κόκκορας
219. (1) ῞Οπου λαλοῦν πολλοὶ κοκκόροι ἀργεῖ νὰ ξημερώσῃ.
κόρακας
220. (1) Κόρακας κοράκου μάτι δὲν βγάζει. (1975)
221. (2) *'Απὸ κόρακα κρὰ θἀκούσῃς.
222. (3) Πῶς πᾶνε, κόρακα, τὰ παιδιά σου; ὅσο αὐξαίνουν τόσο μαυρίζουν. (1977)
223. (4) Θρέψε τὸν κόρακα, γιὰ νὰ σοῦ βγάλῃ τὸ μάτι. (1980)
κόσμος
224. (1) ῾Ο κόσμος τὄχει τούμπανο κι ἐμεῖς κρυφὸ καμάρι.
κόττα
225. (1) ῾Η κόττα πίνοντας νερὸ κοιτάζει καί τόν οὐρανό. (1972)
226. (2) ῞Οποιος ἀνακατεύεται μὲ τὰ πίτουρα τὸν τρῶν οἱ κόττες.
κοῦκος
227. (1) Κοῦκος σὰν φέτος ἄκαιρος, τοῦ χρόνου ἂς μὴ λαλήσῃ. (1981)
κουτσὸς
228. (1) Κουτσὸ ποτὲ μὴν κυνηγᾷς· μὲ σένα θὰ γελάσουν. (1996)
κουφὸς
229. (1) Στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις βρόντα.
(παραλλαγή: Στοῦ κουφοῦ τὴν θύρα ὅσο θέλεις χτύπα.)
230. (2) Κουφοῦ καμπάνα κι ἂν λαλῇς, νεκρὸν κι ἂν γαργαλίζῃς. (1977, 1979)
κρασὶ
231. (1) *Μῆνες ποὺ δὲν ἔχουν ῥώ, τὸ κρασὶ θέλει νερό.
232. (2) Τὸν μῆνα ποὺ δὲν ἔχει ῥὼ πῖνε κρασὶ μὲ τὸ νερό. (1971)
233. (3) ῞Οποιος πίνει βερεσὲ δυὸ φορὲς μεθᾷ. (1970)
234. (4) Κρασί, σὲ πίνω γιὰ καλό, κι ἐσὺ μὲ κροῦς στὸν τοῖχο. (1970)
235. (5) ῞Οσοι πίνουν καὶ μεθοῦνε λησμονοῦν ὅσα χρωστοῦνε. (1971, 1998)
236. (6) Σὲ ξένο κρασὶ νερὸ μὴ βάνῃς. (1978)
237. (7) Τὰ κάστανα θέλουν κρασὶ καὶ τὰ καρύδια μέλι. (1982)