Οἱ διαβολάγγελοι
.........................................................................................
...῾Ο κὺρ Στρατῆς εἶπε πὼς πρέπει νὰ προσέχουμε σὲ ὅλα καὶ τὴν παραμικρὴ λεπτομέρεια, ἐνῷ ἄλλοι λέγανε ἀκόμα γιὰ τοὺς κακούργους τῆς ἱστορίας καὶ τὴν μάταιη δόξα, ποὺ τοὺς κάνει φονιᾶδες καὶ βασανιστὲς τῶν ἀντιπάλων τους. ἀντίθετα ὁ Μπαλαμπᾶς εἶχε ἄλλη προτίμησι καὶ τὴν ξεφούρνισε μὲ ὅλη του τὴν αὐθόρμητη διάθεσι ποὺ εἶχε·
— ᾿Εμένα μοῦ ἄρεσε ἡ ἄλλη ἱστορία μὲ τὴν βασίλισσα τὴν πῶς τὴν λέγανε, τὴν ᾿Αμίραμις...
— Σεμίραμις, τὸν διώρθωσε ὁ φραγκορράφτης.
— ᾿Εντάξει, κὺρ Στρατῆ, γιατί δείχνει ὅτι οἱ γυναῖκες εἶναι διαολάγγελοι.
— Διαολάγγελοι; εἶπε ἔκπληκτη ἡ κυρα-Πελαγία. τί εἶναι πάλι αὐτά, κὺρ Μπαλαμπᾶ; ...
— Δὲν μὲ κατάλαβες, κυρα-Πελαγία· εἶπα διαολάγγελοι καὶ ὄχι διάολοι. πάει νὰ πῇ, ἄλλοτες εἶναι ἄγγελοι κι ὀμορφαίνουν τὴν ζωὴ κι ἄλλοτες διάολοι καὶ τὴν καταστρέφουνε. κατάλαβες; αὐτὸ εἶπα. μὴ μὲ παρεξηγᾷς λοιπόν. αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πεῖρα τοῦ κόσμου.
Ἄκρες μέσες συμφωνήσανε ὅλοι μαζί του...
..............................................................................................
῾Η συζήτησι ἄνοιξε ἄλλες πόρτες κι ἄναψε ἀνάμεσα σὲ ἄντρες καὶ γυναῖκες. κι ὁ καθένας ἔλεγε κάτι, πότε γιὰ τοὺς ἄντρες καὶ πότε γιὰ τὶς γυναῖκες, γιὰ νὰ καταλήξουν ὅτι ὄχι μόνον οἱ γυναῖκες ἀλλὰ καὶ οἱ ἄντρες εἶναι διαολάγγελοι, ἀνάλογα μὲ τὸ τί κυριαρχεῖ μέσα τους. πότε τὸ ἕνα καὶ πότε τὸ ἄλλο. πότε τὸ καλὸ καὶ ἡ συμπόνοια καὶ πότε τὸ κακὸ καὶ ἡ ἀγριάδα καὶ ἡ σκληρότητα γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
— Ποῦ τὴν βρῆκες, μωρὲ Μπαλαμπᾶ, τούτη τὴν λέξι; ῥώτησε θαυμαστικὰ ὁ κὺρ Κώστας. ἔκαμες διάνα. τὰ εἶπες ὅλα μὲ μιὰ λέξι!
— Ἔτσι μοὖρθε κι ἔτσι τὄπα, ἦταν ἡ ἀπάντησι.
Κι ὁ πιὸ διαβασμένος τῆς συντροφιᾶς, ὁ κὺρ Στρατῆς ὁ φραγκορράφτης, κατέληξε τὴν ἀποψινὴ βραδιὰ λέγοντας·
— Κάποτε τὸ εἶπε καὶ ὁ Καραϊσκάκης ὁ ἥρωας, ποὺ εἶχε καὶ καλὲς καὶ κακὲς στιγμὲς στὴν συμπεριφορά του. μιὰ μέρα ποὺ τὸν ξομπλιάζανε οἱ ἄλλοι καπεταναῖοι γιὰ τὸ φέρσιμό του, ἐκεῖνος τοὺς εἶπε·
— ῞Οποτε θέλω γίνομαι ἄγγελος κι ὅποτε θέλω γίνομαι διάβολος.
Καὶ τὸ πρωτοπαλλήκαρό του γύρισε καὶ τοῦ εἶπε·
— ᾿Αφοῦ μπορεῖς νὰ εἶσαι ἄγγελος, γιατί νὰ γίνεσαι διάβολος;
Κι ὅλοι σιωπήσανε σκαλωμένοι στὴν λέξι τοῦ Μπαλαμπᾶ «διαβολάγγελοι», ποὺ ἦταν κρεμασμένη στὸ διπλὸ τσιγκέλι τοῦ Καραϊσκάκη· «῞Οποτε θέλω». κι αὐτὸ τὸ «ὅποτε θέλω» δούλευε στὸ μυαλό τους σὰν σκούληκας κι ἀμπάρωνε τὸ στόμα τους ὣς τὸ τέλος τῆς ἀποψινῆς συγκεντρώσεως, ποὺ τέλειωσε γρήγορα, γιατὶ εἶχε περάσει ἡ ὥρα καὶ ἡ ψύχρα ὅλο καὶ δυνάμωνε.
Παναγιώτη Μ. Σωτήρχου, «῾Η γειτονιὰ τῶν ἀγγέλων» (ἱστορίες τῆς ᾿Ανατολῆς), σ. 130-133 (ἀποσπάσματα). ἐκδόσεις «᾿Ακρίτας», Νέα Σμύρνη (᾿Αθῆναι), ἰούλιος 1996, διορθώσεις δοκιμίων· Διονύσιος.
(δημοσίευσις 9/4/2011)