ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν ᾿Απόστολος 1ης κυριακῆς νηστειῶν

PostHeaderIcon ᾿Απόστολος 1ης κυριακῆς νηστειῶν

 

Θαύματα τῆς πίστεως

 

Κυρ. Ὀρθοδοξίας (῾Εβ 11,24-26· 32-40)

 

    Ὀρθοδοξία ἐπικράτησε νὰ λέγεται ἡ ὀρθὴ πίστη τῆς μιᾶς ἁγίας καθο­λικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ σὲ ἀντίθεση πρὸς τὶς πολ­λὲς αἱρέσεις ποὺ πιστεύουν στὴν πλάνη καὶ μάχονται τὴν ὀρθὴ πίστη, ἐμφανιζόμενες αὐτὲς ὡς ὀρθὴ πίστη. Γιὰ τὴν ἀληθινὴ πίστη, τὴ μόνη ποὺ σῴζει, γίνεται λόγος στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Α΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν ἢ Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας.

    Τί εἶναι πίστη; Πάντως ὄχι κάτι τὸ ἀόριστο καὶ ἀφηρημένο. Κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο «πίστη εἶναι ὕπαρξη πραγμάτων ποὺ ἐλπίζονται, γιατὶ τώρα μὲν δὲν βλέπονται, ἀλλὰ πάντως ἐλέγχονται χειροπιαστά». Μετὰ τὸν ὁρισμὸ τῆς πίστεως ὁ ἀπόστολος ἀναφέρει 14 ἄντρες καὶ 2 γυναῖκες τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰσραὴλ ποὺ εἶχαν μεγάλη πίστη, τοὺς Ἄβελ, Ἐνώχ, Νῶε, Ἀβραάμ, Σάρρα, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, Ἰωσήφ, Μωϋσῆ, Ραάβ, Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών, Ἰεφθάε, Δαυΐδ, Σαμουήλ.

    Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν περικοπή μας θαυμάζει τὸ Μωϋσῆ σὰν ἄνδρα μεγάλης πίστεως, ἐπειδὴ δὲν παρέμεινε στὴν αὐλὴ τοῦ Φαραώ, γιὰ νὰ ἐξελιχθεῖ σὰν Αἰγύπτιος ἄρχοντας, ἀλλ’ ἀρνήθηκε τὴν εὐκαιρία αὐτὴ τῆς ζωῆς του ν’ ἀπολαύσει ἐξουσία πλοῦτο ἡδονὲς καὶ προτίμησε τὴ συγ­κα­κοπάθεια μὲ τὸν ὑπόδουλο λαὸ τοῦ Θεοῦ στὸν τύραννο Φαραώ. Ἀπὸ τὰ προαναφερθέντα «ἀγαθὰ» τῆς Αἰγύπτου θεώρησε μεγαλύτερο πλοῦτο τὶς περιφρονήσεις σὰν Ἰουδαῖος. Στὴν περίπτωση αὐτὴ τῶν περιφρονήσεων ὁ Μωϋσῆς ἔχει ὅμοιό του μόνο τὸ Χριστό, ἂν καὶ δὲν τὸν γνώρισε. Ὁ Χρι­στὸς θὰ ἔρθει βέβαια στὸν κόσμο 1250 χρόνια ἀργότερα ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ καὶ θὰ ὑποστεῖ τοὺς γνωστοὺς ὀνειδισμοὺς τῆς δίκης καὶ τῆς σταυρώσεώς του, ἀλλ’ ὁ Μωϋσῆς χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει ἔγινε τύπος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ ὁ Μωϋσῆς, διότι εἶχε «καρφώσει» τὰ μάτια τῆς πίστεως στὶς ἀνταμοιβὲς τοῦ Θεοῦ. Τόσο πολὺ πίστευε στὸ Θεό. Ἀρνήθηκε τὰ ἕτοιμα καὶ εὐχάριστα καὶ ζηλευτὰ κατὰ κόσμο, ἀλλὰ ἀνθρώπινα καὶ γήινα, καὶ περίμενε τὰ θεῖα καὶ αἰώνια ποὺ πίστευε καὶ ἤλπιζε, ἀλλὰ δὲν τὰ ἔβλεπε.

    Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τοὺς 7 μετὰ τὸ Μωϋσῆ (Ραάβ, Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών, Ἰεφθάε, Δαυὶδ καὶ Σαμουὴλ) καὶ γιὰ ἄλλους προφῆτες, ἐπειδὴ γιὰ νὰ ἐξιστορήσει γιὰ τὸν καθένα χωριστὰ ἀπαιτοῦνταν πολὺς χρόνος, ἀναφέρει συνοπτικὰ τὰ κατορθώματά τους, ποὺ ἔκαναν μὲ τὴν πίστη στὸ Θεό. Ποιά κατορθώματα; Ὅτι κατανίκησαν βασίλεια, ἐφάρμοσαν στὴ διακυβέρνηση δικαιοσύνη, πέτυχαν τὴν πραγματοποίηση ὑποσχέσεων, ἔκλεισαν στόματα λιονταριῶν, ἔσβησαν τὴν ἀκατάσχετη δύναμη τῆς φω­τιᾶς, γλίτωσαν τὸ κεφάλι τους ἀπὸ σφαγές, ἀπὸ ἀδύνατοι ἔγιναν δυνατοί, ἀποδείχτηκαν ἰσχυροὶ στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ ἰσχυρὰ στρατεύματα τῶν ἐχθρῶν παραταγμένα σὲ θέση μάχης, κάποιες γυναῖκες πῆραν πίσω τοὺς ἄνδρες τους ποὺ εἶχαν πεθάνει, ἀφοῦ προηγουμένως ἀναστήθηκαν θαυ­ματουργικῶς, ἄλλοι τυμπανίστηκαν, δηλαδὴ καρφώθηκαν σὲ σανίδα καὶ περίπου πέθαναν ὅπως ὁ Χριστὸς πάνω στὸ σταυρό. Δὲν δέχτηκαν νὰ γλιτώσουν ἀπὸ τὸν πρόσκαιρο θάνατο ἀρνούμενοι τὴν πίστη, ἀλλ’ ἔμειναν σταθεροὶ καὶ πέθαναν, γιὰ νὰ πετύχουν τὴν καλύτερη ἀνάσταση παρὰ τὴν πρόσκαιρη ζωή. Κάποιοι ἄλλοι δοκίμασαν ἐμπαιγμούς, μαστιγώσεις, φυλα­κίσεις, λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν ἀπὸ διλήμματα, ἀποκε­φαλί­στηκαν μὲ μαχαῖρι, γύριζαν ντυμένοι μὲ προβειὲς καὶ δέρματα γιδιῶν, μὲ στε­ρήσεις, μὲ θλίψεις, μὲ κακουχίες. Περιπλανιόνταν στὶς ἐρήμους, στὰ βου­νά, στὰ σπήλαια, στὶς τρῦπες τῆς γῆς. Τέτοιες τιμές, διότι ἔτσι τὶς βλέ­πει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δὲν τὶς ἄξιζε ὁ κόσμος. Μόνο οἱ ἄνθρωποι τῆς πίστεως τὶς ἄξιζαν.

    Ὅλοι αὐτοί, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, θαυμάστηκαν καὶ ἐγκωμιά­στη­καν σὰν ἄνθρωποι πίστεως. Δὲν ἀπόλαυσαν ὅμως τὴν ὑπόσχεση τῆς οὐρά­νιας βασιλείας ἀμέσως, διότι ὁ Θεὸς εἶχε προβλέψει γιὰ μᾶς ποὺ ζοῦμε σὲ ὑστερότερα χρόνια κάτι καλύτερο, νὰ μὴ λάβουν δηλαδὴ ὅλοι αὐτοὶ τὴν τε­λεί­ωση χωρὶς ἐμᾶς, ἀλλὰ νὰ τὴ λάβουμε ὅλοι μαζὶ κατὰ τὴν κοινὴ ἀνάστα­ση, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔζησαν πολὺ παλιὰ καὶ ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε σήμερα.

    Ζωὴ στηριζόμενη στὴν πίστη δὲν εἶναι ποτὲ ἀπόλαυση, ἀλλὰ συνεχὴς δο­κιμασία καὶ θλίψη. Γιὰ νὰ μιλήσουμε ἀκριβέστερα, εἶναι ἀπόλαυση, καὶ μάλιστα μεγάλη καὶ «ὑπερέχουσα πάντα νοῦν», ἀλλὰ ἀπόλαυση πνευμα­τική, τέτοια ποὺ ὁ μακριὰ ἀπὸ τὴν πίστη κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κατα­λάβει, καὶ τὴ θεωρεῖ κακοπέραση καὶ θλίψη. Διότι «Χριστὸς = κατὰ κό­σμον θάνατος, κατὰ πνεῦμα ζωή. Ὁ μακριὰ ἀπὸ τὴν πίστη κόσμος τὸ πρῶτο τὸ βλέπουν, τὸ δεύτερο δὲν τὸ πιστεύουν». Δὲν εἶναι ἄξιος ὁ κόσμος νὰ καταλάβει κάτι τέτοιο. Οἱ ἄνθρωποι τῆς πίστεως ἀκόμη καὶ τὸ θάνατό τους γιὰ τὸ Χριστὸ τὸν θεωροῦν κέρδος. «Γιὰ μένα ζωή μου εἶναι ὁ Χριστός, εἶπε ἄλλοτε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ὁ θάνατος κέρδος». Πρᾶγμα ἀνεξήγητο μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογική.

    Πίστη καὶ κόσμος, δύο πράγματα ἀντίθετα. Ὁ κόσμος καὶ ἡ αἵρεση ἔχουν ἀνορθόδοξη ἀντίληψη γιὰ τὴν ἀλήθεια τὴ ζωὴ καὶ τὴν εὐτυχία. Τὸ θάνατο καὶ τὴν κόλαση τὰ θεωροῦν ζωὴ καὶ εὐτυχία. Ὁ πιστός, φρονώντας τὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχοντας νοῦν Χριστοῦ, ξέρει καὶ ζεῖ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ καὶ εὐτυχία καὶ τώρα μέσα στὶς δοκιμασίες καὶ μετὰ τὸ θάνατο κοντὰ στὸ Θεό.

 

     Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

(δημοσίευσι 17/2/2010)