ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν ᾿Απόστολος κυριακῆς τυφλοῦ

PostHeaderIcon ᾿Απόστολος κυριακῆς τυφλοῦ

 

ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΙΛΑΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥΣ

 

Κυρ. Τυφλοῦ (Πρξ 16, 16-34)

 

    Μία μεγάλη περιπέτεια τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα ἐξιστορεῖ στὸ ἀπο­στο­λικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τοῦ τυφλοῦ ὁ θεόπνευστος ἱστορικὸς Λου­κᾶς, ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ συγγραφεὺς τῶν Πράξεων, περιπέτεια ποὺ ὅ­μως τελικὰ μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ εἶχε εὐχάριστο ἀποτέλεσμα. Ἂς τὴν παρακολουθήσουμε.

    Ὁ Παῦλος ὁ Σίλας ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Τιμόθεος βρίσκονταν στοὺς Φιλίπ­πους, κοντὰ στὴ σημερινὴ Καβάλα. Ἦταν ὥρα ποὺ οἱ δύο πρῶτοι πήγαι­ναν στὸν καθορισμένο τόπο τῆς προσευχῆς, στὸν ὁποῖο προσεύχονταν αὐ­τοὶ καὶ οἱ λίγοι Χριστιανοὶ τῆς πόλεως. Μὲ ταχύτερο βάδισμα τοὺς προ­φταί­νει καὶ τοὺς ἀκολουθεῖ μία νεαρὴ δούλη, ποὺ εἶχε μέσα τῆς τὸ δαι­μό­νιο τοῦ πύθωνος, δηλαδὴ δαιμόνιο μαντικό, δαιμόνιο μέντιουμ, ποὺ ἔλεγε πράγ­ματα κρυμμένα (ἐξ οὗ καὶ «Πύθιος Ἀπόλλων» καὶ «Πυθία»· ἀπὸ τὸ πυν­θάνομαι = πληροφορῶ). Ἡ νεαρὴ αὐτὴ ἔκανε χρυσὲς δουλειὲς στ’ ἀφεν­τικά της μὲ τὶς μαντεῖες της.

    Αὐτὴ λοιπὸν τοὺς πῆρε ἀπὸ πίσω καὶ φώναζε δυνατά· Αὐτοὶ οἱ ἄν­θρω­ποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου καὶ κηρύττουν τὸ δρόμο τῆς σω­τηρίας. Πράγματι μὲ τὰ λόγια της αὐτὰ ἡ παιδίσκη ἔλεγε μία ἀλήθεια. Ἀλλ’ ὁ Παῦλος δὲν ἤθελε ὁ ψεύτης καὶ κακόβουλος διάβολος νὰ γίνεται πι­στευτὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη κι ὅταν λέει τὴν ἀλήθεια. Δὲν ἤθελε συστάσεις ἀπὸ τὸ διάβολο. Κι ἐπειδὴ τὸ δαιμόνιο ποὺ ἦταν μέσα στὴ νε­α­ρὴ ἔλεγε γιὰ τὸν Παῦλο καὶ τὸ Σίλα αὐτὰ ποὺ ἔλεγε ὄχι ἀπὸ ἀγαθὸ σκοπὸ (ἂν εἶναι δυνατὸν ὁ διάβολος νὰ ἔχει ἀγαθὸ σκοπό), τὰ ἔλεγε κάθε φορὰ ποὺ οἱ ἀπόστολοι περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ, ὁ Παῦλος κουράστηκε καὶ ἐνο­χλή­θη­κε νὰ τ’ ἀκούει, καὶ στραφεὶς πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ παρήγγειλε στὸ ὄνο­μα τοῦ Χριστοῦ νὰ βγεῖ ἀπὸ αὐτήν. Καὶ βγῆκε πράγματι τὴν ἴδια στιγμή.

    Ὅταν πῆραν χαμπάρι τ’ ἀφεντικὰ τῆς νεαρῆς ὅτι χάσανε τὰ συμφέ­ρον­τά τους, γιατί ἡ νεαρὴ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ μαντεύει καὶ νὰ βγάζει λεφτά, ἔπιασαν τὸν Παῦλο καὶ τὸ Σίλα καὶ τοὺς ἔσυραν βιαίως στοὺς ἄρχοντες ἢ στρα­τηγούς, ποὺ εἶχαν τὴν εὐθύνη τῆς δημοσίας τάξεως στὴν ἀγορά, μὲ τὴν καταγγελία ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι Ἰουδαῖοι καὶ διαταράσσουν τὴν πόλη διδάσκοντας θρησκευτικὰ ἔθιμα, ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται σ’ ἐμᾶς τοὺς Ρωμαίους νὰ τὰ παραδεχόμαστε. Ἀπὸ τὶς φωνές τους μαζεύτηκε ὁ κό­σμος ἐναντίον τῶν δύο ἀποστόλων. Τότε οἱ στρατηγοὶ ἔσχισαν τὰ φο­ρέ­μα­τα τῶν ἀποστόλων καὶ διέταξαν νὰ τοὺς ραβδίσουν μὲ τὰ ρόπαλα (= γκλόπς). Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσαν πολλὰ χτυπήματα, τοὺς ἔρριξαν στὴ φυ­λα­κή, δίνοντας ἐντολὴ στὸ δεσμοφύλακα νὰ τοὺς φυλάξει σὲ ἀσφαλὲς μέ­ρος, γιὰ νὰ μὴ δραπετεύσουν. Καὶ ἐκεῖνος τοὺς ἔβαλε στὴν πιὸ ἐσωτερικὴ φυ­λακή. Τὰ πόδια τους τὰ ἀκινητοποίησε σ’ ἕνα εἰδικὸ ξύλο, ποὺ προ­κα­λοῦσε πολὺ πόνο.

    Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας, παρ᾿ ὅλο τὸν πόνο καὶ τὴν περιπέτεια, εἶχαν τὸ κουράγιο καὶ ἔψαλλαν τὸ Θεό, σὰ νὰ μὴ συνέβαινε τί­πο­τε. Οἱ φυλακισμένοι τοὺς ἄκουγαν καὶ ἀποροῦσαν ποῦ ἔβρισκαν τὴ δύ­να­μη αὐτή. Ξαφνικὰ γίνεται ἕνας μεγάλος τοπικὸς σεισμός. Τὰ θεμέλια τῆς φυλακῆς σείστηκαν. Ἄνοιξαν τὴν ἴδια στιγμὴ ὅλες οἱ πόρτες τῆς φυ­λα­κῆς κι ἔπεσαν ἀπὸ τὰ χέρια ὅλων τῶν φυλακισμένων οἱ ἁλυσίδες. Ξυπνάει ἐκείνη τὴν ὥρα καὶ ὁ δεσμοφύλακας καὶ βλέποντας ἀνοιχτὲς τὶς πόρτες ἔβγαλε τὸ μαχαῖρι, γιὰ ν’ αὐτοκτονήσει, νομίζοντας ὅτι οἱ φυλακισμένοι ἔχουν δραπετεύσει. Ἀλλ’ ὁ Παῦλος τὸν πρόλαβε καὶ φώναξε δυνατά· Εἴ­μα­στε ὅλοι ἐδῶ· μὴν κάνεις κακὸ στὸν ἑαυτό σου.

    Ὁ δεσμοφύλακας κατάλαβε ὅτι ἔχει νὰ κάνει μὲ ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ποὺ μποροῦσαν νὰ φύγουν καὶ δὲν ἔφυγαν οὔτε αὐτοὶ οὔτε οἱ ἄλλοι φυ­λα­κισμένοι, καὶ μποροῦσαν νὰ τὸν ἀφήσουν ν’ αὐτοκτονήσει καὶ δὲν τὸν ἄ­φη­σαν, καὶ καταλήφθηκε ἀπὸ ρῖγος συγκινήσεως. Ζήτησε φῶς, πήδηξε μέσα στὴ φυλακὴ κι ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα μὲ εὐγνω­μο­σύ­νη. Τοὺς βγάζει ἔξω καὶ τοὺς ρωτᾶ πῶς θὰ σώσει τὴν ψυχή του. Καὶ ἐκεῖ­νοι τοῦ ἀπάντησαν· Θὰ σωθεῖς καὶ σὺ καὶ ἡ οἰκογένειά σου πιστεύοντας στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.

    Καὶ οἱ δύο ἀπόστολοι εἶπαν τότε σ’ αὐτὸν καὶ στὴν οἰκογένειά του τὰ λό­για τοῦ Θεοῦ. Ὁ δεσμοφύλακας ἠρέμησε καὶ ἐκείνη τὴ νυχτερινὴ ὥρα τοὺς πῆγε σὲ νερὸ καὶ τοὺς ἔλουσε ἀπὸ τὰ αἵματα, ἐνῷ ὁ ἴδιος καὶ οἱ οἰ­κεῖοι του βαπτίστηκαν ὅλοι τὴν ἴδια ὥρα. Στὴ συνέχεια τοὺς ἀνέβασε στὸ σπί­τι του καὶ τοὺς παρέθεσε τραπέζι, καὶ χάρηκε πάρα πολὺ καὶ αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του, ἐπειδὴ εἶχαν πιστέψει ὅλοι τους στὸ Θεό.

    Τί νὰ πρωτοθαυμάσει κανείς; Τὸ ὅτι οἱ ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Σίλας δὲν ἀνέχτηκαν τοὺς ἐπαίνους τοῦ διαβόλου; Τὸ ὅτι ἀδιαμαρτύρητα καὶ ἀν­α­πολόγητα δάρθηκαν σκληρὰ καὶ πετάχτηκαν στὴ φυλακή, ἐνῷ μποροῦσαν νὰ γλιτώσουν ἀπὸ τὶς κακοποιήσεις, ἂν ἔκαναν χρήση τοῦ προνομίου τοῦ Ρω­μαίου πολίτου, καθὼς καὶ οἱ δύο τους ἦταν Ρωμαῖοι πολῖτες; Τὸ ὅτι βρῆ­καν τὴ δύναμη καὶ ὑμνοῦσαν τὸ Θεό, ἐπειδὴ ἔπαθαν αὐτὰ ποῦ ἔπαθαν γιὰ τ’ ὄνομά του; Τὸ ὅτι παρενέβη ὁ Θεὸς μὲ τὸ σεισμὸ καὶ τοὺς ἀπε­λευ­θέ­ρωσε; Τὸ ὅτι μποροῦσαν ν’ ἀποδράσουν καὶ δὲν ἀπέδρασαν; Τὸ ὅτι πρό­λα­βαν τὴν αὐτοκτονία τοῦ δεσμοφύλακα; Τὸ ὅτι ἅρπαξαν τὴν εὐκαιρία καὶ τὸν ἔκαναν Χριστιανὸ σὲ μία ὥρα ποὺ οἱ ἴδιοι εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ ξε­κού­ρα­ση καὶ ὕπνο;

    Πῶς νὰ μὴν εἶναι ὁ Θεὸς κοντὰ σὲ τέτοιους ἄντρες τῆς πίστεως;

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

 

(δημοσίευσις 6/5/2010)