11. Φιλολογία ῾Ιστορία ῾Ο τελευταῖος ῞Ελληνας μητροπολίτης τῆς Βόρειας Μακεδονίας

 

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ

ΕΛΛΗΝΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

 

 

 

Νικολάου Μάννη, ἐκπαιδευτικοῦ

( This e-mail address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it )

 

῾Η Πελαγονία (καὶ Πελαγωνία ἢ Πελαγωνεία, ὅπως ἐπίσης συναντᾶ­ται) εἶναι μια περιφέρεια τῆς –γεωγραφικὰ– Βόρειας (Ἄνω) Μακεδονί­ας, καὶ ἡ ὁποία ἐκτείνεται ἀνατολικὰ τῶν λιμνῶν τῶν Πρεσπῶν. Σὲ αὐτὴν τὴν ἑλληνικότατη περιοχὴ (ἡ ὁποία ὑπάγεται σήμερα στὸ κράτος τῶν Σκοπίων) ὑπῆρχε, ἀπὸ παλαιοτάτων χρόνων, ἡ ὁμώνυμη Μητρόπο­λη, ἡ ὁποία ἀποσπάστηκε τὸ 1756  ἀπὸ τὴν καταργηθεῖσα τότε Ἀρχιεπι­σκοπὴ Ἀχριδῶν καὶ προσαρτήθηκε στὸ κλῖμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατρι­αρχείου. Ἔκτοτε ὁ ἐκάστοτε ποιμενάρχης της ἔφερε τὸν τίτλο «Μητρο­πολίτης Πελαγονίας, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος Ἄνω Μακεδονίας»[1]· εἶχε δὲ ὡς ἕδρα τὴν πόλη Μοναστήρι (ἢ Βιτώλια), στὴν ὁποία ὑπῆρχε ἀκμά­ζουσα ἑλληνικὴ κοινότητα.

Σπουδαῖες προσωπικότητες ποίμαναν τὴν Πελαγονία, ὅπως ὁ μουσι­κότατος Κοσμᾶς Εὐμορφόπουλος (1895-1899), ὁ ἀπὸ Σκοπί­ων[2] Ἀμβρόσιος Σταυρινὸς (1899-1901) καὶ ὁ Μακεδονομάχος Ἰωακεὶμ Φορόπουλος (1903-1909). Στὸ ἄρθρο αὐτὸ θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν ποι­μαντορία τοῦ τελευταίου Ἕλληνα Μητροπολίτη Πελαγονίας Χρυσο­στόμου (1912-1917).

῾Ο Χρυσόστομος Καβουρίδης γεννήθηκε στὴν Μάδυτο τῆς Ἀνατολι­κῆς Θράκης στὶς 13 Νοεμβρίου τοῦ 1870 καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομά του λόγῳ τῆς ἡμέρας (μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου). Μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν γυμνασιακῶν του σπουδῶν ἐγγράφηκε στὴν Ἱερὰ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποφοίτησε τὸ 1901. Τὸ αὐτὸ ἔτος χειροτονήθηκε διάκονος ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινου­πόλεως Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄, ἐνῶ τὸ 1908 χειροτονήθηκε, ὑπὸ τοῦ ἰδίου Πατριάρχου, Μητροπολίτης Ἴμβρου καὶ Τενέδου. Τὸ 1912 «κριθεὶς ὡς εἷς τῶν ἱκανωτέρων ἱεραρχῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἐστάλη ὡς ποιμε­νάρχης εἰς τὴν περιοχὴν ἐκείνην»[3], τῆς Πελαγονίας.

῾Ο Χρυσόστομος μετέβη τὸν Ἰούνιο τοῦ 1912 στὸ Μοναστήρι καὶ βρῆκε τὸ ποίμνιό του σὲ κατασταση πανικοῦ, ἀφενὸς μὲν ἀπὸ τὴν καταπίεση τῶν Τούρκων, ἀφετέρου ἀπὸ τὸν πολυετῆ διωγμὸ ἀπὸ τοὺς ἐθνικιστές, σχισματικοὺς τότε, Βούλγαρους. Λίγους μῆνες μετά, μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ Πολέμου, οἱ Τοῦρκοι προύχοντες τοῦ Μονα­στηρίου συνῆλθαν σὲ σύσκεψη καὶ μπρὸς στὴν διαφαινόμενη κατάληψη τῆς πόλης ἀπὸ τοὺς Βαλκάνιους ἀντιπάλους τους ἀποφάσισαν νὰ ἔρ­θουν σὲ συνεννόηση μὲ τὸν Μητροπολίτη Χρυσόστομο, προκειμένου νὰ παραδοθεῖ ἡ πόλη στοὺς Ἕλληνες, τοὺς ὁποίους προτιμοῦσαν ἀντὶ τῶν Βουλγάρων ἢ τῶν Σέρβων. Μετὰ τὴν συνάντηση, καὶ ὡς δεῖγμα καλῆς θελήσεως, ἀπελευθέρωσαν καὶ τοὺς τρεῖς χιλιάδες Ἕλληνες κρατούμε­νους τῆς περιφέρειάς τους καὶ συγκέντρωσαν τὶς δυνάμεις τους πρὸς τὸ Βορρᾶ, γιὰ νὰ ἀποκρούσουν τὸν κατερχόμενο σερβικὸ στρατό, ὁ ὁποῖος βρισκόταν πιὸ κοντὰ στὴν πόλη. Δυστυχῶς ὅμως τόσο ἡ ρωσικὴ ἐξωτε­ρικὴ πολιτική, ποὺ εἶχε ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴ καὶ προστασία της τὴν Σερβία (διὰ τῆς ὁποίας ἐπιθυμοῦσε τὴν ἔξοδό της στὸ Αἰγαῖο), ὅσο καὶ ἡ πολι­τικὴ τοῦ τότε πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδας Ἐλευθερίου Βενιζέλου, ποὺ δὲν ἐπιθυμοῦσε μεγάλη ἐνδοχώρα, ἀλλὰ ἀπελευθέρωση τῶν παραλίων περιοχῶν τοῦ Αἰγαίου (θυσιάζοντας οὐσιαστικὰ τὸν ἑλληνισμὸ τῆς Βό­ρειας Μακεδονίας), ἀνέτρεψαν τὰ πράγματα. Μὲ τὴν ρωσικὴ ἐπέμβαση οἱ Τοῦρκοι μετέφεραν τὶς δυνάμεις τους πρὸς τὸν Νότο, γιὰ νὰ ἀνακό­ψουν τὴν πορεία τοῦ ἀνερχόμενου ἑλληνικοῦ στρατοῦ, τὸ ὁποῖο καὶ κατάφεραν. Ἔτσι στὶς 6 Νοεμβρίου τοῦ 1912 οἱ Σέρβοι εἰσῆλθαν στὸ Μοναστήρι, μιὰ πόλη στὴν ὁποία κυριαρχοῦσε ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμός, ἐνῶ ὑπῆρχαν ἀπειροελάχιστοι ὁμοεθνεῖς τους.  Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ οἱ Ἕλληνες τῆς πόλης (οἱ ὁποῖοι ἔφθαναν τὶς δεκαοκτὼ χιλιάδες καὶ ἦταν ἑλληνόφωνοι, βλαχόφωνοι καὶ σλαβόφωνοι) πίστευαν πὼς οἱ «ὁμόδοξοι καὶ σύμμαχοι» Σέρβοι θὰ τὴν παραχωροῦσαν στὴν Ἑλλάδα. Ἐλάχιστες μέρες μετὰ εἰσῆλθε στὴν πόλη ὁ διάδοχος Κωνσταντῖνος μὲ τὴν ἑλληνι­κὴ ἀντιπροσωπεία καὶ ἡ ὑποδοχή του ἦταν μεγαλειώδης. ῾Ο Ἴων Δραγούμης ποὺ συμμετεῖχε στὴν ἀντιπροσωπεία ἀναφέρει πὼς ἔγινε κατανυκτικὴ δοξολογία στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου «μὲ ψαλμωδίες ὄμορφες, βυζαντινές, παιδιῶν καὶ μεγάλων».

 

 

 

Οἱ Ἕλληνες τοῦ Μοναστηρίου συνέχισαν νὰ ζοῦν μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς προσαρτήσεως τῆς ἐπαρχίας τους στὸ ἑλληνικὸ κράτος, ἐνῶ ταυτόχρονα πανηγύριζαν κάθε νίκη τῶν Ἑλλήνων στοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους. Τὸν Μάρτιο ὅμως τοῦ 1913 ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμὸς δέχτηκε δύο ἀπανωτὰ χτυπήματα. Τὸ πρῶτο ἦταν οἱ δηλώσεις τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου στὴ Βουλή, στὶς ὁποῖες –μιλῶντας γιὰ τὶς ἑλληνικὲς περιοχὲς ποὺ κατέλα­βαν οἱ «σύμμαχοι» Σέρβοι καὶ Βούλγαροι– ἀναφέρει πώς, ἀκόμη καὶ ἂν τὶς παραχωροῦσαν στὸ ἑλληνικὸ κράτος, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ τὶς δεχτεῖ, διότι θὰ ἦταν ἐπικίνδυνη για τὴν ἀσφάλεια τοῦ κράτους ἡ δημιουργία μεγάλης ἐνδοχώρας… ῞Οπως παρατηρεῖ ὁ ἐπίκουρος καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Μακεδονίας κ. Νικόλαος Βασιλειάδης στὴν ἐξαιρετική του διατριβὴ για τοὺς Ἕλληνες τῆς Πελαγονίας,  μὲ τὶς δηλώσεις αὐτὲς οὐσιαστικὰ ἐγκαταλείπεται κάθε διάθεση τῆς τότε ἑλληνικῆς κυβερνή­σεως γιὰ ἐνσωμάτωση τῆς Βόρειας Μακεδονίας[4] καὶ πλέον ἡ ἐξωτερική της πολιτικὴ στρέφεται «πρὸς ἀνατολὰς» για τὴν ὑλοποίηση τῆς Μεγά­λης Ἰδέας. Τὸ δεύτερο χτύπημα ἦταν ἡ δολοφονία τοῦ βασιλιᾶ Γεωρ­γίου στὴν Θεσσαλονίκη, ποὺ βύθισε σὲ θλίψη τοὺς Μοναστηριῶτες. Μιὰ θλίψη ποὺ ἦταν μόνο προδρομικὴ τῆς μεγάλης θλίψης καὶ στενοχώριας ποὺ θὰ τοὺς καταλάμβανε γιὰ τὰ ἐπόμενα χρόνια.

Μετὰ τὴν παράδοση οὐσιαστικὰ τοῦ Μοναστηρίου στοὺς Σέρβους, οἱ τελευταῖοι προέβησαν σὲ πολὺ συγκεκριμένες ἐνέργειες μὲ σαφῆ στό­χο τὸν ἐκσερβισμὸ[5] τῆς περιοχῆς. Πρῶτο τους βῆμα ἦταν νὰ μὴν ἐπιτρέ­ψουν τὴν λειτουργία ἑλληνικῶν σχολείων μὲ σκοπὸ νὰ λησμονηθεῖ στα­διακὰ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα[6]! ῾Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος περιγράφει τὴν σοβινιστικὴ αὐτὴν τακτικὴ σὲ Ὑπόμνημά του πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο[7] περιγράφοντας τὴν κατάσταση ὡς ἑξῆς· «Δεκαοκτὼ τὸ ὅλον Ἑλληνικὰ σχολεία, ἀνώτερά τε καὶ κατώτερα, παντοδαπῆς καὶ ποικίλης μορφώσεως καὶ ἀγωγῆς, μόνον ἐν τῷ κέντρῳ τῆς Ἐπαρχίας μου, ἤτοι ἐν τῇ πόλει τοῦ Μοναστηρίου, τὴν ἐπιοῦσαν τῆς ἀπελευθε­ρώσεως, ἐπιταχθέντα ὑπὸ τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ Σερβικοῦ στρατοῦ, μετεβλήθησαν τινὰ εἰς λέσχας στρατιωτικάς, ἕτερα εἰς στρατῶνας, ἄλλα εἰς στρατιωτικὰ νοσοκομεία, ἔστι δ᾿ ἃ καὶ εἰς στρατιωτικὰ χορο­διδασκαλεῖα. Σημειωτέον δ᾿ ὅτι ἡ πόλις τοῦ Μοναστηρίου ὡς ἕδρα στρατιωτικοῦ σώματος ἐπὶ Τουρκοκρατίας ηὐμοίρει στρατώνων καὶ διοικητικῶν ἐν γένει κτιρίων, δυναμένων ἐν ἀνέσει νὰ περιλάβωσι σύμ­παντα τὸν Σερβικὸν στρατὸν τῆς κατοχῆς…» ῾Η ἑλληνικὴ κοινότητα τοῦ Μοναστηρίου μὲ προεξάρχοντα τὸν ποιμενάρχη της διαμαρτυρήθηκε ἔντονα πρὸς τὶς τοπικὲς ἀρχές, καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνες δὲν ἀνταποκρίθηκαν στὸ αἴτημά τους, ἀπέστειλαν Ὑπόμνημα πρὸς τὸν βασιλιᾶ τῆς Σερβίας Πέτρο Καραγιώργεβιτς.

 

 

Οἱ πιέσεις φαίνεται ὅτι θὰ ἀπέδιδαν καρπούς, ἀλλὰ οἱ πονηροὶ Σέρ­βοι πολιτικοὶ  ἔθεσαν σὲ ἐφαρμογὴ ἕνα ἄλλο σχέδιο. Ζήτησαν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση ὡς ἀντάλλαγμα για τὴν λειτουργία ἑλληνικῶν σχο­λείων στὴν Πελαγονία νὰ ἱδρυθοῦν σερβικὰ σχολεῖα στὴν Θεσσαλονίκη, στὴν Ἔδεσσα, στὶς Σέρρες, στὴν Καστοριὰ κ.ἀ.. Κατόπιν τούτου ὁ Ἐ­λευθέριος Βενιζέλος δήλωσε πὼς ἡ κυβέρνηση δὲν ἐνδιαφερόταν καθό­λου για τὴν λειτουργία ἑλληνικῶν σχολείων στὴν Σερβία… Ἔμεινε λοι­πὸν μόνος του ὁ Μητροπολίτης Χρυσόστομος μὲ τοὺς προύχοντες τῆς ἑλληνικῆς κοινότητας Μοναστηρίου νὰ ἀγωνίζονται για τὴν ἐπίτευξη τοῦ αὐτονόητου· νὰ ἔχουν ἑλληνικὴ παιδεία τὰ Ἑλληνόπουλα τῆς περιοχῆς.

Παραλληλα οἱ Σέρβοι βολιδοσκόπησαν τὸν Μητροπολίτη Χρυσόστο­μο σχετικὰ μὲ τὶς προθέσεις του νὰ ἐνταχθεῖ στὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβί­ας. ῞Οπως ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης ἀναφέρει στὴν ἀπὸ 30/10/1913 ἐπι­στολή του πρὸς τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο «ἔλαβον ἐπιστολὴν παρὰ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βελιγραδίου, δι᾿ ἧς ἐρωτῶμαι ἂν ἐπι­θυμῶ νὰ ἐξυπηρετήσω ὑπὸ τὴν ἰδιότητά μου τὰ συμφέροντα τῆς Αὐ­τοκεφάλου Ὀρθοδόξου Σερβικῆς Ἐκκλησίας». ῾Ο Χρυσόστομος βεβαί­ως ἀπέρριψε τὴν προταση.

Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1914 ἔστειλε ἡ σερβικὴ κυβέρνηση δύο δασκά­λους στὸ Μοναστήρι, γιὰ νὰ κάνουν τὶς ἐγγραφὲς τῶν μαθητῶν. Οἱ κάτοικοι ἔστειλαν τὰ παιδιά τους νομίζοντας ὅτι οἱ δάσκαλοι ἦταν Ἕλληνες. Βλέποντας τοὺς Σέρβους δασκάλους διαμαρτυρήθηκαν οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές, δηλώνοντας ὅτι εἶναι Ἕλληνες. Οἱ Σέρβοι δάσκαλοι τοὺς μέμφθηκαν γιὰ τὰ …σοβινιστικά τους αἰσθήματα καὶ τοὺς συνέ­στησαν νὰ πάψουν νὰ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους Ἕλληνες, ἐφόσον ἦταν πλέον Σέρβοι πολῖτες. Προχώρησαν ὅμως καὶ σὲ μία ἐγκληματικὴ ἐνέργεια· πρόσθεσαν στὰ ἐπώνυμα τῶν μαθητῶν ποὺ εἶχαν ἐγγράψει τὴν σερβικὴ καταληξη -ιτς! Αὐτὸ προκάλεσε τὴν ἀντιδραση τῶν μαθη­τῶν, οἱ ὁποῖοι ἀποχώρησαν, καὶ ἔκτοτε κανεὶς Ἕλληνας μαθητὴς δὲν προσῆλθε γιὰ ἐγγραφὴ στὸ σχολεῖο.

Ἀμέσως ὁ Μητροπολίτης Χρυσόστομος ἀναζήτησε τὸν ἐπιθεωρητὴ τῶν σχολείων, γιὰ νὰ ζητήσει ἐξηγήσεις, ἐκεῖνος ὅμως φρόντισε νὰ ἀπουσιάζει, ἐνῶ ὁ Σέρβος δήμαρχος δήλωσε ἀναρμόδιος γιὰ τὸ θέμα. Παρὰ τὶς διαμαρτυρίες τῶν Ἑλλήνων οἱ Σέρβοι σκλήρυναν τὴν στάση τους. Ἁρπάζανε τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸν δρόμο ἢ τὸ σπίτι τους καὶ τὰ ἐγγράφανε μὲ τὴ βία, ἐνῶ ἀπειλοῦσαν τοὺς γονεῖς ὅτι θὰ τοὺς φυλακί­σουν. Ἄρχισαν ἐπίσης νὰ κλείνουν ὅλα τὰ ἑλληνικὰ ἱδρύματα, τοὺς συλλόγους, τὶς λέσχες, τὶς ἀδελφότητες, τὶς συντεχνίες καὶ τὰ κάθε εἴδους σωματεῖα καὶ νὰ καταλαμβάνουν τὰ κτήρια καὶ γενικῶς τὴν ἀκίνητη περιουσία τῆς ἑλληνικῆς Κοινότητας καὶ τῆς Μητροπόλεως. Δυστυχῶς ἡ «ὁμόδοξος καὶ σύμμαχος» Σερβία ἐπέδειξε στάση χειρότε­ρη ἀπὸ αὐτὴν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.

«Τούτων οὕτως ἐχόντων, τὰ ἀτυχῆ τέκνα τοῦ Μοναστηρίου καὶ συμπάσης τῆς Ἐπαρχίας κατὰ τὴν ἐθνικὴν ταύτην συμφορὰν ἤντλουν τὴν μόνην παρηγορίαν ἐκ τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μητροπόλεως, ἥτις ὡς Μήτηρ φιλόστοργος ἀπέσμηχεν ἐκ τῶν ὀμμάτων τῶν πενθούντων καὶ ἀπαρηγόρητα θρηνούντων τέκνων της τὰ τακερὰ δάκρυά των, συμπο­νοῦσα καὶ συνθρηνοῦσα μετ᾿ αὐτῶν καὶ στηρίζουσα ταῦτα, ἕτοιμα ὄντα νὰ ὀκλάσωσιν [= γονατίσουν] ὑπὸ τὸ βάρος τῆς ἐθνικῆς ἀπο­γνώσεως καὶ βαρυθυμίας. Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἱερὰ ἡμῶν Μητρόπολις, συναι­σθανομένη τὸ ὕψος τῆς ἐθνικῆς αὐτῆς ἀποστολῆς, προσεπάθει παντὶ σθένει, λόγῳ τε καὶ ἔργῳ νὰ διαφυλάξῃ ἄσβεστον τὸ θεσπιδαὲς ζώπυ­ρον τῆς ἐθνικῆς τῶν τέκνων της συνειδήσεως καὶ νὰ συγκρατήσῃ τοὺς σφύζοντας εἰς τὰ στήθη αὐτῶν ἑλληνικοὺς παλμούς των, διὰ τοῦτο ἀπέβη ἔκτοτε ὁ κυριώτερος στόχος τῶν πευκεδανῶν [= φαρμακερῶν] βελῶν τῶν φίλων καὶ ὁμοδόξων συμμάχων», γράφει στὸ προαναφερθὲν Ὑπόμνημά του ὁ Μητροπολίτης Χρυσόστομος. Ἄρχισαν λοιπὸν οἱ Σέρβοι νὰ ἐποφθαλμιοῦν τὸ νέο αὐτὸ «Κρυφὸ Σχολειό», τὴν Μητρόπο­λη, καὶ μὲ κάθε θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο μέσο νὰ προσπαθοῦν νὰ τὸ θέσουν ὑπὸ τὴν κατοχή τους.

 

 

Ἀξιωματοῦχοι τῆς Σερβίας (ἐκκλησιαστικοὶ καὶ κυρίως πολιτικοὶ) προέβησαν σὲ ἐπίσημη πρόταση πρὸς τὸν Μητροπολίτη Χρυσόστομο νὰ ἐνταχθεῖ στὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας, διατηρώντας ὅλα τὰ δικαιώματά του καὶ προσφέροντάς του καὶ οἰκονομικὰ ἀνταλλάγματα. ῾Ο Χρυσό­στομος ἀρνήθηκε. Τὸν διέταξαν τότε νὰ παραδώσει τὴν Μητρόπολη καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν χώρα. ῾Ο Χρυσόστομος ἀρνήθηκε καὶ πάλι. Τὸν ἀπείλησαν λοιπὸν πὼς θὰ χρησιμοποιήσουν βία. ῾Ο Χρυσόστομος μὲ γενναιότητα τοὺς ἀπάντησε πὼς μποροῦν βεβαίως νὰ χρησιμοποιήσουν βία, ἀλλὰ αὐτὸ θὰ προσέκρουε τόσο στὶς ἐκκλησιαστικὲς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ὅσο καὶ στὶς διπλωματικὲς σχέσεις μεταξὺ τῶν συμμάχων κρατῶν Ἑλλάδας καὶ Σερβίας. ῞Οπως θυμᾶται ἀργότερα ὁ ἡρωικὸς Μητροπολίτης· «Τότε ἡ Σερβικὴ Κυβέρνησις ἀπέστειλεν εἰδικὴν ἐπιτροπὴν εἰς Κωνσταντι­νούπολιν ὅπως διαπραγματευθῇ μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὴν ἐκκλησιαστικὴν χειραφέτησιν καὶ τὴν ἐκχώρησιν τῆς Μητροπόλεως ἡμῶν εἰς τὴν Ὀρθοδοξον Αὐτοκέφαλον Σερβικὴν Ἐκκλησίαν»[8].  Πα­ράλληλα μὲ τὶς συζητήσεις στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ Μητρόπολη Βελιγραδίου, κατ᾿ εἰσήγηση τῶν σερβικῶν πολιτικῶν ἀρχῶν, ἀπέστειλε στὸ Μοναστήρι δύο Σέρβους ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι παρουσιάστηκαν στὸν Μητροπολίτη Χρυσοστομο καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ λειτουργοῦν στὸ ἐγκαταλειμμένο βουλγαρικὸ ναὸ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν σχισματικῶν Βουλγάρων τῆς πόλης μὲ σκοπὸ τὴν ἐπιστροφή τους στὴν Ἐκκλησία, μνημονεύοντας ὅμως ἀντὶ τοῦ ὀνόματός του τὸν Σέρβο Μητροπολίτη Βελιγραδίου, μὲ τὴν πρόφαση πὼς οἱ Βούλγαροι δὲν θὰ ἀνεχόντουσαν νὰ μνημονεύεται ὁ Ἕλληνας Μητροπολίτης. ῾Ο Χρυσόστομος, μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐπέτρεψε σὲ αὐτοὺς κατ᾿ οἰκονομία νὰ ἐπιτελέσουν τὴν ἀποστολή τους.

Ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν περίοδο (διαρκοῦντος τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πο­λέμου) οἱ γερμανοβουλγαρικὲς Κεντρικὲς Δυνάμεις κατέλαβαν τὸ Μοναστήρι (6 Δεκεμβρίου 1915) ἀπὸ τὴν Σερβία, ποὺ πολεμοῦσε στὸ πλευρὸ τῆς Ἀντάντ. Μὲ τὴν εἴσοδό τους στὴν πόλη οἱ βουλγαρικὲς δυνάμεις κατοχῆς διακήρυξαν τὰ …φιλειρηνικά τους αἰσθήματα βεβαιώ­νοντας πὼς θὰ ἐξασφάλιζαν τὴν ἀσφάλεια τῶν κατοίκων κάθε ἐθνικότη­τας. Ἀρχικὰ λοιπὸν βασάνιζαν καὶ φυλάκιζαν μόνο Σέρβους, τοὺς ὁποί­ους οἱ Ἕλληνες, μὲ πρωτοστάτη τὸν ἀνεξίκακο Μητροπολίτη Χρυσόστο­μο, περιέθαλπαν στὸ κοινοτικό τους νοσοκομεῖο ἢ στὴν Μητρόπολη. Αὐ­τὸ ἐξήγειρε μὲν τὸν φθόνο τῶν Βουλγάρων, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν ἀνταρσία τοῦ φιλανταντικοῦ Βενιζέλου στὴν Ἑλλάδα (μὲ τὸ «Κίνημα Ἐθνικῆς Ἀμύνης») προέβησαν σὲ φρικτοὺς διωγμοὺς τῶν Ἑλλήνων, κυρίως τῶν βλαχόφωνων καὶ σλαβόφωνων τῆς ὑπαίθρου.

 

 

Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ οἱ Ἕλληνες τῆς Πελαγονίας ἐγκαταλείφθηκαν στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν ἀνακατάληψη τοῦ Μοναστηρίου στὰ τέλη τοῦ 1916 ἀπὸ τοὺς Σέρβους (καὶ τοὺς Γάλλους συμμάχους τους) ἔχασαν κάθε ἐλπίδα γιὰ ἔνωση μὲ τὴν μητέρα Ἑλλάδα[9].

Μὲ τὴν ἀνακατάληψη τῆς πόλης οἱ γαλλοσερβικὲς δυνάμεις κάνουν τὸ Μοναστήρι στρατιωτικὸ κέντρο μὲ ἀποτέλεσμα οἱ γερμανοβουλγαρι­κὲς δυνάμεις νὰ ἐξαπολύσουν σφοδρὴ ἐπίθεση ἀπὸ ξηρᾶς καὶ ἀέρος μὲ ὀβίδες, βόμβες καὶ ἀσφυξιογόνα ἀέρια. ῾Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος ὅμως παραμένει μὲ θάρρος δίπλα στὸ ποίμνιό του[10]. Καὶ ὄχι μόνος του· δίπλα του βρίσκονται καὶ οἱ ἱερεῖς του (ἐκτὸς τριῶν ποὺ ἐγκατέλειψαν τὴν πόλη, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Σέρβους ἱερεῖς), καθὼς καὶ ὁ ἀρχιδιάκο­νός του Ἀθηναγόρας Σπύρου, μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπό­λεως.

 

 

῞Οπως ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης ἀποκαλύπτει στὸ Ὑπομνημά του, παρὰ τοὺς καθημερινοὺς σφοδροὺς βομβαρδισμοὺς (ἐκ τῶν ὁποίων θρηνοῦσαν ἀπὸ δέκα ἕως καὶ ἑκατὸ θύματα ἡμερησίως) «καθ᾿ ὅλον τὸ ὀκτάμηνον χρονικὸν διάστημα τοῦ ἐχθρικοῦ βομβαρδισμοῦ τῆς πόλε­ως, καθ᾿ ὃ παρέμεινα ἐν τοῖς ὑπογείοις τῆς Μητροπόλεως φωτιζόμε­νος ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς διὰ κηρίνης λαμπάδος καὶ ἔχων ὡς μόνον σύντροφον καὶ παραστάτην εἰς τοὺς κινδύνους τὸν ἱερολογιώτατον Ἀρχιδιάκονον Ἀθηναγόραν, παραλείπω νὰ ἀναφέρω, ἵνα μὴ καυχησιο­λογίας ἐπίκρισιν ἐπισύρω, ὅτι τὸ μόνον ὅπερ δὲν ἐξέκλινε ποσῶς τῆς κανονικῆς αὑτοῦ τροχιᾶς ἦτο ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις καὶ ἡ Καθεδρικὴ Ἐκκλησία, ἐν ᾗ ἐτελεῖτο κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν συνήθειαν καθημερι­νῶς ἡ θεία καὶ ἱερὰ λειτουργία, χωρὶς ποτὲ νὰ διακοπῇ αὕτη ἐκ τοῦ παρεμπίπτοντος ἐνίοτε βομβαρδισμοῦ καὶ τοῦ λίαν πιθανοῦ τῆς ζωῆς κινδύνου». ῾Η γενναιότητα τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Ἀθηναγόρα[11] (ὁ ὁποῖος μὲ ἐντολὴ τοῦ ποιμενάρχη του γύριζε μὲ ἀντιασφυξιογόνο μά­σκα ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι καὶ ἐμψύχωνε τὸν ἑλληνικὸ πληθυσμὸ) προκά­λεσε τὸν θαυμασμὸ τῶν Γάλλων στρατιωτικῶν, ὁ ὁποῖος ὅμως σταδιακὰ μεταβλήθηκε σὲ καχυποψία, ἀφοὺ δὲν μποροῦσαν νὰ κατανοήσουν τί σημαίνει αὐτοθυσία καὶ ποιμαντικὸ καθῆκον.

 

 

Παράλληλα μὲ τὴν καχυποψία τῶν Γάλλων, οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν νὰ παρακολουθοῦν τὸν Μητροπολίτη καὶ τὸν Ἀρχιδιάκονό του, τέθηκε ξανὰ σὲ ἐφαρμογὴ τὸ σχέδιο τῶν Σέρβων γιὰ τὴν ἁρπαγὴ τῆς Μητροπόλεως καὶ τὴν ἐκδίωξη τοῦ Ἕλληνα Μητροπολίτη. ῾Ο Σέρβος νομάρχης Νοβά­κοβιτς ἐπισκέφτηκε τὸν Μητροπολίτη Χρυσοστομο καὶ τοῦ ζήτησε νὰ παραχωρεῖ ἀνὰ ἑβδομάδα τὸν καθεδρικὸ ναὸ στοὺς Σέρβους, ἐπειδὴ ὁ βουλγαρικὸς ναὸς εἶχε ζημιὲς ἐξαιτίας τῶν βομβαρδισμῶν. ῾Ο Μητροπο­λίτης ἀντέταξε πὼς ἐφόσον οἱ Ἕλληνες ἐπισκεύασαν τὸν ναὸ (στὸ κέντρο τοῦ ὁποίου εἶχε πέσει ὀβίδα, εὐτυχῶς ὄχι ἐν ὥρᾳ ἀκολουθίας!), θὰ μποροῦσαν καὶ οἱ Σέρβοι νὰ πράξουν τὸ ἴδιο, μιᾶς καὶ διαθέτουν περισσότερα μέσα. ῞Οταν ὁ νομάρχης ἰσχυρίστηκε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀδύ­νατον, ὁ Χρυσόστομος προτεινε νὰ παραχωρεῖται ὁ ναὸς στοὺς Σέρβους ἀνὰ Κυριακὴ ὑπὸ τοὺς ἑξῆς ὅρους· α) ἡ κατὰ δεύτερη Κυριακὴ σερβικὴ λειτουργία, ὑπαγορευόμενη ἀπὸ τὶς εἰδικὲς συνθῆκες, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ θεωρηθεῖ ὡς παραχώρηση κάποιου δικαιώματος στὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας, β) ἡ παραχώρηση αὐτὴ θεωρεῖται λήξασα, ὅταν παύσει ὁ βομβαρδισμός, γ) δὲν θὰ ὑπάρχει ἐπέμβαση στὰ οἰκονομικὰ τοῦ ναοῦ ἀπὸ τοὺς Σέρβους ἐπιτρόπους, καὶ δ) ἂν γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο δὲν συναινέσει στὴν φιλοξενία αὐτήν, τότε αὐτὴ θεωρεῖται ὡς μὴ γενομένη. ῾Ο νομάρχης ἀντέδρασε μὲ ὀργὴ καὶ ἀπείλησε ὅτι θὰ χρησιμοποιήσει βία, ἐνῶ τόνισε στὸν Μητροπολίτη ὅτι θὰ τὸν ἐκδικηθεῖ μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία!

῾Η ὀργὴ τοῦ νομάρχη ἐναντίον τοῦ Μητροπολίτη εἶχε καὶ ἄλλη μία αἰτία. ῾Ο τελευταῖος κατήγγειλε τὶς προπαγανδιστικὲς ἐνέργειες τῶν Σέρβων ἱερέων τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι ἀφενὸς μὲν διακήρυτταν ὅτι οἱ Ἕλληνες κάτοικοι τῆς πόλης εἶναι οὐσιαστικὰ Σέρβοι, ἐνῶ στεροῦσαν τὸ δωρεὰν συσσίτιο ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς ποὺ δὲν ἐξυπηρετοῦνταν ἀπὸ Σέρβους ἱερεῖς! Οἱ δὲ στρατιωτικοὶ Σέρβοι ἱερεῖς δροῦσαν ἀκόμη πιὸ ἐθνικιστικὰ καὶ ἀντιχριστιανικά, ἀφοῦ ὄχι μόνο ἑξανάγκαζαν τοὺς Ἕλ­ληνες ἱερεῖς τῆς ὑπαίθρου νὰ λειτουργοῦν στὴν σερβικὴ γλώσσα (ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ ὅτι θὰ τοὺς καταγγείλουν ὡς βουλγαρίζοντες), ἀλλὰ ἔφθα­σαν καὶ στὸ σημεῖο νὰ προβαίνουν σὲ κατασχέσεις τῶν ἑλληνικῶν λει­τουργικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων καὶ νὰ τὰ παραδίδουν στὴν πυ­ρά! Τὶς πράξεις αὐτὲς κατήγγειλε ὁ Μητροπολίτης Χρυσόστομος στὸ σερβικὸ Ὑπουργεῖο Ἐσωτερικῶν, ποὺ τότε ἕδρευε, λόγῳ τοῦ πολέμου, στὴν Θεσσαλονίκη. ῾Ο νομάρχης πνέων μένεα ἐναντίον του τὸν κατήγγει­λε ὡς κατασκοπο τῶν Γερμανῶν, κατηγορία ποὺ οἱ Γάλλοι θεώρησαν ὡς ἀπάντηση στὴν καχυποψία τους. Στὸν ἀνίερο αὐτὸν πόλεμο κατὰ τοῦ Χρυσοστόμου συνέβαλαν καὶ βενιζελικοὶ Ἕλληνες ἀξιωματικοί, οἱ ὁποῖοι διέβαλαν τὸν Μητροπολίτη καὶ τὸν Ἀρχιδιάκονό του ὡς βασιλι­κούς[12].

 

 

Ἔτσι ὅταν ὁ Χρυσόστομος βρέθηκε στὴν Θεσσαλονίκη γιὰ ὑποθέ­σεις τῆς Μητροπόλεως καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητας, οἱ σερβικὲς ἀρχὲς ἀρνήθηκαν τὴν ἐπάνοδό του, καὶ μπροστὰ στὴν ἐπιμονή του προέβησαν στὴν καταγγελία του στὴν Γαλλικὴ Ἀστυνομία τῆς πόλης. Ἔτσι στὶς 3 Ἰουλίου τοῦ 1917, ἡμέρα Δευτέρα, ἡ Γαλλικὴ Ἀστυνομία τῆς Θεσσαλο­νίκης παρέδωσε τὸν Μητροπολίτη σὲ φρουρὰ Σενεγαλέζων στρατιωτῶν, ποὺ τὸν ὁδήγησε –ἄνευ δίκης!– μαζὶ μὲ Βούλγαρους αἰχμαλώτους στὶς φυλακές, στὶς ὁποῖες ὑπέστη μύριους ἐξευτελισμούς.

 

 

Μετὰ ἀπὸ μία ἑβδομάδα κράτησης ἐλευθερώνεται καὶ περνᾶ τὸν χρόνο του μεταξὺ Ἁγίου Ὄρους (στὸ Κελλὶ Μυλοποτάμου τῆς Μεγίστης Λαύρας) καὶ Θεσσαλονίκης, ἀναμένοντας εὐκαιρία γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὴν ἐπαρχία του. ᾿Εν τῷ μεταξὺ οἱ Σέρβοι στὸ Μοναστήρι κατέλαβαν τὴν Μητρόπολη, στὴν ὁποία ἐγκαταστάθηκε ὁ Σέρβος Ἐπίσκοπος Δί­βρης καὶ Βελισσοῦ Βαρνάβας (μετέπειτα Πατριάρχης Σερβίας).

῾Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος μετέβη στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντι­νουπόλεως γιὰ νὰ διαμαρτυρηθεῖ, ἀλλὰ ὁ ἐκεῖ τοποτηρητὴς Προύσης Δωρόθεος τὸν ἐνημέρωσε πὼς ἡ Μητρόπολή του πλέον περιῆλθε στὴν δικαιοδοσία τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ συνέστησε νὰ ἐπιστρέψει στὸ Ἅγιον Ὄρος... Τοῦ ἔδωσε μάλιστα καὶ ἑπτὰ χιλιάδες χρυσὰ φράγκα ποὺ τοῦ προσέφερε ἡ σερβικὴ κυβέρνηση ὡς ἀποζημίωση. Τὰ χρήματα αὐτὰ ὁ Χρυσόστομος ἀρνήθηκε νὰ τὰ παραλάβει καὶ ζήτησε νὰ δοθοῦν στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, στὴν ὁποία εἶχε φοιτήσει. Ἔπειτα ἀποσύρθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ λίγο, καὶ τὰ ἐπόμενα χρόνια ξεκίνησε ἕνα νέο στάδιο ἀγώνων, τὸ ὁποῖο ξεφεύγει ἀπὸ τὴν θεματολογία τοῦ παρόντος ἄρθρου. 

Νὰ ποῦμε μόνο πὼς χρόνια ἀργότερα (τὸ 1951), ὅταν ὁ Μητροπολί­της Χρυσόστομος, ὡς ἡγέτης τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ κινήματος πλέον, βρισκόταν σὲ νέα ἐξορία (στὴν ἱερὰ μονὴ Ὑψηλοῦ Μυτιλήνης), τὸν προσέγγισε ὁ παλαιός του διάκονος Ἀθηναγόρας, ποὺ εἶχε γίνει Πα­τριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, καὶ τοῦ ζήτησε νὰ μεταβεῖ στὴν Κων­σταντινούπολη, γιὰ νὰ τοῦ προσφέρει μία ἀπὸ τὶς καλύτερες Μητροπό­λεις καὶ κάθε ἄλλη ἀνάπαυση ὡς δείγμα τοῦ σεβασμοῦ, τοῦ θαυμασμοῦ καὶ τῆς μεγάλης του ἀγάπης, συναισθήματα τὰ ὁποῖα γεννήθηκαν καὶ ἀνδρώθηκαν στὴ βομβαρδισμένη καὶ προδομένη Μητρόπολη Πελαγονίας τὰ μαῦρα ἐκεῖνα πρῶτα χρόνια τῆς σερβικῆς κατοχῆς... Καὶ τὴν προσ­φορὰ αὐτὴν ἀρνήθηκε ὁ ἰδεολόγος Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε τέσσερα χρόνια μετὰ (1955). Ἂς εἶναι αἰωνία του ἡ μνήμη! 

 

 

ΚΥΡΙΕΣ ΠΗΓΕΣ

Νικολάου Βασιλειάδη, «῾Η πολιτισμικὴ ταυτότητα τῶν Ἑλλήνων στὴν Πελα­γονία (1912-1930)», διδακτορικὴ διατριβή, Θεσσαλονίκη 2004.

«Ὑπόμνημα τοῦ Μητροπολίτου Πελαγονίας», ὑποβληθὲν εἰς τὸ Σεπτὸν Οἰ­κουμενικὸν Πατριαρχεῖον κατὰ Νοέμβριον τοῦ 1920 ἐπὶ τῇ μελετωμένη προ­σαρτήσει τῆς Ἐπαρχίας Πελαγονίας εἰς τὴν Αὐτοκέφαλον Ὀρθόδοξον Ἐκκλησί­αν τῆς Σερβίας, Ἀθῆναι 1922.

 

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στὸ ἱστολόγιον «Κρυφὸ Σχολειὸ» τὴν Τετάρτη 24 Ἰανουαρίου 2018.

Πηγή· http://krufo-sxoleio.blogspot.gr/2018/01/blog-post_66.html



[1] Γ. Α. Ράλλη - Μ. Ποτλῆ, «Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων», τόμ. Ε΄, Ἀθήνα 1852, σ. 515.

[2] Τελευταῖος Ἕλληνας μητροπολίτης τῶν Σκοπίων, τὸν ὁποῖο ἐκδίωξαν ἐπίσης οἱ Σέρβοι.

[3] Ἀποστόλου Σιταρᾶ, «῾Η Μάδυτος», Ἀθήνα 1971, σ. 321.

[4] Κάθε ἐλπίδα τῶν Ἑλλήνων τῆς Βόρειας Μακεδονίας γιὰ ἕνωση μὲ τὴν μητέρα πατρίδα ἐξανεμίστηκε πλέον μὲ τὴν Συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου τὸ καλοκαίρι τοῦ 1913.

[5] ῾Η συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν κατοίκων ἦταν Ἕλληνες, ἐνῶ ὑπῆρχαν καὶ ὁρισμέ­νοι Βούλγαροι, ἐναντίον τῆς ἐθνικιστικῆς προπαγάνδας τῶν ὁποίων εἶχαν ἐφεύρει οἱ Σέρ­βοι τὴν περὶ «σλαβομακεδονικῆς» δῆθεν ἐθνότητας ἰδέα ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος.

[6] Θὰ τολμήσω νὰ παραθέσω μία προσωπικὴ γνώμη. Κάθε ὑποχώρηση σήμερα (ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι αὐτὴ εἶναι ἀναπόφευκτη) ἐκ μέρους τῆς ἑλληνικῆς κυβέρνησης στὴν ὀνομα­σία τοῦ κράτους τῶν Σκοπίων, ποὺ θὰ περιλαμβάνει καὶ τὸ ὄνομα «Μακεδονία», πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ συνοδεύεται μὲ τὸν ὅρο νὰ ἐπιβληθεῖ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ὡς δεύτερη ἐπί­σημη γλῶσσα τοῦ κράτους αὐτοῦ. Εἶναι ὁ μοναδικὸς τρόπος νὰ μάθουν τὴν ἀλήθεια καὶ ἐκεῖνοι κάποτε.

[7] Τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ μνημεῖο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ποὺ χειριζόταν ἄριστα ὁ Χρυσό­στομος, ὁ ὁποῖος ἐπιπλέον φημιζόταν καὶ γιὰ τὶς ρητορικές του ἱκανότητες.

[8] Πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου, «Τὸ ἐκκλησιαστικὸν ἡμερολόγιον ὡς κριτήριον τῆς Ὀρθοδοξίας», Ἀθήνα 1935, σ. 38.

[9] Ἀποκαλυπτικότατο καὶ λίαν συγκινητικὸ εἶναι τὸ ἀπόσπασμα τοῦ Στρατῆ Μυριβή­λη (ἀπὸ τὸ αὐτοβιογραφικὸ ἔργο του «῾Η ζωὴ ἐν τάφῳ», κεφ. «῾Η πολιτεία-φάντασμα»), στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται πῶς ὑποδέχτηκαν οἱ Ἕλληνες τοῦ Μοναστηρίου τοὺς Ἕλληνες στρατιῶτες μετὰ τὴν περίοδο τῆς Γερμανοβουλγαρικῆς Κατοχῆς (1915-1916)·

Νύχτα μπήκαμε στὸ Μοναστήρι. Καὶ νύχτα βγήκαμε. Εἶναι μιὰ μεγάλη πολιτεία σέρβικη, ποὺ οἱ κατοικοί της εἶναι Ἕλληνες. … Οἱ κάτοικοι ἐδῶ πέρα φορᾶν ὁλημερὶς καὶ ὁλονυχτὶς κρεμασμένη στὸ στῆθος μιὰ μάσκα γιὰ τὰ ἀσφυξιογόνα. Μυστήριο τὸ πῶς μυρίστηκαν τὴν ἐθνικότητά μας, ἀφοῦ ἡ στολή μας, ἡ κάσκα μας, εἶναι φραντσέ­ζικα ὅλα, κι ὁ ἐρχομός μας ἔγινε ἔτσι μυστικά. Χιμήξανε γύρω μας, ξετρυπώσανε σὰν τὰ ποντίκια κάτω ἀπ’ τὴ γῆς, ἄντρες, γυναῖκες, προπάντων γυναῖκες καὶ παιδάκια. Καὶ μᾶς φιλᾶνε τὰ χέρια, μᾶς χαϊδεύουν τὰ ντουφέκια, μᾶς πασπατεύουν τὶς κάσκες, κουμπώνουν καὶ ξεκουμπώνουν τὰ κουμπιὰ τῆς μαντύας μας, κλαῖνε, κλαῖνε ἥσυχα μέσα στὴ φεγγαροβραδιά.

— Εἶστε, ἀλήθεια, τ’ ἀδέρφιά μας; Εἶστε Ἕλληνες, Ἕλληνες ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα;

— Μὰ ναί…

— Σᾶς περιμέναμε χρόνια στὴ σκλαβιά. Σᾶς ὀνειρευόμασταν, σᾶς τραγουδούσα­με, σᾶς προσκυνούσαμε, καὶ δὲ σᾶς ξεραμε. Καὶ τώρα εἶστε κοντά μας. ῾Ο Χριστὸς καὶ ἡ Παναγιὰ νὰ σᾶς φυλάει! Καὶ νὰ μὴ μᾶς ἀφήσετε πιά, ἀδέρφια, στοὺς Σέρβους. Μᾶς τυραγνᾶνε σκληρά, ποὺ εἴμαστε Ἕλληνες…

῞Ενας γέρος μοὖπε·

— Μᾶς δέρνουν μὲ τὸ βούρδουλα, σὰν μᾶς ἀκοῦνε νὰ μιλᾶμε ἑλληνικά, νὰ λει­τουργιούμαστε ἑλληνικά. Μᾶς πῆραν τὶς ἐκκλησιές, τὰ ὡραῖα σκολειά μας. Μᾶς ἀτιμά­ζουν τὶς γυναῖκες... Μᾶς ἀτίμασαν ὅλες τὶς γυναῖκες. ῾Η πολιτεία μας ἔγινε ἕνα πορ­νεῖο... Ἀλλιώτικα τὶς κόβουν τὸ δελτίο τοῦ ψωμιοῦ. Καὶ δὲν ἀφήνουνε κανέναν νὰ φύ­γει ἀπὸ τὴν πολιτεία, νὰ γλιτώσει. Ἔχουνε κλείσει ὅλα τὰ περάσματα καὶ ντουφεκᾶνε.

Κύριε ἐλέησον! Μὰ ἤρθαμε λοιπὸν νὰ πολεμήσουμε τοὺς Σέρβους γιὰ νὰ λευτε­ρώσουμε Ἕλληνες γιά ἤρθαμε νὰ πολεμήσουμε τοὺς Γερμανοὺς καὶ τοὺς Βουλγάρους γιὰ νὰ λευτερώσουμε τοὺς συμμαχούς μας τοὺς Σέρβους, ποὺ τοὺς πρόδωσε ὁ βασι­λιᾶς; Κάτι ἀρχινᾶ νὰ ραΐζει μέσα μας. ῾Η πίστη; Κλαῖμε καὶ μεῖς μαζί τους, καὶ εἴμα­στε σαστισμένοι. Μᾶς φιλεύουν χίλια φτωχὰ μικροπράματα, καὶ σ’ ὅλα τὰ ὑπόγεια τη­γανίζουν γλυκίσματα μὲ τὸ τραγικό τους τὸ σιτηρέσιο. ῞Ολα γιὰ μᾶς… ῞Ενα σμάρι ἀγοράκια ἦρθαν κοντὰ στὴ διμοιρία μου καὶ ὅλα μαζὶ πιάσανε καὶ τραγουδοῦσαν τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο μὲ τὰ κασκέτα στὸ χέρι. Τραγουδοῦσαν σιγανά, μᾶς ἄγγιζαν καὶ κλαίγα­νε».

[10] ῞Ενα χαρακτηριστικὸ περιστατικό, δεῖγμα τῆς παρρησίας τοῦ Χρυσοστόμου ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν μπρὸς στὸν κίνδυνο τοῦ ποιμνίου του, διασώζουν οἱ βιογράφοι του.

Μίαν ἡμέραν Γάλλοι ἀξιωματικοὶ παρουσιασθέντες ἐνώπιόν του τὸν ἠρώτησαν·

— Πῶς θεωρεῖτε τοὺς βάλλοντας ἐναντίον τῆς πόλεως καὶ φονεύοντας τόσους ἐκ τοῦ ἀμάχου πληθυσμού!

῾Ο Ἐπίσκοπος χωρὶς νὰ χάση τὸ θάρρος του καὶ θεωρῶν τοὺς Ἀγγλογάλλους αἰτίους, διότι αὐτοὶ εἶχον γεμίσει τὸ Μοναστήρι μὲ παντὸς εἴδους πολεμικὰ εἴδη, ὥστε νὰ ἀποβῇ σημαντικὸς στρατιωτικὸς στόχος, ἀπήντησε·

— Θὰ σᾶς ἀπαντήσω, ἀφοῦ προηγουμένως σᾶς ἐρωτήσω πῶς λέγονται οἱ μετα­βάλλοντες τὴν πόλιν εἰς μέγαν ὀπλοστάσιον; (Ἠλία Ἀγγελόπουλου – Διονυσίου Μπατι­στάτου, «Χρυσόστομος Καβουρίδης — Ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἔθνους», Ἀθήνα 1981, σ. 16).

[11] ῾Ο μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

[12] ῾Ως γνωστὸν ὁ βασιλιᾶς Κωνσταντῖνος ἦταν ὑπὲρ τῆς οὐδετερότητας, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Βενιζέλο ποὺ ἦταν ὑπὲρ τῆς Ἀντάντ.

 

 

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ

ΕΛΛΗΝΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

 

 

Νικολάου Μάννη, ἐκπαιδευτικοῦ

( This e-mail address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it )

 

῾Η Πελαγονία (καὶ Πελαγωνία ἢ Πελαγωνεία, ὅπως ἐπίσης συναντᾶ­ται) εἶναι μια περιφέρεια τῆς –γεωγραφικὰ– Βόρειας (Ἄνω) Μακεδονί­ας, καὶ ἡ ὁποία ἐκτείνεται ἀνατολικὰ τῶν λιμνῶν τῶν Πρεσπῶν. Σὲ αὐτὴν τὴν ἑλληνικότατη περιοχὴ (ἡ ὁποία ὑπάγεται σήμερα στὸ κράτος τῶν Σκοπίων) ὑπῆρχε, ἀπὸ παλαιοτάτων χρόνων, ἡ ὁμώνυμη Μητρόπο­λη, ἡ ὁποία ἀποσπάστηκε τὸ 1756  ἀπὸ τὴν καταργηθεῖσα τότε Ἀρχιεπι­σκοπὴ Ἀχριδῶν καὶ προσαρτήθηκε στὸ κλῖμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατρι­αρχείου. Ἔκτοτε ὁ ἐκάστοτε ποιμενάρχης της ἔφερε τὸν τίτλο «Μητρο­πολίτης Πελαγονίας, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος Ἄνω Μακεδονίας»[1]· εἶχε δὲ ὡς ἕδρα τὴν πόλη Μοναστήρι (ἢ Βιτώλια), στὴν ὁποία ὑπῆρχε ἀκμά­ζουσα ἑλληνικὴ κοινότητα.

Σπουδαῖες προσωπικότητες ποίμαναν τὴν Πελαγονία, ὅπως ὁ μουσι­κότατος Κοσμᾶς Εὐμορφόπουλος (1895-1899), ὁ ἀπὸ Σκοπί­ων[2] Ἀμβρόσιος Σταυρινὸς (1899-1901) καὶ ὁ Μακεδονομάχος Ἰωακεὶμ Φορόπουλος (1903-1909). Στὸ ἄρθρο αὐτὸ θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν ποι­μαντορία τοῦ τελευταίου Ἕλληνα Μητροπολίτη Πελαγονίας Χρυσο­στόμου (1912-1917).

῾Ο Χρυσόστομος Καβουρίδης γεννήθηκε στὴν Μάδυτο τῆς Ἀνατολι­κῆς Θράκης στὶς 13 Νοεμβρίου τοῦ 1870 καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομά του λόγῳ τῆς ἡμέρας (μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου). Μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν γυμνασιακῶν του σπουδῶν ἐγγράφηκε στὴν Ἱερὰ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποφοίτησε τὸ 1901. Τὸ αὐτὸ ἔτος χειροτονήθηκε διάκονος ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινου­πόλεως Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄, ἐνῶ τὸ 1908 χειροτονήθηκε, ὑπὸ τοῦ ἰδίου Πατριάρχου, Μητροπολίτης Ἴμβρου καὶ Τενέδου. Τὸ 1912 «κριθεὶς ὡς εἷς τῶν ἱκανωτέρων ἱεραρχῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἐστάλη ὡς ποιμε­νάρχης εἰς τὴν περιοχὴν ἐκείνην»[3], τῆς Πελαγονίας.

῾Ο Χρυσόστομος μετέβη τὸν Ἰούνιο τοῦ 1912 στὸ Μοναστήρι καὶ βρῆκε τὸ ποίμνιό του σὲ κατασταση πανικοῦ, ἀφενὸς μὲν ἀπὸ τὴν καταπίεση τῶν Τούρκων, ἀφετέρου ἀπὸ τὸν πολυετῆ διωγμὸ ἀπὸ τοὺς ἐθνικιστές, σχισματικοὺς τότε, Βούλγαρους. Λίγους μῆνες μετά, μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ Πολέμου, οἱ Τοῦρκοι προύχοντες τοῦ Μονα­στηρίου συνῆλθαν σὲ σύσκεψη καὶ μπρὸς στὴν διαφαινόμενη κατάληψη τῆς πόλης ἀπὸ τοὺς Βαλκάνιους ἀντιπάλους τους ἀποφάσισαν νὰ ἔρ­θουν σὲ συνεννόηση μὲ τὸν Μητροπολίτη Χρυσόστομο, προκειμένου νὰ παραδοθεῖ ἡ πόλη στοὺς Ἕλληνες, τοὺς ὁποίους προτιμοῦσαν ἀντὶ τῶν Βουλγάρων ἢ τῶν Σέρβων. Μετὰ τὴν συνάντηση, καὶ ὡς δεῖγμα καλῆς θελήσεως, ἀπελευθέρωσαν καὶ τοὺς τρεῖς χιλιάδες Ἕλληνες κρατούμε­νους τῆς περιφέρειάς τους καὶ συγκέντρωσαν τὶς δυνάμεις τους πρὸς τὸ Βορρᾶ, γιὰ νὰ ἀποκρούσουν τὸν κατερχόμενο σερβικὸ στρατό, ὁ ὁποῖος βρισκόταν πιὸ κοντὰ στὴν πόλη. Δυστυχῶς ὅμως τόσο ἡ ρωσικὴ ἐξωτε­ρικὴ πολιτική, ποὺ εἶχε ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴ καὶ προστασία της τὴν Σερβία (διὰ τῆς ὁποίας ἐπιθυμοῦσε τὴν ἔξοδό της στὸ Αἰγαῖο), ὅσο καὶ ἡ πολι­τικὴ τοῦ τότε πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδας Ἐλευθερίου Βενιζέλου, ποὺ δὲν ἐπιθυμοῦσε μεγάλη ἐνδοχώρα, ἀλλὰ ἀπελευθέρωση τῶν παραλίων περιοχῶν τοῦ Αἰγαίου (θυσιάζοντας οὐσιαστικὰ τὸν ἑλληνισμὸ τῆς Βό­ρειας Μακεδονίας), ἀνέτρεψαν τὰ πράγματα. Μὲ τὴν ρωσικὴ ἐπέμβαση οἱ Τοῦρκοι μετέφεραν τὶς δυνάμεις τους πρὸς τὸν Νότο, γιὰ νὰ ἀνακό­ψουν τὴν πορεία τοῦ ἀνερχόμενου ἑλληνικοῦ στρατοῦ, τὸ ὁποῖο καὶ κατάφεραν. Ἔτσι στὶς 6 Νοεμβρίου τοῦ 1912 οἱ Σέρβοι εἰσῆλθαν στὸ Μοναστήρι, μιὰ πόλη στὴν ὁποία κυριαρχοῦσε ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμός, ἐνῶ ὑπῆρχαν ἀπειροελάχιστοι ὁμοεθνεῖς τους.  Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ οἱ Ἕλληνες τῆς πόλης (οἱ ὁποῖοι ἔφθαναν τὶς δεκαοκτὼ χιλιάδες καὶ ἦταν ἑλληνόφωνοι, βλαχόφωνοι καὶ σλαβόφωνοι) πίστευαν πὼς οἱ «ὁμόδοξοι καὶ σύμμαχοι» Σέρβοι θὰ τὴν παραχωροῦσαν στὴν Ἑλλάδα. Ἐλάχιστες μέρες μετὰ εἰσῆλθε στὴν πόλη ὁ διάδοχος Κωνσταντῖνος μὲ τὴν ἑλληνι­κὴ ἀντιπροσωπεία καὶ ἡ ὑποδοχή του ἦταν μεγαλειώδης. ῾Ο Ἴων Δραγούμης ποὺ συμμετεῖχε στὴν ἀντιπροσωπεία ἀναφέρει πὼς ἔγινε κατανυκτικὴ δοξολογία στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου «μὲ ψαλμωδίες ὄμορφες, βυζαντινές, παιδιῶν καὶ μεγάλων».

Οἱ Ἕλληνες τοῦ Μοναστηρίου συνέχισαν νὰ ζοῦν μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς προσαρτήσεως τῆς ἐπαρχίας τους στὸ ἑλληνικὸ κράτος, ἐνῶ ταυτόχρονα πανηγύριζαν κάθε νίκη τῶν Ἑλλήνων στοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους. Τὸν Μάρτιο ὅμως τοῦ 1913 ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμὸς δέχτηκε δύο ἀπανωτὰ χτυπήματα. Τὸ πρῶτο ἦταν οἱ δηλώσεις τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου στὴ Βουλή, στὶς ὁποῖες –μιλῶντας γιὰ τὶς ἑλληνικὲς περιοχὲς ποὺ κατέλα­βαν οἱ «σύμμαχοι» Σέρβοι καὶ Βούλγαροι– ἀναφέρει πώς, ἀκόμη καὶ ἂν τὶς παραχωροῦσαν στὸ ἑλληνικὸ κράτος, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ τὶς δεχτεῖ, διότι θὰ ἦταν ἐπικίνδυνη για τὴν ἀσφάλεια τοῦ κράτους ἡ δημιουργία μεγάλης ἐνδοχώρας… ῞Οπως παρατηρεῖ ὁ ἐπίκουρος καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Μακεδονίας κ. Νικόλαος Βασιλειάδης στὴν ἐξαιρετική του διατριβὴ για τοὺς Ἕλληνες τῆς Πελαγονίας,  μὲ τὶς δηλώσεις αὐτὲς οὐσιαστικὰ ἐγκαταλείπεται κάθε διάθεση τῆς τότε ἑλληνικῆς κυβερνή­σεως γιὰ ἐνσωμάτωση τῆς Βόρειας Μακεδονίας[4] καὶ πλέον ἡ ἐξωτερική της πολιτικὴ στρέφεται «πρὸς ἀνατολὰς» για τὴν ὑλοποίηση τῆς Μεγά­λης Ἰδέας. Τὸ δεύτερο χτύπημα ἦταν ἡ δολοφονία τοῦ βασιλιᾶ Γεωρ­γίου στὴν Θεσσαλονίκη, ποὺ βύθισε σὲ θλίψη τοὺς Μοναστηριῶτες. Μιὰ θλίψη ποὺ ἦταν μόνο προδρομικὴ τῆς μεγάλης θλίψης καὶ στενοχώριας ποὺ θὰ τοὺς καταλάμβανε γιὰ τὰ ἐπόμενα χρόνια.

Μετὰ τὴν παράδοση οὐσιαστικὰ τοῦ Μοναστηρίου στοὺς Σέρβους, οἱ τελευταῖοι προέβησαν σὲ πολὺ συγκεκριμένες ἐνέργειες μὲ σαφῆ στό­χο τὸν ἐκσερβισμὸ[5] τῆς περιοχῆς. Πρῶτο τους βῆμα ἦταν νὰ μὴν ἐπιτρέ­ψουν τὴν λειτουργία ἑλληνικῶν σχολείων μὲ σκοπὸ νὰ λησμονηθεῖ στα­διακὰ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα[6]! ῾Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος περιγράφει τὴν σοβινιστικὴ αὐτὴν τακτικὴ σὲ Ὑπόμνημά του πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο[7] περιγράφοντας τὴν κατάσταση ὡς ἑξῆς· «Δεκαοκτὼ τὸ ὅλον Ἑλληνικὰ σχολεία, ἀνώτερά τε καὶ κατώτερα, παντοδαπῆς καὶ ποικίλης μορφώσεως καὶ ἀγωγῆς, μόνον ἐν τῷ κέντρῳ τῆς Ἐπαρχίας μου, ἤτοι ἐν τῇ πόλει τοῦ Μοναστηρίου, τὴν ἐπιοῦσαν τῆς ἀπελευθε­ρώσεως, ἐπιταχθέντα ὑπὸ τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ Σερβικοῦ στρατοῦ, μετεβλήθησαν τινὰ εἰς λέσχας στρατιωτικάς, ἕτερα εἰς στρατῶνας, ἄλλα εἰς στρατιωτικὰ νοσοκομεία, ἔστι δ᾿ ἃ καὶ εἰς στρατιωτικὰ χορο­διδασκαλεῖα. Σημειωτέον δ᾿ ὅτι ἡ πόλις τοῦ Μοναστηρίου ὡς ἕδρα στρατιωτικοῦ σώματος ἐπὶ Τουρκοκρατίας ηὐμοίρει στρατώνων καὶ διοικητικῶν ἐν γένει κτιρίων, δυναμένων ἐν ἀνέσει νὰ περιλάβωσι σύμ­παντα τὸν Σερβικὸν στρατὸν τῆς κατοχῆς…» ῾Η ἑλληνικὴ κοινότητα τοῦ Μοναστηρίου μὲ προεξάρχοντα τὸν ποιμενάρχη της διαμαρτυρήθηκε ἔντονα πρὸς τὶς τοπικὲς ἀρχές, καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνες δὲν ἀνταποκρίθηκαν στὸ αἴτημά τους, ἀπέστειλαν Ὑπόμνημα πρὸς τὸν βασιλιᾶ τῆς Σερβίας Πέτρο Καραγιώργεβιτς.

Οἱ πιέσεις φαίνεται ὅτι θὰ ἀπέδιδαν καρπούς, ἀλλὰ οἱ πονηροὶ Σέρ­βοι πολιτικοὶ  ἔθεσαν σὲ ἐφαρμογὴ ἕνα ἄλλο σχέδιο. Ζήτησαν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση ὡς ἀντάλλαγμα για τὴν λειτουργία ἑλληνικῶν σχο­λείων στὴν Πελαγονία νὰ ἱδρυθοῦν σερβικὰ σχολεῖα στὴν Θεσσαλονίκη, στὴν Ἔδεσσα, στὶς Σέρρες, στὴν Καστοριὰ κ.ἀ.. Κατόπιν τούτου ὁ Ἐ­λευθέριος Βενιζέλος δήλωσε πὼς ἡ κυβέρνηση δὲν ἐνδιαφερόταν καθό­λου για τὴν λειτουργία ἑλληνικῶν σχολείων στὴν Σερβία… Ἔμεινε λοι­πὸν μόνος του ὁ Μητροπολίτης Χρυσόστομος μὲ τοὺς προύχοντες τῆς ἑλληνικῆς κοινότητας Μοναστηρίου νὰ ἀγωνίζονται για τὴν ἐπίτευξη τοῦ αὐτονόητου· νὰ ἔχουν ἑλληνικὴ παιδεία τὰ Ἑλληνόπουλα τῆς περιοχῆς.

Παραλληλα οἱ Σέρβοι βολιδοσκόπησαν τὸν Μητροπολίτη Χρυσόστο­μο σχετικὰ μὲ τὶς προθέσεις του νὰ ἐνταχθεῖ στὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβί­ας. ῞Οπως ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης ἀναφέρει στὴν ἀπὸ 30/10/1913 ἐπι­στολή του πρὸς τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο «ἔλαβον ἐπιστολὴν παρὰ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βελιγραδίου, δι᾿ ἧς ἐρωτῶμαι ἂν ἐπι­θυμῶ νὰ ἐξυπηρετήσω ὑπὸ τὴν ἰδιότητά μου τὰ συμφέροντα τῆς Αὐ­τοκεφάλου Ὀρθοδόξου Σερβικῆς Ἐκκλησίας». ῾Ο Χρυσόστομος βεβαί­ως ἀπέρριψε τὴν προταση.

Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1914 ἔστειλε ἡ σερβικὴ κυβέρνηση δύο δασκά­λους στὸ Μοναστήρι, γιὰ νὰ κάνουν τὶς ἐγγραφὲς τῶν μαθητῶν. Οἱ κάτοικοι ἔστειλαν τὰ παιδιά τους νομίζοντας ὅτι οἱ δάσκαλοι ἦταν Ἕλληνες. Βλέποντας τοὺς Σέρβους δασκάλους διαμαρτυρήθηκαν οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές, δηλώνοντας ὅτι εἶναι Ἕλληνες. Οἱ Σέρβοι δάσκαλοι τοὺς μέμφθηκαν γιὰ τὰ …σοβινιστικά τους αἰσθήματα καὶ τοὺς συνέ­στησαν νὰ πάψουν νὰ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους Ἕλληνες, ἐφόσον ἦταν πλέον Σέρβοι πολῖτες. Προχώρησαν ὅμως καὶ σὲ μία ἐγκληματικὴ ἐνέργεια· πρόσθεσαν στὰ ἐπώνυμα τῶν μαθητῶν ποὺ εἶχαν ἐγγράψει τὴν σερβικὴ καταληξη -ιτς! Αὐτὸ προκάλεσε τὴν ἀντιδραση τῶν μαθη­τῶν, οἱ ὁποῖοι ἀποχώρησαν, καὶ ἔκτοτε κανεὶς Ἕλληνας μαθητὴς δὲν προσῆλθε γιὰ ἐγγραφὴ στὸ σχολεῖο.

Ἀμέσως ὁ Μητροπολίτης Χρυσόστομος ἀναζήτησε τὸν ἐπιθεωρητὴ τῶν σχολείων, γιὰ νὰ ζητήσει ἐξηγήσεις, ἐκεῖνος ὅμως φρόντισε νὰ ἀπουσιάζει, ἐνῶ ὁ Σέρβος δήμαρχος δήλωσε ἀναρμόδιος γιὰ τὸ θέμα. Παρὰ τὶς διαμαρτυρίες τῶν Ἑλλήνων οἱ Σέρβοι σκλήρυναν τὴν στάση τους. Ἁρπάζανε τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸν δρόμο ἢ τὸ σπίτι τους καὶ τὰ ἐγγράφανε μὲ τὴ βία, ἐνῶ ἀπειλοῦσαν τοὺς γονεῖς ὅτι θὰ τοὺς φυλακί­σουν. Ἄρχισαν ἐπίσης νὰ κλείνουν ὅλα τὰ ἑλληνικὰ ἱδρύματα, τοὺς συλλόγους, τὶς λέσχες, τὶς ἀδελφότητες, τὶς συντεχνίες καὶ τὰ κάθε εἴδους σωματεῖα καὶ νὰ καταλαμβάνουν τὰ κτήρια καὶ γενικῶς τὴν ἀκίνητη περιουσία τῆς ἑλληνικῆς Κοινότητας καὶ τῆς Μητροπόλεως. Δυστυχῶς ἡ «ὁμόδοξος καὶ σύμμαχος» Σερβία ἐπέδειξε στάση χειρότε­ρη ἀπὸ αὐτὴν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.

«Τούτων οὕτως ἐχόντων, τὰ ἀτυχῆ τέκνα τοῦ Μοναστηρίου καὶ συμπάσης τῆς Ἐπαρχίας κατὰ τὴν ἐθνικὴν ταύτην συμφορὰν ἤντλουν τὴν μόνην παρηγορίαν ἐκ τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μητροπόλεως, ἥτις ὡς Μήτηρ φιλόστοργος ἀπέσμηχεν ἐκ τῶν ὀμμάτων τῶν πενθούντων καὶ ἀπαρηγόρητα θρηνούντων τέκνων της τὰ τακερὰ δάκρυά των, συμπο­νοῦσα καὶ συνθρηνοῦσα μετ᾿ αὐτῶν καὶ στηρίζουσα ταῦτα, ἕτοιμα ὄντα νὰ ὀκλάσωσιν [= γονατίσουν] ὑπὸ τὸ βάρος τῆς ἐθνικῆς ἀπο­γνώσεως καὶ βαρυθυμίας. Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἱερὰ ἡμῶν Μητρόπολις, συναι­σθανομένη τὸ ὕψος τῆς ἐθνικῆς αὐτῆς ἀποστολῆς, προσεπάθει παντὶ σθένει, λόγῳ τε καὶ ἔργῳ νὰ διαφυλάξῃ ἄσβεστον τὸ θεσπιδαὲς ζώπυ­ρον τῆς ἐθνικῆς τῶν τέκνων της συνειδήσεως καὶ νὰ συγκρατήσῃ τοὺς σφύζοντας εἰς τὰ στήθη αὐτῶν ἑλληνικοὺς παλμούς των, διὰ τοῦτο ἀπέβη ἔκτοτε ὁ κυριώτερος στόχος τῶν πευκεδανῶν [= φαρμακερῶν] βελῶν τῶν φίλων καὶ ὁμοδόξων συμμάχων», γράφει στὸ προαναφερθὲν Ὑπόμνημά του ὁ Μητροπολίτης Χρυσόστομος. Ἄρχισαν λοιπὸν οἱ Σέρβοι νὰ ἐποφθαλμιοῦν τὸ νέο αὐτὸ «Κρυφὸ Σχολειό», τὴν Μητρόπο­λη, καὶ μὲ κάθε θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο μέσο νὰ προσπαθοῦν νὰ τὸ θέσουν ὑπὸ τὴν κατοχή τους.

Ἀξιωματοῦχοι τῆς Σερβίας (ἐκκλησιαστικοὶ καὶ κυρίως πολιτικοὶ) προέβησαν σὲ ἐπίσημη πρόταση πρὸς τὸν Μητροπολίτη Χρυσόστομο νὰ ἐνταχθεῖ στὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας, διατηρώντας ὅλα τὰ δικαιώματά του καὶ προσφέροντάς του καὶ οἰκονομικὰ ἀνταλλάγματα. ῾Ο Χρυσό­στομος ἀρνήθηκε. Τὸν διέταξαν τότε νὰ παραδώσει τὴν Μητρόπολη καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν χώρα. ῾Ο Χρυσόστομος ἀρνήθηκε καὶ πάλι. Τὸν ἀπείλησαν λοιπὸν πὼς θὰ χρησιμοποιήσουν βία. ῾Ο Χρυσόστομος μὲ γενναιότητα τοὺς ἀπάντησε πὼς μποροῦν βεβαίως νὰ χρησιμοποιήσουν βία, ἀλλὰ αὐτὸ θὰ προσέκρουε τόσο στὶς ἐκκλησιαστικὲς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ὅσο καὶ στὶς διπλωματικὲς σχέσεις μεταξὺ τῶν συμμάχων κρατῶν Ἑλλάδας καὶ Σερβίας. ῞Οπως θυμᾶται ἀργότερα ὁ ἡρωικὸς Μητροπολίτης· «Τότε ἡ Σερβικὴ Κυβέρνησις ἀπέστειλεν εἰδικὴν ἐπιτροπὴν εἰς Κωνσταντι­νούπολιν ὅπως διαπραγματευθῇ μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὴν ἐκκλησιαστικὴν χειραφέτησιν καὶ τὴν ἐκχώρησιν τῆς Μητροπόλεως ἡμῶν εἰς τὴν Ὀρθοδοξον Αὐτοκέφαλον Σερβικὴν Ἐκκλησίαν»[8].  Πα­ράλληλα μὲ τὶς συζητήσεις στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ Μητρόπολη Βελιγραδίου, κατ᾿ εἰσήγηση τῶν σερβικῶν πολιτικῶν ἀρχῶν, ἀπέστειλε στὸ Μοναστήρι δύο Σέρβους ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι παρουσιάστηκαν στὸν Μητροπολίτη Χρυσοστομο καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ λειτουργοῦν στὸ ἐγκαταλειμμένο βουλγαρικὸ ναὸ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν σχισματικῶν Βουλγάρων τῆς πόλης μὲ σκοπὸ τὴν ἐπιστροφή τους στὴν Ἐκκλησία, μνημονεύοντας ὅμως ἀντὶ τοῦ ὀνόματός του τὸν Σέρβο Μητροπολίτη Βελιγραδίου, μὲ τὴν πρόφαση πὼς οἱ Βούλγαροι δὲν θὰ ἀνεχόντουσαν νὰ μνημονεύεται ὁ Ἕλληνας Μητροπολίτης. ῾Ο Χρυσόστομος, μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐπέτρεψε σὲ αὐτοὺς κατ᾿ οἰκονομία νὰ ἐπιτελέσουν τὴν ἀποστολή τους.

Ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν περίοδο (διαρκοῦντος τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πο­λέμου) οἱ γερμανοβουλγαρικὲς Κεντρικὲς Δυνάμεις κατέλαβαν τὸ Μοναστήρι (6 Δεκεμβρίου 1915) ἀπὸ τὴν Σερβία, ποὺ πολεμοῦσε στὸ πλευρὸ τῆς Ἀντάντ. Μὲ τὴν εἴσοδό τους στὴν πόλη οἱ βουλγαρικὲς δυνάμεις κατοχῆς διακήρυξαν τὰ …φιλειρηνικά τους αἰσθήματα βεβαιώ­νοντας πὼς θὰ ἐξασφάλιζαν τὴν ἀσφάλεια τῶν κατοίκων κάθε ἐθνικότη­τας. Ἀρχικὰ λοιπὸν βασάνιζαν καὶ φυλάκιζαν μόνο Σέρβους, τοὺς ὁποί­ους οἱ Ἕλληνες, μὲ πρωτοστάτη τὸν ἀνεξίκακο Μητροπολίτη Χρυσόστο­μο, περιέθαλπαν στὸ κοινοτικό τους νοσοκομεῖο ἢ στὴν Μητρόπολη. Αὐ­τὸ ἐξήγειρε μὲν τὸν φθόνο τῶν Βουλγάρων, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν ἀνταρσία τοῦ φιλανταντικοῦ Βενιζέλου στὴν Ἑλλάδα (μὲ τὸ «Κίνημα Ἐθνικῆς Ἀμύνης») προέβησαν σὲ φρικτοὺς διωγμοὺς τῶν Ἑλλήνων, κυρίως τῶν βλαχόφωνων καὶ σλαβόφωνων τῆς ὑπαίθρου.

Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ οἱ Ἕλληνες τῆς Πελαγονίας ἐγκαταλείφθηκαν στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν ἀνακατάληψη τοῦ Μοναστηρίου στὰ τέλη τοῦ 1916 ἀπὸ τοὺς Σέρβους (καὶ τοὺς Γάλλους συμμάχους τους) ἔχασαν κάθε ἐλπίδα γιὰ ἔνωση μὲ τὴν μητέρα Ἑλλάδα[9].

Μὲ τὴν ἀνακατάληψη τῆς πόλης οἱ γαλλοσερβικὲς δυνάμεις κάνουν τὸ Μοναστήρι στρατιωτικὸ κέντρο μὲ ἀποτέλεσμα οἱ γερμανοβουλγαρι­κὲς δυνάμεις νὰ ἐξαπολύσουν σφοδρὴ ἐπίθεση ἀπὸ ξηρᾶς καὶ ἀέρος μὲ ὀβίδες, βόμβες καὶ ἀσφυξιογόνα ἀέρια. ῾Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος ὅμως παραμένει μὲ θάρρος δίπλα στὸ ποίμνιό του[10]. Καὶ ὄχι μόνος του· δίπλα του βρίσκονται καὶ οἱ ἱερεῖς του (ἐκτὸς τριῶν ποὺ ἐγκατέλειψαν τὴν πόλη, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Σέρβους ἱερεῖς), καθὼς καὶ ὁ ἀρχιδιάκο­νός του Ἀθηναγόρας Σπύρου, μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπό­λεως.

῞Οπως ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης ἀποκαλύπτει στὸ Ὑπομνημά του, παρὰ τοὺς καθημερινοὺς σφοδροὺς βομβαρδισμοὺς (ἐκ τῶν ὁποίων θρηνοῦσαν ἀπὸ δέκα ἕως καὶ ἑκατὸ θύματα ἡμερησίως) «καθ᾿ ὅλον τὸ ὀκτάμηνον χρονικὸν διάστημα τοῦ ἐχθρικοῦ βομβαρδισμοῦ τῆς πόλε­ως, καθ᾿ ὃ παρέμεινα ἐν τοῖς ὑπογείοις τῆς Μητροπόλεως φωτιζόμε­νος ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς διὰ κηρίνης λαμπάδος καὶ ἔχων ὡς μόνον σύντροφον καὶ παραστάτην εἰς τοὺς κινδύνους τὸν ἱερολογιώτατον Ἀρχιδιάκονον Ἀθηναγόραν, παραλείπω νὰ ἀναφέρω, ἵνα μὴ καυχησιο­λογίας ἐπίκρισιν ἐπισύρω, ὅτι τὸ μόνον ὅπερ δὲν ἐξέκλινε ποσῶς τῆς κανονικῆς αὑτοῦ τροχιᾶς ἦτο ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις καὶ ἡ Καθεδρικὴ Ἐκκλησία, ἐν ᾗ ἐτελεῖτο κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν συνήθειαν καθημερι­νῶς ἡ θεία καὶ ἱερὰ λειτουργία, χωρὶς ποτὲ νὰ διακοπῇ αὕτη ἐκ τοῦ παρεμπίπτοντος ἐνίοτε βομβαρδισμοῦ καὶ τοῦ λίαν πιθανοῦ τῆς ζωῆς κινδύνου». ῾Η γενναιότητα τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Ἀθηναγόρα[11] (ὁ ὁποῖος μὲ ἐντολὴ τοῦ ποιμενάρχη του γύριζε μὲ ἀντιασφυξιογόνο μά­σκα ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι καὶ ἐμψύχωνε τὸν ἑλληνικὸ πληθυσμὸ) προκά­λεσε τὸν θαυμασμὸ τῶν Γάλλων στρατιωτικῶν, ὁ ὁποῖος ὅμως σταδιακὰ μεταβλήθηκε σὲ καχυποψία, ἀφοὺ δὲν μποροῦσαν νὰ κατανοήσουν τί σημαίνει αὐτοθυσία καὶ ποιμαντικὸ καθῆκον.

Παράλληλα μὲ τὴν καχυποψία τῶν Γάλλων, οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν νὰ παρακολουθοῦν τὸν Μητροπολίτη καὶ τὸν Ἀρχιδιάκονό του, τέθηκε ξανὰ σὲ ἐφαρμογὴ τὸ σχέδιο τῶν Σέρβων γιὰ τὴν ἁρπαγὴ τῆς Μητροπόλεως καὶ τὴν ἐκδίωξη τοῦ Ἕλληνα Μητροπολίτη. ῾Ο Σέρβος νομάρχης Νοβά­κοβιτς ἐπισκέφτηκε τὸν Μητροπολίτη Χρυσοστομο καὶ τοῦ ζήτησε νὰ παραχωρεῖ ἀνὰ ἑβδομάδα τὸν καθεδρικὸ ναὸ στοὺς Σέρβους, ἐπειδὴ ὁ βουλγαρικὸς ναὸς εἶχε ζημιὲς ἐξαιτίας τῶν βομβαρδισμῶν. ῾Ο Μητροπο­λίτης ἀντέταξε πὼς ἐφόσον οἱ Ἕλληνες ἐπισκεύασαν τὸν ναὸ (στὸ κέντρο τοῦ ὁποίου εἶχε πέσει ὀβίδα, εὐτυχῶς ὄχι ἐν ὥρᾳ ἀκολουθίας!), θὰ μποροῦσαν καὶ οἱ Σέρβοι νὰ πράξουν τὸ ἴδιο, μιᾶς καὶ διαθέτουν περισσότερα μέσα. ῞Οταν ὁ νομάρχης ἰσχυρίστηκε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀδύ­νατον, ὁ Χρυσόστομος προτεινε νὰ παραχωρεῖται ὁ ναὸς στοὺς Σέρβους ἀνὰ Κυριακὴ ὑπὸ τοὺς ἑξῆς ὅρους· α) ἡ κατὰ δεύτερη Κυριακὴ σερβικὴ λειτουργία, ὑπαγορευόμενη ἀπὸ τὶς εἰδικὲς συνθῆκες, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ θεωρηθεῖ ὡς παραχώρηση κάποιου δικαιώματος στὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας, β) ἡ παραχώρηση αὐτὴ θεωρεῖται λήξασα, ὅταν παύσει ὁ βομβαρδισμός, γ) δὲν θὰ ὑπάρχει ἐπέμβαση στὰ οἰκονομικὰ τοῦ ναοῦ ἀπὸ τοὺς Σέρβους ἐπιτρόπους, καὶ δ) ἂν γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο δὲν συναινέσει στὴν φιλοξενία αὐτήν, τότε αὐτὴ θεωρεῖται ὡς μὴ γενομένη. ῾Ο νομάρχης ἀντέδρασε μὲ ὀργὴ καὶ ἀπείλησε ὅτι θὰ χρησιμοποιήσει βία, ἐνῶ τόνισε στὸν Μητροπολίτη ὅτι θὰ τὸν ἐκδικηθεῖ μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία!

῾Η ὀργὴ τοῦ νομάρχη ἐναντίον τοῦ Μητροπολίτη εἶχε καὶ ἄλλη μία αἰτία. ῾Ο τελευταῖος κατήγγειλε τὶς προπαγανδιστικὲς ἐνέργειες τῶν Σέρβων ἱερέων τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι ἀφενὸς μὲν διακήρυτταν ὅτι οἱ Ἕλληνες κάτοικοι τῆς πόλης εἶναι οὐσιαστικὰ Σέρβοι, ἐνῶ στεροῦσαν τὸ δωρεὰν συσσίτιο ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς ποὺ δὲν ἐξυπηρετοῦνταν ἀπὸ Σέρβους ἱερεῖς! Οἱ δὲ στρατιωτικοὶ Σέρβοι ἱερεῖς δροῦσαν ἀκόμη πιὸ ἐθνικιστικὰ καὶ ἀντιχριστιανικά, ἀφοῦ ὄχι μόνο ἑξανάγκαζαν τοὺς Ἕλ­ληνες ἱερεῖς τῆς ὑπαίθρου νὰ λειτουργοῦν στὴν σερβικὴ γλώσσα (ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ ὅτι θὰ τοὺς καταγγείλουν ὡς βουλγαρίζοντες), ἀλλὰ ἔφθα­σαν καὶ στὸ σημεῖο νὰ προβαίνουν σὲ κατασχέσεις τῶν ἑλληνικῶν λει­τουργικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων καὶ νὰ τὰ παραδίδουν στὴν πυ­ρά! Τὶς πράξεις αὐτὲς κατήγγειλε ὁ Μητροπολίτης Χρυσόστομος στὸ σερβικὸ Ὑπουργεῖο Ἐσωτερικῶν, ποὺ τότε ἕδρευε, λόγῳ τοῦ πολέμου, στὴν Θεσσαλονίκη. ῾Ο νομάρχης πνέων μένεα ἐναντίον του τὸν κατήγγει­λε ὡς κατασκοπο τῶν Γερμανῶν, κατηγορία ποὺ οἱ Γάλλοι θεώρησαν ὡς ἀπάντηση στὴν καχυποψία τους. Στὸν ἀνίερο αὐτὸν πόλεμο κατὰ τοῦ Χρυσοστόμου συνέβαλαν καὶ βενιζελικοὶ Ἕλληνες ἀξιωματικοί, οἱ ὁποῖοι διέβαλαν τὸν Μητροπολίτη καὶ τὸν Ἀρχιδιάκονό του ὡς βασιλι­κούς[12].

Ἔτσι ὅταν ὁ Χρυσόστομος βρέθηκε στὴν Θεσσαλονίκη γιὰ ὑποθέ­σεις τῆς Μητροπόλεως καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητας, οἱ σερβικὲς ἀρχὲς ἀρνήθηκαν τὴν ἐπάνοδό του, καὶ μπροστὰ στὴν ἐπιμονή του προέβησαν στὴν καταγγελία του στὴν Γαλλικὴ Ἀστυνομία τῆς πόλης. Ἔτσι στὶς 3 Ἰουλίου τοῦ 1917, ἡμέρα Δευτέρα, ἡ Γαλλικὴ Ἀστυνομία τῆς Θεσσαλο­νίκης παρέδωσε τὸν Μητροπολίτη σὲ φρουρὰ Σενεγαλέζων στρατιωτῶν, ποὺ τὸν ὁδήγησε –ἄνευ δίκης!– μαζὶ μὲ Βούλγαρους αἰχμαλώτους στὶς φυλακές, στὶς ὁποῖες ὑπέστη μύριους ἐξευτελισμούς.

Μετὰ ἀπὸ μία ἑβδομάδα κράτησης ἐλευθερώνεται καὶ περνᾶ τὸν χρόνο του μεταξὺ Ἁγίου Ὄρους (στὸ Κελλὶ Μυλοποτάμου τῆς Μεγίστης Λαύρας) καὶ Θεσσαλονίκης, ἀναμένοντας εὐκαιρία γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὴν ἐπαρχία του. ᾿Εν τῷ μεταξὺ οἱ Σέρβοι στὸ Μοναστήρι κατέλαβαν τὴν Μητρόπολη, στὴν ὁποία ἐγκαταστάθηκε ὁ Σέρβος Ἐπισκοπος Δί­βρης καὶ Βελισσοῦ Βαρνάβας (μετέπειτα Πατριάρχης Σερβίας).

῾Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος μετέβη στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντι­νουπόλεως γιὰ νὰ διαμαρτυρηθεῖ, ἀλλὰ ὁ ἐκεῖ τοποτηρητὴς Προύσης Δωρόθεος τὸν ἐνημέρωσε πὼς ἡ Μητρόπολή του πλέον περιῆλθε στὴν δικαιοδοσία τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ συνέστησε νὰ ἐπιστρέψει στὸ Ἅγιον Ὄρος... Τοῦ ἔδωσε μάλιστα καὶ ἑπτὰ χιλιάδες χρυσὰ φράγκα ποὺ τοῦ προσέφερε ἡ σερβικὴ κυβέρνηση ὡς ἀποζημίωση. Τὰ χρήματα αὐτὰ ὁ Χρυσόστομος ἀρνήθηκε νὰ τὰ παραλάβει καὶ ζήτησε νὰ δοθοῦν στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, στὴν ὁποία εἶχε φοιτήσει. Ἔπειτα ἀποσύρθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ λίγο, καὶ τὰ ἐπόμενα χρόνια ξεκίνησε ἕνα νέο στάδιο ἀγώνων, τὸ ὁποῖο ξεφεύγει ἀπὸ τὴν θεματολογία τοῦ παρόντος ἄρθρου. 

Νὰ ποῦμε μόνο πὼς χρόνια ἀργότερα (τὸ 1951), ὅταν ὁ Μητροπολί­της Χρυσόστομος, ὡς ἡγέτης τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ κινήματος πλέον, βρισκόταν σὲ νέα ἐξορία (στὴν ἱερὰ μονὴ Ὑψηλοῦ Μυτιλήνης), τὸν προσέγγισε ὁ παλαιός του διάκονος Ἀθηναγόρας, ποὺ εἶχε γίνει Πα­τριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, καὶ τοῦ ζήτησε νὰ μεταβεῖ στὴν Κων­σταντινούπολη, γιὰ νὰ τοῦ προσφέρει μία ἀπὸ τὶς καλύτερες Μητροπό­λεις καὶ κάθε ἄλλη ἀνάπαυση ὡς δείγμα τοῦ σεβασμοῦ, τοῦ θαυμασμοῦ καὶ τῆς μεγάλης του ἀγάπης, συναισθήματα τὰ ὁποῖα γεννήθηκαν καὶ ἀνδρώθηκαν στὴ βομβαρδισμένη καὶ προδομένη Μητρόπολη Πελαγονίας τὰ μαῦρα ἐκεῖνα πρῶτα χρόνια τῆς σερβικῆς κατοχῆς... Καὶ τὴν προσ­φορὰ αὐτὴν ἀρνήθηκε ὁ ἰδεολόγος Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε τέσσερα χρόνια μετὰ (1955). Ἂς εἶναι αἰωνία του ἡ μνήμη! 

 

 

ΚΥΡΙΕΣ ΠΗΓΕΣ

Νικολάου Βασιλειάδη, «῾Η πολιτισμικὴ ταυτότητα τῶν Ἑλλήνων στὴν Πελα­γονία (1912-1930)», διδακτορικὴ διατριβή, Θεσσαλονίκη 2004.

«Ὑπόμνημα τοῦ Μητροπολίτου Πελαγονίας», ὑποβληθὲν εἰς τὸ Σεπτὸν Οἰ­κουμενικὸν Πατριαρχεῖον κατὰ Νοέμβριον τοῦ 1920 ἐπὶ τῇ μελετωμένη προ­σαρτήσει τῆς Ἐπαρχίας Πελαγονίας εἰς τὴν Αὐτοκέφαλον Ὀρθόδοξον Ἐκκλησί­αν τῆς Σερβίας, Ἀθῆναι 1922.



[1] Γ. Α. Ράλλη - Μ. Ποτλῆ, «Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων», τόμ. Ε΄, Ἀθήνα 1852, σ. 515.

[2] Τελευταῖος Ἕλληνας μητροπολίτης τῶν Σκοπίων, τὸν ὁποῖο ἐκδίωξαν ἐπίσης οἱ Σέρβοι.

[3] Ἀποστόλου Σιταρᾶ, «῾Η Μάδυτος», Ἀθήνα 1971, σ. 321.

[4] Κάθε ἐλπίδα τῶν Ἑλλήνων τῆς Βόρειας Μακεδονίας γιὰ ἕνωση μὲ τὴν μητέρα πατρίδα ἐξανεμίστηκε πλέον μὲ τὴν Συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου τὸ καλοκαίρι τοῦ 1913.

[5] ῾Η συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν κατοίκων ἦταν Ἕλληνες, ἐνῶ ὑπῆρχαν καὶ ὁρισμέ­νοι Βούλγαροι, ἐναντίον τῆς ἐθνικιστικῆς προπαγάνδας τῶν ὁποίων εἶχαν ἐφεύρει οἱ Σέρ­βοι τὴν περὶ «σλαβομακεδονικῆς» δῆθεν ἐθνότητας ἰδέα ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος.

[6] Θὰ τολμήσω νὰ παραθέσω μία προσωπικὴ γνώμη. Κάθε ὑποχώρηση σήμερα (ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι αὐτὴ εἶναι ἀναπόφευκτη) ἐκ μέρους τῆς ἑλληνικῆς κυβέρνησης στὴν ὀνομα­σία τοῦ κράτους τῶν Σκοπίων, ποὺ θὰ περιλαμβάνει καὶ τὸ ὄνομα «Μακεδονία», πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ συνοδεύεται μὲ τὸν ὅρο νὰ ἐπιβληθεῖ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ὡς δεύτερη ἐπί­σημη γλῶσσα τοῦ κράτους αὐτοῦ. Εἶναι ὁ μοναδικὸς τρόπος νὰ μάθουν τὴν ἀλήθεια καὶ ἐκεῖνοι κάποτε.

[7] Τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ μνημεῖο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ποὺ χειριζόταν ἄριστα ὁ Χρυσό­στομος, ὁ ὁποῖος ἐπιπλέον φημιζόταν καὶ γιὰ τὶς ρητορικές του ἱκανότητες.

[8] Πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου, «Τὸ ἐκκλησιαστικὸν ἡμερολόγιον ὡς κριτήριον τῆς Ὀρθοδοξίας», Ἀθήνα 1935, σ. 38.

[9] Ἀποκαλυπτικότατο καὶ λίαν συγκινητικὸ εἶναι τὸ ἀπόσπασμα τοῦ Στρατῆ Μυριβή­λη (ἀπὸ τὸ αὐτοβιογραφικὸ ἔργο του «῾Η ζωὴ ἐν τάφῳ», κεφ. «῾Η πολιτεία-φάντασμα»), στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται πῶς ὑποδέχτηκαν οἱ Ἕλληνες τοῦ Μοναστηρίου τοὺς Ἕλληνες στρατιῶτες μετὰ τὴν περίοδο τῆς Γερμανοβουλγαρικῆς Κατοχῆς (1915-1916)·

Νύχτα μπήκαμε στὸ Μοναστήρι. Καὶ νύχτα βγήκαμε. Εἶναι μιὰ μεγάλη πολιτεία σέρβικη, ποὺ οἱ κατοικοί της εἶναι Ἕλληνες. … Οἱ κάτοικοι ἐδῶ πέρα φορᾶν ὁλημερὶς καὶ ὁλονυχτὶς κρεμασμένη στὸ στῆθος μιὰ μάσκα γιὰ τὰ ἀσφυξιογόνα. Μυστήριο τὸ πῶς μυρίστηκαν τὴν ἐθνικότητά μας, ἀφοῦ ἡ στολή μας, ἡ κάσκα μας, εἶναι φραντσέ­ζικα ὅλα, κι ὁ ἐρχομός μας ἔγινε ἔτσι μυστικά. Χιμήξανε γύρω μας, ξετρυπώσανε σὰν τὰ ποντίκια κάτω ἀπ’ τὴ γῆς, ἄντρες, γυναῖκες, προπάντων γυναῖκες καὶ παιδάκια. Καὶ μᾶς φιλᾶνε τὰ χέρια, μᾶς χαϊδεύουν τὰ ντουφέκια, μᾶς πασπατεύουν τὶς κάσκες, κουμπώνουν καὶ ξεκουμπώνουν τὰ κουμπιὰ τῆς μαντύας μας, κλαῖνε, κλαῖνε ἥσυχα μέσα στὴ φεγγαροβραδιά.

— Εἶστε, ἀλήθεια, τ’ ἀδέρφιά μας; Εἶστε Ἕλληνες, Ἕλληνες ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα;

— Μὰ ναί…

— Σᾶς περιμέναμε χρόνια στὴ σκλαβιά. Σᾶς ὀνειρευόμασταν, σᾶς τραγουδούσα­με, σᾶς προσκυνούσαμε, καὶ δὲ σᾶς ξεραμε. Καὶ τώρα εἶστε κοντά μας. ῾Ο Χριστὸς καὶ ἡ Παναγιὰ νὰ σᾶς φυλάει! Καὶ νὰ μὴ μᾶς ἀφήσετε πιά, ἀδέρφια, στοὺς Σέρβους. Μᾶς τυραγνᾶνε σκληρά, ποὺ εἴμαστε Ἕλληνες…

῞Ενας γέρος μοὖπε·

— Μᾶς δέρνουν μὲ τὸ βούρδουλα, σὰν μᾶς ἀκοῦνε νὰ μιλᾶμε ἑλληνικά, νὰ λει­τουργιούμαστε ἑλληνικά. Μᾶς πῆραν τὶς ἐκκλησιές, τὰ ὡραῖα σκολειά μας. Μᾶς ἀτιμά­ζουν τὶς γυναῖκες... Μᾶς ἀτίμασαν ὅλες τὶς γυναῖκες. ῾Η πολιτεία μας ἔγινε ἕνα πορ­νεῖο... Ἀλλιώτικα τὶς κόβουν τὸ δελτίο τοῦ ψωμιοῦ. Καὶ δὲν ἀφήνουνε κανέναν νὰ φύ­γει ἀπὸ τὴν πολιτεία, νὰ γλιτώσει. Ἔχουνε κλείσει ὅλα τὰ περάσματα καὶ ντουφεκᾶνε.

Κύριε ἐλέησον! Μὰ ἤρθαμε λοιπὸν νὰ πολεμήσουμε τοὺς Σέρβους γιὰ νὰ λευτε­ρώσουμε Ἕλληνες γιά ἤρθαμε νὰ πολεμήσουμε τοὺς Γερμανοὺς καὶ τοὺς Βουλγάρους γιὰ νὰ λευτερώσουμε τοὺς συμμαχούς μας τοὺς Σέρβους, ποὺ τοὺς πρόδωσε ὁ βασι­λιᾶς; Κάτι ἀρχινᾶ νὰ ραΐζει μέσα μας. ῾Η πίστη; Κλαῖμε καὶ μεῖς μαζί τους, καὶ εἴμα­στε σαστισμένοι. Μᾶς φιλεύουν χίλια φτωχὰ μικροπράματα, καὶ σ’ ὅλα τὰ ὑπόγεια τη­γανίζουν γλυκίσματα μὲ τὸ τραγικό τους τὸ σιτηρέσιο. ῞Ολα γιὰ μᾶς… ῞Ενα σμάρι ἀγοράκια ἦρθαν κοντὰ στὴ διμοιρία μου καὶ ὅλα μαζὶ πιάσανε καὶ τραγουδοῦσαν τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο μὲ τὰ κασκέτα στὸ χέρι. Τραγουδοῦσαν σιγανά, μᾶς ἄγγιζαν καὶ κλαίγα­νε».

[10] ῞Ενα χαρακτηριστικὸ περιστατικό, δεῖγμα τῆς παρρησίας τοῦ Χρυσοστόμου ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν μπρὸς στὸν κίνδυνο τοῦ ποιμνίου του, διασώζουν οἱ βιογράφοι του.

Μίαν ἡμέραν Γάλλοι ἀξιωματικοὶ παρουσιασθέντες ἐνώπιόν του τὸν ἠρώτησαν·

— Πῶς θεωρεῖτε τοὺς βάλλοντας ἐναντίον τῆς πόλεως καὶ φονεύοντας τόσους ἐκ τοῦ ἀμάχου πληθυσμού!

῾Ο Ἐπίσκοπος χωρὶς νὰ χάση τὸ θάρρος του καὶ θεωρῶν τοὺς Ἀγγλογάλλους αἰτίους, διότι αὐτοὶ εἶχον γεμίσει τὸ Μοναστήρι μὲ παντὸς εἴδους πολεμικὰ εἴδη, ὥστε νὰ ἀποβῇ σημαντικὸς στρατιωτικὸς στόχος, ἀπήντησε·

— Θὰ σᾶς ἀπαντήσω, ἀφοῦ προηγουμένως σᾶς ἐρωτήσω πῶς λέγονται οἱ μετα­βάλλοντες τὴν πόλιν εἰς μέγαν ὀπλοστάσιον; (Ἠλία Ἀγγελόπουλου – Διονυσίου Μπατι­στάτου, «Χρυσόστομος Καβουρίδης — Ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἔθνους», Ἀθήνα 1981, σ. 16).

[11] ῾Ο μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

[12] ῾Ως γνωστὸν ὁ βασιλιᾶς Κωνσταντῖνος ἦταν ὑπὲρ τῆς οὐδετερότητας, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Βενιζέλο ποὺ ἦταν ὑπὲρ τῆς Ἀντάντ.