῾Ορολογία βιολογίας

ἀβιογένεσις (-σι, ση)· αὐτόματη γένεσις· [ὁ ὅρος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Ἄγγλο βιολόγο T. Huxley τὸ 1870 ὡς σύνθετο τῶν ἄβιος + γένεσις = abiogenesis. ἡ χρῆσί του στὴν ἑλληνικὴ δὲν εἶναι δόκιμη].
ἄψυχος· αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ζωή [δοκιμώτερος ὅρος ἀντὶ τοῦ ἄβιος. ἡ ἀρχικὴ σημασία τῆς λέξεως ψυχὴ εἶναι «πνοή, ζωή, ἀνάσα»· χρησιμοποιεῖται ὡς συνώνυμο τοῦ «ζωὴ» στὴν ἀρχαία ἑλληνική, στὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καὶ στὴν νέα ἑλληνική (βγαίνει ἡ ψυχή μου· καὶ τὰ ζῷα ἔχουν ψυχή). τὰ παράγωγά της ἄψυχος, ἔμψυχος μποροῦν κάλλιστα νὰ ἀντικαταστήσουν νεώτερους νεολογισμοὺς καὶ ἀντιδάνεια ὅπως ἄβιος, ἀβιοτικός, τὸ συνθετικὸ βιο- σὲ λέξεις τῆς βιολογίας κ.λπ.].
βιολογία· ἡ ἐπιστήμη (ἐπιστημονικὸς κλάδος) ποὺ μελετᾷ τὰ φαινόμενα τῆς ζωντανῆς ὕλης, ἤ τοι τοὺς ζωντανοὺς ὀργανισμούς. [ἡ λέξις βιολογία εἶναι νεωτέρα. στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ὑπῆρχε ἡ λέξις βιολόγος, ἀλλὰ σήμαινε μῖμος, ἠθοποιός. ἡ ἀναβίωσι τῆς λέξεως βιολόγος μὲ τελείως διαφορετικὴ σημασία, ἡ χρησιμοποίησίς της ὡς ἐπιστημονικοῦ ὅρου καὶ ἡ χρῆσίς της ὡς ἀντιδανείου ἀπὸ τοὺς συγχρόνους ῞Ελληνες εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ γλωσσικὰ παράδοξα τῶν νεωτέρων χρόνων.]
ἄψυχος· αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ζωή [δοκιμώτερος ὅρος ἀντὶ τοῦ ἄβιος. ἡ ἀρχικὴ σημασία τῆς λέξεως ψυχὴ εἶναι «πνοή, ζωή, ἀνάσα»· χρησιμοποιεῖται ὡς συνώνυμο τοῦ «ζωὴ» στὴν ἀρχαία ἑλληνική, στὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καὶ στὴν νέα ἑλληνική (βγαίνει ἡ ψυχή μου· καὶ τὰ ζῷα ἔχουν ψυχή). τὰ παράγωγά της ἄψυχος, ἔμψυχος μποροῦν κάλλιστα νὰ ἀντικαταστήσουν νεώτερους νεολογισμοὺς καὶ ἀντιδάνεια ὅπως ἄβιος, ἀβιοτικός, τὸ συνθετικὸ βιο- σὲ λέξεις τῆς βιολογίας κ.λπ.].
βιολογία· ἡ ἐπιστήμη (ἐπιστημονικὸς κλάδος) ποὺ μελετᾷ τὰ φαινόμενα τῆς ζωντανῆς ὕλης, ἤ τοι τοὺς ζωντανοὺς ὀργανισμούς. [ἡ λέξις βιολογία εἶναι νεωτέρα. στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ὑπῆρχε ἡ λέξις βιολόγος, ἀλλὰ σήμαινε μῖμος, ἠθοποιός. ἡ ἀναβίωσι τῆς λέξεως βιολόγος μὲ τελείως διαφορετικὴ σημασία, ἡ χρησιμοποίησίς της ὡς ἐπιστημονικοῦ ὅρου καὶ ἡ χρῆσίς της ὡς ἀντιδανείου ἀπὸ τοὺς συγχρόνους ῞Ελληνες εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ γλωσσικὰ παράδοξα τῶν νεωτέρων χρόνων.]