Λέξεων ἑρμηνεία
Δημοσιεύτηκε: Κυρ 02 Νοέμ 2008, 15:07:30
ἀβελτερία ἀντὶ ἀβελτηρία
ἀγιοργίτικο ἢ ἁγιωργίτικο = εἶδος σταφυλῆς
ἀγονάτης = εἶδος σταφυλῆς
ἀδέρκια = ἀδέρφια (κυπριακὸν)
ἀετονύχι (τὸ) = εἶδος σταφυλῆς
ἀθάρι = ;
ἀθῆρι = εἶδος σταφυλῆς καὶ οἴνου
ἀκαιρικὸς = ἄκαιρος, μὴ ἐπίκαιρος
ἀκεσώδυνος = ῥύστης, σωτήρ, θεραπευτὴς ὀδυνῶν
ἀκροπελαγιὰ = ἡ ἀκρογιαλιὰ
'Αλεξανδρειανὸς ἀντὶ 'Αλεξανδρινὸς
ἀλεποῦ = εἶδος σταφυλῆς
ἀλλὰ (= ἀλὰ = alla)
ἀλλαξομουσιασμένος = ὁ ἀλλάξας τὸν πώγωνα αὐτοῦ
ἀλληλοελκόμενοι· μόνον εἰς πληθυντικὸν ἀριθμὸν
ἀνάβρα (=πηγὴ)
ἀναθυμῶντας = ἀναθυμούμενος
ἀνάλλακτος = ὁ μὴ ἀλλάξας
ἀναπόταμα = ἀντιθέτως πρὸς τὴν ῥοὴν ποταμοῦ
ἀνόμοιαστος = ἀνόμοιος
ἀντρειὰ = ἀνδρεία
ἀπέθαντος = ἀθάνατος
ἀπελτίκια = ;
ἀπνεύματος· ὀρθότερον τοῦ ἀπνευμάτιστος
ἀπογυρίζω = γυρίζω τελείως
ἀπολαύω = αἰσθάνομαι ἀπόλαυσιν, ὄχι ἀπολαμβάνω
ἀπόμονος = ἀπομονωμένος
ἀπόσωμα = συμπλήρωμα
ἀρακλινὸς = εἶδος ἀμπέλου
ἀρίφνητες (= ἀρίθμητες)
ἀρχιτεκτονημένος < ἀρχιτεκτονῶ (αε)
ἀσπροῦδι (τὸ) = εἶδος σταφυλῆς
ἄστραμμα < ἀστράφτω
ἀτόφυος ἀντὶ ἀτόφιος
αὐγὸ ἀντὶ ἀβγὸ
αὐτὶ ἀντὶ ἀφτὶ
αὐτιάζομαι (= ἀφουγκράζομαι)
ἀφὴ ἀντὶ ἁφὴ
ἀχάζω = ἠχῶ;
ἀψιμυθίωτος = ὄχι φτιαχτός, ἀμακιγιάριστος
κάντρο = κάδρο
ἀγιοργίτικο ἢ ἁγιωργίτικο = εἶδος σταφυλῆς
ἀγονάτης = εἶδος σταφυλῆς
ἀδέρκια = ἀδέρφια (κυπριακὸν)
ἀετονύχι (τὸ) = εἶδος σταφυλῆς
ἀθάρι = ;
ἀθῆρι = εἶδος σταφυλῆς καὶ οἴνου
ἀκαιρικὸς = ἄκαιρος, μὴ ἐπίκαιρος
ἀκεσώδυνος = ῥύστης, σωτήρ, θεραπευτὴς ὀδυνῶν
ἀκροπελαγιὰ = ἡ ἀκρογιαλιὰ
'Αλεξανδρειανὸς ἀντὶ 'Αλεξανδρινὸς
ἀλεποῦ = εἶδος σταφυλῆς
ἀλλὰ (= ἀλὰ = alla)
ἀλλαξομουσιασμένος = ὁ ἀλλάξας τὸν πώγωνα αὐτοῦ
ἀλληλοελκόμενοι· μόνον εἰς πληθυντικὸν ἀριθμὸν
ἀνάβρα (=πηγὴ)
ἀναθυμῶντας = ἀναθυμούμενος
ἀνάλλακτος = ὁ μὴ ἀλλάξας
ἀναπόταμα = ἀντιθέτως πρὸς τὴν ῥοὴν ποταμοῦ
ἀνόμοιαστος = ἀνόμοιος
ἀντρειὰ = ἀνδρεία
ἀπέθαντος = ἀθάνατος
ἀπελτίκια = ;
ἀπνεύματος· ὀρθότερον τοῦ ἀπνευμάτιστος
ἀπογυρίζω = γυρίζω τελείως
ἀπολαύω = αἰσθάνομαι ἀπόλαυσιν, ὄχι ἀπολαμβάνω
ἀπόμονος = ἀπομονωμένος
ἀπόσωμα = συμπλήρωμα
ἀρακλινὸς = εἶδος ἀμπέλου
ἀρίφνητες (= ἀρίθμητες)
ἀρχιτεκτονημένος < ἀρχιτεκτονῶ (αε)
ἀσπροῦδι (τὸ) = εἶδος σταφυλῆς
ἄστραμμα < ἀστράφτω
ἀτόφυος ἀντὶ ἀτόφιος
αὐγὸ ἀντὶ ἀβγὸ
αὐτὶ ἀντὶ ἀφτὶ
αὐτιάζομαι (= ἀφουγκράζομαι)
ἀφὴ ἀντὶ ἁφὴ
ἀχάζω = ἠχῶ;
ἀψιμυθίωτος = ὄχι φτιαχτός, ἀμακιγιάριστος
κάντρο = κάδρο