11. Φιλολογία Περιηγήσεις στὴν ᾿Ιλιάδα τοῦ ῾Ομήρου Περιεχόμενο τῆς ῥαψῳδίας Α (1ο τμῆμα)

PostHeaderIcon Περιεχόμενο τῆς ῥαψῳδίας Α (1ο τμῆμα)

 

 

ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ

ΣΤΗΝ ΙΛΙΑΔΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ

 

 

Ρ Α Ψ Ωι Δ Ι Α   A

(στίχοι 611)

 

 

 

Περιεχόμενο τῆς ῥαψῳδίας Α

τμῆμα 1ο (στίχοι 1-303)

 

Α 1-7. Προοίμιον τοῦ ἔπους. Μὲ μία εὐχετικὴ ἐπίκλησι στὴν θεὰ (Μοῦσα) ἀρχίζει ὁ ποιητὴς τὴν μεγαλοπρεπῆ σύνθεσί του. Τῆς ζητάει νὰ τραγουδήσῃ ἡ ἴδια τὴν τρομερὴ καὶ μανιασμένη ὀργὴ τοῦ Ἀχιλλέως μὲ τὶς ὀλέθριες γιὰ τοὺς ᾿Αχαιοὺς συνέπειές του. Προφανῶς ἐννοεῖται ἐδῶ ὅτι ἡ θεὰ ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἐμπνέει τὸν ποιητὴ νὰ συνθέσῃ τὸ ἔπος, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ χρησιμοποιεῖ τὸν ἑκάστοτε ῥαψῳδὸ ὡς ὄργανό της, γιὰ νὰ διηγηθῇ μὲ λόγο μελῳδικὸ ἢ ἀπαγγελτικὸ τὰ γεγονότα ποὺ πλέχτηκαν γύρω ἀπὸ τὸν θυμὸ τοῦ γενναίου Ἀχιλλέως, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μιλήσῃ γιὰ τοὺς γενναίους πολεμιστές, ποὺ χάθηκαν ἐξαιτίας του. Διότι ἡ ὀργὴ τοῦ ᾿Αχιλλέ­ως, τὴν ὁποία προκάλεσε ὁ ἀρχιστράτηγος Ἀγαμέμνων, ἔγινε αἰτία νὰ ὁδηγηθοῦν στὸν ῞ᾼδη (δηλαδὴ στὸν θεὸ τοῦ κάτω κόσμου Πλούτωνα) πολλὲς γενναῖες ψυχές, ἐνῷ οἱ σκύλοι καὶ τὰ ὄρνια κατασπάραξαν πολλὰ σώματα. Κι ὅλα αὐτὰ ἔγιναν σύμφωνα μὲ τὴν θέλησι τοῦ Διός, ὕστερα ἀπὸ τὴν φιλονικία τοῦ Ἀγαμέμνονος καὶ τοῦ Ἀχιλλέως.

Α 8-52. 1η ἡμέρα τοῦ ἔπους. ῾Υποενότητες 3. α) 8-11 (στίχοι μεταβατικοί). Ἡ εὐθύνη τοῦ Ἀπόλλωνος. Κάποιος θεὸς ἄναψε σὰν ἄλλη πυρκαγιὰ τὴν ἔχθρα ἀνάμεσα στὸν ᾿Αχιλλέα καὶ τὸν ᾿Αγαμέ­μνονα, κι αὐτὸς εἶναι ὁ ᾿Απόλλων Φοῖβος, διότι ὁ ᾿Αγαμέμνων πρόσβαλε τὸν ἱερέα του Χρύση. β) 12-42. Ἱκεσία τοῦ Χρύση καὶ ἐπεισόδιο μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος. ῾Ο Χρύσης ἦρθε στὸ στρατόπεδο τῶν ᾿Αχαιῶν μὲ δῶρα καὶ κρατῶντας τὸ σκῆπτρο τοῦ θεοῦ Φοίβου, γιὰ νὰ ἱκετεύσῃ νὰ ἐλευθερώσουν τὴν κόρη του, τὴν ὁποία κρατοῦσε σκλάβα στὴν σκηνή του ὁ Ἀγαμέμνων ὡς πολεμικὸ γέρας (= τιμητικὸ βραβεῖο). Ὅλοι οἱ Ἀχαιοὶ συμφωνοῦν, ὅμως ὁ ἀλαζονικὸς Ἀγαμέμνων τὸν διώχνει ἄγρια καὶ μιλάει σκληρὰ στὸν γέροντα ἱερέα λέγοντας ὅτι τὴν κόρη του θὰ τὴν ὁδηγήσῃ σκλάβα στὸ Ἄργος, ὅπου θὰ παραμείνῃ μέχρι νὰ γεράσῃ (δηλαδὴ γιὰ πάντα). Ἀπειλεῖ μάλιστα τὸν Χρύση ὅτι θὰ τὸν τιμωρήσῃ, ἂν τὸν συναντήσῃ ξανὰ κοντὰ στὸ στρατόπεδο τῶν Ἀχαιῶν. Ὁ Χρύσης ὕστερα ἀπὸ τὶς ἀπειλὲς τοῦ Ἀγαμέμνονος ἀναγκάζεται νὰ φύγῃ. Προχωρεῖ σιωπηλὸς κοντὰ στὴν πολύβουη θάλασσα, καὶ ὅταν φτάνει σὲ ἐρημικὴ τοποθεσία, ἀπευθύνει θερμὴ προσευχὴ στὸν Ἀπόλλωνα ζητῶντας τὴν βοήθειά του. Τοῦ θυμίζει τὶς ἐκδηλώσεις τῆς λατρείας του· ὅτι τοῦ ἔχει κτίσει ναὸ καὶ τοῦ ἔχει προσφέρει ἄπειρες θυσίες ταύρων καὶ κατσικιῶν. Ἔτσι κι αὐτὸς τώρα τοῦ ζητάει νὰ στραφεῖ κατὰ τῶν Δαναῶν καὶ νὰ πληρώσουν τὴν προσ­βολὴ αὐτὴ ποὺ τοῦ ἔκαμαν ἀπὸ τὰ θεϊκά του βέλη. γ) 43-52. Ἡ ὀργὴ τοῦ Φοίβου - λοιμός (ἐπιδημία). ᾿Αμέσως ὁ Ἀπόλλων κατεβαίνει ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο μὲ θυμὸ ἔχοντας τὰ βέλη καὶ τὸ τόξο του. Προσβλήθηκε ὁ ἱερέας του, ἄρα προσβλήθηκε κι ὁ ἴδιος (ταύτισι ἱερατείου μὲ τὸ θεῖο ποὺ ἐκπροσωπεῖ· συνήθης ἀντίληψι τῶν ἀρχαίων). Κάθεται λοιπὸν ἀπέναντι ἀπὸ τὸ στρατόπεδο τῶν Δαναῶν καὶ ἀρχίζει νὰ τοὺς τοξεύῃ μὲ τὰ βέλη του, δηλαδὴ τοὺς κτύπησε μὲ φοβερὸ λοιμό (κατὰ τὴν ἀντίληψι τῆς ὁμηρικῆς ἐποχῆς καὶ ὅλου τοῦ ἀρχαίου κόσμου οἱ θανατηφόρες ἀσθένειες καὶ ἐπιδημίες εἶναι θεομηνίες, θεία τιμωρία). Πρῶτα χτυπάει τὰ ζῷα τοῦ στρατοπέδου καὶ ὕστερα τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ πεθαίνουν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο.

Σχόλιο (Α 30). Στὸν στίχο Α 30 ὁ ᾿Αγαμέμνων ἀναφέρει ὅτι θὰ κρατήσῃ τὴν κόρη τοῦ Χρύση ἡμετέρῳ ἐνὶ οἴκῳ ἐν Ἄργεϊ, τηλόθι πάτρης = «μὲς στὸ δικό μου σπίτι στὸ Ἄργος, μακριὰ ἀπ’ τὴν πατρίδα της». Σύμφωνα μὲ μία ἄποψι, ἐδῶ Ἄργος εἶναι ἡ μέχρι σήμερα ὁμώνυμη πόλι τῆς Πελοποννήσου, ὁπότε ἡ ἀναφορά της στὸν παρόντα στίχο πρέπει νὰ θεωρηθῇ σὰν ἀναχρονισμός, διότι στὰ χρόνια τοῦ τρωικοῦ πολέμου τὸ κέντρο τῶν βασιλέων τῆς περιοχῆς τῆς Ἀργολίδος ἦταν οἱ πολύχρυσες Μυκῆνες· ἐνῷ τὸ Ἄργος ὡς πρωτεύουσα τῆς περιοχῆς ὑφίσταται μετὰ τὴν κάθοδο τῶν Δωριέων. ῾Η ἄποψι αὐτὴ ὅμως ἀγνοεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ᾿Αργεῖοι τοῦ ῾Ομήρου εἶναι ἄλλη ὀνομασία τῶν Δωριέων, καὶ κυρίως τοῦ νοτίου κλάδου τους (ἐνῷ οἱ βόρειοι Δωριεῖς ὠνομάζονταν Αἰολεῖς). Εἶναι σωστὸ βέβαια ὅτι οἱ Μυκῆνες καὶ τὸ Ἄργος ὡς πόλεις καὶ βασίλεια συνυπάρχουν μόνον στοὺς ἀρχαίους ῞Ελληνες ποιητές. Οἱ Μυκῆνες ἦταν πρωτεύουσα τοῦ ἀργολικοῦ κάμπου τὴν περίοδο τῶν ᾿Αχαιῶν καὶ ἄρα κατὰ τὸν α΄ τρωικὸ πόλεμο (περίπου ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1300 καὶ 1260 π.Χ.)· ἀργότερα ὡς πόλις παρήκμασε, καὶ μὲ τὴν ἔλευσι τῶν Δωριέων᾿Αργείων ἀναπτύχθηκε τὸ βασίλειο τοῦ Ἄργους μὲ πρωτεύουσα τὴν ὁμώνυμη πόλι. Τὸ Ἄργος ἦταν τὸ βασίλειο τοῦ ἰσχυροτέρου βασιλέως καὶ ἀρχιστρατήγου τοῦ β΄ τρωικοῦ πολέμου (περὶ τὸ 1100 π.Χ.)· ἀλλὰ στὴν ἐποχὴ τοῦ ῾Ο­μήρου ᾿Αχαιοὶ καὶ ᾿Αργεῖοι ταυτίζονταν, γι᾿ αὐτὸ καὶ γίνεται λόγος γιὰ Ἄργος ἀχαιικόν (Ι 141). ῾Η προαναφερθεῖσα ἄποψι περὶ τοῦ Ἄργους θὰ ἦταν βάσιμη, ἂν ἡ ᾿Ιλιάδα ἀναφερόταν μόνον στὸν α΄ τρωικὸ πόλεμο· πρόκειται ὅμως γιὰ ποιητικὴ ἀναφορὰ σὲ δύο τρωικοὺς πολέμους, τοὺς ὁποίους ἡ μετὰ τὸ ἔτος 1100 π.Χ. ῥα­ψῳδικὴ καὶ λογοτεχνικὴ παράδοσι ταύτισε σὲ ἕναν. Ἔτσι ὁ ῞Ομηρος παρουσιάζει τὸν ᾿Αγαμέμνονα ὡς βασιλέα τῶν Μυκηνῶν καὶ ταυτόχρονα τὸν Διομήδη ὡς βασιλέα τοῦ Ἄργους! ῾Επομένως ὅταν ὁ ὁμηρικὸς ᾿Αγαμέμνων μιλᾷ γιὰ Ἄργος, δὲν μπορεῖ νὰ ἐννοῇ τὴν πόλι στὴν ὁποία βασιλεύει κάποιος ἄλλος! Μὲ τὸ ὄνομα Ἄργος ὁ ῞Ομηρος ἄλλοτε ἀναφέρεται στὴν ὁμώνυμη πόλι (Δ 52), ἄλλοτε στὴν εὐρύτερη γεωγραφικὴ περιοχὴ τῆς Πελοποννήσου ὁλόκληρης (Ζ 152), ἄλλοτε σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῶν ᾿Αργείων-Δωριέων (Ι 246), ἡ ὁποία γεωγραφικὰ περίπου ταυτίζεται μὲ τὴν σημερινὴ ῾Ελλάδα (τοὐλάχιστον ἀπὸ τὴν νότια χώρα μέχρι τὶς περιοχὲς βορειότερα ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο). Στὸν σχολιαζόμενο στίχο (Α 30) Ἄργος δὲν εἶναι λοιπὸν ἡ πόλι ἀλλὰ γενικὰ ἡ πατρίδα τοῦ ᾿Αργείου ᾿Αγαμέμνονος, ἡ ὁποία ἀντιδιαστέλλεται πρὸς τὴν πατρίδα τοῦ Χρύση καὶ τῆς θυγατρός του· ἑπομένως ἐδῶ Ἄργος εἶναι μία χώρα στὴν διαμετρικὰ ἀντίθετη πλευρὰ τοῦ Αἰγαίου (βορει­οανατολικὰ τὸ Ἴλιον, νοτιοδυτικὰ τὸ Ἄργος), χώρα μακρινὴ καὶ ξένη γιὰ τὸν Χρύ­ση καὶ τὴν σκλάβα κόρη του· εἰδικώτερα δὲ νοεῖται ἡ ἐπικράτεια τῆς Πελοποννήσου, ὅπου τὸ βασίλειο τοῦ ᾿Αγαμέμνονος, μία περιοχὴ εὐρύτερη τῆς σημερινῆς ᾿Αργολίδος.

Α 53-120. 1η-l0η ἡμέρα τοῦ ἔπους. Συνέλευσι τῶν Ἀχαιῶν. ῾Υποενότητες δύο. α) 53-100. ῾Ο Κάλχας ἀποκαλύπτει τὴν αἰτία τοῦ θεϊκοῦ θυμοῦ. Ἡ ἐκδήλωσι τῆς ὀργῆς τοῦ Ἀπόλλωνος, δηλαδὴ ὁ λοιμὸς στοὺς Δαναούς, κρατάει ἐννέα ἡμέρες καὶ ὅπως ἦταν φυσικό, χάθηκαν πολλοί γενναῖοι ἄντρες. Τότε τὴν δέκατη ἡμέρα ἡ Ἥρη, πονώντας γιὰ τοὺς Δαναούς, συμβουλεύει τὸν Ἀχιλλέα νὰ συγκαλέσῃ συνέλευσι τοῦ στρατοῦ, ὅπως καὶ γίνεται. Πρῶτος παίρνει τὸ λόγο ὁ Ἀχιλλεὺς καὶ ἀπευθυνόμενος στὸν Ἀγαμέμνονα, ἐκθέτει πρῶτα τὴν τραγικὴ θέσι τῶν Ἀχαιῶν, τοὺς ὁποίους φθείρει ὁ πόλεμος καὶ ἡ ἀρρώστια, καὶ προτείνει νὰ ῥωτήσουν κάποιον μάντη ἢ ἱερέα, γιὰ νὰ μάθουν γιατί ὁ Ἀπόλλων ὠργίστηκε μαζί τους. Τότε ὁ μάντης Κάλχας Θεστορίδης (γιὸς τοῦ Θέστορος) ζητᾷ διαβεβαίωσι ἀπὸ τὸν Ἀχιλλέα ὅτι θὰ ἔχῃ τὴν ὑποστήριξί του καὶ τὴν προστασία του, προκειμένου νὰ πῇ ποιά εἶναι ἡ αἰτία τοῦ θανατικοῦ, διότι θὰ προκαλέσῃ τὴν ὀργὴ πολὺ ἰσχυροῦ ἀνδρός. Ὁ Ἀχιλλεὺς ὁρκίζεται στὴν ζωή του ὅτι κανεὶς δὲν θὰ τὸν πειράξῃ, κι ὁ Κάλχας ἐνθαρρυμένος ἀποκαλύπτει πὼς ἡ αἰτία εἶναι ἡ προσβολὴ τοῦ Ἀγαμέμνονος πρὸς τὸν ἱερέα Χρύση. Προέβλεψε μάλιστα ὅτι θὰ συνεχιστῇ ἡ συμφορά, ἂν ὁ Ἀγαμέμνων δὲν ἱκανοποιήσῃ τὸ αἴτημα τοῦ Χρύση. Προτείνει λοιπὸν τὴν ἐπιστροφὴ τῆς κόρης στὸν πατέρα της, χωρὶς νὰ πάρουν λύτρα, καὶ τὴν τέλεσι μεγάλης θυσίας (ἑκατόμβης), γιὰ νὰ ἐξιλεωθῇ ὁ Φοῖβος. β) 101-120. Ἡ ὀργὴ τοῦ Ἀγαμέμνονος ἐκδηλώνεται. Μόλις ὁ Ἀγαμέμνων ἀκούῃ τὰ λόγια τοῦ Κάλχαντος, σηκώνεται καὶ ἀπαντάει, ἐνῷ ἡ ὀργὴ βράζει μέσα του καὶ ἀλλοιώνει τὴν ὄψι του (ἀντίδρασι ποὺ δείχνει ὅτι τὸ ὅλο θέμα εἶναι γι᾿ αὐτὸν ζήτημα προσωπικῆς τιμῆς). Ἀποκαλεῖ τὸν Κάλχα μάντη κακῶν, ποὺ ἀγαπάει τὶς δυσάρεστες μαντεῖες καὶ τὸν κατηγορεῖ ὅτι γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ᾿Αγαμέμνονα ἔχει πάντα δυσάρεστους χρησμούς. Δηλώνει πὼς δὲν ἐπέστρεψε τὴν Χρυσηίδα, διότι τὴν θεωρεῖ ἀνώτερη κι ἀπ᾿ τὴν γυναῖκά του Κλυταιμνήστρα. Ἂν ὅμως εἶναι γιὰ τὸ συμφέρον τοῦ λαοῦ (δηλαδὴ τοῦ στρατοῦ), ἀναγκαστικὰ θὰ τὴν ἐλευθερώσῃ. Ἀπαιτεῖ ὅμως νὰ τοῦ βροῦν οἱ ᾿Αργεῖοι σὲ ἀντάλλαγμα ἄλλο δῶρο ἰσάξιο στὴν θέσι ἐκείνης· διαφορετικὰ δὲν ἀποκλείει μόνος του νὰ πάρῃ τὸ δῶρο (ἐννοεῖ τὴν σκλάβα) κάποιου ἄλλου πολέμαρχου.

Σχόλιο (Α 106). Μάντι κακῶν, οὐ πποτμοι τὸ κργυον εἶπας = «Μάντη κακῶν, ποτὲ ὣς τρα γιὰ μένα κάτι εὐχάριστο δὲν εἶπες». ᾿Αξιοπρόσεκτος ὑπαινιγμὸς σὲ μία ἢ περισσότερες προγενέστερες μαντεῖες τοῦ Κάλχαντος, ἐπίσης δυσάρεστες γιὰ τὸν ᾿Αγαμέμνονα. ᾿Εξυπακούεται ὅτι πρόκειται γιὰ θέμα πασίγνωστο καὶ εὐνόητο στοὺς ἀκροατὲς τοῦ ἔπους (ἀπὸ ἄλλα καὶ προφανῶς παλαιότερα ποιήματα τοῦ τρωικοῦ κύκλου), διότι πουθενὰ στὰ ὁμηρικὰ ἔπη δὲν δίδεται κάποια ἐξήγησι. Δὲν φαίνεται πολὺ πιθανὸ σ᾿ αὐτοὺς τοὺς δυσάρεστους χρησμοὺς νὰ ἐννοῆται καὶ ἡ θυσία τῆς κόρης τοῦ ἀρχιστρατήγου ᾿Ιφιγένειας στὴν Αὐλίδα, προκειμένου νὰ μπορέσῃ ὁ συγκεντρωμένος στόλος τῶν συμμάχων νὰ ταξιδέψῃ πρὸς τὸ Ἴλιον. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο περιστατικὸ τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν μεταγενέστερη τραγικὴ ποίησι, ὅμως ὁ ῞Ομηρος σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ᾿Ιλιάδος (Ι 144-145, 286-287) παρουσιάζει τὸν ᾿Αγαμέμνονα νὰ ἔχῃ στὸ παλάτι του καὶ τὶς τρεῖς κόρες του καὶ νὰ τὶς προξενεύῃ κιόλας (ἡ ᾿Ιφιάνασσα τῆς ῥαψῳδίας Ι ταυτίζεται μὲ τὴν ᾿Ιφιγέ­νεια τῶν τραγικῶν ποιητῶν). Ἂν λοιπὸν στὴν προομηρικὴ ποίησι γινόταν λόγος γιὰ θυσία στὴν Αὐλίδα, θὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἐκδοχὴ τοῦ μύθου πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ γνωρίζουμε σήμερα. Ἄλλες μαντεῖες τοῦ Κάλχαντος ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν ἀρνητικὲς γιὰ τὸν ᾿Αγαμέμνονα καὶ ἐνδεχομένως νὰ ὑπονοῇ στὸ Α 106 ὁ ποιητὴς εἶναι οἱ ἑξῆς· α) ἡ πρόβλεψι ὅτι ἡ ἐκστρατεία θὰ εἶχε μεγάλη διάρκεια (δεκαετῆ), β) ἡ φανέρωσι ὅτι ἡ καθυστέρησι στὴν ἔναρξι τῆς ἐκστρατείας λόγῳ ἄπνοιας στὴν Αὐλίδα ὠφειλόταν σὲ ἀσεβῆ πρᾶξι τοῦ ᾿Αγαμέμνονος ἔναν­τι τῆς ᾿Αρτέμιδος (στὰ πρῶτα στάδια ἐξελίξεως τοῦ μύθου ἴσως ἡ ἐξιλέωσι νὰ μὴ συνδεόταν μὲ θυσία τῆς ᾿Ιφιγένειας, ἀλλὰ μὲ κάποια ἄλλη κοινὴ θυσία, π.χ. μὲ ἑκατόμβη ζῴων), γ) ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς συμμάχους ποὺ συγκεντρώθηκαν ἀρχικὰ ὑπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ ᾿Αγαμέμνονος ἦταν ἀπαραίτητη ἡ παρουσία καὶ κάποιων ποὺ ἔλειπαν (᾿Οδυσσέως, ᾿Αχιλλέως).

Α 121-244. Συνέχεια 10ης ἡμέρας τοῦ ἔπους. ᾿Αχιλλέως μῆνις. ῾Ενότητα κομβικῆς σημασίας γιὰ τὴν ἐξέλιξι τοῦ μύθου, καθὼς περιγράφεται τὸ κεντρικὸ γεγονὸς ποὺ θὰ ἀποτέλεσῃ τὸν πυρῆνα, τὸν καμβᾶ, πάνω στὸν ὁποῖο θὰ οἰκοδομηθῇ ὅλη ἡ ἀριστοτεχνικὴ πλοκὴ τῆς ᾿Ιλιάδος. Εἶναι ἡ προσωπικὴ δημιουργικὴ σύλληψι τῆς λογοτεχνικῆς εὐφυΐας τοῦ ῾Ομήρου, ὁ ὁποῖος κατορθώνει νὰ δώσῃ τὰ γεγονότα τοῦ τρωικοῦ πολέμου, γνωστὰ ἀσφαλῶς στοὺς ἀκροατὲς ἀπὸ προϋπάρχοντα μικρότερα ἔπη τοῦ τρωικοῦ κύκλου, μέσα ἀπὸ μία ἐντελῶς προσωπικὴ καὶ ἀνανεωτικὴ τοῦ μύθου ὀπτικὴ γωνία, μὲ τὴν ὁποία συνθέτει τὰ μέχρι τότε ἀνεξάρτητα – μὲ χαλαρὴ ἔστω σύνδεσι μεταξύ τουςἐπεισόδια σὲ μία μεγαλειώδη ἑνιαία ποιητικὴ σύνθεσι, ὅπου ἀναχωνεύεται τὸ παλαιότερο ὑλικὸ σὲ ἕνα νέο καὶ μοναδικῆς ἐμπνεύσεως ἀριστούργημα. Ὑποενότητες δύο. α)121-147. ῾Ο Ἀχιλλεὺς ἀντιμιλᾷ στὸν ᾿Αγαμέμνονα. Στὴν ἀπαίτησι τοῦ Ἀτρείδη ἀντιδρᾷ ὁ Ἀχιλλεύς, ὁ ὁποῖος ἀπαντάει στὸν Ἀγαμέμνονα ὡς ἰσότιμος πρὸς αὐτὸν καὶ μὴ ἀποδεχόμενος τὴν ἀ­παίτησι τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς ἐκστρατείας, λέγοντάς του πὼς δὲν γίνεται νὰ τοῦ δώσουν ἄλλο δῶρο, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχουν κάπου λάφυρα ἀμοίραστα· ὑπόσχεται ὅμως νὰ λάβῃ ὁ Ἀγαμέμνων τριπλάσια λάφυρα ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους, ὅταν καταλάβουν τὴν Τροία. ῾Η θαρραλέα ἀντίκρουσι τοῦ ᾿Αχιλλέως θυμώνει ἀκόμη περισσότερο τὸν Ἀγαμέμνονα, ὁ ὁποῖος ἀπορρίπτει τὴν πρότασι τοῦ συνομιλητῆ του ὡς ἀπατηλὴ ὑπόσχεσι. Ἀπειλεῖ μάλιστα ὁ ᾿Ατρείδης ὅτι θὰ ἀφαιρέσῃ τὸ δῶρο (τὴν σκλάβα-λάφυρο) τοῦ Ἀχιλλέως ἢ κάποιου ἄλ­λου πολεμάρχου, ἂν οἱ Ἀχαιοὶ δὲν σεβαστοῦν τὸν ὅρο ποὺ θέτει. ῾Ολοκληρώνοντας πάντως ὁ ᾿Αγαμέμνων τὴν ἀνταπάντησί του δηλώνει ὅτι δὲν σκέφτεται νὰ πραγματοποιηθῇ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἡ ἀπαίτησί του, ἀλλὰ ὅτι προέχει τώρα νὰ ἑτοιμαστῇ πλοῖο καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες Ἀχαιοὺς νὰ συνοδεύσῃ τὴν ἑκατόμβη καὶ τὴν Χρυσηίδα στὸ ταξίδι γιὰ τὴν (πόλι) Χρύση, κέντρο λατρείας τοῦ ᾿Απόλλωνος. β) 148-244. Ἀχιλλέως καὶ Ἀγαμέμνονος ἔρις. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀρχίζει ἡ φιλονικία ἀνάμεσα στὸν Ἀγαμέμνονα καὶ τὸν Ἀχιλλέα. ῾Ο Ἀχιλλεὺς μιλῶντας σκληρὰ καὶ ὑβριστικὰ πρὸς τὸν Ἀγαμέμνονα ἐξηγεῖ πὼς δὲν ἦρθε στὴν Τροία γιὰ προσωπικοὺς λόγους, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπερασπίσῃ τὴν τιμὴ τῶν Ἀτρειδῶν. Παραπονιέται ἀκόμη ὅτι, ἐνῷ εἶναι ὁ πρῶτος μαχητὴς σὲ ὅλες τὶς μάχες καὶ αὐτὸς βαστάει τὸ βάρος τοῦ πολέμου, παίρνει πάντα δῶρο πιὸ μικρὸ ἀπὸ τὸν Ἀγαμέμνονα (τὸ ἀναφέρει ὡς μία ἀδικία ποὺ τοῦ γίνεται). Ἔτσι ἀπειλεῖ νὰ φύγῃ μὲ τοὺς συντρόφους του καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν Φθία, ἂν τοῦ πάρουν τὸ δῶρο του (δηλαδὴ τὴν Βρισηίδα ποὺ τοῦ δόθηκε ὡς λάφυρο πολέμου· χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀναφέρονται σὲ σκλάβες γυναῖκες σὰν νὰ εἶναι ἀντικείμενα καὶ ὄχι ἀνθρώπινες προσωπικότητες). Ὁ Ἀγαμέμνων ὠργισμένος τοῦ ἀπαντᾷ ὅτι ἀδιαφορεῖ καὶ ὅτι μπορεῖ ἐκείνος νὰ φύγῃ, ἂν θέλῃ. Ἔχει καὶ ἄλλους γενναίους μαχητὲς μὲ τὸ μέρος του· ἀλλὰ ἀκόμη ἔχει καὶ τὸν Δία. ᾿Εκφράζει τὸ μῖσος του γιὰ τὸν ᾿Αχιλλέα καὶ δηλώνει πλέον τὴν ἀπόφασί του μόνος του, γιὰ νὰ ἀποδείξῃ ὅτι εῑναι ἀνώτερος τοῦ ᾿Αχιλλέως, νὰ ἁρπάξῃ τὸ δικό του δῶρο, τὴν κόρη τοῦ Βρισέως, σὰν ἀντάλλαγμα γιὰ τὴν Χρυσηίδα ποὺ χάνει. Ὁ Ἀχιλλεὺς ὀργίζεται ὑπερβολικὰ καὶ ὁ θυμὸς τὸν κάνει νὰ σκέφτεται ἂν εἶναι προτιμότερο νὰ φονεύσῃ ἐπὶ τόπου τὸν Ἀγαμέμνονα ἢ νὰ συγκρατηθῇ. ᾿Αλλὰ τὴν κρίσιμη στιγμή, τὴν ὥρα ποὺ ἀρχίζει νὰ ξιφουλκῇ, ἐπεμβαίνει ἡ Ἀθήνη (᾿Αθηνᾶ) σταλμένη ἀπὸ τὴν ῞Ηρη (῞Ηρα) καὶ ὁρατὴ μόνο ἀπὸ τὸν Ἀχιλλέα, τὸν καθησυχάζει καὶ τὸν συγκρατεῖ. Συμβουλεύει τὸν Ἀχιλλέα νὰ σταματήσῃ τὴν διαμάχη, νὰ ἀπομακρύνῃ τὸ χέρι του ἀπὸ τὸ σπαθί, καὶ νὰ ξεσπάσῃ στὸν ᾿Αγαμέμνονα μόνο φραστικά, βρλιζοντάς τον ὅπως ἀκριβῶς τοῦ ἀξίζει. Ἔτσι ὁ Ἀχιλλεὺς ξεσπάει μόνο σὲ ὕβρεις πρὸς τὸν Ἀγαμέ­μνονα, μὲ σκληρὰ βέβαια λόγια, συγκρατώντας ὅμως τὰ φονικά του σχέδια. Μεταξὺ ἄλλων ἀποκαλεῖ τὸν ᾿Αγαμέμνονα «βασιλιᾶ ποὺ καταβροχθίζει τὸν λαό του, διότι ἐξουσιάζει τιποτένιους» (δη­μοβόρος βασιλεὺς ἐπεὶ οὐτιδανοῖσιν ἀνάσσεις [A 231]). ῾Ορκίζε­ται ὅτι ἀποχωρεῖ πλέον ἀπὸ τὴν μάχη, ὁπότε γρήγορα θὰ τὸν ἀναζητήσουν οἱ Ἀχαιοί, ὅταν ὁ ῞Εκτωρ θὰ τοὺς κατατροπώνῃ, καὶ τότε ὁ ἀρχιστράτηγος θὰ καταλάβῃ τὴν ἀξία του.

Α 247-303 (305). Συνέχεια 10ης ἡμέρας τοῦ ἔπους. Παρέμβασι τοῦ Νέστορος καὶ λῆξι τῆς συνελεύσεως. ῾Υποενότητες δύο. α) 247-284. Ἡ παρέμβασι τοῦ Νέστορος. ῞Οταν τελείωσε τὸν θυμώδη καὶ ὑβριστικὸ λόγο του ὁ Ἀχιλλεύς, πετάει τὸ σκῆπτρο καὶ κάθεται, ἐνῷ ὁ Ἀγαμέμνων εἶναι πολὺ ὠργισμένος μαζί του. Τότε ἐπεμβαίνει ὁ γλυκομίλητος Νέστωρ, ὁ γέροντας βασιλιᾶς τῆς Πύλου, καὶ παίρνει τὸν λόγο προσπαθῶντας νὰ συμφιλιώσῃ τοὺς δύο ἀντιπάλους. Προτρέπει τοὺς δύο ἀντιμαχομένους νὰ τὸν ἀκούσουν, ἀφοῦ καὶ τὰ παλιὰ χρόνια τὸν ἄκουγαν ἄλλοι σπουδαῖοι ἄντρες ὅπως ὁ Πειρίθοος, ὁ Δρύας, ὁ Καινέας, ὁ Ἑξάδιος, ὁ Πολύφημος καὶ ὁ Θησεύς. Αὐτοὶ οἱ γενναῖοι, ποὺ σὰν κι αὐτοὺς τέτοιοι ἄντρες δὲν ξαναγεννήθηκαν, τὸν προσκαλοῦσαν νὰ συμμετέχῃ στοὺς ἀγῶ­νές τους. Θυμίζοντας ἔτσι τὰ ἡρωικά του κατορθώματα τῆς νεανικῆς του ἡλικίας, ὁ Νέστωρ ζητάει καὶ τώρα νὰ τὸν σεβαστοῦν. Στὴ συνέχεια συμβουλεύει τὸν Ἀγαμέμνονα νὰ μὴν πραγματοποιήσῃ τὶς ἀπειλές του καὶ νὰ μὴν ἀφαιρέσῃ τὸ δῶρο τοῦ Ἀχιλλέως. ᾿Αλλὰ καὶ τὸν Ἀχιλλέα συμβουλεύει νὰ μὴν ἀντιμάχεται τὸν βασιλιᾶ καὶ ἀρχιστράτηγο Ἀγαμέμνονα. β) 285-303. Διάλυσι τῆς συνελεύσεως. Ὁ Ἀγαμέμνονας συμφωνεῖ μὲ τὶς συμβουλὲς τοῦ Νέστορα, ἀλλὰ ἐπιμένει ὅτι ὁ Ἀχιλλεὺς εἶναι φίλαρχος καὶ δὲν λογαριάζει κανέναν. Ὁ Ἀχιλλεὺς ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀρνεῖται νὰ ὑποταχθῇ στὸν Ἀγαμέμνονα, ἀλλὰ δηλώνει ὅτι δὲν θὰ πολεμήσῃ γιὰ νὰ κρατήσῃ τὴν Βρισηίδα· συγκατατίθεται δηλαδὴ νὰ παραδώσῃ τὴν κόρη· διευκρινίζει ὅμως ὅτι δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἀγγίξουν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του. Ἂν μάλιστα ἐπιχειρήσῃ ὁ ᾿Αγαμέμνων νὰ τοῦ ἁρπάξῃ καὶ κάτι ἄλλο δικό του, τότε θὰ ἐπιτεθῇ καὶ θὰ τὸν σκοτώσῃ χωρὶς ἄλλη ἀναβολή. ῞Υστερα ἀπὸ αὐτὰ ἡ συνέλευσι τῶν ᾿Αχαιῶν διαλύεται.