῾Η διόρθωσις ἑνὸς κειμένου ἀπὸ ἕναν ἐξειδικευμένο διορθωτὴ (ἢ ἐπιμελητὴ κειμένων) δὲν εἶναι ἁπλὴ καὶ εὔκολη ἐργασία· ἀντιθέτως συχνὰ γίνεται πολύπλοκη καὶ σύνθετη. οἱ δυσκολίες πολλὲς καὶ δυσεξαρίθμητες. μία πρόσθετη δυσκολία γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ὅτι σὲ ἕνα πολὺ μικρὸ διάστημα ἑνὸς αἰῶνος περίπου ἄλλαξε τόσα συστήματα «ὀρθογραφίας» ὅσα δὲν ἄλλαξε σὲ ὅλο τὸ ὑπόλοιπο διάστημα τῆς ὑπερτρισχιλιετοῦς παρουσίας της καὶ γραφῆς της. αὐτὸ σήμερα ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα σχεδὸν κάθε συγγραφεὺς νὰ ἔχῃ τὸ δικό του ὀρθογραφικὸ σύστημα!
Κάποιος συνάδελφος ἀσχολούμενος μὲ πολυτονικὰ κείμενα μοῦ ἔγραφε πρὸ ἡμερῶν: «τοὐλάχιστον διατηρῶ ἀκόμη τὴν ἱκανότητα νὰ μὴν μπερδεύω πελάτες καὶ τρόπους γραφῆς, καὶ νὰ χρησιμοποιῶ τὴν ἀνάλογη ὀρθογραφία σύμφωνα μὲ τὸν συγγραφέα»! αὐτὸ ποὺ ἐπισημαίνει μὲ αὐτὴν τὴν φράσι εἶναι ἕνα σημεῖο τοῦ ἐπαγγέλματός μας δύσκολο μέχρι παραφροσύνης. αὐτὸ ὅμως νομίζω ὅτι ὀφείλεται περισσότερο στὴν ψυχοσύνθεσι τοῦ Νεοέλληνος παρὰ στὴν φύσι τῆς πολυτονικῆς γραφῆς. πρέπει κάποτε ὡρισμένοι συγγραφεῖς νὰ καταλάβουν ὅτι ἡ ὀρθογραφία δὲν εἶναι θέμα γούστου.