ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν ᾿Απόστολος 2ας κυριακῆς νηστειῶν

PostHeaderIcon ᾿Απόστολος 2ας κυριακῆς νηστειῶν

 

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΩΤΕΡΟΣ
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ


Κυρ. Β΄ Νηστειῶν (῾Εβ 1,10-2,3)

 

    Ἀρκετοὶ Ἑβραῖοι στὰ χρόνια τῶν ἀποστόλων εἶχαν πιστέψει στὸ Χρι­στό. Γίνεται ὅμως στὸ μεταξὺ ἕνας διωγμὸς καὶ ὀλιγοπιστοῦν καὶ κλονί­ζονται. «Καλὰ περνούσαμε μὲ τὴν παλιὰ θρησκεία τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, ἔλεγαν. Καὶ νόμιμοι ἤμασταν καὶ διωγμοὺς καὶ κακοπάθειες καὶ ἐκτο­πί­σεις δὲν εἴχαμε. Τώρα ὁ Χριστὸς μᾶς ἔκανε διωκόμενους». Καὶ σκέφτον­ταν ν’ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστὸ καὶ νὰ γυρίσουν πίσω στὴν παλιά τους θρη­σκεία, γιὰ νὰ γλιτώσουν ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ τὶς περιπέτειες, ἐνῷ ἦταν ἤδη Χριστανοὶ ἐδῶ καὶ κάποιες δεκαετίες.

    Πρὸς αὐτοὺς τοὺς κλονισμένους Ἑβραίους Χριστιανοὺς γράφει τὴν Ἐ­πι­στολή του ὁ συμπατριώτης τους ἀπόστολος Παῦλος, γιὰ νὰ τοὺς παρη­γο­ρήσει καὶ νὰ τοὺς στηρίξει στὴ χριστιανικὴ πίστη. Τὰ λόγια του εἶναι ἐ­πιχειρήματα μὲ τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύει καὶ πείθει. Ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Χρι­στός, στὸν ὁποῖο πιστεύουν, εἶναι Θεός, ἐνῷ οἱ προφῆτες καὶ οἱ ἄγγελοι εἶ­ναι δοῦλοι. Ἀλλὰ καὶ ἡ πίστη καὶ ἡ λατρεία καὶ ἡ διαθήκη καὶ ἡ ἱερωσύνη καὶ ὁ ἱλασμός, ποὺ ἔφερε ὁ Χριστός, εἶναι ἀνώτερα σὲ σύγκριση μὲ τὰ ἀντίστοιχα τῆς παλιᾶς θρησκείας.

    Ἄσχετα ἀπὸ αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο τὸ ἀποτέλεσμα ἡ Ἐπιστολὴ αὐτὴ τοῦ ἀπο­στόλου Παύλου ἔμεινε στὴν Ἐκκλησία σὰν μία θεόπνευστη πραγματεία, στὴν ὁποία ἀποδεικνύεται περίτρανα ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ γίνεται ξε­καθάρισμα ἀνάμεσα στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ στὴν ἰουδαϊκὴ θρησκεία.

    Στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα καὶ λίγο πρὶν ἀπὸ αὐτὸ βλέπουμε τὰ ἐπι­χειρήματα τὰ σχετικὰ μὲ τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Τὰ δανείζεται ὁ ἀπό­στολος ἀπὸ τοὺς Ψαλμούς, ποὺ οἱ Ἑβραῖοι τοὺς παραδέχονταν, γιὰ νὰ μὴ λένε ὅτι τοὺς λέει δικά του πράγματα. Σύμφωνα μὲ τοὺς Ψαλμοὺς λέει ὁ Πατέρας στὸ Γιό του· «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Γιός μου. Ἐγὼ σὲ γέννησα σήμερα σὰν ἄνθρωπο (ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου)». Ἐπίσης· «Αὐ­τὸς (ποὺ γεννήθηκε σὰν ἄνθρωπος) θὰ εἶναι ὁ Γιός μου καὶ ἐγὼ θὰ τοῦ εἶμαι Πατέρας». Ἐπίσης· «Ἂς τὸν προσκυνήσουν ὅλοι οἱ ἄγγελοι». Ἐ­πί­σης· «Θεέ, ὁ θρόνος σου εἶναι αἰώνιος. Ἡ βασιλική σου ράβδος εἶναι ράβδος ἀλήθειας καὶ εὐθύτητος. Ἀγάπησες τὴ δικαιοσύνη καὶ μίσησες τὴν ἀνομία. Γι’ αὐτό, Θεέ, σὰν ἄνθρωπο σὲ ἔχρισε ὁ Θεός σου μὲ τὸ λάδι τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἀγαλλιάσεως παραπάνω ἀπὸ ὅσους ἄλλους πῆραν ποτὲ χρί­ση». Ἐπίσης· «Κύριε, τὴ γῆ ἐσὺ τὴ θεμελίωσες καὶ οἱ οὐρανοὶ εἶναι ἔργα τῶν χεριῶν σου. Γῆ καὶ οὐρανοὶ θὰ καταστραφοῦν, ἐσὺ ὅμως θὰ παρα­μεί­νεις ἀμετάβλητος. Ὅλος ὁ κόσμος θὰ παλιώσει. Θὰ τὸν περιτυλίξεις σὰν ροῦχο καὶ σὰν πανωφόρι καὶ θ’ ἀλλάξει. Σὺ ὅμως εἶσαι ὁ ἴδιος πάντοτε καὶ τὰ χρόνια σου εἶναι ἀτέλειωτα». Τέλος· «κάτσε στὰ δεξιά μου μέχρι νὰ βάλω ὅλους τοὺς ἐχθρούς σου κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ θρόνου σου».

    Καὶ ρωτάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος τοὺς Ἑβραίους Χριστιανούς· «Σὲ ποιόν ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους του εἶπε ποτὲ ὁ Θεὸς τέτοια λόγια; Σὲ κανέναν. Ὅλα αὐτὰ τὰ λέει μόνο στὸ Γιό του. Ἄλλο Γιὸς λοιπὸν καὶ ἄλλο ἄγγελοι. Οἱ ἄγγελοι εἶναι κτίσματα. Ὁ Γιὸς εἶναι Θεός. Ἀκόμη κι ὁ Πατέρας του τὸν ἀποκαλεῖ Θεό. Τεράστια διαφορά».

    Ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος μὲ τὸ ὀξὺ θεολογικὸ πνεῦμα του θεωρεῖ τὰ λό­για αὐτὰ ὡς ἀποστομωτικὲς ἀπαντήσεις καὶ πρὸς πολλοὺς ἄλλους αἱ­ρετικούς. Στοὺς Ἰουδαίους, λέει, τὰ λόγια αὐτὰ εἶναι ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χρι­στὸς ἦταν καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Στὸν Παῦλο Σαμοσατέα προβάλλουν τὴν αἰώνια ὕπαρξη καὶ τὴν ἄκτιστη οὐσία τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου. Τὸ ἴδιο ἀ­ποδεικνύουν καὶ στοὺς Ἀρειανούς, σὺν καὶ τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι κτί­σμα ἢ δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Στὸ Μάρκελλο καὶ τοὺς ὁμοίους του ὅτι ὁ Πατέ­ρας καὶ ὁ Υἱὸς εἶναι δύο πρόσωπα, δύο ξεχωριστὲς ὑποστάσεις. Στοὺς Μαρ­κιωνιστὰς ὅτι ὁ Πατέρας χρίει τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι τὴ θεία. Ἀποδεικνύουν τέλος ὅτι οἱ μὲν Χριστιανοὶ δεχόμαστε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ μέτρο, ἐνῷ ὁ Χριστὸς σὰν ἄνθρωπος δέχτηκε ὄχι μὲ μέτρο ἀλλ’ ὁλόκληρο τὸ Πνεῦμα.

    Καὶ μετὰ ἀπὸ τὰ παραπάνω ὁ ἀπόστολος Παῦλος κάνει σοβαρὴ προ­ει­δο­ποίηση στοὺς παραλῆπτες τῆς Ἐπιστολῆς του· Πρέπει νὰ προσέχουμε, λέει, περισσότερο ὅσα ἀκούστηκαν στὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴν ξε­στρατίσουμε (καὶ αὐτοτιμωρηθοῦμε). Διότι ἂν τὰ λόγια τῶν ἀπεσταλ­μέ­νων τοῦ Θεοῦ προφητῶν ἀποδείχτηκαν ἀληθινὰ καὶ κάθε παράβασή τους πῆ­ρε δίκαιη τιμωρία, πῶς ἐμεῖς θὰ γλιτώσουμε τὴν τιμωρία, ἂν ἀμε­λή­σου­με τόσο μεγάλη σωτηρία; Τὴ σωτηρία ποὺ ἄρχισε νὰ κηρύττεται ἀπὸ τὸν Κύριο (Ἰησοῦ Χριστὸ) καὶ στὴ συνέχεια μᾶς τὴν πίστωσαν αὐτοὶ ποὺ τὴν ἄκουσαν ἀπὸ τὸν ἴδιο;

    Μιὰ παρένθεση· Ὁ Παῦλος δὲν ἐννοεῖ ὅτι ὁ ἴδιος δὲν ἦταν αὐτήκοος τοῦ Χριστοῦ· σὲ ἄλλη περίπτωση μαρτυρεῖ ὅτι τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου δὲν τὸ παρέλαβε ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό. Ἁπλῶς ἐδῶ βάζει τὸν ἑαυτό του σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς πολλούς. Διότι ἔτσι τὸν βλέ­πουν οἱ παραλῆπτες τῆς Ἐπιστολῆς, ἔτσι παρουσιάζεται ἐξάλλου σ’ αὐ­τοὺς μὲ πολλὴ ταπεινοφροσύνη.

    Ἐμεῖς ἀπ’ ὅλα ὅσα εἶπε ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος ἂς βάλουμε καλὰ στὸ νοῦ μας ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ. Κι ἂν θέλουμε τὴ σωτηρία μας ὀφείλουμε νὰ τὸν πιστεύουμε καὶ νὰ ἐφαρμόζουμε τὰ λόγια του.

 

     Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

 

(δημοσίευσις 26/2/2010)