ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
(Ἐπὶ τῇ συμπληρώσει 180 ἐτῶν ἀπὸ τῆς ἐλεύσεώς του
ὡς πρώτου Κυβερνήτου τῆς ἀπελευθερωθείσης Ἑλλάδος)
᾿Ιωάννου Φ. ᾿Αθανασοπούλου
Θεολόγου – Φιλολόγου
«Τὸ μὲν σῶμα αὐτοῦ ἐν εἰρήνῃ ἐτάφη
καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ζῇ εἰς γενεάς·
σοφίαν αὐτοῦ διηγήσονται λαοί,
καὶ τὸν ἔπαινον ἐξαγγέλλει ἐκκλησία».
(Σοφ. Σιρὰχ ΜΔ΄ 14)
1. Συνεπληρώθησαν 180 ἔτη ἀπὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἰωάννου Καποδίστρια ὡς πρώτου Κυβερνήτου τῆς ἀπελευθερωθείσης Ἑλλάδος, τὸν ὁποῖον ἐπέλεξε διὰ μίαν ἑπταετίαν ἡ Ἐθνικὴ Συνέλευσις τῆς Τροιζῆνος τὴν 15ην Ἀπριλίου 1827, θεωρήσασα τοῦτον, κατὰ τὴν σχετικὴν ἐπίσημον ἀγγελίαν τῆς ἐκλογῆς του, «ἄνδρα πολιτικὸν κατά τε τὴν πρᾶξιν καὶ τὴν θεωρίαν, εἰς τοῦ ὁποίου τὰ προτερήματα ἠμποροῦσε δικαίως νὰ καυχηθῇ ἡ Ἑλλὰς καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἠμποροῦσε νὰ ἐλπίσῃ θαρρούντως τὴν σωτηρίαν καὶ τὴν εὐδαιμονίαν της» [Κώστα Καιροφύλα, Ὁ Γολγοθᾶς τοῦ Καποδίστρια, περιοδ. «Ἔρευνα» (1928) σ. 18].
Καὶ ὄντως τὴν ὥραν ἐκείνην κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἀπελευθερωτικὸς ἀγὼν τῶν Ἑλλήνων ἤγγιζε τὰ ὅρια τοῦ ἐσχάτου κινδύνου καὶ ἐνῷ ἡ εἰσχωρήσασα διχόνοια μεταξὺ τῶν ἀγωνιστῶν καὶ τῶν πολιτευομένων εἶχεν ὁδηγήσει εἰς ἐμφύλιον πόλεμον καὶ ἀναρχίαν, οὐδεμίαν ἄλλην πολιτικὴν προσωπικότητα διέθετε τὸ ἔθνος μὲ διεθνὲς γόητρον, ἀκτινοβολίαν καὶ προβολήν, ἱκανὴν νὰ σώσῃ τὴν ἐπανάστασιν ἀπὸ τὴν δεινὴν θέσιν καὶ τὴν χαώδη σύγχυσιν, νὰ θέσῃ τὰ θεμέλια εὐνομουμένης πολιτείας καὶ νὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν πολιτικὴν τάξιν εἰς τὰ καπνίζοντα ἐρείπια, πλὴν ἐκείνης τοῦ Καποδίστρια. Ὁμοφώνως συνεργάται καὶ φίλοι του ὡμίλουν διὰ τὰς ἀρετὰς τοῦ ἀνδρός, διὰ τὴν εὐγένειαν καὶ τὴν ἀριστοκρατικήν του ἐμφάνισιν, διὰ τὴν ἔξαρσιν τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματός του, διὰ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτῆρος, διὰ τὴν ἐντιμότητά του, διὰ τὸν σπάνιον συνδυασμὸν φυσικῶν προτερημάτων καὶ ἠθικῶν, ψυχικῶν καὶ πνευματικῶν ἀρετῶν του. ῾Ωσαύτως, ὅπως ἀναφέρει ὁ Τρικούπης, «ἐσέβετο τὴν πάτριόν του θρησκείαν καὶ ἠγάπα νὰ προσφέρῃ πάνδημον αἴνεσιν εἰς τὸν Θεόν· λιτός, ἀπέριττος καὶ ἀνεπίδεικτος ἦτο ὁ βίος του· χαρίεις καὶ εὐπρεπὴς ἡ ἰδιωτικὴ συμπεριφορά του καὶ πανθομολόγητος ἡ ἀφιλοκερδεία του» [Σπ. Τρικούπη, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Ἀθῆναι 1879, τ. Δ΄, σ. 276].
Ἂν καὶ εἶχε ζήσει ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος καὶ εἶχεν ἀναδειχθῆ μέγας Εὐρωπαῖος πολιτικός, παρέμενε βαθύτατα κατὰ τὸ ἦθος καὶ τὴν σκέψιν Ἕλλην, προικισμένος μὲ τὰς εὐγενεστέρας ἀρετὰς τῆς φυλῆς, ἔχων πάντοτε πρὸ ὀφθαλμῶν τὸ ὅραμα τῆς ὑποδούλου πατρίδος, εἰς τρόπον ὥστε «οὐδενὸς Ἕλληνος ἡ καρδία ἦτο ἑλληνικωτέρα τῆς τοῦ Καποδιστρίου».
Ἤδη ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς διπλωματικῆς ὑπηρεσίας του εἰς τὴν ῾Ρωσίαν τὸ Ἑλληνικὸν Ζήτημα ἐδέσποζεν εἰς τὴν συνείδησίν του καί, παρὰ τὸν φόρτον τῶν πολλῶν εὐθυνῶν του, «τὸν ἀπασχολοῦσε ἔμμονα εἴτε ὡς μέριμνα γιὰ τὴν προστασία τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν εἴτε ὡς ὑπόμνηση τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους καὶ προβολὴ τῶν δικαίων του εἴτε ὡς σχέδιο καὶ προοπτικὴ γιὰ τὴν ἀποτίναξη τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος» [Ἀλ. Δεσποτοπούλου, Ἡ Ἑλληνικὴ πολιτικὴ τοῦ Καποδίστρια, Τετράδια «Εὐθύνης» 5, σ. 99]. Κατὰ δὲ τὴν διάρκειαν τῶν ἐτῶν τῆς ἐπαναστάσεως ἦτο ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς μαχομένης πατρίδος του εἰς ὅλην τὴν Εὐρώπην, ὅπου, ὡς γνωστόν, εἶχε νὰ ἀντιπαλαίσῃ μὲ ἐπικίνδυνον ἀντίπαλον, τὸν Αὐστριακὸν Μέττερνιχ, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου εἶχε καταστῆ συνώνυμον μὲ τὴν καταχθόνιον καὶ ἀδίστακτον διπλωματίαν, στρεφομένην ἐμφανῶς κατὰ τῆς Ἑλλάδος.
2. Ὁ Καποδίστριας ἔφθασεν εἰς τὴν Ἑλλάδα τὴν 6ην Ἰανουαρίου 1828 καὶ τὴν 26ην τοῦ αὐτοῦ μηνὸς ὡρκίσθη ἐπισήμως κυβερνήτης τῆς χώρας εἰς Αἴγιναν, ὅπου ἡ προσωρινὴ ἕδρα τῆς κυβερνήσεώς του. Ἡ ὑποδοχὴ ἡ ὁποία τοῦ ἐπεφυλάχθη ὑπῆρξε πάνδημος. «Οὐδέποτε ἄνθρωποι ἐδέχθησαν εὐνοϊκώτερον τὸν λυτρωτήν των. Καὶ ὁ στρατιωτικὸς καὶ ὁ πολιτικὸς καὶ ὁ ἰδιώτης τῆς Ἑλλάδος ἐχάρησαν ὅλοι τὴν αὐτὴν χαράν, διότι ὅλοι ᾐσθάνοντο τὴν αὐτὴν χρείαν» [Σπ. Τρικούπη, ἔ.ἀ., σ. 237]. Καλούμενος ὅμως ὁ Καποδίστριας ὑπὸ τῆς Ἐθνικῆς Συνελεύσεως νὰ ἀναλάβῃ τὴν κυβέρνησιν τοῦ κράτους εἶχε τὴν προαίσθησιν ὅτι ἐπρόκειτο νὰ ἀναλάβῃ «οὐρανόθεν καταβαίνοντα σταυρὸν» μαρτυρικῆς ἀποστολῆς, ὅπως ἔγραφεν ἐκ Πετρουπόλεως πρὸς τὸν Ἐϋνάρδον [᾿Ι. Α. Καποδίστρια, Ἐπιστολαί, μεταφρ. Κ. Σχινά, Ἀθήνησιν 1841, τόμ. Α΄, σ. 102]. Διότι ὅταν ὁ κυβερνήτης ἦλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα, εὑρέθη ἀντιμέτωπος μὲ τεράστια προβλήματα, ἐκκρηκτικὰ καὶ ἀκανθώδη. Δὲν εὑρῆκε κράτος μὲ τὴν σημερινὴν ἔννοιαν τοῦ ὅρου, ἀλλ᾿ ἄθροισμα ὁπλοφόρων καὶ μίαν κατὰ τύπους μόνον κυβέρνησιν, τὴν Ἀντικυβερνητικὴν ἐπιτροπήν. Ὁ Κιουταχῆς κατεῖχεν ἀκόμη ὅλην σχεδὸν τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα, ἐνῶ ὁ Ἰμπραὴμ εἶχε ὑπὸ τὸν ἔλεγχόν του τὸ μεγαλύτερον τμῆμα τῆς Πελοποννήσου. Τὴν ἀκόλουθον εἰκόνα τῆς τότε κρατούσης καταστάσεως διασῴζει εἰς τὰ «Ἀπομνημονεύματά» του ὁ πρῶτος γραμματεὺς τῆς Συνελεύσεως Ν. Σπηλιάδης· «Ἡ Ἑλλὰς ἤδη ἐψυχορράγει. Ἡ κυβέρνησις δὲν ὑπῆρχεν εἰμὴ διὰ τὸν τύπον· οἱ ξένοι τὴν κατεφρόνουν καὶ τὴν ὕβριζον. Ἀφ᾿ ἑτέρου ἡ διχόνοια κατεσπάραττε τὴν πατρίδα, καὶ τὰ πάθη ἦσαν πάρα πολὺ ἐξηγριωμένα, τὰ μίση ἄσπονδα… καὶ ὁ ἐμφύλιος πόλεμος ἠπειλεῖτο πανταχόθεν… Εἰς τὴν Ἑλλάδα δὲν ὑπάρχουσιν οὔτε ἐμπόριον οὔτε τέχναι οὔτε βιομηχανία οὔτε γεωργία… οἱ κοινωνικοὶ δεσμοὶ παρελύθησαν. Ὁ πολίτης δὲν ἀπολαύει τοῦ νόμου τὴν ὑπεράσπισιν. Μόνη τοῦ λαοῦ ἡ ἀκένωτος μακροθυμία ἐμπόδισε τοῦ νὰ φθάσωσι τὰ πράγματα εἰς φρικωδεστέραν κατάστασιν» [Ν. Σπηλιάδου, Ἀπομνημονεύματα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, τ. Γ΄, σ. 548-549 καὶ 552]. ῾Ωσαύτως τὴν αὐτὴν μελαγχολικὴν εἰκόνα ἔδιδεν ἡ κατάστασις τοῦ στρατοῦ, τοῦ στόλου, τῆς δημοσίας διοικήσεως καὶ τῆς δικαιοσύνης. Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Καποδίστριας ὀλίγον μετὰ τὴν ἄφιξίν του περιέγραφε πρὸς τὸν Βαρῶνον De Saint-Denis ὡς ἑξῆς τὴν ἐσωτερικὴν κατάστασιν τῆς Πελοποννήσου: «Ἀπὸ Καλαμάτας μέχρι Ναυπλίου οὔτε χωρίον ὑπάρχει ἓν οὔτε κώμη οὔτε πόλις μὲ στέγασμα τὸ παραμικρόν. Ἐκτεταμένοι ἀμπελῶνες ἀποκεχερσωμένοι, κοιλάδες ἄλλοτε μὲν σιτοπληθεῖς, σήμερον δὲ ἄφοροι… χιλιάδες οἰκογενειῶν ἀναζητοῦσαι τὰς ἑαυτῶν ἑστίας ἀναμέσον τῶν ἐρήμων καὶ τῶν συντριμμάτων, στερούμεναι καὶ ζῴων καὶ συνέργων καὶ καταβολῶν πρὸς ἐνίσχυσιν τῆς γεωργίας…» [Ἐπιστολαί, ἔ.ἀ., σ. 164-165]. Συνεπῶς ὁ Καποδίστριας ἦλθε διὰ νὰ σώσῃ τὴν κυριολεκτικῶς «ψυχορραγοῦσαν πατρίδα», νὰ ὀργανώσῃ καὶ νὰ διοικήσῃ ἓν κράτος ποὺ δὲν ὑπῆρχεν εἰς τὴν πραγματικότητα, ἀνασυντάσσων τὰς δυνάμεις τοῦ ἔθνους καὶ τὴν ὅλην ζωὴν τῆς χώρας.
3. Μετὰ τὴν ὁρκωμοσίαν του ὁ Καποδίστριας ἐργαζόμενος ἀόκνως καὶ διάγων βίον ἄκρας λιτότητος ἐπεδόθη ἀμέσως εἰς τὸ ἔργον τῆς δημιουργίας κράτους ἐκ τοῦ μηδενός, μεριμνῶν μόνος περὶ πάντων, «κοπιῶν ὅλον σχεδὸν νυχθήμερον καὶ ἐλάχιστα ἀναπαυόμενος» [Νικ. Δραγούμη, ῾Ιστορικαὶ ἀναμνήσεις. Νέα Ἑλληνικὴ Βιβλιοθήκη, 1973, τ. Α΄, σ. 73].
Τὸ ἔργον του ὑπῆρξεν ἐκπληκτικόν. Ἐντὸς ἐλαχίστου χρόνου ἐπιτυγχάνει θαυμαστὴν μεταβολὴν τῶν ἑλληνικῶν πραγμάτων. Ὅπως γράφει σύγχρονος ἱστορικός, «ἐξασφαλίζει εἰς τὴν χώραν κυβέρνησιν μεγίστου κύρους καὶ σταθερότητος καὶ εὐταξίαν καὶ ἀσφάλειαν ἀπόλυτον ἀνὰ τὴν ὕπαιθρον καὶ τὰς θαλάσσας, ἀνατρέπων οὕτως ἄρδην καὶ τὸ ἰσχυρὸν ἐπιχείρημα τῆς ἐχθρικῆς πρὸς τὴν Ἑλλάδα διπλωματίας, περὶ ἀνωριμότητος τῶν Ἑλλήνων διὰ πολιτικὴν αὐθυπαρξίαν, ἐνῷ θὰ ἦτο ἀβεβαία ἡ πορεία τοῦ ἑλληνικοῦ μέλλοντος χωρὶς τὴν παρουσίαν του εἰς τὴν ἐκπροσώπησιν τῆς ἑλληνικῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, τὴν ὁποίαν θαυμασίως διεξήγαγεν» [Ἀλεξ. Ι. Δεσποτοπούλου, Ὁ Κυβερνήτης Καποδίστριας καὶ ἡ ἀπελευθέρωσις τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 19962, σ. 212].
Εἰδικώτερον ὁ Καποδίστριας ἐσχημάτισε τακτικὸν στρατόν, ὠργάνωσεν αὐτὸν κατὰ χιλιαρχίας καὶ ἵδρυσε τὴν Σχολὴν Εὐελπίδων. Συνέστησε στατιστικὴν ὑπηρεσίαν ἐνεργήσας καὶ γενικὴν ἀπογραφὴν τοῦ πληθυσμοῦ. Ὠργάνωσε τὴν διοίκησιν τοῦ κράτους, προέβη εἰς διοικητικὴν διαίρεσιν τῆς Πελοποννήσου καὶ τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου πελάγους, καὶ διώρισεν ἐκτάκτους κυβερνητικοὺς ἐπιτρόπους. Ἔπληξε τὴν κιβδηλοποιίαν, τὸ λαθρεμπόριον καὶ τὴν ζῳοκλοπήν. Ἀνεσυγκρότησε τὴν γεωργίαν καὶ εἰσήγαγε νέας μεθόδους εἰς τὴν γεωργικὴν καλλιέργειαν ἱδρύων ταυτοχρόνως Γεωργικὴν Σχολὴν εἰς Τίρυνθα. Ἡ καλλιέργεια τῆς πατάτας καὶ τοῦ ἀραβοσίτου, ἄγνωστα εἴδη μέχρι τότε εἰς τὴν χώραν, ἀποτελοῦν σωστικὸν μέτρον τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἵδρυσε νομισματοκοπεῖον, εἰσήγαγε νομισματικὸν σύστημα καὶ καθιέρωσε νομισματικὴν μονάδα, τὸν Φοίνικα. Μεγάλως εἵλκυσε τὴν προσοχήν του τὸ ζήτημα τῆς ἀνυπάρκτου δικαιοσύνης, συστήσας τακτικὰ δικαστήρια καὶ συντάξας σχετικοὺς νόμους. Ὠργανώθη ἡ ταχυδρομικὴ ἀνταπόκρισις μὲ τὸ ἐσωτερικὸν τῆς χώρας καὶ τὸ ἐξωτερικόν. Ἀλλὰ καὶ εἰς ἔργα κοινωνικῆς προνοίας ἀπέβλεψεν ὁ κυβερνήτης, ἱδρύσας εἰς Αἴγιναν τὸ περίφημον ὀρφανοτροφεῖον «χριστιανικῆς καὶ ἐθνικῆς παιδαγωγίας» μὲ μουσεῖον καὶ βιβλιοθήκην, τὸ ὁποῖον περιέθαλψεν ἀρχικῶς 500 περίπου ὀρφανὰ τοῦ πολέμου.
Καὶ ἐνῷ ἐργώδης καὶ ἄκρως ἐπίπονος ὑπῆρξεν ἡ προσπάθειά του διὰ τὴν ὀργάνωσιν τοῦ Κράτους, ἀποδεικνύεται παροιμιώδης καὶ ὑποδειγματικὴ ἡ λιτότης τῆς ζωῆς του, οὐδέποτε ἀποβλέψας εἰς ὑλικὴν ἀμοιβήν. Ἀπεποιήθη ἐτησίαν σύνταξιν 60.000 φράγκων, τὴν ὁποίαν τοῦ προσέφερεν ὁ αὐτοκράτωρ τῆς ῾Ρωσίας, διὰ τὰς πρώην εἰς τὴν ῾Ρωσίαν ὑπηρεσίας του καὶ ἠρνήθη νὰ δεχθῇ ἐτησίαν χορηγίαν, τὴν ὁποίαν ἐψήφισεν ἡ Συνέλευσις τῆς Ἑλλάδος, διότι δὲν ἤθελε νὰ βαρύνῃ τὸ πενιχρὸν ταμεῖον τοῦ Κράτους, ἀρκούμενος εἰς τὸ μικρὸν εἰσόδημα τῆς ἐκ Κερκύρας πατρικῆς περιουσίας του, τὴν ὁποίαν μάλιστα «ἔδωκεν εἰς ὑποθήκην ἵν’ ἀγοράση ἐν Μελίτῃ δύο φορτία σίτου πρὸς διατροφὴν τῶν πεινώντων» [Νικ. Δραγούμη, ἔ.ἀ. σ. 81]. Καὶ ἐνῷ διὰ τῶν ἐνεργειῶν του αὐτῶν ἀπέφευγεν ἐπιμελῶς νὰ δώσῃ τροφὴν εἰς ὑπονοίας ὅτι ἐκαρποῦτο δῆθεν τὴν ὑψηλήν του θέσιν, διὰ νὰ ἐκμεταλλεύεται τὸ κράτος, ἐλυπεῖτο παραλλήλως διὰ τὴν ἰδιοτέλειαν τῶν ἐπισήμων Ἑλλήνων [Τρύφωνος Ε. Εὐαγγελίδου, Ἱστορία τοῦ Ἰωάννου Καποδιστρίου, ἐν Ἀθήναις 1894, σ. 457].
4. Ἐκεῖ ὅμως ὅπου κατ᾿ ἐξοχὴν ἔστρεψε τὴν προσοχήν του ἦτο ἡ παιδεία, ἡ ὁποία ἀπετέλεσε διὰ τὸν Κυβερνήτην ἀληθὲς πάθος. Ἤδη ἀπὸ τῶν νεανικῶν του χρόνων ἐφιλοδόξει νὰ γίνῃ ὁ πνευματικὸς ἡγέτης τῆς πατρίδος του καὶ εἰργάσθη μὲ πολὺν ἐνθουσιασμὸν διὰ τὴν ἑλληνοκεντρικὴν ἀγωγὴν τῶν νέων, ἀρχικῶς εἰς τὴν Ἑπτάνησον, ἐν συνεχείᾳ δὲ καὶ διὰ τοὺς εἰς Εὐρώπην διεσκορπισμένους ἑλληνόπαιδας, οἱ ὁποῖοι εὑρισκόμενοι μακρὰν τῆς πατρίδος των ἐκινδύνευον νὰ ἀποβάλουν βαθμηδὸν τὸ αἴσθημα τῶν ἱερωτέρων καθηκόντων, τὴν ὀρθόδοξον πίστιν, τὴν χρῆσιν τῆς πατρίου γλώσσης καὶ αὐτὸ τὸ ἐθνικὸν φρόνημα [Α. Μ. Ἱδρωμένου, Ἰωάννης Καποδίστριας, ἐν Ἀθήναις 1900, σ. 47. Ἑλένης Ε. Κούκκου, Ἰωάννης Α. Καποδίστριας (1800-1828), Ἀθῆναι 1978, σ. 295]. «Τὰ παιδιά μας, οὕτως ἐκεῖσε κείμενα … κινδυνεύουσι νὰ ἐκστραφῶσι τῆς οἰκείας φύσεως, χάνοντα βαθμηδὸν καὶ τὴν αἴσθησιν τῶν θρησκευτικῶν χρεῶν των καὶ τὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης των καὶ τὴν μνήμην τῶν ἐφεστίων καὶ ἰδιογενῶν ἠθῶν», ἔγραφε τὴν 6ην Νοεμβρίου 1827 πρὸς τὸν Μουστοξείδην. [Ἐπιστολαί, ἔ.ἀ., σ. 209]. Ὅταν δὲ ἦλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα, μόνον «σκιὰ παιδείας» ἐπλανᾶτο εἰς τὸν τόπον, διὸ καὶ «δὲν παρημέλησεν ἐν μέσῳ τῶν πολυειδῶν του κυβερνητικῶν φροντίδων νὰ ἀναθρέψῃ χρηστοήθως καὶ θρησκευτικῶς τὴν ἀνισταμένην γενεάν, καθ᾿ ὅσον ἐδύνατο» [Σπ. Τρικούπη, ἔ.ἀ., σ. 282]. Ἤδη ἀπὸ τῶν πρώτων μηνῶν τῆς διοικήσεώς του ἔθεσε τὰς βάσεις τῆς ἐκπαιδευτικῆς ἀναγεννήσεως τῆς Ἑλλάδος. Ὡς ὀξυδερκὴς πολιτικὸς ἐπίστευσεν ὅτι ἡ ἀναμόρφωσις τῆς χώρας ἔπρεπε νὰ ἑδραιωθῇ ἐπὶ τῆς παιδευτικῆς παραδόσεως τοῦ Ἔθνους, παρέχων εἰς ὄλον τὸν λαόν, τὸν ὁποῖον δουλεία τεσσάρων αἰώνων εἶχε βυθίσει εἰς τὸ σκότος τῆς ἀμαθείας, ἀρχικῶς στοιχειώδη παιδείαν διὰ τῆς ἱδρύσεως ἀλληλοδιδακτικῶν σχολείων, εἰς τρόπον ὥστε παιδευόμενος νὰ καταστῇ ἄξιος τῆς ἐλευθερίας του καὶ νὰ δυνηθῇ «νὰ βαστάσῃ τὴν βαρεῖαν κληρονομίαν, ἥτις ὡς ἐκ τοῦ ὀνόματος ἔλαχεν αὐτῷ» [Νικ. Ι. Ἐξαρχοπούλου, Λόγος περὶ τῆς ἐκπαιδευτικῆς καὶ θρησκευτικῆς δράσεως τοῦ Καποδιστρίου, ἐν Ἀθήναις 1917, σ. 12], ἐν καιρῷ δὲ τῷ δέοντι καὶ διὰ τῆς ἱδρύσεως σχολείων ἀνωτέρας τάξεως, εἰς τὰς διαφόρους ἐπαρχίας τῆς χώρας.
Καὶ δὲν ἀπησχόλει τὸν Καποδίστριαν ἁπλῶς τὸ πρόβλημα τῆς παιδείας καὶ ἀγωγῆς τῆς νεότητος, ἀλλὰ πρωτίστως ἡ ὑγιὴς παιδεία, ὁ τρόπος δηλαδὴ μὲ τὸν ὁποῖον θὰ διεπαιδαγωγεῖτο αὕτη, ἡ «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» ἠθικὴ διάπλασις τοῦ χαρακτῆρος καὶ ἡ καλλιέργεια τῶν ἐθνικῶν ἰδεωδῶν τῆς φυλῆς. Δὲν ἤθελε τὰ σχολεῖα μόνον τόπους ἁπλῶν γνώσεων, ἀλλ᾿ ἤθελε αὐτὰ κυρίως ἐργαστήρια ἠθικῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς καὶ ἐθνικῆς ἀγωγῆς. Διότι, ὅπως ἔγραφε πρὸς τὸν ἀρχιμανδρίτην Μισαὴλ Ἀποστολίδην (τὸν μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπον Πατρῶν καὶ Μητροπολίτην Ἀθηνῶν), προϊστάμενον τότε τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Τεργέστης, «ἂν ἡ παροῦσα γενεὰ δὲν ἐνδυναμωθῇ ἀπὸ ἀνθρώπους μεμορφωμένους ἐν καλῇ διδασκαλίᾳ καὶ μάλιστα πρὸς τὸν κανόνα τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως καὶ τῶν ἠθῶν μας, ἀμφιβάλλω ὅτι θέλει δυνηθῆ νὰ ἐξισωθῇ πρὸς τὰ ἀποκεκληρωμένα εἰς αὐτὴν ἀγαθὰ παρὰ τῆς προνοίας» [Ἐπιστολαί, ἔ.ἀ. σ. 182]. Ὁμοίως ἐπανελάμβανεν εἰς ἐπιστολήν του καὶ πρὸς τὸν πρίγκηπα Κ. Καραντζᾶν, γράφων πρὸς αὐτὸν εἰς Πίσαν· «Ἂν ὑπάρχῃ τρόπος ἐπὶ τῆς παρούσης κρισίμου ἀκαταστάτου ὥρας νὰ σώσωμεν τοὺς νέους», ὁ μόνος τρόπος εἶναι νὰ ἐνισχύσωμεν αὐτοὺς «εἰς τὰς ἀρχὰς τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως, τὴν σπουδὴν καὶ τὴν ἄσκησιν τῆς ἐθνικῆς γλώσσης, εἰς τὴν διατήρησιν ἐν αὐτοῖς ἠθῶν ἁπλῶν καὶ χριστιανικῶν» [ἔ.ἀ., σ. 221].
Ἀποβλέπων δὲ εἰς τὸ νὰ ἀναθρέψῃ «χρηστοήθως καὶ θρησκευτικῶς τὴν ἀνισταμένην γενεάν, καθ᾿ ὅσον ἠδύνατο» [Σπ. Τρικούπη, ἔ.ἀ. σ. 282] εἰσηγεῖτο ὡς ἓν τῶν κυριωτέρων μαθημάτων τὴν διδασκαλίαν τῆς χριστιανικῆς θρησκείας εἰς τὰ σχολεῖα, ἐπειδὴ ἐπίστευεν ὅτι τὸ πνεῦμα τοῦ χριστιανισμοῦ ἀποτελεῖ μεγίστην παιδευτικὴν δύναμιν.
5. Ἀλλ᾿ ὁ Καποδίστριας ἑστίασε τὸ ἐνδιαφέρον του καὶ εἰς τὴν διευθέτησιν, τὴν ἐπίλυσιν τῶν προβλημάτων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς γνωστὸν ὑπῆρξεν «ὁ θώρακας τῆς ἑλληνικότητάς μας», πηγὴ ἐμπνεύσεως, τὸ στήριγμα, ἡ μητέρα καὶ φρουρὸς τοῦ γένους κατὰ τὴν τουρκοκρατίαν. Καὶ εἶναι ἕνας ἐξ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀντελήφθησαν τὴν σημασίαν καὶ τὴν θέσιν αὐτῆς εἰς τὸν ἐθνικὸν βίον, «πολὺ βαθύτερον παρ᾿ ὅσον οἱ παρ᾿ ἡμῖν τὰ ξένα πιθηκίζοντες», σύγχρονοι ἐκπρόσωποι τοῦ ἀντικληρικοῦ καὶ ἀντιεκκλησιαστικοῦ πνεύματος, σύγχρονοι ψευδαπόστολοι τοῦ οἰκουμενισμοῦ.
Πρὶν ἀκόμη ἔλθῃ εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἔγραφεν εἰς ἐπιστολήν του ὅτι «τὸ πρώτιστον καὶ οὐσιωδέστερον τῶν καθηκόντων τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως εἶναι νὰ παράσχῃ εἰς τὸ ἔθνος τὴν διδασκαλίαν τῆς πίστεως». Ὅταν δὲ ἀνέλαβε τὴν διακυβέρνησιν τῆς χώρας ἔσπευσε πρὸ τοῦ τέλους τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ 1828 νὰ συστήσῃ διὰ σχετικοῦ διατάγματος «ἐκκλησιαστικὴν ἐπιτροπήν», ἔργον τῆς ὁποίας ἦτο «νὰ προμηθεύῃ εἰς τὴν κυβέρνησιν ὅλας τὰς παρ᾿ αὐτῆς αἰτουμένας πληροφορίας περὶ τῆς καταστάσεως καὶ τῶν χρειῶν τῆς Ἐκκλησίας». Ἀποτελεῖ δὲ ἡ ἐν λόγῳ ἐπιτροπὴ «τὴν πρώτην εἰς τὴν ἐλευθέραν Ἑλλάδα ἀνωτάτην ἐκκλησιαστικὴν ἀρχήν», ἡ ὁποία «συνετέλεσεν, ὥστε νὰ τεθοῦν αἱ βάσεις τῆς ἐπὶ στερεοῦ ἐδάφους ὀργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» [Τάσου ᾿Αθ. Γριτσοπούλου, Ἡ ὑπὸ τοῦ Καποδίστρια διορισθεῖσα πενταμελὴς ἐκκλησιαστικὴ ἐπιτροπὴ καὶ τὸ ἔργον αὐτῆς. «Ἐκκλησία» Λ΄ (1953) σ. 202 κ.ἑ.].
Ἐμπνεόμενος ὁ Κυβερνήτης ἀπὸ ἀρίστας διαθέσεις διὰ τὴν Ἐκκλησίαν ἀπέβλεψεν ἰδιαιτέρως εἰς τὴν μόρφωσιν καὶ τὴν ἀνύψωσιν τοῦ ἱερατείου, ὅπως καὶ διὰ τὴν ἐπάρκειαν τῶν ἀναγκαίων εἰς τοὺς λειτουργοὺς τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἐπίστευε βαθέως ὅτι ἂν δὲν ὑπῆρχε κλῆρος πεπαιδευμένος καὶ ἄξιος τοῦ λειτουργήματός του, δὲν ἦτο δυνατὴ ἡ καθοδήγησις καὶ ἡ πνευματικὴ ἀναμόρφωσις τοῦ λαοῦ [Ἑλένη Ε. Κούκκου, Ὁ Καποδίστριας καὶ ἡ παιδεία, Ἀθῆναι 1958, σ. 9]. Διὰ τὴν πραγμάτωσιν τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ ἴδρυσεν εἰς τὴν ἱερὰν Μονὴν Ζωοδόχου Πηγῆς Πόρου «σχολεῖον ἐκκλησιαστικόν», διὰ τὴν προετοιμασίαν τῶν νέων ἱερέων, τὸ ἔργον τῶν ὁποίων ἔβλεπεν ὡς ἔργον πνευματικῆς διοικήσεως καὶ οἰκοδομῆς τῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ στηριχθοῦν «μὲ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν ἀληθῆ ἄγκυραν». Ἡ ἐγκύκλιός του πρὸς τὸν ἱερὸν κλῆρον εἶναι κείμενον βιβλικῆς ἐμπνεύσεως καὶ ὕφους ἀποστολικοῦ· «Λαλήσατε, ἔγραφεν, εἰς τὰς καρδίας τοῦ λαοῦ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ ὀρθοτομοῦντες τὸν λόγον τῆς ἀληθείας· κηρύξατε τὴν εἰρήνην· εὐαγγελίσασθε τὴν ὁμόνοιαν· διδάξατε τὴν φιλαδελφίαν, τὴν πρὸς ἀλλήλους ἀγάπην, ἵνα ὦσιν οἱ πάντες ἓν ἐν Χριστῷ· στηρίξατε τὰς καρδίας τῶν πιστῶν εἰς τὰ θεῖα δόγματα· ἐμπνεύσατε εἰς αὐτοὺς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν πλησίον καὶ τὴν ὑποταγὴν πρὸς τὰς ἀρχάς…» [Χρυσοστ. Παπαδοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1920, σ. 40].
Ἀμέριστον ὑπῆρξε τὸ ἐνδιαφέρον του καὶ διὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν εὐνομίαν καὶ εὐταξίαν. Ἐπεχείρησε νὰ ἐπιβάλῃ τάξιν εἰς τὰς ἱερὰς μονάς, ἀπαγορεύσας αὐστηρῶς διὰ διατάγματος τὴν ἀπαλλοτρίωσιν καὶ τὴν πολυετῆ ἐκμίσθωσιν τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων. Ἐμερίμνησε διὰ τὴν ἀνέγερσιν ἱερῶν ναῶν καὶ ἐπιμελῶς ἐφρόντισε διὰ τὸν πλουτισμὸν αὐτῶν δι᾿ ὅλων τῶν ἀναγκαίων. Διώρισεν ἱερέα τοῦ τακτικοῦ στρατοῦ καὶ παρέσχεν εἰς αὐτὸν λεπτομερεῖς ὁδηγίας διὰ τὸ ἔργον του, καθορίζων ὁ ἴδιος τὰ τῶν νηστειῶν τῶν στρατιωτικῶν καὶ τῶν προσευχῶν αὐτῶν καὶ τὰ τῆς ὑπ᾿ αὐτῶν ἀναγνώσεως ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων [Νικ. Ι. Ἐξαρχοπούλου, ἔ.ἀ., σ. 29. Ἐπιστολαί, ἔ.ἀ., τ. Γ΄, σ. 48]. Τέλος μεγάλην ἐπιθυμίαν ἔδειξε διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῶν κανονικῶν σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, μεριμνῶν πάντοτε περὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων μὲ πολλὴν διακριτικότητα, χωρὶς νὰ ἐπεμβαίνῃ εἰς τὰ θέματα τῆς Ἐκκλησίας ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἐξήρχοντο τῆς δικαιοδοσίας τῆς Πολιτείας [Χρυσοστ. Παπαδοπούλου, ἔ.ἀ., σ. 38 καὶ 46].
6. Ὅ,τι κατ᾿ ἐξοχὴν διέκρινε τὸν Καποδίστριαν ἦτο ἡ «πεφωτισμένη πίστις του εἰς τὸν Θεόν», ἡ ἀμετάθετος προσήλωσίς του εἰς τὰς ἀρχὰς τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ τὰς πνευματικὰς ἀξίας, ἡ ἀφοσίωσίς του εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Ὑπῆρξεν ἕνας ἐκ τῶν ἐξοχωτέρων πολιτικῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι «ἐν πάσῃ σχεδὸν τῇ εὐρωπαϊκῇ αὐλῇ διεκρίθησαν διὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάσεως τοῦ πνεύματός των» [Τρύφ. Ε. Εὐαγγελίδου, ἔ.ἀ., σ. 458]. Ἡ βαθεῖα χριστιανική του πίστις τὸν ἐνέπνεεν, ἐτόνωνε τὴν ἀγωνιστικήν του διάθεσιν. ῞Ολαι αἱ πράξεις καὶ ἐνέργειαί του ἦσαν καρπὸς τῶν ἀδιαμφισβητήτων ἐκκλησιαστικῶν πεποιθήσεών του καὶ τῶν αὐστηροτάτων ἠθικῶν ἀρχῶν, μὲ τὰς ὁποίας παιδιόθεν ἐγαλουχήθη ὑπὸ τῶν εὐσεβῶν γονέων του εἰς θερμὴν οἰκογενειακὴν ἑστίαν. Διὸ καὶ καθ᾿ ὅλην τὴν ζωήν του ἐμφανίζεται ὄχι ἁπλῶς ὡς χριστιανός, ἀλλ᾿ ὡς πεφωτισμένος καὶ χαρισματικὸς ἡγέτης, ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται βαθύτατα τὴν ζωτικὴν δύναμιν τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας καὶ τὴν σωστικὴν ἰσχὺν αὐτῆς διὰ τὸν λαόν. Διὰ τοῦτο καὶ εὐθὺς ὡς ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του ἐναπέθεσε τὰς ἐλπίδας του εἰς τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Θεὸς εἶναι μετὰ τῆς Ἑλλάδος, καὶ αὕτη σωθήσεται. Ἐκ ταύτης τῆς πεποιθήσεως ἀντλῶ πάσας μου τὰς δυνάμεις καὶ πάντας τοὺς πόρους», ἔγραφε τὸν Μάιον τοῦ 1828 πρὸς τὸν Μουστοξείδην [Ἐπιστολαί, ἔ.ἀ., τ. Β΄ σ. 81]. Οὐχὶ ἅπαξ ἀλλὰ κατ᾿ ἐπανάληψιν, μὲ βάθος καὶ παρρησίαν θαυμαστήν, ὁμολογεῖ τὴν γρανιτώδη πίστιν του εἰς τὴν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας ἡ ἐπίκλησις εἶναι στερεότυπος εἰς τὰς ἐπισήμους ἐπιστολὰς καὶ εἰς τὰς ὁμιλίας του. Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἡ πρώτη προκήρυξίς του πρὸς τὸν λαὸν ἤρχισε μὲ τὴν φράσιν· «Ἐὰν ὁ Θεὸς μεθ᾿ ἡμῶν, οὐδεὶς καθ᾿ ἡμῶν». Τὰ πάντα ἐναπέθετεν εἰς τὴν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ ἐπικαλούμενος πάντοτε αὐτὸν ἀρωγόν. «Πλήρης ἐλπίδος εἰς τὴν θείαν ἀντίληψιν», ἔγραφεν εἰς ἐγκύκλιόν του πρὸς τοὺς στρατιωτικούς, «ἀνέλαβα τὰς ἡνίας τῆς παρὰ τοῦ ἔθνους ἐμπιστευθείσης μοι κυβερνήσεως καὶ ὅλως ἀφωσιωμένος εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν ἱερῶν χρεῶν ἕνα καὶ μόνον σκοπὸν ἔχω, τὴν σωτηρίαν καὶ εὐδαιμονίαν τῆς ἀγαπητῆς μας πατρίδος» [Ἐπιστολαί, τ. Α΄, σ. 279].
Ὁμοίως καὶ πρὸς τὸν ἀδελφόν του Βιάρον ἔγραφεν· «Ἂν ὁ Θεὸς εὐλογήσῃ τοὺς ἀγῶνας μου… ἐλπίζω νὰ φέρω πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀληθινὰς καὶ πραγματικὰς παρηγορίας» [Ἐπιστολαί, τ. Α΄, σ. 126]. Καὶ πρὸς τὸν Α. Στρούζαν εἰς Ὀδησσὸν ἐπανελάμβανεν· «Ὁ Θεὸς εἶναι σκεπαστής μου καὶ ἄνευ ταύτης τῆς πίστεως οὔτε ἐμαυτὸν κατενόουν οὔτε ἤλπιζον οὐδέν» [Ἐπιστολαί, τ. Α΄, σ. 375].
Δημιουργοῦν πράγματι ἰδιαιτέραν αἴσθησιν ἀλλὰ καὶ πολλὴν συγκίνησιν αἱ ἀναφοραί του εἰς τὴν Θείαν Πρόνοιαν, ἡ δὲ συνεχὴς ἐπίκλησις αὐτῆς εἰς τὰς ἐπιστολὰς καὶ τὰς ὁμιλίας του προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸν καὶ ἀποδεικνύουν τὸ βάθος τῆς πίστεως τοῦ ἀνδρός. Ἀποκαλύπτουν βάθος σοφίας, συνέσεως καὶ ἀρετῶν, αἱ ὁποῖαι ἐκόσμουν πάντοτε τὸν χαρακτῆρα του καὶ ὑπηγόρευον τὰς πράξεις καὶ ἐνεργείας του.
7. Κορυφαία μορφὴ τῆς νεωτέρας πολιτικῆς ἱστορίας καὶ κορυφαῖος Εὐρωπαῖος διπλωμάτης ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, προπορευόμενος κατὰ πολὺ τῆς ἐποχῆς του, «πραγματικὸς πρόδρομος καὶ σκαπανέας καὶ μεγάλος πρῶτος ὁραματιστὴς καὶ θεμελιωτὴς τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης» [Ἑλένης Ε. Κούκκου, Ἰωάννης Καποδίστριας, Ὁ μεγάλος Εὐρωπαῖος διπλωμάτης, περιοδ. «Τόλμη», τ. 50 (2001), σ. 53. Ἀλεξ. Ι. Δεσποτοπούλου, ἔ.ἀ., σ. 259-260], καταλαμβάνει ἐπιφανῆ θέσιν καὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς ῾Ρωσίας καὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Εὐρώπης καὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἑλλάδος. Εἰδικώτερον διὰ τὴν Ἑλλάδα ὑπῆρξεν ὁ ῥηξικέλευθος πολιτικός, ὁ ὁποῖος ἠθέλησε νὰ θεμελιώσῃ τὸν κοινωνικὸν καὶ πολιτικὸν βίον τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ κράτους ἐπὶ τῆς Ὀρθοδόξου θρησκευτικῆς καὶ ἐθνικῆς παραδόσεως τοῦ Γένους, ἡ ὁποία τὸ ἐκράτησεν ὀρθὸν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν του καὶ τὸ ὡδήγησεν εἰς τὸν μεγάλον ξεσηκωμόν.
Ἀφοῦ ἔζησε μίαν πολυκύμαντον ζωὴν ἐν μέσῳ μυρίων σκοπέλων καὶ ἀδιακόπων ἀντιδράσεων τῶν ἀντιπάλων του, ἐτερμάτισε βιαίως αὐτὴν μὲ τὴν δολοφονίαν του τὴν 27ην Σεπτεμβρίου 1831, ἐνῶ ἐπορεύετο «ὄρθρου βαθέος» εἰς τὸν ἱερὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος Ναυπλίου, διὰ νὰ παρακολουθήσῃ τὴν θείαν λειτουργίαν. Ἡ δολοφονία του ἀνέτρεψεν ὄχι μόνον τὸ πολιτικόν, ἀλλὰ καὶ τὸ πολιτιστικὸν πρόγραμμά του, προϋπόθεσις τοῦ ὁποίου ἦτο, ὅπως ἐλέχθη, ἡ διάδοσις τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς παιδείας εἰς τὸν λαόν. Προσφυῶς ἐλέχθη περὶ αὐτοῦ ὅτι «ἡ θυσία αὐτοῦ ὑπῆρξε θυσία ἥρωος καὶ ὁ θάνατός του τραγωδία» [Πάν. Ζέπου, Καποδίστριας, Τετράδια «Εὐθύνης», 5, σ. 18].
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, διὰ τοῦ σεπτοῦ Προκαθημένου Αὐτῆς, ἐκπληροῦσα χρέος ἱερὸν καὶ «ἐξαγγέλλουσα τὸν ἔπαινον Αὐτῆς» ἀποτίνει φόρον τιμῆς εἰς τὴν μνήμην τοῦ ἀοιδίμου ἀνδρός, διὰ τῆς ἀφιερώσεως τοῦ παρόντος τόμου τῶν «Διπτύχων» τοῦ ἔτους 2008 ἐπ᾿ εὐκαιρίᾳ τῆς συμπληρώσεως 180 ἐτῶν ἀπὸ τῆς ἐλεύσεώς του ὡς πρώτου Κυβερνήτου τῆς ἀπελευθερωθείσης Ἑλλάδος. Διότι ἡ μνήμη του πρέπει καὶ σήμερον νὰ ἐμπνέῃ, νὰ διδάσκῃ καὶ νὰ παραδειγματίζῃ, καὶ ἀπὸ τὸ πνεῦμα του εἶναι ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ ἀντλῇ διδάγματα καὶ ὁ σύγχρονος Ἑλληνισμός. Τὸ ἔργον τὸ ὁποῖον ἐκληροδότησεν ἀποτελεῖ πολύτιμον πνευματικὴν καὶ πολιτικὴν παρακαταθήκην. Πιστὸς ἄχρι θανάτου εἰς τὰς ἰδέας του, κατέλιπε μαθήματα ὀρθοφροσύνης καὶ ἐμμονῆς εἰς τὰ παραδεδομένα.
Ἀτυχῶς ὅμως σήμερον ἄτομα χωρὶς ἱστορικὴν μνήμην καὶ συνείδησιν, διακατεχόμενα ἀπὸ συγχρόνους ἀντιλήψεις καὶ διαθέσεις ἐκθεμελιώσεως θεσμῶν καὶ ἀξιῶν τοῦ παραδοσιακοῦ μας πολιτισμοῦ, μὲ διάθεσιν παραφθορᾶς τῆς γλώσσης, ἀποξενώσεως τῆς παιδείας ἀπὸ τὰς παραδοσιακὰς ἀξίας, καταρρακώσεως τῶν ἐθνικῶν συμβόλων καὶ παραχαράξεως τῆς ἱστορίας, «ἀκούγοντας τὰ λόγια τοῦ κυβερνήτη θὰ τὸν πυροβολοῦσαν κι αὐτοὶ ἀμέσως … καὶ πολλοὶ ἄλλοι θὰ εἶχαν τὸ θράσος νὰ τὸν κατηγορήσουν ὡς ξεπερασμένον καὶ ἀντιδραστικόν» [Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χριστοδούλου, Εἰσήγησις εἰς Ἡμερίδα «Ἰωάννης Καποδίστριας», Ἀθῆναι 27/2/2007. Περιοδ. «Ἐκκλησία», ΠΔ (2007), σ. 190]. Ὅμως παρὰ ταῦτα ἐκεῖνος, ἱστάμενος ἔμπροσθεν τοῦ θρόνου τοῦ Ἀρνίου καὶ ἐνδεδυμένος τὴν στολὴν τὴν ὁποίαν ἐλεύκανε μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου του, θὰ ἀκτινοβολῇ μέσα εἰς τὴν νεωτέραν πολιτικὴν ἱστορίαν μας καὶ θὰ παραμένῃ ἐς ἀεὶ εἰς τὴν λαμπρὰν χορείαν τῶν πολιτικῶν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ὑπηρέτησαν μὲ πίστιν καὶ ἀφοσίωσιν τὸ Ἔθνος καὶ τὸ ὡδήγησαν εἰς τὸν σωστὸν προσανατολισμόν του, κορυφαῖος δὲ μεταξὺ τούτων ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας.
(Δίπτυχα τῆς ἐκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος τοῦ ἔτους 2008)