ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν ᾿Απόστολος κυριακῆς μετὰ τὴν ὕψωσιν

PostHeaderIcon ᾿Απόστολος κυριακῆς μετὰ τὴν ὕψωσιν

ΠΙΣΤΗ ΔΙ’ ΑΓΑΠΗΣ ΕΝΕΡΓΟΥΜΕΝΗ

 

Κυρ. μετὰ τὴν ὕψωση (Γα 2, 16-20)

 

    Καὶ ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς κυριακῆς μετὰ τὴν ὕψωση τοῦ τιμίου σταυροῦ ἔχει συγγένεια μὲ τὸ ἑορταζόμενο γεγονός. Ἀναφέρεται καὶ αὐτή, ὅπως καὶ ἡ πρὸ τῆς ὑψώσεως, στὴ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἐπιτυγ­χά­νεται μέσῳ τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι δὲ καὶ αὐτὴ ἐπι­λεγ­μέ­νη ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολή. Ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὴν περικοπὴ αὐτὴ σὰν ἀποδεικτικὸς εἶναι πυκνὸς καὶ δύσκολα κατανοεῖ­ται ἀπὸ τὸ μέσο πιστό. Μιὰ κάποια ἀνάλυση εἶναι ἀπαραίτητη.

    Πρὶν νὰ προχωρήσουμε στὴν ἀνάλυση, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ λεχθεῖ προη­γου­μένως ὅτι στὰ χρόνια ποὺ ζοῦσαν οἱ ἀπόστολοι προέκυψε ἕνα μεγάλο ζήτημα. Γιὰ νὰ σωθεῖ ἕνας Χριστιανός, φτάνει μόνο νὰ πιστεύει στὸ Χρι­στὸ ἢ ἐπιπλέον χρειάζεται νὰ τηρεῖ καὶ τὸ μωσαϊκὸ νόμο, καὶ μάλιστα τὴν περιτομή; Στὸ ἐρώτημα ἀπάντησε ἡ ἀπο­στο­λι­κὴ σύνοδος, ἡ ὁποία ἀπο­φάν­θηκε ὅτι οἱ πιστεύοντες στὸ Χριστὸ δὲν χρειάζεται οὔτε νὰ περιτέμνονται οὔτε νὰ τηροῦν τὶς ἄλλες διατάξεις τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου (Πρξ 15,28-29).

    Παρ᾿ ὅλη τὴν ἀπόφαση τῆς συνόδου τῶν Ἀποστόλων, κάποιοι Ἰουδαῖοι ἐπέμεναν νὰ θεωροῦν ἀναγκαία καὶ τὴν τήρηση τῆς περι­το­μῆς καὶ τοῦ νόμου. Καὶ περνοῦσαν κακόβουλα ἀπὸ τὶς πε­ριοχὲς στὶς ὁποῖες κήρυττε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καὶ λέγοντας τὰ δικά τους, ἔ­βα­ζαν φωτιὰ στὶς συνει­δήσεις τῶν πιστῶν. Ὁ ἀπόστολος τὸ μάθαινε ἀργότερα καὶ λυπόταν πολὺ καὶ προσπαθοῦσε ν’ ἀμυνθεῖ μὲ κάποια Ἐπιστολή του. Αὐτὸ ἔκανε καὶ μὲ τὴν Ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Γα­λάτες.

    Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, συμφωνώντας ἀπόλυτα μὲ τὴν ἀπόφαση τῆς ἀπο­στο­λικῆς συνόδου, λέει στὴν ἀποστολική μας περικοπή· Ἐμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι μάθαμε ἀπὸ τὴν προσωπική μας πεῖρα ὅτι δὲν λυτρώ­νε­ται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν τήρηση τῶν διατάξεων τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ συνεχίζει. Πράγματι ἐμεῖς πιστέψαμε στὸ Χριστό, γιὰ νὰ λυτρωθοῦμε μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστό, καὶ ὄχι μὲ τὰ ἔργα ποὺ ζητεῖ ὁ μωσαϊκὸς νόμος. Στοὺς Ψαλμοὺς λέγεται ρητῶς ὅτι ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου δὲν θὰ λυτρωθεῖ κανένας ἄνθρωπος (142,2).

    Ἂν ὅμως ὑποθέσουμε ὅτι ἡ τήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴ λύτρωσή μας, τότε ἐμεῖς ποὺ ἀφήσαμε τὸ νόμο ἁμαρτήσαμε. Θέλει λοιπὸν ὁ Χριστὸς νὰ ἁμαρτήσουμε, προκειμένου νὰ μᾶς σώσει, ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς συνετέλεσε νὰ παρατήσουμε τὸ νόμο; Μὴ γένοιτο! Ἁμαρτάνουμε καὶ μόνο νὰ σκεφθοῦμε κάτι τέτοιο. Ὁ Χριστὸς δὲν θέλει σὲ καμμία περί­πτωση νὰ ἁμαρτάνουμε.

    Μία δεύτερη σκέψη. Ἄν, λέει, ἐγὼ ὁ Παῦλος τηρῶ τὶς μωσαϊκὲς δια­τά­ξεις, ποὺ τὶς ἔκρινα ἀνωφελεῖς, οὐσιαστικὰ τηρῶ πάλι τὰ ἴδια ὡς ἀναγ­καῖα γιὰ τὴ λύτρωσή μου, καὶ ἀποδεικνύω τὸν ἑαυτό μου πα­ραβάτη, διότι κακῶς προηγουμένως προτίμησα τὴ λύτρωση μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστό. Εἶ­μαι ὅμως παραβάτης, ἐπειδὴ πιστεύω στὸ Χρι­στό; Ἀσφαλῶς δὲν εἶμαι.  Ἄρα εἶμαι παραβάτης, ὅταν τηρῶ τὸ νόμο.

    Καὶ κάτι ἀκόμη. Ἐγὼ ὁ Παῦλος μὴ μπορώντας νὰ τηρήσω τὶς δι­α­τά­ξεις τοῦ νόμου, μὲ τὸ νόμο θανατώθηκα. Ἄρα ὁ νόμος ἀπέτυχε νὰ μὲ σώσει. Ἄρα εἶμαι ἐλεύθερος νὰ προστρέξω νὰ βρῶ τὴ σωτηρία μου κάπου ἀλλοῦ. Προστρέχω λοιπὸν στὴν πίστη στὸ Χριστό, γιὰ νὰ σωθῶ καὶ νὰ ζήσω μὲ τὸ Θεό. Πράγματι, δεχθεὶς τὸ βάπτισμα, ἔχω πεθάνει μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Δὲν ζῶ πλέον ἐγὼ σὰν παλιὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ζῶ σὰν νέος ἄνθρωπος, διότι ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός. Ἀφοῦ ζεῖ ὁ Χριστός, ζῶ καὶ ἐγώ. Ζώντας ἐγὼ ἐδῶ ἀκόμη τὴ φυσικὴ ζωὴ τοῦ σώματος, ζῶ μὲ τὴν πίστη στὸ Γιὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ ἀγάπησε καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτό του, δηλαδὴ σταυρώθηκε, γιὰ τὴ λύ­τρωσή μου.  Ἔχω δηλαδὴ γιὰ σιγουριὰ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, στὴ λυ­τρω­τικὴ δύναμη τῆς ὁποίας πιστεύω.

Ἀκαταγώνιστα τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Στὸ σημεῖο αὐτὸ χρειάζεται μία ἀναγκαία διευκρίνιση. Οἱ προτεστάντες ἔχουν λάθος νὰ θεωροῦν ὅτι ἀποκλειστικὸς παράγων τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ πίστη στὸ Χριστό, καὶ ὅτι ὁ παράγων ἄν­θρω­πος δὲν χρειάζεται νὰ συν­εισ­φέρει τίποτε γιὰ τὴ σωτηρία του. Αὐτὸ εἶναι τραγικὸ λάθος τους. Σίγουρα ἡ πίστη στὸ Χριστὸ σῴζει τὸν ἄν­θρω­πο, ἀλλὰ ὡς πίστη δὲν νοεῖ­ται ἡ νεκρὴ καὶ θεωρητικὴ καὶ ἀνε­νέρ­γη­τη, ἀλλ’ ἡ ζωντανή, ἡ πίστη ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη ἐπι­λο­γὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ πίστη ποὺ εἶναι ἕνα εἶδος συνέργειας, ἔστω κι ἂν εἶναι μικρή, ἡ πίστη ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ καλὰ ἔργα τοῦ πι­στεύ­ον­τος, ἔργα ἀγάπης καὶ μετανοίας. Ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος μᾶς προ­στατεύει ἀπὸ τέτοια παρεξήγηση, στὴν ὁποία ἔπεσαν οἱ προ­τε­στάν­τες λέγοντας· «Ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε ἡ περιτομὴ ἰσχύει κάτι οὔτε ἡ ἀκροβυστία, ἀλλὰ  ἡ  πίστη  π ο ὺ   ἐ ν ε ρ γ ε ῖ τ α ι   μ ὲ   ἔ ρ γ α   ἀ γ ά π η ς» (Γα 5,6). Καὶ ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος ὁμοίως· «Ἡ πίστη, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ’ ἐαυτήν» (3,17).

    Δῶσ᾿ μας, Κύριε, νὰ μεταφράζουμε τὴν πίστη μας σὲ ἔργα ἀγάπης γιὰ τὸ συνάνθρωπο καὶ ἔργα μετανοίας γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Διότι αὐτὴ ἡ πίστη μᾶς σῴζει.

 

    Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

 

 


 

 

ΠΙΣΤΗ ΔΙ’ ΑΓΑΠΗΣ ΕΝΕΡΓΟΥΜΕΝΗ

 

Κυρ. μετά την ύψωση (Γα 2, 16-20)

 

    Και η αποστολική περικοπή της κυριακής μετά την ύψωση του τιμίου σταυρού έχει συγγένεια με το εορταζόμενο γεγονός. Αναφέρεται και αυτή, όπως και η προ της υψώσεως, στη λύτρωση του ανθρώπου, που επιτυγ­χά­νεται μέσω της σταυρικής θυσίας του Χριστού. Είναι δε και αυτή επι­λεγ­μέ­νη από την προς Γαλάτας Επιστολή. Ο λόγος του αποστόλου Παύλου στην περικοπή αυτή σαν αποδεικτικός είναι πυκνός και δύσκολα κατανοεί­ται από το μέσο πιστό. Μια κάποια ανάλυση είναι απαραίτητη.

    Πριν να προχωρήσουμε στην ανάλυση, είναι αναγκαίο να λεχθεί προη­γου­μένως ότι στα χρόνια που ζούσαν οι απόστολοι προέκυψε ένα μεγάλο ζήτημα. Για να σωθεί ένας Χριστιανός, φτάνει μόνο να πιστεύει στο Χρι­στό ή επιπλέον χρειάζεται να τηρεί και το μωσαϊκό νόμο, και μάλιστα την περιτομή; Στο ερώτημα απάντησε η αποστολική σύνοδος, η οποία απο­φάν­θηκε ότι οι πιστεύοντες στο Χριστό δεν χρειάζεται ούτε να περιτέμνονται ούτε να τηρούν τις άλλες διατάξεις του μωσαϊκού νόμου (Πρξ 15,28-29).

    Παρ᾿ όλη την απόφαση της συνόδου των Αποστόλων, κάποιοι Ιουδαίοι επέμεναν να θεωρούν αναγκαία και την τήρηση της περιτομής και του νόμου. Και περνούσαν κακόβουλα από τις περιοχές στις οποίες κήρυττε ο απόστολος Παύλος, και λέγοντας τα δικά τους, έβαζαν φωτιά στις συνει­δήσεις των πιστών. Ο απόστολος το μάθαινε αργότερα και λυπόταν πολύ και προσπαθούσε ν’ αμυνθεί με κάποια Επιστολή του. Αυτό έκανε και με την Επιστολή του προς τους Γαλάτες.

    Ο απόστολος Παύλος, συμφωνώντας απόλυτα με την απόφαση της απο­στο­λικής συνόδου, λέει στην αποστολική μας περικοπή· Εμείς οι Ιουδαίοι μάθαμε από την προσωπική μας πείρα ότι δεν λυτρώνεται ο άνθρωπος με την τήρηση των διατάξεων του μωσαϊκού νόμου, αλλά μόνο με την πίστη στον Ιησού Χριστό. Και συνεχίζει. Πράγματι εμείς πιστέψαμε στο Χριστό, για να λυτρωθούμε με την πίστη στο Χριστό, και όχι με τα έργα που ζητεί ο μωσαϊκός νόμος. Στους Ψαλμούς λέγεται ρητώς ότι από τα έργα του νόμου δεν θα λυτρωθεί κανένας άνθρωπος (142,2).

    Αν όμως υποθέσουμε ότι η τήρηση του μωσαϊκού νόμου είναι αναγκαία για τη λύτρωσή μας, τότε εμείς που αφήσαμε το νόμο αμαρτήσαμε. Θέλει λοιπόν ο Χριστός να αμαρτήσουμε, προκειμένου να μας σώσει, επειδή ο Χριστός συνετέλεσε να παρατήσουμε το νόμο; Μη γένοιτο! Αμαρτάνουμε και μόνο να σκεφθούμε κάτι τέτοιο. Ο Χριστός δεν θέλει σε καμμία περί­πτωση να αμαρτάνουμε.

    Μία δεύτερη σκέψη. Αν, λέει, εγώ ο Παύλος τηρώ τις μωσαϊκές δια­τά­ξεις, που τις έκρινα ανωφελείς, ουσιαστικά τηρώ πάλι τα ίδια ως αναγ­καία για τη λύτρωσή μου, και αποδεικνύω τον εαυτό μου παραβάτη, διότι κακώς προηγουμένως προτίμησα τη λύτρωση με την πίστη στο Χριστό. Εί­μαι όμως παραβάτης, επειδή πιστεύω στο Χριστό; Ασφαλώς δεν είμαι.  Άρα είμαι παραβάτης, όταν τηρώ το νόμο.

    Και κάτι ακόμη. Εγώ ο Παύλος μη μπορώντας να τηρήσω τις διατάξεις του νόμου, με το νόμο θανατώθηκα. Άρα ο νόμος απέτυχε να με σώσει. Άρα είμαι ελεύθερος να προστρέξω να βρω τη σωτηρία μου κάπου αλλού. Προστρέχω λοιπόν στην πίστη στο Χριστό, για να σωθώ και να ζήσω με το Θεό. Πράγματι, δεχθείς το βάπτισμα, έχω πεθάνει μαζί με το Χριστό. Δεν ζω πλέον εγώ σαν παλιός άνθρωπος, αλλά ζω σαν νέος άνθρωπος, διότι ζει μέσα μου ο Χριστός. Αφού ζει ο Χριστός, ζω και εγώ. Ζώντας εγώ εδώ ακόμη τη φυσική ζωή του σώματος, ζω με την πίστη στο Γιο του Θεού, που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό του, δηλαδή σταυρώθηκε, για τη λύ­τρωσή μου.  Έχω δηλαδή για σιγουριά τη σταυρική θυσία του Χριστού, στη λυτρωτική δύναμη της οποίας πιστεύω.

    Ακαταγώνιστα τα επιχειρήματα του αποστόλου Παύλου. Στο σημείο αυτό χρειάζεται μία αναγκαία διευκρίνιση. Οι προτεστάντες έχουν λάθος να θεωρούν ότι αποκλειστικός παράγων της σωτηρίας του ανθρώπου είναι η πίστη στο Χριστό, και ότι ο παράγων άνθρωπος δεν χρειάζεται να συν­εισ­φέρει τίποτε για τη σωτηρία του. Αυτό είναι τραγικό λάθος τους. Σίγουρα η πίστη στο Χριστό σώζει τον άνθρωπο, αλλά ως πίστη δεν νοεί­ται η νεκρή και θεωρητική και ανενέργητη, αλλ’ η ζωντανή, η πίστη που απορρέει από την ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου, η πίστη που είναι ένα είδος συνέργειας, έστω κι αν είναι μικρή, η πίστη που συνοδεύεται από καλά έργα του πιστεύοντος, έργα αγάπης και μετανοίας. Ο απόστολος Παύ­λος μας προστατεύει από τέτοια παρεξήγηση, στην οποία έπεσαν οι προτεστάντες λέγοντας· «Εν Χριστώ Ιησού ούτε η περιτομή ισχύει κάτι ούτε η ακροβυστία, αλλά η πίστη  π ο υ   ε ν ε ρ γ ε ί τ α ι   μ ε   έ ρ γ α   α γ ά π η ς» (Γα 5,6). Και ο αδελφόθεος Ιάκωβος ομοίως· «Η πίστη, εάν μη έργα έχει, νεκρά εστι καθ’ εαυτήν» (3,17).

    Δώσ᾿ μας, Κύριε, να μεταφράζουμε την πίστη μας σε έργα αγάπης για το συνάνθρωπο και έργα μετανοίας για τον εαυτό μας. Διότι αυτή η πίστη μας σώζει.

 

    Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης, αρχιμανδρίτης