμως καὶ κατὰ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι, ἐνῷ εἶχαν τὸ προνόμιο νὰ λάβουν τὸ νόμο, δὲν τὸν τηροῦν, καὶ εἶναι διπλὰ παραβάτες. Ἀλλὰ καὶ στὴν ἀπόδοση τῶν ἀμοιβῶν ὁ Θεὸς δὲν θὰ κάνει διάκριση ἀνάμεσα στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς ἐθνικούς.
Ἡ δόξα ἡ τιμὴ καὶ ἡ εἰρήνη, λέει στὴν περικοπή μας, σὰν ἀμοιβὴ θὰ δοθοῦν ἀπὸ τὸ Θεὸ στὸν καθένα ποὺ κάνει τὸ καλό, εἴτε εἶναι Ἰουδαῖος εἴτε εἰδωλολάτρης. Διότι ὁ Θεὸς δὲν φέρνεται σὲ ἄλλους ἔτσι καὶ σὲ ἄλλους ἀλλιῶς, ἀλλὰ σ’ ὅλους τὸ ἴδιο. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι προσωπολήπτης. Παιδιά του εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι, παιδιά του καὶ οἱ εἰδωλολάτρες. Δὲν εἶναι Θεὸς μόνο τῶν μέν, ἀλλὰ καὶ τῶν δέ. Ὁ Θεὸς βλέπει τὴν προαίρεση τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τὴν καλὴ ἢ τὴν κακή, καὶ τὰ ἔργα του, τὰ καλὰ ἢ τὰ κακά, καὶ ἐνεργεῖ ἀναλόγως. Στοὺς εἰδωλολάτρες ἔδωσε τὸ φυσικὸ νόμο, τὸ νόμο τῆς συνειδήσεως, στοὺς Ἰουδαίους ἔδωσε καὶ τὸ γραπτὸ νόμο μὲ τὸ Μωϋσῆ.
Εἶναι δίκαιος λοιπὸν καὶ ἀπροσωπόληπτος ὁ Θεός. Καὶ γι’ αὐτὸ ὅσοι ἁμάρτησαν, χωρὶς νὰ ἔχουν λάβει γραπτὸ νόμο (δηλαδὴ οἱ εἰδωλολάτρες), θὰ καταδικαστοῦν στὴν ἀπώλεια, χωρὶς νὰ ἔχουν κατήγορο τὸ νόμο. Ὅσοι πάλι ἁμάρτησαν, ἐνῷ τοὺς εἶχε δοθεῖ γραπτὸς νόμος (δηλαδὴ οἱ Ἰουδαῖοι), αὐτοὶ θὰ καταδικαστοῦν μὲ βάση τὸ νόμο ποὺ τοὺς δόθηκε. Δηλαδὴ οἱ Ἰουδαῖοι θὰ κριθοῦν αὐστηρότερα, καὶ κατὰ τὸ φυσικὸ νόμο καὶ κατὰ τὸ μωσαϊκὸ νόμο. Ἐνῷ οἱ εἰδωλολάτρες θὰ κριθοῦν ἠπιότερα, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν τὸ μωσαϊκὸ νόμο, ἀλλὰ μόνο τὸ φυσικό.
Ἄρα δίκαιοι στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦν μόνο τὸ νόμο καὶ δὲν τὸν ἐφαρμόζουν, ἀλλ’ ὅσοι ἐφαρμόζουν τὸ νόμο, εἴτε τὸν ἀκοῦν εἴτε δὲν τὸν ἀκοῦν, εἴτε δηλαδὴ εἶναι Ἰουδαῖοι εἴτε εἶναι εἰδωλολάτρες. Αὐτοὶ θὰ θεωρηθοῦν δίκαιοι ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀφήνει ἕνα περιθώριο ὁ Παῦλος, ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἐφαρμόζουν τὸ νόμο καὶ ἄνθρωποι ποὺ δὲν τὸν ἔλαβαν καὶ δὲν τὸν ἄκουσαν, καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἐφαρμόζουν τὸ νόμο αὐτοὶ ποὺ καὶ τὸν ἔλαβαν καὶ τὸν ἄκουσαν στὶς συναγωγές τους. Ὁ νόμος εἶναι φάρμακο. Ἂν τὸ πάρει ὁ ἄρρωστος θεραπεύεται, ἂν δὲν τὸ πάρει, δὲν τὸν ὠφελεῖ· ἁπλῶς τὸ κρατάει στὸ χέρι του. Ὅταν ὁ Θεὸς ἔδωσε στοὺς Ἰουδαίους τὸ νόμο, τοὺς παρήγγειλε νὰ τὸν τηροῦν. «Ὅλα τὰ προστάγματα ποὺ σᾶς εἶπα νὰ τὰ φυλάξετε καὶ νὰ τὰ τηρήσετε» (Ἐξ 23,13). Καὶ προανήγγειλε τιμωρίες γιὰ ὅσους δὲν θὰ τὰ τηρήσουν.
Ὅταν κάποιοι εἰδωλολάτρες εἶναι πράγματι θεοσεβεῖς, καὶ ἐνῷ δὲν ἔχουν λάβει γραπτὸ νόμο, καθοδηγούμενοι ὅμως ἀπὸ τὸ φυτεμένο μέσα τους νόμο τῆς συνειδήσεως, ἐφαρμόζουν αὐτὰ ποὺ λέει ὁ νόμος, αὐτοί, ἂν καὶ δὲν ἔχουν λάβει τὸ μωσαϊκὸ νόμο, ὅμως τὸν ἔχουν μέσα τους, στὴ συνείδησή τους. Ὁ Ἄβελ, ὁ Ἐνώχ, ὁ Νῶε, ὁ Μελχισεδέκ, ὁ Ἀβραάμ, λόγου χάριν ἔζησαν πρὶν νὰ δοθεῖ ὁ νόμος. Καὶ ὅμως ἐφάρμοσαν αὐτὰ ποὺ ἀργότερα εἶπε ὁ νόμος, διότι εἶχαν μέσα τους τὸ νόμο τῆς συνειδήσεως. Ὅταν ὁ εἰδωλολάτρης παραβαίνει μέσα του τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ τιμωρηθεῖ μία φορά, ἐνῷ ὅταν ὁ Ἰουδαῖος παραβαίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ τιμωρηθεῖ δύο φορὲς αὐστηρότερα, καὶ ὅταν ὁ Χριστιανὸς παραβαίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐννοεῖται, θὰ τιμωρηθεῖ ἀκόμη αὐστηρότερα. Ὁ Κύριος εἶχε πεῖ στοὺς Ἰουδαίους· Αὐτὸς ποὺ δὲν γνώρισε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὸ ἐφάρμοσε, θὰ δαρεῖ λίγο, ἐνῷ αὐτὸς ποὺ τὸ γνώρισε καὶ δὲν τὸ ἐφάρμοσε, θὰ δαρεῖ πολύ.
Οἱ εἰδωλολάτρες ποὺ ἐφαρμόζουν τὸ νόμο χωρὶς νὰ τὸν ἔχουν λάβει, ἀποδεικνύουν ὅτι ἔχουν γραμμένο τὸ νόμο μέσα τους, ἀφοῦ ἡ συνείδησή τους δίνει τὴ μαρτυρία της γιὰ κάθε καλὴ ἢ κακὴ πράξη δημιουργώντας μέσα τους μία πάλη. Οἱ ἐνάρετοι λογισμοὶ κατηγοροῦν τοὺς λογισμοὺς τῆς ἁμαρτίας ἢ καὶ ἀπολογοῦνται ὑποστηρίζοντας τὴν ἀρετή. Οἱ ἁμαρτωλοὶ λογισμοὶ κατηγοροῦν τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀρετῆς ἢ καὶ ἀπολογοῦνται δικαιολογώντας τὴν ἁμαρτία. Αὐτὴ τὴν πάλη προκαλεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο ὁ φυσικὸς νόμος τῆς συνειδήσεως ὁ φυτεμένος ἀπὸ τὸ Θεό.
Θὰ κηρυχθοῦν λοιπὸν δίκαιοι οἱ τηρηταὶ τοῦ νόμου κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ὅταν ὁ Κριτὴς θὰ κρίνει ὅλες αὐτὲς τὶς ἐσωτερικὲς κρυφὲς διαμάχες, ποὺ κατέληξαν ἢ σὲ πτώσεις ἢ σὲ νῖκες, μὲ βάση τὸ εὐαγγέλιο ποὺ κήρυξε ὁ ἴδιος. Τότε θὰ πέσει καὶ τὸ πέπλο τῆς ὑποκρισίας, καὶ αὐτοὶ ποὺ παρουσιάζονται τάχα γιὰ ἐνάρετοι, θὰ φανεῖ πόσο ἐνάρετοι ἦταν. Καὶ αὐτοὶ ποὺ θεωροῦνται κατάκριτοι, θὰ φανεῖ πόσο κατάκριτοι ἦταν. Γι’ αὐτὸ κανένας ἂς μὴν κρίνει, ἀλλ’ ὅλοι ν’ ἀφήσουμε τὴν κρίση στὸν Κριτή. Ν’ ἀγωνιζόμαστε μόνο νὰ ἐφαρμόζουμε ἐδῶ τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἔχουμε ἐκεῖ καλὴ ἀπολογία.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσις 3/6/2010)